ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D481
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 52/2020)
26 Οκτωβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
XXX STOISESCU,
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Μ. Σπαστρής, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Ναπολέοντος (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, την Ποινική Υπόθεση με αρ. 22000/16. Το Κατηγορητήριο είχε καταχωριστεί από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού, και αφορούσε στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες, το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται αυτολεξεί:
«ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ.
Εκβίαση κατά παράβαση του άρθρου 290Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155 όπως τροποποιήθηκε.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ.
Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ετών 2013 και 2016 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, το χρηματικό ποσό των €167,500 εξανάγκασε τον xxx Διάκου από τη Λεμεσό σε απειλή σε πράξη από την οποία επήλθε ζημιά στην περιουσία του.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ.
Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του άρθρου 290 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ.
Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ετών 2013 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, με σκοπό κλοπής του χρηματικού ποσού των €167,500 απαίτησε από τον xxx Διάκου από τη Λεμεσό το πιο πάνω ποσό με απειλές.
ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ.
Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1) (ιιι) (2) και 5(α) του Περί της Παρεμπόδισης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007 όπως τροποποιήθηκε.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ.
Ο κατηγορούμενος μεταξύ των ετών 2013 και 2016 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι περιουσία, δηλαδή, το χρηματικό ποσό των €167,500 αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος απέκτησε και κατείχε το πιο πάνω χρηματικό ποσό.»
Ο Εφεσείων αρνήθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες, και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε έντεκα μάρτυρες. Τον Μ.Κ. 1, Αστυφύλακα 2XX1, xxx Μαυρομούστακο, ο οποίος υπήρξε ο ανακριτής της υπόθεσης, τον Μ.Κ. 2, παραπονούμενο κ. xxx Διάκο, τη Μ.Κ. 3, σύζυγο του παραπονούμενου xxx Κυριάκου, τον Μ.Κ. 4, xxx Αριστείδου, δεύτερο ξάδελφο του παραπονούμενου, τον Μ.Κ. 5 xxx Μαραγκό, συνάδελφο του παραπονούμενου αφού και αυτός είναι οδοντίατρος, τον Μ.Κ. 6 xxx Σταυρινού, ο οποίος έχει νυφευθεί ανηψιά του παραπονούμενου, τον Μ.Κ. 7 Χρίστο Αδάμου, δικηγόρο, ο οποίος εκπροσώπησε υπό την ιδιότητα του δικηγόρου τον παραπονούμενο, όταν αυτός προέβη σε σχετική καταγγελία στο ΤΑΕ Λεμεσού, τον Μ.Κ. 8 xxx Παρασκευά, ο οποίος είναι θείος του παραπονούμενου, τον Μ.Κ. 9 xxx Θεοδοσίου, ο οποίος γνώριζε τον παραπονούμενο αφού είναι οικογενειακός τους ιατρός, τον Μ.Κ. 10 xxx Χριστοφόρου, και Μ.Κ. 11 xxx Μωυσή, οι οποίοι είναι γνωστοί του παραπονούμενου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 31.7.2019 βρήκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα και τον κάλεσε να προβάλει την υπεράσπιση του. Αφού του εξήγησε τα δικαιώματα που έχει από το Νόμο, αυτός αποφάσισε να προβεί σε ένορκη κατάθεση, αρνούμενος ότι απείλησε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τον παραπονούμενο. Ακολούθως κάλεσε ως μάρτυρες υπεράσπισης, τον xxx Χ΄΄ Γεωργίου, εργοδότη του και τον xxx Ιωάννου, σύζυγο της αδελφής του.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την τελική του απόφαση στις 19.12.2019 με την οποία έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Ειδικά, για τους Μ.Κ. 4-6 και Μ.Κ. 8-10 ανέφερε πως: «Επρόκειτο για ένα κύμα ανθρώπων που ήλθαν να καταθέσουν για το χαρακτήρα του Μ.Κ. 2 έχοντας υπόψη τη δική του προσφορά σε αυτούς όταν χρειάστηκαν τη βοήθεια του. Όλοι τους είχαν δανείσει χρήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο στον παραπονούμενο χωρίς να γνωρίζουν βέβαια τι αυτός τα ήθελε και τι τα έκανε». Πράγματι οι εν λόγω μάρτυρες, δεν γνώριζαν για τις απειλές που ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι είχε δεχθεί από τον Εφεσείοντα. Αξιόπιστους έκρινε και τους Μ.Κ. 7 και 11.
Ο παραπονούμενος (Μ.Κ. 2), ο βασικός μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής, επίσης κρίθηκε αξιόπιστος. Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Οι όποιες αμφιβολίες θα ήταν εύλογο να δημιουργηθούν από τον τρόπο και το λόγο που πείστηκε αλλά και αναγκάστηκε να δώσει και έδινε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα διάφορα χρηματικά ποσά στον κατηγορούμενο, αλλά και από το ύψος του ποσού που έδωσε στον κατηγορούμενο, εξανεμίζονται θα έλεγα από τον ευκολόπιστο του χαρακτήρα του και την έλλειψη πονηριάς εκ μέρους του ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί τα ψέματα και την τεχνική που εφάρμοσε και ακολουθούσε ο κατηγορούμενος. Αυτή είναι η εντύπωση που αποκόμισα σε σχέση με το χαρακτήρα του Μ.Κ. 2.
................................
Ενώ είχε δώσει κάποιο ποσό τον κατηγορούμενο χωρίς πίεση, αφού πείστηκε πως τελικά θα λάβει πίσω τα χρήματα του αυτά, συνέχισε να δίδει στον κατηγορούμενο και άλλα, καθότι όπως ο ίδιος το είχε αντιληφθεί μέσα από αυτά που του είπε ο κατηγορούμενος δεν θα μπορούσε διαφορετικά να πράξει εκτός και αν αποφάσιζε ότι θα χάσει όλα όσα του είχε δώσει. Όπως στη μαρτυρία του ανέφερε, ο κατηγορούμενος του έλεγε 'εάν δεν μου δώσεις άλλα λεφτά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε την υπόθεση, θα χάσω τα λεφτά και δεν θα σε πληρώσω, δεν θα πιάσεις τα λεφτά'.
Κάτω από αυτή τη λογική και πίεση που είχε δημιουργηθεί υπό τις περιστάσεις συνέχιζε ο παραπονούμενος να δίδει χρήματα στον κατηγορούμενο.
Στη συνέχεια και αφού είχε δώσει στον κατηγορούμενο περί τις €90.000 με €94.000, όταν πλέον του ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του δώσει μια απόδειξη για το ποσό που το όφειλε, ο κατηγορούμενος εξαγριώθηκε και άρχισε να τον απειλεί λέγοντας του ότι θα κάνει κακό σε αυτόν, στην δουλειά και στην οικογένεια του. Μετά από αυτή την εξέλιξη, συνέχιζε ο παραπονούμενος να του δίνει χρήματα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις δανειζόταν από άλλα πρόσωπα. Μάλιστα σε μια περίπτωση αφού έβγαλε ένα μαχαίρι από το συρτάρι του γραφείου που βρισκόταν στο πάρκινγκ που εργαζόταν, το έβαλε στο δικό του λαιμό (ο κατηγορούμενος) και του είπε, 'Αν δεν μου φέρεις άλλα λεφτά θα σε σφάξω'.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε, για λόγους που επίσης καταγράφει στην απόφαση του, ως αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα και τους μάρτυρες που αυτός κάλεσε. Εν κατακλείδι, αφού βρήκε πως οι απειλές και οι εκφοβισμοί άρχισαν αφού προηγουμένως ο παραπονούμενος είχε ήδη δώσει στον Εφεσείοντα το ποσό των «€90.000 με €94.000», έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα και στις τρεις κατηγορίες. Σημείωσε όμως ότι το ύψος του ποσού που αυτός απέσπασε από τον παραπονούμενο ανήρχετο σε €73.500 και όχι σε €167.500, ως καταγράφεται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών. Συνάγεται ότι το ποσό των €73.500 προκύπτει, αφού αφαιρεθεί από το ποσό των €167.500 (ποσό για το οποίο κατηγορήθηκε ο Εφεσείων) το ποσό των €94.000, ποσό το οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο παραπονούμενος έδωσε ουσιαστικά με τη θέληση του, και εν πάση περιπτώσει χωρίς να δεχθεί απειλές από τον Εφεσείοντα.
Στις 18.2.2020 επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 2 ½ ετών στην πρώτη κατηγορία ενώ διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα που αυτός τελούσε υπό κράτηση. Στις κατηγορίες 2 και 3 δεν επέβαλε ποινή αφού, ως ανέφερε, τα γεγονότα των εν λόγω κατηγοριών εμπεριέχονταν στην πρώτη κατηγορία στην οποία επέβαλε ποινή.
