ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Πάμπακα & άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 242/2018, 31/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B205
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D582
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 49/2021)
21 Δεκεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
XXX ΜΑΚΡΗΣ,
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Δ. Αραούζος, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Ξενοφώντος (κα), Ανώτερος Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν δικής του παραδοχής, βρέθηκε ένοχος για πρόκληση του θανάτου του Αντώνη Δημητρίου (ο οποίος ήταν ηλικίας 36 ετών, νυμφευμένος και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων ηλικίας 9 και 6 ετών αντίστοιχα), κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία). Επίσης, για παράβαση σήματος τροχαίας (2η κατηγορία). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας, αυτός «στη συμβολή της οδού Νίκου και Δέσποινας Παττίχη με την οδό Χριστοφή Εργατούδη, στη Λεμεσό της επαρχίας Λεμεσού, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής ΚXXXX0, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επέφερε το θάνατο του Αντώνη Δημητρίου τέως από τη Λεμεσό». Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 11.1.2019.
Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση «. ενώ ο Κατηγορούμενος κατευθυνόταν βόρεια επιχείρησε στροφή δεξιά με πρόθεση να εισέλθει εντός της οδού Χριστοφή Εργατούδη, η οποία είναι πάροδος της Λεωφόρο Παττίχη, χωρίς προηγουμένως να σταματήσει και παραβιάζοντας, αφενός, σήμα τροχαίας-πινακίδα - το οποίο απαγόρευε τη στροφή δεξιά, αφετέρου, την προαναφερόμενη άσπρη συνεχή γραμμή. Αποτέλεσμα της πιο πάνω ενέργειας του Κατηγορούμενου ήταν να ανακόψει την ελεύθερη πορεία της μοτοσικλέτας η οποία οδηγείτο εξ αντιθέτου και με νότια κατεύθυνση επί της Λεωφόρου Παττίχη και να συγκρουσθεί βίαια με αυτήν. Από τη σύγκρουση το θύμα εκσφενδονίσθηκε καταλήγοντας στην άσφαλτο».
Στις 9.4.2021 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 18 μηνών στην 1η κατηγορία και στέρηση του δικαιώματος του να κατέχει ή να αποκτήσει άδεια οδήγησης για περίοδο δύο ετών από τις 9.4.2021. Περαιτέρω, του επέβαλε και 8 βαθμούς ποινής. Στη 2η κατηγορία δεν επέβαλε ποινή.
Ο Εφεσείων θεωρεί την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε ως εσφαλμένη, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Επειδή αυτή «κατά παραγκωνισμό της αρχής ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το σφάλμα του οδηγού είναι στιγμιαίο και ότι παρατεταμένο και/ή εγωιστικό, τότε η αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της χρηματικής ποινής μαζί ή/και χωρίς τη στέρηση της άδειας οδήγησης» (1ος λόγος έφεσης).
(β) Επειδή «συνέτρεχαν τέτοιοι μετριαστικοί παράγοντες που δικαιολογούσαν υπό τις περιστάσεις την επιβολή μιας πολύ πιο επιεικούς ποινής και άρα η ποινή φυλάκισης των 18 μηνών (με στέρηση του δικαιώματος κατοχής άδειας οδήγησης για δύο έτη πλέον 8 βαθμούς ποινής) ήταν έκδηλα υπερβολική και/ή εν πάση περιπτώσει η όποια ποινή φυλάκισης θα έπρεπε να ήταν με αναστολή για τους λόγους που αναφέρονται στον 4ο λόγο έφεσης» (2ος λόγος έφεσης).
(γ) Επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο «κατά τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, μετέτρεψε εαυτόν από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο σε μάρτυρα γεγονότων - μάλιστα αναληθών γεγονότων - ως προς το σοβαρότατο μετριαστικό παράγοντα υπέρ του Εφεσείοντος, αυτού δηλαδή της έμπρακτης μεταμέλειας του και της έντονης επιθυμίας του να βοηθήσει την οικογένεια του θύματος μετά το ατύχημα, ενέργεια στην οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη με άγνωστα ελατήρια και αναιτιολόγητη και ελλειπή την πηγή των πληροφοριών του, με αποτέλεσμα να μην είναι και δυνατός ο απαραίτητος δικαστικός έλεγχος της κρίσης του κατ΄ έφεση (3ος λόγος έφεσης).
(δ) Επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια «ως προς το κατά πόσο η ποινή της φυλάκισης θα ήταν με αναστολή» (4ος λόγος έφεσης).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, με την εμπεριστατωμένη αγόρευση του, μας παρέπεμψε σε πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσπάθεια του να μας πείσει πως εδώ η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 18 μηνών είναι εσφαλμένη. Ήταν η θέση του πως επρόκειτο για ένα στιγμιαίο λάθος του Εφεσείοντα, και ως εκ τούτου η ενδεδειγμένη ποινή ήταν αυτή του προστίμου.
Από την αντίπερα όχθη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, με την επίσης εμπεριστατωμένη αγόρευση της, ανέφερε πως δεν επρόκειτο για ένα στιγμιαίο λάθος του Εφεσείοντα. ΄Ηταν η θέση της ότι το δυστύχημα έλαβε χώρα η ώρα 5.55 το απόγευμα, όταν υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση σε δρόμο με τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας, δύο προς τα νότια και δύο προς τα βόρεια. Ο Εφεσείων, οδηγώντας μηχανοκίνητο όχημα προς τα βόρεια επιχείρησε να στρίψει δεξιά προς την οδό Χριστοφή Εργατούδη, με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελεύθερη πορεία του θύματος που ερχόταν εξ αντιθέτου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «. έφραξε δύο λωρίδες κυκλοφορίας σε χώρο που απαγορεύεται να στρίψεις δεξιά, και μάλιστα δεν σταμάτησε, ούτε έλεγξε την τροχαία κίνηση, ούτε είδε ποτέ το θύμα, το οποίο οδηγούσε ορθόδοξα στην πορεία του ... Ο Εφεσείων όχι μόνο χύμηξε, αλλά έστριψε εν τυφλώ, αδιαφορώντας τελείως για την τροχαία κίνηση και ουσιαστικά αν δεν ήταν το θύμα θα ήταν οποιοσδήποτε άλλος εκείνη τη στιγμή, γιατί ήταν ένας δρόμος με πυκνή τροχαία κίνηση, με αποτέλεσμα η αδιαφορία και ο εγωισμός του Εφεσείοντα να είναι φανερός σε όλη την υπόθεση αυτή».
Αναφέρουμε από τώρα πως έχουμε θέσει ενώπιον μας τόσο τις αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, όσο και τις αποφάσεις οι οποίες μνημονεύονται στην καλογραμμένη πρωτόδικη απόφαση. Θα επαναλάβουμε για άλλη μια φορά, ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε συγκεκριμένο παραβάτη, έχει να κάνει με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης και με τις ιδιαίτερες συνθήκες αυτού. Όπως το έθεσε ο αείμνηστος Νικήτας, Δ. στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ, 123:
«Οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι, παρόλο που μπορεί να παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά εντούτοις, συχνά, δεν υπάρχει η ταυτοσημία στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοϊνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις. Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές. Στη Βρετανία επικράτησε η πρακτική να παρέχονται από καιρού εις καιρόν κατευθυντήριες γραμμές σε συμπυκνωμένη μορφή σχετικά με τη φύση και το εύρος των ποινών. Τα σεξουαλικά αδικήματα δεν αποτελούν εξαίρεση: βλ. π.χ. R. ν. Billam [1986] 1 All E.R. 985.
Όντως, όπου διαφαίνεται η τάση, πάνω σε στέρεες βάσεις, μπορεί να διαμορφωθεί ένα είδος ταρίφας. Όμως δεν μπορεί να οδηγεί σε αποστέωση της εξουσίας του δικαστηρίου μπροστά στη ζωντανή πραγματικότητα που εμφανίζει κάθε υπόθεση με τις ιδιαιτερότητες της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε θα ισχύσει η διατίμηση, όπου υπάρχουν ουσιαστικές ομοιότητες. Χρειάζεται όμως προσοχή γιατί, παρόλο που τα ανθρώπινα επαναλαμβάνονται, είναι ανιχνεύσιμες διαφορές και λεπτομέρειες που προσδίδουν στο προηγούμενο άλλη, διαφοροποιημένη, διάσταση. Τα λέγουμε αυτά όχι για να μειώσουμε την μεγάλη προσπάθεια του συνηγόρου, να μας ενημερώσει για κάθε τι σχετικό, αλλά για να θέσουμε τις παραμέτρους της χρήσιμης καταφυγής στο προηγούμενο.»
Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκε και η απόφαση Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ, 331, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αφορούσε σε τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 335 της απόφασης:
«Για παρόμοια αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου και λαμβάνοντας υπ' όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει χρήμα και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Παμπακάς και άλλος. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491).»
Όσον αφορά στον 3ο λόγο έφεσης, για τον οποίο έχει ήδη γίνει αναφορά πιο πάνω, σημειώνουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή στις 23.3.2021 παρέθεσε τα γεγονότα και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορουμένου αγόρευσε για μετριασμό της ποινής. Μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, κατά την οποία είχε επιφυλαχθεί η πρωτόδικη απόφαση της ποινής, δεν είχε διευθετηθεί η Πολιτική Αγωγή αρ. 3084/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Όμως, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε κατατεθεί έγγραφο το οποίο σημειώθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως τεκμήριο 16, που αφορούσε σε αλληλογραφία αναφορικά με τη διευθέτηση της εν λόγω Πολιτικής Αγωγής που είχε εγερθεί από τις διαχειρίστριες της περιουσίας του θύματος εναντίον και του Εφεσείοντα. Να σημειώσουμε πως μας ελέχθη, και αυτό επιβεβαιώνεται από αντίγραφο της απόφασης που μας παρουσιάστηκε, πως στις 24.3.21, εξεδόθη τελικά εκ συμφώνου απόφαση, ως το περιεχόμενο του τεκμηρίου 16.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ανέφερε ενώπιον μας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε ένα πολύ σοβαρό μετριαστικό παράγοντα σε ένα επιβαρυντικό παράγοντα, και τούτο γιατί στη σελ. 32 της απόφασης του σημειώνει τα ακόλουθα: «Περαιτέρω έλαβα υπόψη μου ότι καταβάλλονται προσπάθειες για εξώδικη διευθέτηση της πολιτικής αγωγής με αριθμό 3084/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την καταβολή αποζημιώσεως στη σύζυγο και τα δύο ανήλικα τέκνα του θύματος από την ασφαλιστική εταιρεία του Κατηγορουμένου. Δεν μπορώ, όμως, να παραγνωρίσω ότι η πιο πάνω υπόθεση δεν έχει διευθετηθεί ακόμα. Στις 24.3.21 που ήταν ορισμένη ως προκύπτει από το Τεκμήριο 16 αυτή αναβλήθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία».
Ουδέποτε το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε το γεγονός της μη διευθέτησης της αγωγής μέχρι τις 23.3.21, όταν είχαν εκτεθεί ενώπιον του τα γεγονότα, ως επιβαρυντικό παράγοντα. Τουναντίον, πίστωσε τον Εφεσείοντα και με το γεγονός ότι μέχρι και τις 23.3.2021 καταβάλλονταν προσπάθειες για διευθέτηση της εν λόγω αγωγής. Από το περιεχόμενο του τεκμηρίου 16, προκύπτει πως οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών στην αγωγή, είχαν συμφωνήσει να εμφανιστούν την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 24.3.21, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για να δηλωθεί εκ συμφώνου απόφαση με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Η αναφορά από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αγωγή αναβλήθηκε στις 24.3.21 σε μεταγενέστερη ημερομηνία (κάτι που δεν υποστηριζόταν από τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του), δεν κατέστησε τον Πρωτόδικο Δικαστή πολύ κακό ποινικό ανακριτή, ως ατυχώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ανέφερε. Ούτε αποστέρησε από τον Εφεσείοντα έναν δυνατό μετριαστικό παράγοντα ως η θέση του. Μάλιστα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 31 της απόφασης του, καταγράφει ότι πιστώνει τον κατηγορούμενο και με τον μετριαστικό παράγοντα της έμπρακτης μεταμέλειας λόγω του γεγονότος ότι κατέβαλε στη σύζυγο του θύματος το ποσό των €25.000.Για την καταβολή του εν λόγω ποσού, ο ευπαίδευτος συνήγορος του ανέφερε, και το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη, πως ο Εφεσείων «κατανόησε τη δυσπραγία στην οποία έχει περιέλθει η οικογένεια του θύματος εξαιτίας του επίδικου δυστυχήματος προς κάλυψη μέρους των εξόδων φοίτησης των δύο ανήλικων παιδιών του στο ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούν». Και βεβαίως έλαβε υπόψη, όπως σημειώνει, και το γεγονός ότι καταβάλλονταν προσπάθειες για εξώδικη διευθέτηση της αγωγής.Το γεγονός ότι δεν είχε διευθετηθεί η αγωγή μέχρι τις 23.3.2021 ήταν δεδομένο, και δεν θα μπορούσε να γίνει οτιδήποτε άλλο από του να πιστωθεί ο Εφεσείων με τις προσπάθειες, όπως και έγινε.
Ο 3ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε τις πολλές δικαστικές αποφάσεις που αφορούν σε τροχαία θανατηφόρα δυστυχήματα. Θα αναφερθούμε σε ορισμένες από αυτές.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόμα (2005) 2 ΑΑΔ, 713, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά της επιβληθείσας ποινής, βρήκε πως η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν εσφαλμένη επί θέματος αρχής, και κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης η επιβληθείσα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή, δεν ήταν έκδηλα ανεπαρκής. Τα γεγονότα διάπραξης του αδικήματος όμως ουδεμία ομοιότητα έχουν με τα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης. Εκεί κρίθηκε πως η συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, ο οποίος εκινείτο υπό την αντίληψη ότι ο δρόμος πίσω του ήταν καθαρός, δεν συνιστούσε συνειδητή αδιαφορία ή συνειδητή παραγνώριση κινδύνου.
Στη Σωτηρίου (πιο πάνω) το Εφετείο βρήκε πως οι επιβληθείσες από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ποινές ήταν έκδηλα ανεπαρκείς και τις αύξησε. Θεώρησε την εν γένει συμπεριφορά του εφεσίβλητου «ως μια αλόγιστη και απερίσκεπτη πράξη» που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός νέου ανθρώπου. Αύξησε τις ποινές φυλάκισης σε 6 μήνες χωρίς όμως να παραλείψει να σημειώσει πως οι επιβληθείσες από αυτό ποινές είναι αρκούντως επιεικείς και ότι ο λόγος που δεν αύξησε περαιτέρω τις ποινές ήταν «τα πολλά ελαφρυντικά και οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου».
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ, 543, το Εφετείο έκρινε στη βάση όλων των δεδομένων ότι οι επιβληθείσες από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ποινές φυλάκισης ήταν «υπέρμετρα ανεπαρκείς» τις οποίες και αύξησε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλαμπίδη (2009) 2 ΑΑΔ, 537, το Εφετείο ανατρέποντας την απόφαση που αφορούσε στην αναστολή της ποινής ανέφερε και τα ακόλουθα σε σχέση με τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος «. Οι περιστάσεις της υπόθεσης αποκαλύπτουν ότι ο εφεσίβλητος οδήγησε το αυτοκίνητο του με πλήρη αδιαφορία προς τους κανόνες οδήγησης και τα σήματα τροχαίας αλλά και με πλήρη καταφρόνηση προς τον οδηγό του μοτοποδηλάτου ο οποίος νομίμως οδηγούσε το μοτοποδήλατο του από την αντίθετη κατεύθυνση. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν υπό τις περιστάσεις αναπόφευκτη. ....».
Ορθά εδώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση και από την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Αστυνομία ν. Glazkov, Ποινική Έφεση αρ. 262/18 (σχ. με 268/18), απόφαση ημερ. 16.5.2019. Εκεί, το Εφετείο, απορρίπτοντας τόσο την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα όσο και την έφεση του κατηγορουμένου, σημείωσε πως τα δυστυχήματα αυτού του είδους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά, αφού άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους λόγω απερίσκεπτης και πολλές φορές εγωϊστικής συμπεριφοράς και ενέργειας άλλων ατόμων. Για τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, οι οποίες προσομοιάζουν με αυτές της παρούσας υπόθεσης, το Εφετείο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο είχε καταλήξει, μετά την παράθεση όλων των δεδομένων, ότι ο εφεσείων οδήγησε αλόγιστα, επικίνδυνα και απερίσκεπτα, όπως άλλωστε ήταν και η παραδοχή στην οποία προέβη στην πρώτη κατηγορία. Χαρακτήρισε τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ως ιδιαίτερα σοβαρές, καθορίζοντας έτσι και το μέγεθος της αμέλειας του εφεσείοντος, ο οποίος έπρεπε να είχε αντιληφθεί την παρουσία του εξ αντιθέτου ελαύνοντος μοτοποδηλάτου και όφειλε να μην επιχειρούσε να εισέλθει εντός της εξ αντιθέτου λωρίδας κυκλοφορίας, λόγω της ύπαρξης της άσπρης συνεχόμενης γραμμής, σε σημείο που απαγορεύεται βεβαίως η προσπέραση. Η ενέργεια, όπως αναφέρθηκε από το Δικαστήριο, του εφεσείοντος να παρεκκλίνει από την πορεία του και να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση, ούτως ώστε το θύμα να είχε αυτή την τραγική κατάληξη, παρόλο που η πορεία του ήταν ευδιάκριτη.»
Βρίσκουμε ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι εδώ η οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντα δεν ήταν το αποτέλεσμα στιγμιαίας αβλεψίας. Παραθέτουμε αυτολεξεί το σχετικό μέρος από την απόφαση του, το οποίο μας βρίσκει σύμφωνους:
«. Ο Κατηγορούμενος πριν αρχίσει να επιχειρεί την στροφή δεν σταμάτησε καθόλου για να ελέγξει την τροχαία κίνηση. Η πιο πάνω συμπεριφορά του είχε ως αποτέλεσμα το όχημα του να ανακόψει την ορθόδοξη πορεία της μοτοσικλέτας και να συγκρουστεί βίαια με αυτήν.
................................
Υπό το φως των πιο πάνω θα διαφωνήσω με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορουμένου ότι το σφάλμα του πελάτη του δεν εμπεριείχε το στοιχείο της αδιαφορίας και του εγωισμού. Η στροφή δεξιά και η είσοδος εντός της παρόδου χωρίς προηγουμένως ο Κατηγορούμενος να σταματήσει για να ελέγξει την τροχαία κίνηση ανάγουν την οδήγησή του σε οδήγηση η οποία εμπεριέχει και, μάλιστα, έντονα το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο περιλαμβανομένου του θύματος και δικαίως μπορεί με ασφάλεια να χαρακτηρισθεί ως αλόγιστη και επικίνδυνη. Ο Κατηγορούμενος επιχείρησε στροφή δεξιά αδιαφορώντας εντελώς για την ασφάλεια των χρηστών του δρόμου και ουσιαστικά 'στα τυφλά'.»
Να σημειώσουμε πως ο Εφεσείων, μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του, ανέφερε τα ακόλουθα για τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων:
«Το ατυχές για τον Εφεσείοντα είναι ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να διαφωτίσει ο ίδιος το Δικαστήριο ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος διότι, όπως αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το ίδιο το ατύχημα του προκάλεσε τέτοιο μετατραυματικό σύνδρομο στρες που του στέρησε τη δυνατότητα να μπορεί να τις ανακαλεί. Όταν ο Εφεσείων συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος την ίδια ημέρα του ατυχήματος και επίσης όταν του λήφθηκε την επομένη μέρα (12/1/2019) από την Αστυνομία ανακριτική κατάθεση δεν είχε ν΄ αναφέρει οτιδήποτε ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα ούτε ήταν έτοιμος ν΄ απαντήσει οποιεσδήποτε ερωτήσεις, όχι διότι δεν ήθελε να βοηθήσει την Αστυνομία στο έργο της αλλά διότι δεν θυμόταν πως έγινε το ατύχημα. Είναι αυτός ο λόγος που το έργο της υπεράσπισης κατέστη πολύ δυσκολότερο και ήταν αυτός ο λόγος που οι εισηγήσεις μου προς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν στη βάση μιας εκδοχής ως προς τα γεγονότα όπως τα θυμόταν ο Εφεσείων αλλά στη βάση κάποιων εύλογων υποθέσεων και συμπερασμάτων.»
Να προσθέσουμε πως σύμφωνα με τα γεγονότα, ως αυτά είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, ο Εφεσείων σε ανακριτική κατάθεση ημερ. 12.1.2019 που έδωσε στην Αστυνομία (δηλαδή μια ημέρα μετά τη διάπραξη των αδικημάτων), είχε αναφέρει πως μετά από σχετική επικοινωνία και συνεννόηση που είχε με το συνήγορο του, δεν επιθυμούσε να πει οτιδήποτε για τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, και δήλωσε πως δεν θα απαντούσε σε ερωτήσεις. Αυτό βεβαίως ήταν αναφαίρετο δικαίωμα του.
Επανερχόμαστε στο θέμα της απώλειας μνήμης για το οποίο έκανε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα. Να πούμε το αυτονόητο, πως η απώλεια μνήμης δεν απαλλάσσει ένα πρόσωπο από τις πράξεις του (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ, 133), και πολύ ορθά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ανέφερε ενώπιον μας πως «. Δεν λέω ότι υπήρχε το ενδεχόμενο ο Εφεσείων να απαλλασσόταν της ευθύνης, διότι η ευθύνη του να βεβαιωθεί πέραν για πέραν ότι ήταν ασφαλές να στρίψει δεξιά είναι δεδομένη». Εδώ ακριβώς έγκειται και η αμέλεια του Εφεσείοντα που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του συγκεκριμένου τροχαίου θανατηφόρου δυστυχήματος. Να σημειώσουμε πως σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που η Κατηγορούσα Αρχή είχε θέσει ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «. στο σημείο της παρόδου με την οδό Χριστοφή Εργατούδη, όπου έγινε το δυστύχημα, υπάρχει πινακίδα απαγορευτικού σήματος στροφής δεξιά σε σχέση με τη βόρεια πορεία που ακολουθούσε ο κατηγορούμενος. Η ορατότητα του οδηγού του ενεχόμενου αυτοκινήτου σε σχέση με την πορεία του θύματος κάλυπτε στην αριστερή λωρίδα 100μ. και στη δεξιά 112μ.». Με άλλα λόγια, εάν ο Εφεσείων ήλεγχε δεόντως την τροχαία κίνηση, θα αντιλαμβανόταν τη μοτοσικλέτα η οποία ήταν απέναντι του, ορατή από αρκετά μεγάλη απόσταση (Επιφανείου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 332).
Περαιτέρω, με δεδομένο ότι ο Εφεσείων δεν σταμάτησε πριν επιδιώξει να εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας του θύματος, και με δεδομένο ότι αυτός εισήλθε, κατά παράβαση σήματος τροχαίας, στην εν λόγω λωρίδα καθ΄ ον χρόνο υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση, και συνεπώς η πορεία του προς τη λωρίδα από την οποία ερχόταν το θύμα δεν μπορούσε να ήταν απρόσκοπτη, είναι στοιχεία που επιβαρύνουν την υψηλού βαθμού αμέλεια του με το στοιχείο της αδιαφορίας για την τύχη του θύματος, το οποίο οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του νομίμως και κανονικά από την αντίθετη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν και επικίνδυνη (Ζυπιτής κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2003) 2 ΑΑΔ, 220).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, κατά την ακρόαση της έφεσης, μας ανέφερε ακόμη πως «Η Αστυνομία το πρώτο που έπρεπε να κάμει είναι να τοποθετήσει το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος στο σημείο που έγινε η σύγκρουση, να βάλει αυτοκίνητο να έρχεται από απέναντι με μοτοσικλέτα, και να διαπιστώσει κατά πόσο ήταν ορατή. Διότι έχει μεγάλη σημασία αυτό το γεγονός. Αυτό το πράγμα δεν το έκαμε η Αστυνομία και μέχρι σήμερα ο Εφεσείων διερωτάται για ποιο λόγο δεν είδε την μοτοσυκλέττα και για ποιο λόγο έκαμε αυτό το ατύχημα». Δεν συμφωνούμε ότι η Αστυνομία είχε υποχρέωση να προβεί και σε τέτοιες περαιτέρω ενέργειες αφού ενώπιον της δεν είχε συγκεκριμένες θέσεις εκ μέρους του Εφεσείοντα για το πως έλαβε χώρα το δυστύχημα (Να σημειώσουμε πως η Αστυνομία για να διαπιστωθεί η ορατότητα που είχε ο Εφεσείων σε σχέση με την πορεία που ακολουθούσε το θύμα, προέβη με τη χρήση αστυνομικής μοτοσικλέτας σε αναπαράσταση, η οποία κατέδειξε ότι ο Εφεσείων είχε την ορατότητα για την οποία έγινε αναφορά πιο πάνω). Ως εκ τούτου, το ουσιώδες, επαναλαμβάνουμε, για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι ότι ο Εφεσείων παραβιάζοντας σήμα τροχαίας, παράνομα επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά χωρίς μάλιστα να σταματήσει, και χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση, η οποία ήταν πυκνή, με αποτέλεσμα να ανακόψει την ελεύθερη πορεία του μοτοσικλετιστή, τον οποίο τραυμάτισε θανάσιμα. Αυτό είναι που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά είπε στην απόφαση του και δεν έχει καμία σημασία το ρήμα που χρησιμοποίησε, ότι δηλαδή ο Εφεσείων «χίμηξε» προς τα δεξιά, κάτι για το οποίο ο τελευταίος αδικαιολόγητα παραπονείται.
