ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Δ. Λοχίας για Ευάγγελο Χρ. Πουργουρίδη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή. Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Καθ'ης η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο BARATASHVILI v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 207/2019, 9/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B505

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 207/2019)

 

 

9 Νοεμβρίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

XXX BARATASHVILI,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

 Αίτηση ημερ. 6/4/2021 για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας

 

Δ. Λοχίας για Ευάγγελο Χρ. Πουργουρίδη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή.

 

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Καθ'ης η Αίτηση.

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων ήταν Κατηγορούμενος στην Υπόθεση 24066/2018 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, στην οποία, κατόπιν ακρόασης, καταδικάστηκε στην Κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης και του επεβλήθη η δια βίου φυλάκιση, όπως προνοείται στο Νόμο.

 

Με την Έφεση που καταχώρησε προσβάλλει την καταδίκη του κυρίως στη βάση του ότι δεν απεδείχθη η προμελέτη. Στο πλαίσιο δε του πρώτου Λόγου Έφεσης παραπονείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω ανίκανης και/ή ανεπαρκούς δικηγορίας, αφενός λόγω του ότι ο συνήγορος του δεν έθεσε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία που ενίσχυε τη θέση του για μη ύπαρξη προμελέτης και αφετέρου λόγω της μη ικανοποιητικής και/ή επαρκούς μετάφρασης της διαδικασίας, με αποτέλεσμα την αποστέρηση του δικαιώματος του να προβάλει αποτελεσματικά τη δική του εκδοχή και υπεράσπιση.

 

Εκκρεμούσης της Έφεσης ο Εφεσείων υπέβαλε την υπό κρίση Αίτηση, με την οποία αιτείται Διατάγματος του Εφετείου δια του οποίου να του επιτραπεί η προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας κατ' έφεση και συγκεκριμένα μαρτυρία ότι η μετάφραση της ανώμοτης του δήλωσης ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ανεπαρκής και/ή αδέξια.

 

Όπως υποστηρίχθηκε, η μαρτυρία που ζητά ο Εφεσείων να προσαγάγει συναρτάται με τον πρώτο Λόγο Έφεσης, που αφορά στον ισχυρισμό του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω, μεταξύ άλλων, ανεπάρκειας της μετάφρασης και της συνέπειας που αυτό ενείχε στο να μη προβάλει αποτελεσματικά τη δική του εκδοχή.

 

Στην Αίτηση αυτή κατεχωρήθη Ένσταση, στην οποία βασικά προβάλλεται ότι δεν πληρούνται οι σχετικές με το αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας κατ' έφεση προϋποθέσεις.

 

Η Αίτηση στηρίχθηκε στο Άρθρο 146 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155[1] και στο Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60)[2].

 

Αμφότερες οι πλευρές αναφέρθηκαν στη σταθερή νομολογία που διέπει το εν λόγω ζήτημα και η οποία έχει διατυπώσει τα κριτήρια που εφαρμόζονται προτού το Δικαστήριο ενεργοποιήσει την εξουσία που του παρέχεται.

 

Η δυνατότητα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας κατά την έφεση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Και τούτο ως φυσιολογική συνέπεια του γεγονότος ότι η λήψη πρωτογενώς μαρτυρίας δεν συνάδει με την αποστολή του Εφετείου. Αντικείμενο της εξουσίας για την ακρόαση μαρτυρίας κατ' έφεση δεν είναι η επέκταση της δικαιοδοσίας του Εφετείου σε δικάζον Δικαστήριο. Η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και του Εφετείου είναι διακριτέες και μη εφαπτόμενες. Αρμοδιότητα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι η κρίση της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου και του Εφετείου η θεώρηση της ορθότητας της ετυμηγορίας του εκδικάσαντος Δικαστηρίου (Λαπέρτα ν. Semio Production Ltd (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249). Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Για αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που η νομολογία έχει καθορίσει (Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396).

 

Άδεια για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας περιορίζεται, ως διευκρινίζει κατ' επανάληψη η νομολογία, όπου διαπιστώνεται ότι σωρευτικά πληρούνται οι πιο κάτω τρεις βασικές προϋποθέσεις, ήτοι:

 

  (α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

 

    (β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

    (γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη, αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.

 

(Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214, Blachnin άλλως Blochine ν. Αριστείδου (1997) 1 Α.Α.Δ. 195, Γεωργίου ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ  (Αρ. 1) (1999) 1 Α.Α.Δ. 956, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 8 και Supatan v. Περιστιάνη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1417).

 

Χρήσιμη στο ζήτημα που εξετάζουμε είναι και η Αγγλική νομολογία που ερμήνευσε τις παρόμοιες διατάξεις του Άρθρου 9 του Criminal Appeal Act 1907.

 

Στην υπόθεση Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214, αφού υπογραμμίστηκε ότι η Αγγλική νομολογία πριν το 1968, η οποία είναι ερμηνευτική του Άρθρου 9 του Criminal Appeal Act 1907 το οποίο αντικαταστάθηκε αργότερα με το Άρθρο 23 του Criminal Appeal Act 1968, είναι σχετική με τις δικές μας νομοθετικές πρόνοιες, έγινε παραπομπή για σκοπούς καθοδήγησης ως προς τις αρχές που εφαρμόζονται στην Αγγλική υπόθεση R. v. Parks [1961] 3 All E.R. 633.

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

"The corresponding legislative provisions in England are Section 9 of the Criminal Appeal Act 1907, which was replaced later by Section 23 of the Criminal Appeal Act 1968. Such provisions are similar to but are not identical with our own relevant provisions; but guidance may be derived as the objects of the said provisions are the same.

 

Guidance may be derived from the case of R. v. Parks [1961] 3 All E.R. 633, where the principles applicable in relation to the hearing of evidence on appeal, in a criminal case, under Section 9 of the Criminal Appeal Act, 1907, were stated to be as follows:

(i) The evidence sought to be called must be evidence which was not available at the trial;

(ii) The evidence must be relevant to the issues;

(iii) It must be credible evidence in the sense of being well capable of belief; and

(iv) The court will, after considering that evidence, go on to consider whether there might have been a reasonable doubt in the minds of the jury as to the guilt of the appellant if that evidence had been given together with the other evidence at the trial."[3]

 

Όπως προκύπτει, η προτεινόμενη προς προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρία κατ' έφεση δεν αφορά τα επίδικα στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας θέματα, δηλαδή το κατά πόσο ο Εφεσείων είχε διαπράξει τα όσα του καταλογίζονταν.

 

Αυτή αφορά σε ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω, μεταξύ άλλων, ανεπάρκειας της μετάφρασης της ανώμοτης του δήλωσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μαρτυρία που σχετίζεται με τον τρόπο διεξαγωγής της πρωτόδικης διαδικασίας και όχι με την ουσία της υπόθεσης.

 

Δεν θεωρούμε ότι στην έννοια της προσαγωγής «νέας μαρτυρίας» εμπίπτει  η ακρίβεια της μετάφρασης και, γενικότερα, οτιδήποτε αφορά στον τρόπο διεξαγωγής της πρωτόδικης διαδικασίας. Η νέα μαρτυρία που κατ' εξαίρεση μπορεί να εισαχθεί κατ' έφεση περιορίζεται σε ζητήματα που αφορούν την ουσία της υπόθεσης, ήτοι τα επίδικα της υπόθεσης ζητήματα τα οποία εγέρθηκαν πρωτοδίκως και αποτελούν αντικείμενο της έφεσης. Δεν εμπίπτει, κατά την κρίση μας, στην έννοια της μαρτυρίας η οποία είναι σχετική με τα «issues», όπως καθορίσθηκε στην Αγγλική υπόθεση Parks (ανωτέρω).

 

Σχετική επί του προκειμένου είναι η Αγγλική υπόθεση R. v. Melville (1975) 1 W.L.R. 181, στην οποία, στο πλαίσιο εξέτασης των προνοιών του Άρθρου 23(2) Criminal Appeal Act 1968, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Argument has centred on the phrase "on an issue" in the last sentence, and, as I understand it, Sir Harold Cassel argues that any contention which can affect the ultimate outcome of the proceedings is an issue for present purposes. That means that all he has to do in order to create an issue to bring before this court is to assert that certain things are or are not the case. Then he says that means the issue has been raised and the jurisdiction of this court to solve the ultimate problem appears.

 

We find it quite impossible to reach that conclusion on the meaning of subsection (2) (a)[4]. We think it inconsistent with the whole of the Criminal Appeal Act 1968 and entirely contrary to any possible intention of Parliament that we should be compelled in this court to receive any quantity of evidence which was put before us merely on the assertion of the party putting the material before us that there was an issue in regard to the point dealt with in the material.

 

In our judgment the expression "on an issue" in subsection (2) (a) means on an issue which was raised below and is the subject of the appeal in this court. Giving the words that meaning, we can say with confidence, as might have been said in Dodd's case, that there is no issue which was litigated in the court below and which is now to be argued on the basis of the fresh evidence."

 

                      (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Ακόμη και να θεωρείτο η προτεινόμενη μαρτυρία τέτοια που να δύναται να εισαχθεί κατ' έφεση για τους σκοπούς των σχετικών νομοθετικών προνοιών που παρατέθηκαν ανωτέρω, ορθώνεται για τον Εφεσείοντα ανυπέρβλητο εμπόδιο που αφορά στην αξιοπιστία της. Υπενθυμίζουμε ότι αυτό που στην πραγματικότητα επιδιώκεται, όπως ξεκάθαρα αναδείχθηκε στο πλαίσιο της συζήτησης της υπό κρίση Αίτησης, είναι να δώσει μαρτυρία ο ίδιος ο Εφεσείων ως προς το τι ακριβώς ανέφερε στην προφορική ανώμοτη του δήλωση προς τον σκοπό τεκμηρίωσης του ισχυρισμού του περί ανεπαρκούς μετάφρασης της εν λόγω δήλωσης. Δηλαδή, θα συγκριθεί η σημερινή θέση του Εφεσείοντα ως προς το τι είχε τότε αναφέρει με τη δήλωση του, όπως βρίσκεται μεταφρασμένη στα πρακτικά της δίκης, για να διαπιστωθεί ότι η μετάφραση δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που λέει σήμερα. Για να είχε, όμως, αυτό την όποια σημασία θα έπρεπε πρώτα να διαπιστώσουμε ότι αυτά που σήμερα λέει είναι ό,τι ακριβώς είπε τότε και ότι δεν είχε πει άλλα στην ανώμοτη του δήλωση.

 

Σε αιτήσεις αυτού του είδους ο Νόμος θέτει ως προϋπόθεση όπως η μαρτυρία να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη, αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη. Πρέπει, δηλαδή, στην όψη της τέτοια μαρτυρία να είναι αξιόπιστη ή δυνάμενη να γίνει πιστευτή.

 

Ο λόγος είναι προφανής. Έχει διατυπωθεί στην Αγγλική υπόθεση R. v. Herbert Collins 34 [1951] Crim. App. Rep. 146 από τον Αρχιδικαστή Goddard ως ακολούθως:

 

"The danger of allowing further evidence to be called after conviction, and the reason why the Court does not allow it save in exceptional circumstances, is clear enough. It is very easy after a person has been convicted to find witnesses who are willing to come forward and say this, that, or the other thing."

 

Και σε μετάφραση:

 

«Ο κίνδυνος όταν επιτραπεί να ακουστεί περαιτέρω μαρτυρία, και ο λόγος που το Δικαστήριο δεν της επιτρέπει εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι αρκετά ευκρινής. Είναι πολύ εύκολο μετά την καταδίκη να εύρει ένας μάρτυρες που είναι πρόθυμοι να μαρτυρήσουν και να πουν αυτό, εκείνο, ή το άλλο πράγμα.»

 

 

Δεν είναι παράλογο κανείς να θεωρήσει ότι ο Εφεσείων έχει εν προκειμένω κάθε λόγο δια της προβολής του ισχυρισμού περί πλημμελούς μετάφρασης να επιδιώξει στην πραγματικότητα, μέσω της προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας, την αναδιατύπωση και/ή αναπροσαρμογή της ήδη δοθείσας ανώμοτης δήλωσης του.

 

Τέτοια μαρτυρία προερχόμενη αποκλειστικά από τον ίδιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εμβέλεια των προνοιών που τίθενται από τη νομολογία. Σημαντικό επί του προκειμένου είναι το γεγονός ότι η ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα δόθηκε προφορικά χωρίς να έχει κατατεθεί γραπτό κείμενο έτσι ώστε από το κείμενο αυτής να μπορεί να ελεγχθεί αντικειμενικά η ακρίβεια της μετάφρασης.

 

Ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω καταλήγουμε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έγκριση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                       Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 



[1] 146. Κατά την ακρόαση έφεσης και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής πριν από την τελική απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 δύναται-

 

(α)..

(β) να ακούσει περαιτέρω μαρτυρία και να επιφυλάξει την απόφαση μέχρις ότου ακουστεί η περαιτέρω αυτή μαρτυρία

(γ).

(δ).

(ε)...

 

[2]«.. τo Αvώτατov Δικαστήριov, κατά τηv ακρόασιv και διάγvωσιv oιασδήπoτε εφέσεως, είτε εv πoλιτική είτε εv πoιvική υπoθέσει δεv θα δεσμεύεται υπό oιασδήπoτε απoφάσεως περί πραγματικώv γεγovότωv τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ και θα έχη εξoυσίαv vα αvαθεωρή τας πρoσαχθείσας απoδείξεις, vα συvάγη τα ίδια αυτoύ συμπεράσματα, vα ακoύη και δέχεται περαιτέρω απoδεικτικά μέσα και, όπoυ αι περιστάσεις της υπoθέσεως απαιτoύσιv oύτω, vα επαvακρoάται oιωvδήπoτε μαρτύρωv ήδη ακoυσθέvτωv υπό τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ,...»

[3] Δέστε την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Λοϊζίδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 89, ECLI:CY:AD:2014:B104.

[4] "Without prejudice to subsection (1) above, where evidence is tendered to the Court of Appeal there under the court shall, unless they are satisfied that the evidence, if received, would not afford any ground for allowing the appeal, exercise their power of receiving it if —

(a)    it appears to them that the evidence is likely to be credible and would have been admissible in the proceedings from which the appeal lies on an issue which is the subject of the appeal; and

(b)   they are satisfied that it was not adduced in those proceedings but there is a reasonable explanation for the failure to adduce it."

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο