ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D501
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 211/2020)
8 Νοεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσείουσα,
v.
xxx ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητου.
------------
Π. Βαρνάβα για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα.
Κ. Χριστοφόρου, για τον εφεσίβλητο.
---------------------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε μετά από ακρόαση για το ότι στις 26.6.2020 διέπραξε διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, αποκομίζοντας κοσμήματα αξίας €11.070. Επίσης, μετά από παραδοχή, βρέθηκε ένοχος και σε δύο κατηγορίες κλοπής, ήτοι, για κλοπή ενός μοτοποδηλάτου αξίας €400 στις 22.5.2020 και ενός παπαγάλου αξίας €1.800 την 1.6.2020. Βαρύνεται με πέντε προηγούμενες καταδίκες και ο χρόνος αποφυλάκισης του σε σχέση με την τελευταία υπόθεση ήταν ο Μάρτιος του 2020.
Είχε τότε απολυθεί υπό όρους με προεδρική χάρη και επομένως αν θα του επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης θα έπρεπε να εκτίσει το υπόλοιπο των προηγούμενων του ποινών (194 ημέρες).
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, στην παραδοχή του αναφορικά με τις δύο κατηγορίες κλοπών, στη συνεργασία του με τις αρχές και στο γεγονός ότι τα κλαπέντα αντικείμενα στις δύο κλοπές έχουν επιστραφεί στους ιδιοκτήτες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τις αναφορές αυτές του συνηγόρου υπεράσπισης. Από την άλλη, όμως, καθηκόντως αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που είχε διαπράξει ο εφεσίβλητος και ιδιαίτερα εκείνου της διάρρηξης οικίας για την οποία η προβλεπόμενη ποινή είναι ποινή φυλάκισης μέχρι 7 έτη. Εν τέλει το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός της ενεργοποίησης του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής φυλάκισης, επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στη σοβαρότερη κατηγορία και φυλάκιση ενός μήνα σε κάθε μια από τις άλλες, δίδοντας οδηγίες όπως οι ποινές που το ίδιο επέβαλε εκτιθούν μεταξύ τους σωρευτικά, αλλά διαδοχικά προς την ποινή φυλάκιση των 194 ημερών που ενεργοποιήθηκε.
Οι ποινές προσβάλλονται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει απόλυτο δίκαιο. Ο εφεσίβλητος από το 2000 μέχρι και την ημερομηνία επιβολής των προσβαλλόμενων ποινών σώρευσε πέντε προηγούμενες καταδίκες, τέσσερις για διάρρηξη και κλοπή και μια για κλεπταποδοχή και επίθεση για ματαίωση νόμιμης σύλληψης.
Η ανάγκη για ειδική αποτροπή προβάλλει έντονη, χωρίς τούτο βεβαίως να σημαίνει ότι ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να τιμωρηθεί εκ νέου για τα αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει στο παρελθόν και για τα οποία ήδη τιμωρήθηκε. Οι προηγούμενες καταδίκες όμως υποδηλώνουν τη γενική στάση του εφεσίβλητου έναντι του Νόμου, την υποτροπή του στην παράνομη δραστηριότητα αυτού του είδους και δεν αφήνουν περιθώρια επιείκειας. Έντονα προβάλλει και το στοιχείου της γενικής αποτροπής εφόσον τα αδικήματα αυτής της φύσης κατάντησαν μάστιγα και απειλούν την ασφάλεια που κάθε άνθρωπος δικαιούται να αισθάνεται, ιδιαίτερα μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Σε ότι αφορά στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου, αυτές δεν είναι τέτοιες ώστε να τους δοθεί σημασία πέραν της προνοούμενης από τη νομολογία, εκεί όπου υπερτερεί το στοιχείο της ανάγκης για αποτροπή.
Υπάρχει πρόδηλη αναντιστοιχία μεταξύ της ποινής και της σοβαρότητας των αδικημάτων, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525. Θα έπρεπε να δοθεί η δέουσα σημασία ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος παρά το ευεργέτημα της χάρης που έτυχε με αποτέλεσμα να αποφυλακιστεί το Μάρτιο του 2020, χωρίς καθυστέρηση επιδόθηκε ξανά στον ίδιο κύκλο παρανομίας, με νέα διάρρηξη και νέες κλοπές, περιλαμβανομένης και κλοπής κοσμημάτων μεγάλης αξίας. Θα έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο με την επιβαλλόμενη πλέον ποινή να δώσει το κατάλληλο μήνυμα, έχοντας κατά νου όλες τις περιστάσεις, αλλά και τα προβλεπόμενα από το Νόμο ανώτατα όρια ποινών (7 χρόνια για τη διάρρηξη, τηρουμένης πάντοτε της δικαιοδοσίας του, και 3 χρόνια για την κλοπή).
Η αρχή της συνολικότητας της ποινής δεν δικαιολογούσε τις επιβληθείσες ποινές. Σε τέτοια περίπτωση ό,τι εξετάζεται είναι:
«.το κατά πόσο η συνολική ποινή που προέκυψε τελικά είναι δίκαιη και ανάλογη με τη συνολική ποινική ευθύνη του εφεσείοντα, «just and proportionate», κατά την ορολογία του Sentencing Council. Επίκεντρο της αρχής της αναλογικότητας αποτελεί η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας, ανωτέρω, Παναγή ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 512, Φράγκου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 13).»
[Ορφανίδη ν. Παναγιώτη Χατζηχριστοδούλου Λτδ και άλλες, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 19/2018 και άλλες, ημερ. 25.1.2019]
Αναμφίβολα, εν προκειμένω, η συνολική ποινή που προέκυψε ήταν μεν δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρή ποινική συμπεριφορά του εφεσίβλητου, υπό την αντίστροφη όμως έννοια. Όχι ως υπέρμετρη αλλά ως εξ αντικειμένου ανεπαρκής. Οι ποινές των 12 μηνών και του 1 μηνός, που επιβλήθηκαν παραμερίζονται και αντικαθίστανται, αντιστοίχως, με ποινές ως ακολούθως:
Στην 1η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Στη 2η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 1 έτους.
Στην 3η κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 1 έτους.
Οι ποινές να συντρέχουν μεταξύ τους και να εκτιθούν μετά την έκτιση της ενεργοποιηθείσας ποινής.
Π. Παναγή, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