ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D502
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 245/19)
8 Νοεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------
Χρ. Αδάμου με Ι. Αδάμου (κα), για τον εφεσείοντα.
Γ. Αργυρού για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
---------------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακρόαση στην κατηγορία της απειλής κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155. Συγκεκριμένα βρέθηκε ένοχος ότι σε άγνωστο χρόνο προκάλεσε στην Δ.Π., πρώην σύζυγο του, τρόμο απειλώντας την με βία, δηλαδή την απείλησε με τη φράση «θα σε παίξω με τον σιηπέττο, θα σε σκοτώσω».
Η ουσιαστική μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή ήταν η παραπονούμενη. Ο εφεσείων προέβη σε ανόμωτη δήλωση λέγοντας ότι ουδέποτε είχε απειλήσει την παραπονούμενη να την «παίξει με τον σιηπέττο» και δεν κάλεσε μάρτυρες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, η οποία αναφέρθηκε στα προβλήματα που υπήρχαν στις μεταξύ τους σχέσεις και οδήγησαν στη διάσταση τους το 2004 και τελικά σε διαζύγιο το 2008. Τον Οκτώβριο του 2004 το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση του συζυγικού οίκου στην παραπονούμενη, συνοδευόμενο από διάταγμα όπως ο εφεσείων εγκαταλείψει αμέσως την οικογενειακή στέγη και από διάταγμα με το οποίο του απαγορεύεται να εισέρχεται και ή με οποιοδήποτε τρόπο χρησιμοποιεί και/ή με οποιοδήποτε τρόπο επεμβαίνει στον συζυγικό οίκο και/ή παρενοχλεί και/ή εμποδίζει την παραπονουμένη σε ότι αφορά την ελεύθερη και/ή ανενόχλητη χρήση του συζυγικού οίκου.
Η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε διάφορες προστριβές που είχαν στο παρελθόν και σε απειλές που δεχόταν. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσδιόρισε ως «επίδικη ημερομηνία» την 19.2.2016. Το κατηγορητήριο, ως άνω, αναφέρεται σε «άγνωστο χρόνο». Στις 19.2.2016 και ώρα 04:15, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ο εφεσείων πήγε μεθυσμένος στο σπίτι της και χτυπούσε και κλωτσούσε την πόρτα. Η παραπονούμενη κάλεσε την Αστυνομία και αυτός έφυγε.
Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη ότι είχε αποδειχθεί η κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, ότι εσφαλμένα απεδέχθη τη μαρτυρία της παραπονούμενης και ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας συγκρούεται ουσιαστικώς με τα συμπεράσματα του δικαστηρίου.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν χαρακτηρίζεται από στοιχεία εχθρικής διάθεσης εναντίον του εφεσείοντα. Αντίθετα, αναφέρθηκε στην τακτική επικοινωνία και τη συνεργασία που επεδίωκε να έχουν για το καλό των παιδιών τους και στην παρεξηγημένη προσδοκία που διατηρούσε ό ίδιος ότι θα μπορούσε κάποια μέρα να επανενωθούν, παρά τη σταθερή θέση της παραπονούμενης ότι ήθελε απλώς να έχουν φιλικές σχέσεις για τα παιδιά, «για να μην βλέπουν φασαρίες». Παρά τις προσπάθειες της όμως, όταν ο εφεσείων πληροφορήθηκε ότι δημιούργησε δεσμό το 2016 άρχισε να της τηλεφωνά, να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει και να την βρίζει. Με αυτό τον τρόπο συμπεριφερόταν, συνέχισε η παραπονούμενη, όταν ήταν μεθυσμένος. Όταν είναι νηφάλιος, είπε, δεν έχει πρόβλημα μαζί του, αλλά όταν πίνει γίνεται άλλος άνθρωπος. Είναι αυτό τον άνθρωπο που φοβάται, είπε χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια δίκαιη και χωρίς εμπάθεια εκφορά των ισχυρισμών της.
Η εικόνα που ο ίδιος ο εφεσείων έδωσε για τον εαυτό του στην κατάθεση του προς την Αστυνομία, στην οποία παρέπεμψε με την ανόμωτη του δήλωση, είναι χαρακτηριστική σε ότι αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της πρώην συζύγου του. Αναφέρει ότι όταν έμαθε ότι η παραπονούμενη «έχει φίλους» και το γνώριζε ο 18χρονος γιος του, του τηλεφώνησε λέγοντας του ότι την καλύπτει και πρόσθεσε τα εξής χαρακτηριστικά «είσαι πεζεβέγκης με βούλα αφού αφήνεις την μάνα σου να γαμιέται με τον ένα και τον άλλο». Αυτά χρόνια μετά τη διάσταση των σχέσεων τους και χρόνια μετά το διαζύγιο. Είναι φανερό ότι ο εφεσείων θεωρούσε την πρώην σύζυγο του δικό του κτήμα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να μιλά τόσο εξευτελιστικά για την δική της ζωή και τις επιλογές της. Η τέτοια στάση του συνάδει απόλυτα με την εκδοχή της παραπονούμενης πως θεώρησε ότι μπορούσε να την απειλήσει με τον τρόπο που την απείλησε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη μοναδική ευκαιρία να παρακολουθήσει την παραπονούμενη την ώρα που έδιδε μαρτυρία και την έκρινε ως αξιόπιστη. Η όλη επιχειρηματολογία με την έφεση είχε βασικά να κάνει με την αντίληψη του δικαστηρίου ότι η 19.2.2016 ήταν «η επίδικη ημερομηνία». Τέθηκε λ.χ. το ερώτημα πώς ήταν δυνατό να είχε δεχθεί απειλή για τη ζωή της στις 19.2.2016 και όταν έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία στις 22.2.2016 να μην το αναφέρει, αλλά να το αναφέρει ως μάρτυρας 3½ χρόνια μετά. Όμως, ούτε το κατηγορητήριο αναφερόταν στον χρόνο αυτό, ούτε η μαρτυρία της παραπονούμενης. Η τελευταία στην κατάθεση της, που την υιοθέτησε ενόρκως, ό,τι αναφέρει είναι πως ο εφεσείων άρχισε να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει και να την βρίζει δια τηλεφώνου όταν έμαθε για την σχέση της. Όταν ρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που δέχθηκε απειλές απάντησε ότι ήταν μέσα στο Φεβρουάριο του 2016. Το 2016, είπε, «πάλι με απείλησε ότι θα με σκοτώσει με το κυνηγετικό». Η θέση της αυτή ήταν σταθερή και σαφής. Στην κατάθεση της στην Αστυνομία δεν αναφέρθηκε για απειλές στις 19.2.2016. Στην αντεξέταση όταν ρωτήθηκε επίμονα εάν ανέφερε στην Αστυνομία ότι εκείνο το βράδυ την είχε απειλήσει απάντησε ότι «στο τηλέφωνο πάλι τους είπα ότι ήρθε, κλωτσούσε την πόρτα και με απειλούσε και ότι αυτό τον άνθρωπο τον φοβόμουνα». Είτε η αναφορά της αυτή στο τηλεφώνημα της στην Αστυνομία για απειλές αφορούσε εκείνο το βράδυ, είτε γενικά ότι την απειλούσε, τούτο δεν κλονίζει την αξιοπιστία της, η οποία κρίνεται στο σύνολο της μαρτυρίας και με βάση την άμεση και ζωντανή εικόνα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο ακούγοντας τους μάρτυρες. Η ακαταλληλότητα της αποσπασματικής θεώρησης της μαρτυρίας έχει υποδειχθεί στην Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομία (2000) 2 ΑΑΔ 191. Μικροσκοπική εξέταση, εν προκειμένω, δεν προσφέρεται. Η εικόνα που προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας είναι σαφής: Η κτητική διάθεση και η έλλειψη σεβασμού του εφεσείοντα προς την πρώην σύζυγο του και στο δικαίωμα της να ρυθμίσει την ζωή της, επιμαρτυρείται από τα δικά του λεγόμενα. Πρόκειται για στάση που, όπως ήδη αναφέραμε, συνάδει απόλυτα με την εκδοχή της παραπονούμενης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή στη διατύπωση ευρημάτων ή την εξαγωγή συμπερασμάτων, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πρωτοδίκων δικαστηρίων. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648). Τέτοιες προϋποθέσεις, εν προκειμένω, δεν υπάρχουν. Η αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν καθόλα λογική. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρέμβασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