ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Γ. Α. Κωνσταντίνου για Κ. Μ. Χατζηπιέρα, για την Εφεσείουσα. Γ. Ι. Χατζηϊωάννου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-12-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΖΙΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2021, 7/12/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B554

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 110/2021)

 

 7 Δεκεμβρίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

XXX ΑΖΙΝΟΥ

 

Εφεσείουσα

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητη

____________________

 

Γ. Α. Κωνσταντίνου για Κ. Μ. Χατζηπιέρα, για την Εφεσείουσα.

Γ. Ι. Χατζηϊωάννου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον  Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Με τέσσερις λόγους έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία καταδικάστηκε για αμελή οδήγηση κατά παράβαση του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν.86/1972, σε σχέση με τροχαίο δυστύχημα, που επεσυνέβηκε την 18.7.2017, στον ’γιο Αθανάσιο Λεμεσού. 

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εφεσείουσα, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο της σε δρόμο, εντελώς ξαφνικά έστριψε δεξιά με πρόθεση να εισέλθει σε ανοικτό χώρο στάθμευσης και εισερχόμενη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ανέκοψε την πορεία άλλου αυτοκινήτου που οδηγείτο με αντίθετη πορεία από τον Μ.Κ.3.  Ο τελευταίος προέβηκε σε αποτρεπτική ενέργεια στρίβοντας αριστερά και χωρίς να συγκρουστεί με το αυτοκίνητο της, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και προσέκρουσε σε τέσσερα σταθμευμένα αυτοκίνητα προκαλώντας ζημιές και σε πεζό, τον Μ.Κ.2, τραυματίζοντας τον.  Η Εφεσείουσα, αναφέρει η πρωτόδικη απόφαση, προέβηκε στην ενέργεια της να στρίψει δεξιά, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την τροχαία κίνηση εξ αντιθέτου, σε ένα δρόμο ευθύ, με ορατότητα από το σημείο όπου θα έστριβε και η ενέργεια της, σημειώνεται, ήταν η γενεσιουργός αιτία των όσων ακολούθησαν.

 

Η καταδικαστική απόφαση θεμελιώθηκε, κατά κύριο λόγο, στη μαρτυρία του άλλου ενεχόμενου οδηγού, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε κρίνοντας την αξιόπιστη.  Ήταν η μόνη βοηθητική μαρτυρία, αφού από τους άλλους δύο αυτόπτες μάρτυρες, ο πεζός δεν είχε αντιληφθεί πώς είχε επισυμβεί το δυστύχημα, ενώ η Εφεσείουσα, αφότου κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπιση της, επέλεξε, όπως ήταν δικαίωμα της, τη σιωπή.  Οι Μ.Κ.1 και 4, που ήταν οι άλλοι δύο μάρτυρες στην υπόθεση, ήταν οι αστυνομικοί που έλαβαν μέρος στη διερεύνηση του δυστυχήματος.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι: «Λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ενοχής [της Εφεσείουσας] ενώ δεν υπήρχε επαρκής και ικανοποιητική μαρτυρία που να οδηγεί αναντίλεκτα σε ενοχή [της] πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».

 

Στην αιτιολογία του λόγου, καταγράφονται σημεία σε σχέση με την αξιοπιστία του Μ.Κ.3 και αναφέρονται αντιφάσεις στις οποίες, κατά την Εφεσείουσα, αυτός υπέπεσε και επιμέρους αναφορές του οι οποίες διαψεύστηκαν από τον Μ.Κ.4 που έλαβε την κατάθεση του.  Στο δε διάγραμμα που καταχώρησε ο δικηγόρος του, αναπτύσσεται επιχειρηματολογία που αφορά στην αξιοπιστία του Μ.Κ.3.

 

   Σύμφωνα με παγιωμένη νομολογία, η έκταση κάθε λόγου έφεσης διέρχεται και διαπιστώνεται μέσα από την αιτιολόγηση του.  Γι' αυτό και πρέπει να υπάρχει πλήρης αιτιολόγηση και στην απουσία αιτιολόγησης ο λόγος έφεσης είναι άκυρος (Τύμβιος & ’λλοι ν. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615, «Αλήθεια» ν. Κύρρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 130, M/Yaucht Allan v. Μπίλλι (1994) 1 Α.Α.Δ. 162).  Σκοπός του κανόνα είναι η εξάλειψη από τα επίδικα θέματα εκείνου του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που δεν είναι υπό αμφισβήτηση και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο περιορισμός των επιδίκων θεμάτων της έφεσης στα αμφισβητούμενα ζητήματα (Κρομμύδα ν. Γιάγκου (1994) 1 Α.Α.Δ. 665, 667-8).  Είναι όμως ο λόγος έφεσης που καθορίζει τι προσβάλλεται και δεν διευρύνονται τα επίδικα στην έφεση θέματα με την αιτιολογία, όταν σαφώς δεν προκύπτουν από το λόγο.

 

   Η θέση ότι δεν υπήρχε επαρκής και ικανοποιητική μαρτυρία που να οδηγεί αναντίλεκτα σε ενοχή της Εφεσείουσας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, παραπέμπει στην αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας ή της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, χωρίς να εγείρεται ζήτημα αμφισβήτησης του έργου αξιολόγησης των μαρτύρων από το Δικαστήριο και της αποδοχής της μαρτυρίας που το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη.  Θα απορρίπταμε λοιπόν το λόγο έφεσης 1 στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αποδεχτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, είχε ενώπιον του μαρτυρία που δεν μπορούσε παρά να οδηγούσε, όπως και οδήγησε, στην καταδίκη της Εφεσείουσας.

 

   Ακόμα όμως και αν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι δεν θα υπήρχε επαρκής και ικανοποιητική μαρτυρία γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, θα καταλήγαμε ότι και πάλι ο λόγος έφεσης 1 δεν ευσταθεί.

 

   Σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων αναφέρεται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, ότι:

 

«Στο δικό ΅ας σύστη΅α η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ΅αρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους ΅άρτυρες και να παρακολουθήσει τη συ΅περιφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός ΅άρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισ΅ό ευρη΅άτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται ΅όνο όταν καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει».

 

 

 

Στη μεταγενέστερη Baloise Ins. Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι:

 

«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη».

 

 

   Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise, αναφέρονται με επιδοκιμασία σε πληθώρα μεταγενέστερων εφετειακών αποφάσεων.

 

   Τα σημεία που εγείρονται με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 δεν είχαν διαλάθει της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, αφού τα εντόπισε, το απασχόλησαν.  Τα εκτίμησε και κατέληξε ότι δεν ήταν τέτοιας σημασίας και έκτασης που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία του μάρτυρα.  Βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια, καταλήγοντας σε εύλογα επιτρεπτά ευρήματα και δεν διαπιστώνουμε περιθώριο για επέμβαση στην κρίση του.  Επομένως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο λόγος έφεσης 1 θα απορριπτόταν.

 

   Με το λόγο έφεσης 2, προβάλλεται ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι από τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 προέκυπταν στοιχεία τα οποία παραπέμπαν σε αδικαιολόγητο αιφνιδιασμό του Μ.Κ.3.  Είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι επειδή δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου της, προκύπτει ότι: «δεν χρησιμοποίησε βίαια τα στόπερ του αυτοκινήτου της, γεγονός που δείχνει ότι μέχρι την ώρα που σταμάτησε το αυτοκίνητο δεν υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος, γιατί ξεκάθαρα σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή προέκυπτε κίνδυνος ατυχήματος, είτε θα υπήρχε σύγκρουση επειδή η κατηγορούμενη δεν θα είχε προλάβει να πατήσει επειγόντως τα φρένα του οχήματος της, είτε θα πατούσε τα φρένα της για να αποφύγει τον κίνδυνο και σε αυτή την περίπτωση ο Μ.Κ.1 θα έβρισκε ίχνη τροχοπέδης». 

 

   Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε το συλλογισμό της Εφεσείουσας.  Η απουσία ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου της δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στα συμπεράσματα που εισηγείται.  Εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η Εφεσείουσα προ του κινδύνου θα εφάρμοζε τα φρένα του αυτοκινήτου της και παραγνωρίζεται ότι δεν επακολούθησε σύγκρουση του αυτοκινήτου της με αυτό του Μ.Κ.3 γιατί ο τελευταίος έλαβε αποτρεπτική ενέργεια στρίβοντας προς τα αριστερά.  Δεν βρίσκουμε έρεισμα στην εισήγηση της Εφεσείουσας.  Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

   Με το λόγο έφεσης 3, προβάλλεται ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για την απόσταση που είχε το αυτοκίνητο του Μ.Κ.3 από το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας την ώρα που αυτό σταμάτησε.  Η επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι το αυτοκίνητο της ήταν ακινητοποιημένο όταν ο Μ.Κ.3 το αντιλήφθηκε και αιφνιδιάστηκε, όμως, κάτι τέτοιο δεν μαρτυρήθηκε καν.

 

   Ό,τι θα είχε σημασία ήταν η απόσταση που είχε το αυτοκίνητο του Μ.Κ.3 όταν το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας εκκίνησε για να στρίψει δεξιά.  Τότε ήταν που δυνητικά εγειρόταν ο κίνδυνος και η ανάγκη για την λήψη μέτρων προς αποφυγή τυχόν σύγκρουσης με το αυτοκίνητο της.  Ο Μ.Κ.3 είχε μαρτυρήσει ότι είχε αντιληφθεί ότι η Εφεσείουσα είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά.  Είχε ωστόσο σταματήσει.  Ο ίδιος συνέχισε να κινείται εξ' αντιθέτου και όταν τα δύο αυτοκίνητα βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση, τότε ήταν που ξαφνικά η Εφεσείουσα άρχισε να στρίβει δεξιά, αποκόπτοντας την δική του πορεία, αναγκάζοντας τον στην αποτρεπτική ενέργεια στην οποία προέβηκε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.3.  Το μόνο σημείο που δεν αποδέχτηκε από τη μαρτυρία του ήταν ότι η ταχύτητα του ήταν 50 Χ.Α.Ω., χαρακτηρίζοντας την ως μαρτυρία γνώμης.   Ότι η Εφεσείουσα κινήθηκε εντός του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας, ενώ το αυτοκίνητο του Μ.Κ.3 πλησίαζε και τα δύο αυτοκίνητα ήταν πολύ κοντά, ήταν το κρίσιμο εύρημα που αναδείκνυε και την αμέλεια για την οποία κατηγορείτο.  Επομένως απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.

 

      Με το λόγο έφεσης 4, προβάλλεται ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 αναφορικά με την επεξήγηση σκηνών που φαίνονται στο Τεκμ.1, καθώς ο Μ.Κ.1 δεν κατάθεσε ως εμπειρογνώμονας, ειδικός στην ανάλυση βίντεο.  Είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι απαιτείται εξειδικευμένη γνώση για την ανάλυση σκηνών.

 

   Το Τεκμ.1 είναι ψηφιακός δίσκος (DVD) με λήψη της σκηνής του επίδικου δυστυχήματος.  Κατά την προβολή του στη δίκη κατά τη διάρκεια που έδινε μαρτυρία ο Μ.Κ.1, ο τελευταίος σχολίασε την σκηνή. 

 

   Αυτό όμως που επικαλείται η Εφεσείουσα δεν έγινε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 αναφορικά με την επεξήγηση της σκηνής που προβλήθηκε.  Ό,τι αποδέχτηκε ήταν τα ευρήματα του στη σκηνή του δυστυχήματος και τις μετρήσεις στις οποίες προέβηκε.  Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 4.

 

   Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                      Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                      Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο