ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Α. Χρίστου για Αντρέα Χρίστου amp;amp;amp; Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές. Στ. Παπουή (κα), μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ης η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.63/2019, 9/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B506

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.63/2019)

 

 

9 Νοεμβρίου 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

XXXXX ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ

 

Εφεσείων

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

 

---------------

 

 

Αίτηση ημερ. 21.5.2021

 

 

Α. Χρίστου για Αντρέα Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Στ. Παπουή (κα), μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ης η Αίτηση.

____________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Ο Εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από ακρόαση, από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, για τα αδικήματα της κλοπής από δημόσιο λειτουργό, της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και για αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτή των 5 χρόνων.   Καταχώρισε την παρούσα έφεση προσβάλλοντας τόσο την καταδίκη του, όσο και τις ποινές που του επιβλήθηκαν.  Ωστόσο, απεβίωσε την 26.3.2021, ενώ εξέτιε την ποινή του και προτού καταστεί εφικτό να ακουστεί η έφεση του.

 

Με την υπό κρίση αίτηση η X. Καλοπαίδη Εμπεδοκλή, σύζυγος του αποβιώσαντα και η E. Εμπεδοκλή και ο Γ. Εμπεδοκλή, τέκνα του αποβιώσαντα, ζητούν άδεια για να συνεχιστεί η παρούσα έφεση «λόγω του έννομου ή/και οικονομικού συμφέροντος που έχουν από την τελεσίδικη έκβαση της διαδικασίας, απορρέοντος από την οικογενειακή τους σχέση». 

 

Ο αποβιώσας ήταν υπάλληλος στο Δήμο Λάρνακας.  Από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του, μέχρι και την καταδίκη του, λάμβανε μειωμένο κατά το ήμισυ το μισθό του, ενώ με την καταδίκη του ακολούθησε η ολική διακοπή της μισθοδοσίας του.  Στην περίπτωση ανατροπής της καταδίκης του, αναφέρουν οι Αιτητές, η περιουσία του θα επωφεληθεί με την απόδοση των μισθών που αποκόπηκαν.  Περαιτέρω, θα επωφεληθεί του συνταξιοδοτικού ωφελήματος («εφάπαξ») που θα ελάμβανε ο αποβιώσας αν δεν είχε καταδικαστεί.  Πέραν της οικονομικής πτυχής, εγείρεται και ζήτημα αποκατάστασης της μνήμης του αποβιώσαντα και της φήμης της οικογένειας του.      

 

Η Δημοκρατία καταχώρισε ένσταση που εδράζεται σε νομικούς λόγους.  Εγείρεται ζήτημα ότι οι Αιτητές δεν είναι διάδικοι στην ποινική έφεση και ότι η αίτηση είναι δικονομικά εσφαλμένη, γιατί δεν προβλέπεται από οποιαδήποτε πρόνοια που διέπει τις ποινικές εφέσεις.  Επί της ουσίας, ότι το αιτούμενο διάταγμα είναι νομικά αβάσιμο γιατί δεν προβλέπεται σε οιανδήποτε νομοθεσία και το Εφετείο δεν έχει εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα.

 

Το δικαίωμα άσκησης έφεσης σε ποινική υπόθεση ρυθμίζεται από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.155.  Το Άρθρο 131(1) προνοεί ότι: «Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.»  Επομένως, πρέπει να υφίσταται πρόβλεψη στο Κεφ.155, δυνάμει της οποίας να μπορεί να ασκηθεί έφεση.  Στην περίπτωση καταδικαστικών αποφάσεων, από το Κακουργιοδικείο ή το Επαρχιακό Δικαστήριο, δικαίωμα καταχώρισης έφεσης έχει το πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο και καταδικάστηκε.  Έτσι προβλέπεται στα Άρθρα 132(1)[1] και 133(1)[2] του Κεφ.155, αντίστοιχα. 

 

   Στην Ματσάκης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 355/2018, ημερ.12.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B137 σημειώθηκε ότι η Ολομέλεια είχε την ευκαιρία, στην Αίτηση Κακαράντζα, Ποιν. Έφ. Αρ. 281/18, ημερ. 1.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B70, να υπενθυμίσει σε σχέση με το δικαίωμα άσκησης έφεσης ότι:

 

«Συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση, ότι δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα, ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως δικαίωμα, η δυνατότητα άσκησης έφεσης. Τέτοια δυνατότητα μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο, χωρίς τον οποίο δεν χωρεί έφεση, όπως επισημαίνεται στη σχετική επί του θέματος απόφαση Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 ΑΑΔ 174, 183: 

 

«Ούτε το Σύνταγμα ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζουν ως δικαίωμα τη δυνατότητα άσκησης έφεσης.  Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο. Χωρίς τον οποίο, δεν χωρεί έφεση.  Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον Τριανταφυλλίδη Π. στην Georkadji and Another v. The Republic  (1971) 2 C.L.R. 229, με αναφορά στην Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449, τα Δικαστήρια δεν εφευρίσκουν δικαίωμα έφεσης όταν τέτοιο δεν παρέχεται ούτε σφετερίζονται κατ΄ έφεση δικαιοδοσία όταν τέτοια δεν δημιουργείται. (Βλ. συναφώς και Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117, Lazarou and Others v. The Police (1973) 2 C.L.R. 81, Attorney-General v. Pouris & Others, (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδης κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459 και Χριστοδούλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443.)

 

   Θα μπορούσαμε εδώ να αναφερθούμε και στην Φιλίππου ν. Maricasa Estate Ltd κ.ά. (2015) 2(Β) Α.Α.Δ. 507, ECLI:CY:AD:2015:B518, 513-4, στην οποία εξετάστηκε συναφές ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή οι προσωπικοί αντιπρόσωποι αποβιώσαντα κατήγορου θα μπορούσαν να συνεχίσουν ποινική υπόθεση που ο αποβιώσας ως ιδιώτης κατήγορος είχε καταχωρίσει εναντίον άλλου.  Το Εφετείο είχε αποφανθεί ότι η κυπριακή νομολογία δεν παρείχε γενικό δικαίωμα σε προσωπικούς αντιπροσώπους αποβιώσαντος κατηγόρου να υποκατασταθούν στη θέση του για σκοπούς προώθησης της ποινικής υπόθεσης εναντίον των κατηγορουμένων, σημειώνοντας ότι η αίτηση δεν βασιζόταν πάνω σε οποιαδήποτε ουσιαστική ή δικονομική πρόνοια, η οποία να παρείχε εξουσία στο δικαστήριο να εγκρίνει τη ζητούμενη θεραπεία.

 

   Οι Αιτητές αναγνωρίζουν την απουσία νομοθετικής πρόνοιας που να καλύπτει την περίπτωση τους, επιχειρηματολογούν όμως ότι και στην απουσία τέτοιας, το Εφετείο έχει την διακριτική ευχέρεια να ικανοποιήσει τη προσδοκία τους για τη συνέχιση της έφεσης.  Οι εισηγήσεις τους λαμβάνουν διάφορες κατευθύνσεις.

 

Η νομοθεσία μας, υποδεικνύουν, περιορίζεται στο ζήτημα της καταχώρισης, και στην περίπτωση τους η έφεση είχε νομότυπα καταχωριστεί.  Κατά πόσο η έφεση μπορεί να συνεχιστεί μετά το θάνατο του εφεσείοντα, δεν είναι, κατά την εισήγηση τους ζήτημα ουσιαστικού δικαίου αλλά δικονομικό. 

 

Ο παραλληλισμός με την αστική δικαιοδοσία, με παραπομπή στην Δ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που επιχειρούν είναι ατυχής.  Στο αστικό δίκαιο υπάρχει η διαδοχή στα δικαιώματα και υπάρχουν σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.  Όπου δεν υπάρχει, όπως στις αξιώσεις λιβέλου (Π. Γ. Πολυβίου, «Η Δυσφήμιση στο Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ.41) η Δ.12 ή οιαδήποτε άλλη δικονομική πρόνοια δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαίωμα εκεί που δεν υπάρχει. 

 

   Επικαλούνται ακόμα οι Αιτητές το Άρθρο 175 του Κεφ.155 που αφορά στις γενικές εξουσίες των Δικαστηρίων προς ρύθμιση διαδικασίας και προνοεί ότι: «Σε κάθε δίκη, το Δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει κατά την ελεύθερη του κρίση την πορεία της διαδικασίας με οποιοδήποτε τρόπο ο οποίος ήθελε φανεί επιθυμητός και ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.»  Εισηγούνται ότι δεν θα ήταν ασυμβίβαστη με το νόμο η έγκριση της Αίτησης ακριβώς γιατί αφορά στην συνέχιση και όχι στην καταχώριση της έφεσης.

 

Είναι γεγονός ότι οι πρόνοιες των Άρθρων 131-133 του Κεφ.155,  αφορούν στην καταχώρηση της έφεσης.  Δεν γίνεται αναφορά στο ενδεχόμενο συνέχισης της από οποιοδήποτε άλλο στην περίπτωση θανάτου του καταδικασθέντα-εφεσείοντα.  Ό,τι όμως μπορεί να θεωρηθεί πως αναδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη να θεωρήσει το δικαίωμα ως προσωποπαγές, είναι το γεγονός ότι  δεν υπάρχει πρόβλεψη για τη δυνατότητα καταχώρισης έφεσης από οποιοδήποτε άλλο στην περίπτωση θανάτου του καταδικασθέντα, προτού προλάβει να καταχωρήσει έφεση.  Και δεν βλέπουμε κανένα λόγο να διακρίνουμε μεταξύ του δικαιώματος, στην περίπτωση που υφίστατο, της συνέχισης ποινικής έφεσης και της καταχώρισης στην περίπτωση που ο καταδικασθείς δεν είχε προλάβει να το πράξει λόγω του θανάτου του, έχοντας εκφράσει τη βούληση του να αμφισβητήσει την καταδίκη ή και την ποινή του.  Θεωρούμε ότι οι πρόνοιες του Νόμου, όπως είναι διατυπωμένες δεν επιτρέπουν τη συνέχιση ποινικής έφεσης μετά το θάνατο του καταδικασθέντα.

 

Οι Αιτητές επικαλέστηκαν και το Άρθρο 163.1 του Συντάγματος,[3] το οποίο αφορά στην εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς για την ρύθμιση των δικαστικών διαδικασιών και εισηγήθηκαν όπως το παρόν Εφετείο εκδώσει τέτοιο κανονισμό, ώστε να καλύψει το ζήτημα που εγείρεται στην ενώπιον του περίπτωση.  Αυτό δεν είναι επιτρεπτό.  Η εξουσία που προνοείται στο Άρθρο 163.1 του Συντάγματος αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο ως σώμα και αναμφίβολα Δικαστές του που αποτελούν την σύνθεση Εφετείου, Ολομέλειας ή Πλήρους Ολομέλειας. 

 

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του δικαιώματος καταχώρισης ποινικής έφεσης ρυθμίζεται από το νόμο και η διεύρυνση του δικαιώματος αυτού είναι θέμα νόμου.  Δεν εναπόκειται στο Ανώτατο Δικαστήριο με διαδικαστικό κανονισμό να διευρύνει το δικαίωμα αυτό.  Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.  Εάν και εφόσον η Βουλή των Αντιπροσώπων ήθελε τροποποιήσει το νόμο ανάλογα, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορεί, εάν χρειάζεται, να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό που να ρυθμίζει τη σχετική διαδικασία.

 

Οι Αιτητές παρέπεμψαν και σε ξένες αποφάσεις για να μας πείσουν ότι θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε τη συνέχιση της έφεσης.  Αγγλικές και καναδικές.  Μας ζήτησαν να ακολουθήσουμε το κοινοδίκαιο, αλλά και το δίκαιο σήμερα στην Αγγλία, για να καταλήξουν να μας προτείνουν να προτιμήσουμε την καναδική νομολογία.  

 

Στην Αγγλία το ζήτημα έχει ρυθμιστεί με νομοθεσία.  Με το Άρθρο 44Α του Criminal Appeal Act 1968,[4] παρέχεται η δυνατότητα τόσο για την καταχώρηση,[5] όσο και για την συνέχιση ποινικής έφεσης[6] από πρόσωπο το οποίο εγκρίνεται από το αγγλικό Εφετείο, που μπορεί να είναι η χήρα του αποβιώσαντα[7] ή μέλος της οικογένειας του ή και που έχει σημαντικό οικονομικό ή άλλο συμφέρον στην έκβαση της έφεσης.[8]

 

Πριν την εισαγωγή του Άρθρου 44A, η αγγλική νομολογία, στην απουσία νομοθετικής διάταξης που να το επέτρεπε, είχε διακηρύξει ότι δεν είχε την εξουσία να εγκρίνει τη συνέχιση μιας ποινικής έφεσης (R v Jefferies [1969] 1 QB 120, (1968) 52 Cr App R και 654 R v Kearley No 2 (1994) 99 Cr App R 335, [1994] 3 All E.R. 246)Η θέση επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, δηλαδή και μετά την τροποποίηση (Turk v R [2017] EWCA Crim 391).

 

Οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) που οι Αιτητές επικαλέστηκαν, δεν βοηθούν την επιχειρηματολογία τους.  Το άρθρο προβλέπει ότι: «Έκαστov δικαστήριov εv τη ασκήσει της πoλιτικής ή πoιvικής αυτoύ δικαιoδoσίας θα εφαρμόζη- (γ) τo κoιvόv δίκαιov (common law) και τας αρχάς της επιεικίας (equity) εκτός εάv άλλη πρόβλεψις εγέvετo ή θα γίvη υπό oιoυδήπoτε vόμoυ εφαρμoστέoυ ή γεvoμέvoυ δυvάμει τoυ Συvτάγματoς ή oιoυδήπoτε vόμoυ διατηρηθέvτoς εv ισχύϊ δυvάμει της παραγράφoυ (β) τoυ παρόvτoς εδαφίoυ, εφόσov δεv αvτιβαίvoυv ή δεv είvαι ασυμβίβαστoι πρoς τo Σύvταγμα».  Το κοινοδίκαιο αντικατοπτρίζεται στην Jefferies.  Αυτό που οι Αιτητές θα ήθελαν να ακολουθήσουμε είναι τη σημερινή ρύθμιση στην Αγγλία που, όμως, είναι απότοκο νομοθετικής παρέμβασης.

 

Ούτε και το Άρθρο 3 του Κεφ.155, που οι Αιτητές επίσης επικαλέστηκαν, βοηθά την υπόθεση τους.  Ότι: «Αναφορικά με ζητήματα ποινικής δικονομίας για τα οποία δεν υπάρχει ειδική διάταξη στο Νόμο αυτό ή σε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα που ισχύει εκάστοτε, κάθε Δικαστήριο εφαρμόζει σε ποινική διαδικασία, το δίκαιο που ισχύει εκάστοτε στην Αγγλία και κανόνες πρακτικής οι οποίοι αφορούν την ποινική δικονομία», δεν επιτρέπει να εφαρμοστεί στην Κύπρο η σχετική αγγλική νομοθεσία, ούτε βέβαια η όποια δικονομική πρόνοια για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής.  Το Άρθρο 3 είναι νομοθέτημα που ίσχυε πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διασώθηκε με βάση το Άρθρο 188 του Συντάγματος νοουμένου ότι δεν συγκρούεται με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως το άρθρο αυτό, στην έκταση που θα αφορούσε νομοθεσία που θεσπίστηκε στην Αγγλία μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως το Άρθρο 44Α που εισήχθη με το Criminal Appeal Act 1995, θα ήταν αντίθετο με το Άρθρο 61 του Συντάγματος (Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226, 241-2 και Εύρηκα Λτδ ν. Unilever Plc (1994) 1 Α.Α.Δ.124, 136).  Η καθοδήγηση που θα μπορούσαμε να λάβουμε από το αγγλικό κοινοδίκαιο εμπεριέχεται στο λόγο της Jefferies και οδηγεί στην απόρριψη της Αίτησης.

