ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B507
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 78/2021)
9 Νοεμβρίου 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
XXX ΣΑΒΒΑ
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
____________________
Η. Στεφάνου, για Ηλίας Α. Στεφάνου & Σταύρος Σταυρινίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Χαραλάμπους, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ποινή φυλάκισης 2½ μηνών που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα, τον οποίο καταδίκασε, μετά από ακρόαση, για αδίκημα δημόσιας βλάβης κατά παράβαση του ’ρθρου 115[1] του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Η κατηγορία στοιχειοθετήθηκε στη βάση κατάθεσης ημερ.20.2.2014 του Εφεσείοντα προς αστυνομικό του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λευκωσίας ότι είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή του σε έντυπο φερόμενο ως «Ανέκκλητη Δήλωση», ενώ στην πραγματικότητα ο Εφεσείων γνώριζε ότι η υπογραφή ήταν δική του. Την ψευδή κατάθεση έδωσε ο Εφεσείων για να υποβοηθηθούν οι θέσεις που πρόβαλλε σε αγωγή που εκκρεμούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και ήταν τότε σε εξέλιξη και στην οποία διεκδικούσε θεραπείες εναντίον κάποιας εταιρείας.
Με το λόγο έφεσης 2[2] καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην καθυστέρηση, αφ' ενός στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Εφεσείοντα, δύο χρόνια και τρείς μήνες μετά που είχε κατηγορηθεί γραπτώς (1.11.2014 μέχρι 17.2.2017) και αφ' ετέρου μέχρι και που του επιβλήθηκε η ποινή, επτά χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος (20.2.2014 μέχρι 27.5.2021).
Ο λόγος έφεσης 3 εκπηγάζει και αυτός από τη μεγάλη καθυστέρηση και συναρτάται με το γεγονός της τροποποίησης του ’ρθρου 88 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, μετά την καταχώρηση της υπόθεσης.
Το ’ρθρο 88 του Κεφ.155, όπως αντικαταστάθηκε με τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2018, Ν129(Ι)/2018 και ισχύει μέχρι σήμερα, προνοεί ότι:
«88. Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου με τις οποίες καθορίζεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εντός του οποίου δύναται να προσαφθεί κατηγορία για ποινικό αδίκημα, καμιά κατηγορία δε δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί -
(α) ... ,
(β) ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια οκτώ ευρώ (1.708) ή/και οι δύο αυτές ποινές μετά την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα της διάπραξης του ποινικού αδικήματος.»
Έτσι προνοούσε το άρθρο και κατά το χρόνο που το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε, καταδίκασε και επέβαλε ποινή στον Εφεσείοντα. Όμως, κατά το χρόνο που καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα, το άρθρο προνοούσε ότι:
«Εκτός όπου ειδικά επιτρέπεται ΅εγαλύτερος χρόνος από οποιοδήποτε Νό΅ο που ισχύει εκάστοτε, κα΅ιά κατηγορία δεν δύναται να προσαφθεί εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκη΅α για το οποίο η ποινή δεν υπερβαίνει φυλάκιση τριών ΅ηνών ή πρόστι΅ο εκατόν είκοσι πέντε λιρών ή και τις δύο αυτές ποινές, εκτός αν η κατηγορία προσαφθεί εντός περιόδου έξι ΅ηνών από την η΅έρα της διάπραξης του ποινικού αδική΅ατος.»
Αυτή τη μορφή είχε από το 1978, που είχε τελευταία τροποποιηθεί (o περί Ποινικής Δικονο΅ίας (Τροποποιητικός) Νό΅ος του 1978, Ν.41/1978). Γι' αυτό και νομότυπα είχε καταχωριστεί η ποινική υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα για το αδίκημα της δημόσιας βλάβης, που τιμωρείται με πρόστιμο 1.708 ή φυλάκιση ενός χρόνου και που απέληξε στην επιβολή σε αυτόν της ποινής φυλάκισης που συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Εάν το άρθρο ως έχει, εφαρμοζόταν στα γεγονότα της υπόθεσης, υποδεικνύει ο Εφεσείων, δεν θα ήταν επιτρεπτή η καταχώρηση της εναντίον του υπόθεσης και δεν θα τιμωρείτο.
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η καθυστέρηση και η τροποποίηση του ’ρθρου 88 του Κεφ.155 θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να μην επιβάλει ποινή φυλάκισης, στην επιλογή της οποίας ενδέχεται να διαδραμάτισε ρόλο η εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν απολογήθηκε για το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε. Έτσι, με το λόγο έφεσης 4 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα και υπερτόνισε το γεγονός αυτό.
Εάν παρά τα πιο πάνω ήθελε κριθεί ότι η φυλάκιση ήταν αναπόφευκτη, είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι αυτή θα έπρεπε να είχε ανασταλεί. Έτσι, με το λόγο έφεσης 5 καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα δεν ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, όπως δικαιολογείτο να έπραττε στη βάση των μετριαστικών παραγόντων που υφίσταντο, αφού άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και εφάρμοσε λανθασμένα τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας αναφορικά με το ζήτημα. Πέραν των ζητημάτων που αναφέρονται στους λόγους έφεσης 2 και 3 και επαναλαμβάνονται, αναφορά γίνεται στο λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα στην ηλικία των 54 χρόνων και ότι το ενδεχόμενο επανάληψης διάπραξης του αδικήματος είχε, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, ατονήσει.
Θα μας απασχολήσει πρώτα ο λόγος έφεσης 4, ώστε να διαπιστώσουμε κατά πόσο υπήρξε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον παράγοντα αυτό.
Κρίνεται απαραίτητο να μεταφέρουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος από την απόφαση για την ποινή. Μόνο έτσι θα αναδειχτεί ο ακριβής τρόπος προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το ύφος του. Είχε λοιπόν αναφέρει ότι: «η καταδίκη σου στο αδίκημα της δημόσιας βλάβης, ήταν μετά από ακροαματική διαδικασία και ευρημάτων μου για τα γεγονότα από την προσκομισθείσα μαρτυρία που αποδέχθηκα. Ακόμη και μετά από αυτήν, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση σου που να δείχνει ότι μετανόησες. Καμιά, έστω και φραστικά, μέσω του συνηγόρου υπεράσπισης σου, απολογία. Ως εκ τούτων, το περιθώριο της επιείκειας που μπορώ να επιδείξω, τιμωρώντας σε, είναι σαφώς περιορισμένο.»
Η φραστική απολογία, στην έννοια που της απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή η επίπλαστη και χωρίς περιεχόμενο, δεν θα μπορούσε να έχει καμιά σημασία και οι καταδικασθέντες δεν θα πρέπει να ενθαρρύνονται να προβαίνουν σε τέτοιες. Πέραν τούτου, ότι η απουσία μεταμέλειας στερεί από τον καταδικασθέντα της περαιτέρω εκείνης επιείκειας με την οποία αμείβεται αυτός που απολογείται ειλικρινά, είναι δεδομένο. Όμως, το περιθώριο επιείκειας, στη βάση άλλων παραμέτρων της υπόθεσης, ενίοτε πιο ουσιαστικών, δεν θα πρέπει να είναι, ούτε να χαρακτηρίζεται ως «σαφώς περιορισμένο». Ο τρόπος που εκφράστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογούσε το επιμέρους παράπονο του Εφεσείοντα. Ιδιαίτερα η φράση «Ακόμη και μετά από αυτήν, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση σου που να δείχνει ότι μετανόησες», μπορούσε να αφήσει την εντύπωση στον Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τον θεωρούσε επίμονο μέχρι και ασεβή προς τη καταδικαστική απόφαση, ενώ ο Εφεσείων είχε το δικαίωμα να εφεσιβάλει την καταδίκη του και να μην αναφέρει οτιδήποτε που θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή του την προοπτική (Tabrazv v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 8/2017, ημερ.14.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B228).
Βρίσκουμε, επομένως, δικαιολογημένο το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα και υπερτόνισε το γεγονός ότι δεν απολογήθηκε για το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε. Αυτό είναι ό,τι αντικειμενικά εξάγεται από τα λεχθέντα του.
Σε σχέση με το λόγο έφεσης 3, διακρίνουμε, προς αποφυγή παρερμηνείας, την περίπτωση από εκείνη που αφορά στην κατάργηση του αδικήματος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η πράξη εξακολουθεί να είναι αξιόποινη. Διαπιστώνεται όμως και είναι ορθό να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο που εκδικαζόταν η υπόθεση, η νομοθεσία δεν επέτρεπε τη δίωξη αδικημάτων όπως το υπόψη, εφόσον θα είχαν παρέλθει 12 μήνες από τη διάπραξη τους. Ο νομοθέτης είχε εκφράσει τη βούληση του να μην διώκονται και επομένως να μην τιμωρούνται αδικήματα της συγκεκριμένης σοβαρότητας, εφόσον ο παραβάτης δεν είχε διωχτεί μέσα στο χρονικό διάστημα των 12 μηνών και αυτό μπορούσε να προσμετρήσει μετριαστικά για τον Εφεσείοντα.
Στην περίπτωση του όμως το ζήτημα της καθυστέρησης ήταν, χωρίς άλλο, καταλυτικής σημασίας. Σε σχέση λοιπόν με το λόγο έφεσης 2, παρατηρούμε ότι η καθυστέρηση ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Στην απόφαση για την ποινή επισημαίνεται ότι η καθυστέρηση στη δίωξη του Εφεσείοντα ήταν αδικαιολόγητη, ενώ, υπαιτιότητα στον Εφεσείοντα για καθυστέρηση καταλογίζεται μόνο σε σχέση με την περίοδο μετά την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης.
Η καθυστέρηση στη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου έχει, στην περίπτωση καταδίκης του, μετριαστικές συνέπειες σε σχέση με την ποινή που θα πρέπει να του επιβληθεί. Η καθυστέρηση αφορά κάθε σχετική περίοδο, από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι και την επιβολή της ποινής. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι η καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής δίωξης, με την καταχώριση της υπόθεσης, λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, 625, Ioannou v. Police (1985) 2 C.L.R. 14, 31, Temenos v. Republic (1984) 2 C.L.R. 425, 429-430, xxx xxx Terlas v. Police (1970) 2 C.L.R. 30, 34, "Machi" Ltd, Nicosia and Another v. Senior Social Insurance Officer (1967) 2 C.L.R. 305, 309 και Farfaros v. Republic (1963) 1 C.L.R. 36, 38). Η δίωξη του παραβάτη ευθύς ως έρχεται σε φως η αξιόποινη πράξη του αποτελεί αρχή συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης και αυτή τούτη τη δίκαιη δίκη (M & M Loizou Ltd κ.ά. ν. Jumbo Inv. Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717, 723). Αφότου ο παραβάτης διωχτεί, η μακρά παράταση της ποινικής διαδικασίας είναι επίσης παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιβολή της ποινής (Katsouris v. Police (1988) 2 C.L.R. 180, 182).
Η καθυστέρηση είναι παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ώστε να αποφευχθεί η επιβολή ποινής φυλάκισης εκεί όπου η φύση του αδικήματος και οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτό διαπράχθηκε θα οδηγούσαν, παρά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, στη φυλάκιση του. Έχει νομολογιακά, κατ΄ επανάληψη διακηρυχτεί ότι μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος η φυλάκιση είναι ανεπιθύμητη και πρέπει να αποφεύγεται εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο (Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, 277-8 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, 361). Ένας από τους λόγους είναι γιατί η πάροδος μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο (Αβρααμίδη).
Η σοβαρότητα του αδικήματος της δημόσιας βλάβης, όπως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που παρέπεμψε στα όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.2/2016, ημερ.28.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B134,[3] είναι αδιαμφισβήτητη ενώ καθίσταται πρόδηλο από την απόφαση του ότι απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στον παράγοντα της γενικής αποτροπής, έχοντας αναγνωρίσει ότι ο παράγοντας αποτροπής του ιδίου του Εφεσείοντα είχε, ακριβώς λόγω της παρόδου του χρόνου, ατονήσει.
Η φυλάκιση επιβάλλεται εκεί μόνο όπου οιαδήποτε άλλη ποινή θα κρινόταν ακατάλληλη και ανεπαρκής. Καταφεύγει σε αυτή το Δικαστήριο εκεί μόνο που η επιβολή της κρίνεται αναπόφευκτη (Προδρόμου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 98, 100).
Είναι η κατάληξη μας ότι στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεδομένης της μεγάλης καθυστέρησης στη δίωξη και διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του Εφεσείοντα, με όλες τις συνέπειες που αυτό είχε, η φυλάκιση, που θα μπορούσε αν δεν υπήρχε καθυστέρηση να είχε επιβληθεί, δεν ήταν αναπόφευκτη και επομένως ως ζήτημα αρχής εσφαλμένα επιβλήθηκε. Η εσφαλμένη επιλογή, οδήγησε στην επιβολή ποινής έκδηλα υπερβολικής (Προδρόμου, 101). Η επιβολή ποινής προστίμου στον Εφεσείοντα θα ήταν κατάλληλη και αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις τιμωρία. Επομένως, παραμερίζουμε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης. Δεδομένου ότι ο Εφεσείων έχει εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε, δεν θα επιβάλουμε οιαδήποτε άλλη ποινή.
Ως εκ του αποτελέσματος καθίσταται άνευ αντικειμένου η εξέταση του λόγου έφεσης 5.
Τέλος θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η ποινή είχε επιβληθεί την 27.5.2021 και η έφεση καταχωρίστηκε την 4.6.2021. Όταν για πρώτη φορά τέθηκε ενώπιον μας, την 23.6.2021, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα μας πληροφόρησε ότι ο Εφεσείων είχε αποφυλακιστεί την προηγούμενη μέρα. Ως εκ τούτου, δεν ήταν επιβεβλημένο να ακουστεί αμέσως η έφεση και δόθηκε ο χρόνος που ζητήθηκε και από τις δύο πλευρές για να προετοιμάσουν τα διαγράμματα τους.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης παραμερίζεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] Όποιος, γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τα 1.708 ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
[2] Ο λόγος έφεσης 1, με τον οποίο προσβαλλόταν η καταδίκη του Εφεσείοντα έχει αποσυρθεί.
[3] «Το αδίκημα το οποίο διέπραξε ο εφεσείοντας δεν στερείται σοβαρότητας. Αντίθετα, κατατασσόμενο από τον Ποινικό Κώδικα στα Ποινικά αδικήματα κατά την Απονομή Δικαιοσύνης, ενέχει όχι μόνο το στοιχείο της ανέντιμης συμπεριφοράς, αλλά, έτι περαιτέρω, της ανεπίτρεπτης επιβάρυνσης του έργου της αστυνομίας για διερεύνηση του εγκλήματος με προβολή μιας ψευδούς καταγγελίας, ώστε να προκαλείται δημόσια βλάβη.»