Στη βάση των πιο πάνω θα εξετάσουμε τον 1ο και τον 2ο λόγο έφεσης, οι οποίοι ουσιαστικά αφορούν στο είδος και το ύψος της ποινής. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της, είναι πρωταρχική ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (Αστυν. Λεμεσού ν. TooracFashion (1993) 2 ΑΑΔ, 117). Μάλιστα, εκεί όπου υπάρχει απώλεια ζωής, η επιβολή ποινής είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, αφού ουδεμία ποινή είναι ικανοποιητική για την απώλεια ανθρώπινης ζωής (Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ, 965, 1172). Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί όπου διαπιστώνει ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ή όταν το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας την ποινή, στηρίχθηκε σε λανθασμένη νομική αρχή. Το κριτήριο κατά πόσο μια επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική είναι αντικειμενικό. Για την έννοια της υπερβολής παραπέμπουμε στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ, 525. Ούτε το ζητούμενο είναι ποια ενδεχομένως θα εθεωρείτο ως αρμόζουσα ποινή από ένα άλλο Δικαστήριο ή ακόμη και από το ίδιο το Εφετείο (Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 242/18, απόφαση ημερ. 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B205). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Mihalta κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ, 764, η έφεση κατά της ποινής δεν διανοίγει πεδίο για επανακαθορισμό της από το Εφετείο.
Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά ότι η εξατομίκευση της ποινής έχει πάντα τη θέση της (σελ. 26 από την απόφαση του). Με αναφορά στην ορθή Νομολογία καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές, και επιμέτρησε την ποινή, αφού έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα. Δεν παρέβλεψε ούτε την παραδοχή του Εφεσείοντα, στην οποία έδωσε τη δέουσα βαρύτητα, αφού όπως ορθά σημειώνει η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. ΄Ελαβε ακόμη υπόψη του, το λευκό του ποινικό μητρώο, το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια είναι οδηγός χωρίς να έχει διαπράξει αδίκημα, την ηλικία του (60 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων)και όλες τις οικογενειακές-προσωπικές του περιστάσεις, ως αυτές είχαν τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του. Τέλος, δεν παρέβλεψε ούτε τα προβλήματα υγείας του ούτε το γεγονός ότι ταλαιπωρείται συναισθηματικά από την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής για την οποία ευθύνεται ο ίδιος. Ούτε ότι κατέβαλε στην οικογένεια του θύματος το χρηματικό ποσό των €25.000. Ούτε τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα σε σχέση με την Αγωγή που καταχωρίστηκε εναντίον του αναφορικά με το θάνατο του θύματος, η οποία οδήγησε τελικά σε εκ συμφώνου έκδοση απόφασης.
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ζύγιασε με ακριβοδίκαιο τρόπο κάθε μετριαστικό και επιβαρυντικό παράγοντα και επέβαλε στον Εφεσείοντα τη συγκεκριμένη ποινή φυλάκισης για ένα σοβαρό αδίκημα το οποίο, δυστυχώς, συνεχίζει να παρουσιάζει ανησυχητική έξαρση, κάτι που το Πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα σημειώνει (σελ. 18 από την απόφαση του). Η επιβληθείσα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνολική ποινή (φυλάκιση-στέρηση άδειας οδήγησης και βαθμοί ποινής) δεν κρίνεται έκδηλα υπερβολική που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης επίσης είναι αβάσιμοι.
Ως ελέχθη, ο 4ος λόγος έφεσης αφορά στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης. Στη Χαραλαμπίδη (πιο πάνω) το νεαρό της ηλικίας του κατηγορούμενου (24 ετών), το λευκό του ποινικό μητρώο, η γνήσια μεταμέλεια του, ο ισχυρός ψυχικός κλονισμός που αυτός υπέστη συνεπεία του τροχαίου θανατηφόρου δυστυχήματος που προκάλεσε, τα δύσκολα παιδικά χρόνια που βίωσε, το γεγονός ότι ήταν ο προστάτης της οικογένειας του την οποία στήριζε οικονομικά και ηθικά, δεν στάθηκαν ικανά να κρατήσουν την αναστολή που του έδωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο, παραμερίζοντας την απόφαση της αναστολής, σημείωσε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, οι οποίες, εντασσόμενες στο σύνολο των περιστάσεων, δεν δικαιολογούσαν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης.
Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά τις προϋποθέσεις του Νόμου για την αναστολή, τις οποίες και μνημονεύει στην απόφαση του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον μας πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. απέδωσε δυσανάλογη σημασία στην ανάγκη για αποτρεπτική ποινή υπό την αντικειμενική της έννοια σε σχέση με τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης του Εφεσείοντα», με αποτέλεσμα να εφαρμόσει εσφαλμένα τις πρόνοιες του Νόμου στα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης. Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Τουναντίον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά αναφέρει στην απόφαση του πως οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και οι άλλοι μετριαστικοί παράγοντες, στοιχεία που ενέταξε στο σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης, δεν ήταν τέτοιας έκτασης που να δικαιολογούσαν αναστολή της ποινής φυλάκισης. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει πεδίο για παρέμβαση μας στον τρόπο που ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν υπερέβη τα ακραία όρια αυτής. Εν πάση περιπτώσει, συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι περιστάσεις της υπόθεσης και οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, δεν δικαιολογούσαν εδώ αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Και ο 4οςλόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Τελειώνοντας νιώθουμε την ανάγκη να παραπέμψουμε σε ένα μικρό απόσπασμα από την απόφαση Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ, 242, όπου ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χρ. Αρτεμίδης, σημείωσε τα ακόλουθα ενδιαφέροντα:
«Τα θανατηφόρα δυστυχήματα κατάντησαν τραγικό καθημερινό φαινόμενο στον τόπο μας, ο οποίος κατέχει χείριστη θέση στον κατάλογο των ευρωπαϊκών χωρών, ειδικά για τα θανατηφόρα δυστυχήματα αλλά και γενικότερα, για παραβάσεις του Κώδικα Οδικής συμπεριφοράς. Ο Κώδικας Οδικής συμπεριφοράς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, σε μια σύγχρονη και αναπτυγμένη πολιτεία με τον κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς. Γι' αυτό και αποτελεί μια από τις τιμές μέτρησης και αξιολόγησης του σεβασμού του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο. Τα τροχαία αδικήματα, όπως συνηθίσαμε να αναφερόμαστε στις παραβάσεις της οικείας νομοθεσίας ή γενικότερα τα αδικήματα που διαπράττονται κατά την οδήγηση, θεωρούνται πλέον σοβαρά και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται. Τα Δικαστήρια, που παρακολουθούν και είναι ευαίσθητα στις μεταβολές συμπεριφοράς της κοινωνίας, αναπροσαρμόζουν τις ποινές που επιβάλλουν ώστε να γίνει συνείδηση πως η ορθή ρύθμιση της τροχαίας κίνησης έχει άμεση σχέση με την καθημερινή λειτουργία της ζωής των ανθρώπων.»
Χρόνια πριν, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, είχε σημειώσει στη Charalambousv. Police (1986) 2 CLR, 127, πως τα θανατηφόρα δυστυχήματα είχαν πάρει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας, γεγονός που καθιστούσε το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιλογή της ποινής.
Δυστυχώς, αρκετά χρόνια μετά, η συμπεριφορά μας κατά την οδήγηση δεν έχει σημειώσει βελτίωση.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.