 

Σε μια άλλη κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας τους, οι Αιτητές μνημονεύουν αριθμό αγγλικών αποφάσεων που εμπεριέχουν στοιχεία απόκλισης από την πιο πάνω προσέγγιση, ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι στην Αγγλία επικράτησε η αρχή της Jefferies.  Και εισηγούνται να μην επηρεαστούμε από αυτή.  Μας εισηγούνται, όπως προειπώθηκε, να ακολουθήσουμε την καναδική νομολογία,[9] η οποία καθιέρωσε ότι υπάρχει διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να εξετάσει τη συνέχιση τέτοιων εφέσεων, εφόσον πληρούνται ειδικές προϋποθέσεις, παρά την απουσία ρητής νομοθετικής διάταξης.[10]

 

Δεν συμφωνούμε ότι υπάρχει περιθώριο για να ακολουθηθεί η καναδική νομολογία. Το ζήτημα στην Κύπρο αποτελεί θέμα νόμου και η επέκταση του δικαιώματος καταχώρισης έφεσης ή συνέχισης της μόνο με νόμο μπορεί να επιτευχθεί.  Στην Kearley, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (House of Lords) αναγνωρίζοντας ότι η διακοπή της έφεσης (χρησιμοποιείται ο όρος «abatement») λόγο του θανάτου του καταδικασθέντα εφεσείοντα, δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να προκαλέσει αδικία, κατέληξε εντούτοις ότι η μεταρρύθμιση είναι ζήτημα του κοινοβουλίου.  Τα λογικά επιχειρήματα που αναπτύσσονται στις καναδικές αποφάσεις είναι αυτά που στην Αγγλία οδήγησαν στην τροποποίηση της νομοθεσίας και που μπορεί να οδηγήσουν στο μέλλον και στην τροποποίηση του Κεφ.155 στην Κύπρο.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.  Λόγω του καινοφανούς του εγειρόμενου ζητήματος δεν θα επιδικάσουμε έξοδα.

 

Εν όψη των ανωτέρω και συνεπεία του θανάτου του Εφεσείοντα, η διαδικασία της έφεσης διακόπτεται.

 

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

 



[1] Πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Κακουργιοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο ή σε οποιαδήποτε περίοδο φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις είκοσι λίρες δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 135 και 136, να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-

 

[2] Κάθε πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Επαρχιακό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε περίοδο φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις δέκα λίρες δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 135 και 136, να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-

[3] Tο Aνώτατον Δικαστήριον εκδίδει διαδικαστικόν κανονισμόν επί σκοπώ ρυθμίσεως της διαδικασίας ενώπιον αυτού ως και ενώπιον παντός άλλου δικαστηρίου ιδρυομένου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος μέρους του Συντάγματος, πλην των εν άρθρω 160 προβλεπομένου.

[4] Εισήχθη με το Criminal Appeal Act 1995 και τροποποιήθηκε το 1997 και το 2005.

 

[5] (1) Where a person has died—

(a)any relevant appeal which might have been begun by him had he remained alive may be begun by a person approved by the Court of Appeal;

 

[6] (1) Where a person has died—

(b)where any relevant appeal was begun by him while he was alive or is begun in relation to his case by virtue of paragraph (a) above or by a reference by the Criminal Cases Review

 

[7] (3) Approval for the purposes of this section may only be given to—

(a)the widow or widower or surviving civil partner of the dead person;

 

[8] (3) Approval for the purposes of this section may only be given to—

(c)any other person appearing to the Court of Appeal to have, by reason of a family or similar relationship with the dead person, a substantial financial or other interest in the determination of a relevant appeal relating to him.

 

[9] Joseph Borowski v The Attorney General of Canada [1989] 3 WWR 97, R v Jette [1999] RJQ 2603 και R v Smith [2004] 1 SCR 385.

 

[10] Σχετικά είναι τα άρθρα 674 και 675 του Criminal Code του Καναδά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο