ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B585
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 146/2020)
22 Δεκεμβρίου 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
xxx OKMELASHVILI
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
____________________
Ε. Πουργουρίδης με Δ. Λοχία, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Κυθραιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων με ένα λόγο έφεσης, προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική την ποινή φυλάκισης για 17 χρόνια, που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας που παραδέχτηκε. Συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3½ και 2 χρόνων του επιβλήθηκαν για τα αδικήματα της μεταφοράς ενός πιστολιού και των φυσιγγίων του, που επίσης παραδέχτηκε και που χρησιμοποιήθηκαν για τη δολοφονία του θύματος.
Την 8.2.2018, το θύμα συνέτρωγε με άλλα δύο πρόσωπα σε εστιατόριο στην τουριστική περιοχή Γερμασόγειας στη Λεμεσό, όταν προσεγγίστηκε από τον Εφεσείοντα και τους πρώην συγκατηγορούμενους του 1 και 3. Ακολούθησε επεισόδιο στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, κατά το οποίο ο Εφεσείων, με το πιστόλι που κρατούσε, πυροβόλησε τέσσερις φορές το θύμα επιφέροντας το θάνατο του.
Το θύμα ήταν 47 χρόνων όταν δολοφονήθηκε και ήταν σε διάσταση με τη σύζυγο του με την οποία είχε αποκτήσει πέντε παιδιά, τότε ηλικίας 25, 24,17, 5 και 3 χρόνων.
Κύριος άξονας της ενώπιον μας επιχειρηματολογίας του δικηγόρου του Εφεσείοντα ήταν ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης την κατέτασσαν ως «οριακή μη αυτοάμυνα ή υπέρμετρη αυτοάμυνα», περίπτωση για την οποία, κατά την εισήγηση του, η νομολογία καθορίζει ως αρμόζουσα ποινή φυλάκισης που να μην ξεπερνά τα 10 χρόνια. Αναφέρεται, συναφώς, στην αιτιολογία του λόγου έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα στην καθοδήγηση του επί προηγούμενης νομολογίας αναφορικά με την ποινολογική μεταχείριση για το υπόψη αδίκημα και δεν λήφθηκαν υπόψη ή στον απαιτούμενο βαθμό οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, η πρόθεση του Εφεσείοντα και η πρόκληση που δέχτηκε από το θύμα.
Αναφέρεται ακόμα ότι δεν αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα σε ελαφρυντικούς παράγοντες που συνέτρεχαν, όπως η άμεση παραδοχή του Εφεσείοντα και οι προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και πως εσφαλμένα κρίθηκε ότι η φυλάκιση του από τις κατοχικές αρχές, στην οποία αναφερόμαστε στη συνέχεια, δεν συνιστούσε μορφή εξωδικαστηριακής τιμωρίας.
Θα πρέπει, κατά πρώτο λόγο, να επικεντρωθούμε στις συνθήκες διάπραξης της επίδικης δολοφονίας, όπως ακριβώς καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου για την ποινή. Στη σκηνή του εγκλήματος, αλλά και σε ό,τι προηγήθηκε. Σε ό,τι αφορά το σκηνικό της ρίψης των πυροβολισμών εναντίον του θύματος, διεξάχθηκε δίκη τύπου Newton και το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε τις επιμέρους περιστάσεις που επικαλείτο, αποδεχόμενο την πιο ευνοϊκή για τον Εφεσείοντα εκδοχή. Δεν εξυπηρετεί η επανάληψη των λεπτομερειών, αλλά η υπόμνηση των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν το έγκλημα που διαπράχτηκε.
Ο Εφεσείων ταξίδευσε στην Κύπρο από τη Γεωργία την 3.2.2018 με σκοπό να συναντήσει το θύμα και να του συστήσει και να απαιτήσει από αυτόν να πάψει να εκβιάζει συγγενικό του πρόσωπο. Λίγες μέρες προηγουμένως είχαν αφιχθεί στην Κύπρο και οι πρώην συγκατηγορούμενοι του 1 και 3, που διέμεναν στο ίδιο διαμέρισμα μαζί του και διακινούνταν μαζί. Αυτοί τον συνόδευσαν στο εστιατόριο όπου, όπως είχαν μάθει, βρισκόταν το θύμα. Στο εστιατόριο μετέβησαν με αυτοκίνητο ενοικίασης. Ο Εφεσείων μετέφερε μαζί του έμφορτο πιστόλι, όπως και ο πρώην συγκατηγορούμενος 3. Τα πιστόλια μετέφεραν για σκοπούς ασφάλειας και αυτοάμυνας, αν χρειαζόταν, γιατί, όπως είχαν ενημέρωση από το πρόσωπο που τους τα προμήθευσε, το θύμα συνοδευόταν από δύο «μπράβους» που οπλοφορούσαν. Ωστόσο, ο Εφεσείων επιδεικτικά το ανέσυρε, χωρίς να έχει προκύψει ζήτημα ασφάλειας, πολύ περισσότερο αυτοάμυνας και το ακούμπησε στο τραπέζι, συνεχίζοντας να το κρατά.
Σε σχέση με τη θέση ότι δεν λήφθηκε υπόψη ή στον απαιτούμενο βαθμό ότι ο Εφεσείων δέχθηκε πρόκληση από το θύμα, έγινε αναφορά στην αλαζονεία που επέδειξε το θύμα. Η συμπεριφορά όμως του θύματος δεν αφορούσε στη σύσταση του Εφεσείοντα, «την παράκληση» του, όπως ενώπιον μας ανάφερε ο δικηγόρος του, αλλά στην πράξη του να ανασύρει το πιστόλι που μετέφερε. Έτσι είχε τεθεί το ζήτημα και στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής. Και ήταν αυτή η ενέργεια του Εφεσείοντα που οδήγησε στη συμπλοκή μεταξύ του και του θύματος και το «κεφαλοκλείδωμα» του πρώτου από τον δεύτερο. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, ο Εφεσείων «ήρξατο χειρών αδίκων», υπό την έννοια ότι το θύμα αντέδρασε όταν ο Εφεσείων ανέσυρε το πιστόλι και το τοποθέτησε κρατώντας το πάνω στο τραπέζι. Δεν υπήρξε πρόκληση, στην έννοια του νόμου, από το θύμα. Ούτε και διαφορετικά. Το γεγονός ότι το θύμα δεν υποτάχτηκε υπό το φόβο του πιστολιού, δεν συνιστά πρόκληση.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το έγκλημα και τις εκτίμησε ορθά. Ανάφερε ότι η μεταφορά των έμφορτων πιστολιών έθετε στο προσκήνιο τον εν δυνάμει κίνδυνο περαιτέρω σοβαρής παρανομίας και απειλής και που εκδηλώθηκε με τη δολοφονία του θύματος. Ο Εφεσείων, σημείωσε, κατά τρόπο επιδεικτικό, τοποθέτησε το πιστόλι στο τραπέζι του θύματος κρατώντας το, αδιαφορώντας ότι το εστιατόριο είχε αρκετό κόσμο. Υπήρξε λογομαχία μεταξύ του Εφεσείοντα και του θύματος και το θύμα αποπειράθηκε να του αποσπάσει το πιστόλι. Ακολούθησε συμπλοκή και το πιο εύσωμο θύμα έκανε «κεφαλοκλείδωμα» στον Εφεσείοντα και προσπαθούσε να του αποσπάσει το πιστόλι. Τότε ο Εφεσείων πυροβόλησε το θύμα, «όχι μία, ούτε δύο ή τρείς, αλλά τέσσερις φορές» όπως εμφατικά το έθεσε το Κακουργιοδικείο, που ορθά διαπιστώνει ότι η αφαίρεση της ζωής του θύματος ήταν το αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης του Εφεσείοντα. Στην ενώπιον μας αγόρευση του ο δικηγόρος του αναφέρθηκε σε κατάσταση πανικού και οριακής αυτοάμυνας στην οποία βρέθηκε ο Εφεσείων και πυροβόλησε, χαρακτηρίζοντας το «κεφαλοκλείδωμα» δυνητικά θανατηφόρο. Πρωτόδικα, δεν προβλήθηκε ότι το «κεφαλοκλείδωμα» ήταν δυνητικά θανατηφόρο ή ότι υπήρξε κατάσταση πανικού και επομένως δεν θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη τέτοιες παράμετροι. Διευκρινίστηκε μάλιστα μετά από παρέμβαση του ίδιου του Κακουργιοδικείου, ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση έστω οριακής αυτοάμυνας, με το δικηγόρο του Εφεσείοντα να δηλώνει ευθαρσώς ότι η βία που ασκήθηκε από το θύμα «δεν εμπίπτει στον ορισμό της αυτοάμυνας». Δηλαδή, η βία του θύματος δεν δημιούργησε συνθήκες αυτοάμυνας για τον Εφεσείοντα.
Κατά τον Εφεσείοντα, δεν λήφθηκε υπόψη στον απαιτούμενο βαθμό και δόθηκε μόνο λεκτική αναγνώριση στην παραδοχή του και στο ότι η καταδίκη του τεκμηριώθηκε στην παραδοχή του ότι αυτός πυροβόλησε το θύμα, γεγονός για το οποίο δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία. Την τελευταία αυτή παράμετρο έλαβε υπόψη το Κακουργιοδικείο και αυτό αναφέρεται στην απόφαση του. Αυτό που προχώρησε να σημειώσει, ώστε να θέσει την ορθή διάσταση της παραμέτρου αυτής, ήταν ότι για την εμπλοκή του Εφεσείοντα στο έγκλημα υπήρχε και άλλη μαρτυρία, αφού στη σκηνή εντοπίστηκε και παραλήφθηκε το κινητό του τηλέφωνο, που απώλεσε κατά την προσπάθεια διαφυγής του και που περιείχε φωτογραφίες όλων των κατηγορουμένων, και γενετικό υλικό του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, υπήρχε υλικό από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, όπου φαίνονταν ο Εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοι του 1 και 3 να εγκαταλείπουν τρέχοντας τη σκηνή του εγκλήματος, ενώ ο Εφεσείων αναγνωρίστηκε και σε διαδικασία αναγνώρισης ως ένα από τα πρόσωπα που συμμετείχαν στο έγκλημα και κρατούσε πιστόλι.
Το Κακουργιοδικείο έδωσε ιδιαίτερη, όπως καταγράφει, βαρύτητα στην άμεση παραδοχή του Εφεσείοντα, τονίζοντας ότι πρέπει να αμείβεται με έκπτωση στην ποινή για να ενθαρρύνονται οι αδικοπραγούντες να παραδέχονται. Αναφέρθηκε και στη σχετική νομολογία (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, 36 και Gorko κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 458, 463) για να καταλήξει ότι η παραδοχή του Εφεσείοντα είχε δεσπόζουσα βαρύτητα κατά την επιμέτρηση της ποινής με αποτέλεσμα αυτή να μειώνεται.
Παραπονείται ακόμα ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι η φυλάκιση του από τις κατοχικές αρχές δεν συνιστούσε μορφή εξωδικαστηριακής τιμωρίας, επικαλούμενος την Gregoriou and Others v. Police (1987) 2 C.L.R. 212. Όπως είχε προβληθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου από το δικηγόρο του, ο Εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοι του έχοντας περάσει στις κατεχόμενες περιοχές συνελήφθηκαν γιατί καταζητούνταν, όπως τους αναφέρθηκε, στη Δημοκρατία ενώ ότι δεν είχαν άδεια παραμονής στις κατεχόμενες περιοχές προβλήθηκε ως ισχυρισμός για την κράτηση τους. Παρέμειναν υπό κράτηση για περίοδο ενός περίπου χρόνου προτού παραδοθούν στις νόμιμες αρχές του κράτους την 13.6.2019. Προέβαλαν ότι είχαν τύχει απάνθρωπης μεταχείρισης, αφού κρατούνταν σε αντίξοες συνθήκες και υποβάλλονταν σε σωματική βία.
Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε την παράμετρο αυτή. Την έλαβε υπόψη προς όφελος του Εφεσείοντα, προχώρησε ωστόσο να επισημάνει τη διαφορά μεταξύ της ενώπιον του περίπτωσης από τα ιδιάζοντα περιστατικά της Gregoriou η οποία είχε χαρακτηριστεί ως άνευ προηγουμένου εξαιρετική περίπτωση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης. Η ειδοποιός διαφορά της Gregoriou αναδεικνύεται και από τα όσα μεταγενέστερα αναφέρθηκαν στην Πετρίδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.194/2015, ημερ.27.1.2016, ECLI:CY:AD:2016:B38, ότι το στοιχείο της εξωδικαστηριακής τιμωρίας, ως παράγοντας μετριασμού της ποινής εγείρεται στις περιπτώσεις όπου αυτή καθ΄ εαυτή η διάπραξη ενός αδικήματος επιφέρει, άνευ ετέρου, άμεσες και σοβαρές ζημιογόνες συνέπειες στο δράστη.
Στην Gregoriou, οι εφεσείοντες είχαν πέσει στα χέρια των τούρκων κατά την απόδραση για την οποία καταδικάστηκαν και τους επιβλήθηκε ποινή. Στην προκειμένη περίπτωση, το έγκλημα διαπράχθηκε στη Λεμεσό και ο Εφεσείων κατέληξε φυλακισμένος στα κατεχόμενα, αφού στη συνέχεια μετέβηκε στις κατεχόμενες περιοχές για να αποφύγει τη σύλληψη και την τιμωρία.
Παραπονείται ο 35χρονος Εφεσείων ότι δεν αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις και ιδιαίτερα οι επιπτώσεις στα ανήλικα παιδιά του. Έχει τέσσερα παιδιά που διαμένουν με τη συμβία του.
Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε την παράμετρο εξατομίκευσης της ποινής, σημειώνοντας ότι το άτομο του παραβάτη είναι ένας από τους άξονες προσδιορισμού της τιμωρίας, τονίζοντας, όμως, ταυτόχρονα ότι η εξατομίκευση δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας, παραπέμποντας στις Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220, 225-6, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577, 582 και Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.44 και 48/2016, ημερ.4.4.2019. Έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, αναφέροντας ωστόσο, και ορθά, ότι οι επιπτώσεις της φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορούμενου δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328).
Προκύπτει ότι το Κακουργιοδικείο δεν υπέπεσε σε κανένα επιμέρους ολίσθημα. Σύμφωνα με την απόφαση του έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής καθορίζοντας μάλιστα και το βαθμό που αυτοί μπορούσαν να επιδράσουν σε αυτή. Αναφέρθηκε και σε αριθμό υποθέσεων ανθρωποκτονιών και στις ποινές που εκεί επιβλήθηκαν στη βάση των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, 6 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 130-1), σημειώνοντας ότι είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας, και εξυπηρετούν ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν συνεπής (consistent) και ομοιόμορφη αντιμετώπιση των παραβατών (Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 217, 218). Κατά πόσο τους έλαβε πράγματι υπόψη και στο βαθμό που έπρεπε μόνο η ποινή που κατέληξε να επιβάλει μπορεί να αναδείξει.
Δεν θα κουραστεί το ποινικό Εφετείο, κάθε φορά που εξετάζει υπόθεση ανθρωποκτονίας να υπενθυμίζει την μνημειώδη αναφορά στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, 584 ότι: «Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεσή της μέγιστο έγκλημα. Η δέσμευση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής επιβάλλει ανάλογο καθήκον για την περιφρούρησή της, γεγονός που αντανακλάται στην τιμωρία που επιβάλλεται για εγκληματικές πράξεις που επιφέρουν την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό το λόγο προσδίδεται αποτρεπτικός χαρακτήρας στην τιμωρία κάθε φονικής πράξης.»
Ορθά το Κακουργιοδικείο κατέταξε το έγκλημα που διαπράχτηκε ψηλά στην κλίμακα ιεράρχησης των ανθρωποκτονιών και επιμέτρησε την ποινή του Εφεσείοντα ανάλογα. Δεσπόζον στοιχείο ήταν η ηθελημένη παράνομη πράξη που επέφερε το θάνατο του θύματος, όπως διαπιστώθηκε από τη ρίψη των τεσσάρων πυροβολισμών που έπληξαν το θύμα θανάσιμα. Ήταν και οι περιστάσεις που οδήγησαν στο έγκλημα και πως στήθηκε το σκηνικό της μοιραίας συνεύρεσης. Τρείς άνδρες ταξίδευσαν από το εξωτερικό για να συναντήσουν το θύμα και να απαιτήσει ο Εφεσείων από το θύμα να τερματίσει συγκεκριμένη συμπεριφορά του. Και στη συνάντηση που είχαν μαζί του, ο Εφεσείων και ακόμη ένας από τους δύο άνδρες μετέφεραν έμφορτα πιστόλια, με τον Εφεσείοντα να ανασύρει το δικό του επιδεικτικά. Αυτό ήταν το στίγμα της υπόθεσης, που οδήγησε στην επιβολή πολύχρονης ποινής φυλάκισης στον Εφεσείοντα. Και προδήλως λήφθηκαν υπόψη όλες οι περιστάσεις και ελαφρυντικά στα οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, στην απουσία των οποίων η ποινή θα ήταν μεγαλύτερη.
Δεν επιχειρήθηκε στη νομολογία μας να προσδιοριστεί σε πόσα χρόνια θα αντιστοιχούσε η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή της δια βίου φυλάκισης, ώστε να προσμετρηθούν ανάλογα και οι εκπτώσεις για την παραδοχή, το λευκό ποινικό μητρώο και άλλους μετριαστικούς παράγοντες, όπως μπορεί να γίνει σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Αναμφίβολα όμως το εκδικάζον δικαστήριο έχει υπόψη του ότι ο νομοθέτης προνόησε ότι, για το έγκλημα της αφαίρεσης της ζωής άλλου, μπορεί να επιβληθεί ποινή που να απολήγει στο ότι ο καταδικασθείς θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του φυλακισμένος. Έχοντας αυτή την προοπτική υπόψη είναι που κρίνεται κατά πόσο η ποινή της φυλάκισης για 17 χρόνια που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα ήταν έκδηλα υπερβολική, ως ο λόγος που πρόβαλε για ανατροπή και μείωση της.
Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).
Δεν διαπιστώνουμε κανένα λόγο που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στην ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια. Διέκρινε το στίγμα της υπόθεσης και τις παραμέτρους που προσδιόριζαν τη σοβαρότητα του εγκλήματος που είχε διαπραχτεί και έλαβε υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα, όπως αντανακλάται στο εύρος της ποινής φυλάκισης που επέλεξε να επιβάλει, που στα περιστατικά της υπόθεσης και του Εφεσείοντα δεν ήταν έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.