Ο Εφεσείων με οκτώ λόγους έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την καταδικαστική απόφαση. Υπάρχουν λόγοι έφεσης οι οποίοι προσβάλλουν την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο παραπονούμενος, Μ.Κ. 2, ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Η θέση του Εφεσείοντα είναι ότι ο παραπονούμενος είχε υποπέσει σε σωρεία αντιφάσεων, οι οποίες θα έπρεπε να οδηγήσουν σε απόρριψη της μαρτυρίας του. Υπάρχει επίσης λόγος έφεσης που αφορά στο εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσό των €73.500 δόθηκε υπό το κράτος απειλών. Είναι η θέση του Εφεσείοντα, πως δεν υπήρχε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τέτοιο μαρτυρικό υλικό, που να του επέτρεπε να προβεί σε εύρημα ότι από το συνολικό ποσό των €167.500 που ο παραπονούμενος έδωσε σ΄ αυτόν, οι €73.500 δόθηκαν υπό το κράτος απειλών.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση της μαρτυρίας, είναι καθήκον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνει ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν υπάρχουν αντιφάσεις οι οποίες αντικειμενικά κρινόμενες είναι σημαντικές και ουσιαστικές (Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ, 1, Charis Kasinopoulos Ltd v. Divertia Trading Ltd (2013) 1(Α) ΑΑΔ, 184 και xxx Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 166/15, απόφαση ημερ. 8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335).
Θα επικεντρωθούμε στη μαρτυρία του παραπονούμενου, ο οποίος καταθέτοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες γνώρισε τον Εφεσείοντα, ο οποίος κατάγεται από τη Ρουμανία. Τον έβλεπε, ως ανέφερε, επί καθημερινής βάσεως σε ελεγχόμενο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων όπου ο Εφεσείων εργαζόταν. Ο ίδιος περνούσε με το αυτοκίνητο του από το συγκεκριμένο χώρο για να μεταβεί στο ιατρείο του. Ως ανέφερε «. χαιρετιόμασταν ή σταματούσα, γιατί προϋπήρχαν άλλα αυτοκίνητα να μου κάμει τόπο να περάσω. Σε αυτές τις φάσεις ξεκίνησε μια γνωριμία, μια φιλία. .. Έγινε η πρώτη οικειότητα, η πρώτη κοινωνική φιλική σχέση». Σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ως παραπονούμενος, ισχυρίστηκε ότι άρχισε να βοηθά οικονομικά τον Εφεσείοντα τον Οκτώβριο του 2013, όταν ο τελευταίος του ανέφερε ότι είχε μια υπόθεση στο Δικαστήριο και ήθελε το χρηματικό ποσό των €100, το οποίο του έδωσε. Λίγες ημέρες μετά, ο Εφεσείων του επέστρεψε το ποσό αυτό. Ακολούθως ο Εφεσείων του ανέφερε ότι είχε πρόβλημα με το στομάχι του και του ζήτησε χρήματα για να αγοράσει φάρμακα, τα οποία του έδωσε, για να καταλήξει ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα έδιδε στον Εφεσείοντα μικροποσά, δηλαδή €30, €80 ή €100, χωρίς όμως να γνωρίζει το ακριβές συνολικό ποσό που του έδωσε. Δύο φορές ο Εφεσείων του επέστρεψε το ποσό των €1.000 για τα χρήματα που του είχε δώσει.
Τον Οκτώβρη του 2014 ο Εφεσείων του ανέφερε ότι θα προσέφευγε μαζί με άλλα πρόσωπα στο Ανώτατο Δικαστήριο για να διεκδικήσει κάποια χρήματα. Ο Εφεσείων του ανέφερε ότι χρειαζόταν χρήματα για «να πληρώσει το Δικαστήριο». Αυτός του έδωσε σε διάφορες ημερομηνίες χρηματικά ποσά, πάντα σε μετρητά, ως ήταν η απαίτηση του Εφεσείοντα. Να σημειώσουμε πως στην κατάθεση του στην Αστυνομία, αναφέρει πως συνέχιζε να δίδει χρήματα στον Εφεσείοντα αφού ο τελευταίος του έλεγε πως αν δεν του έδιδε, θα έχανε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και έτσι δεν θα μπορούσε να του επιστρέψει τα χρήματα που του είχε ήδη δώσει. Πρόκειται για την υπόθεση για την οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση. Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε άλλες θέσεις του, ως αυτές εμπεριέχονται σε καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησε ενώπιον του Δικαστηρίου. Θα επικεντρωθούμε στην μαρτυρία που έδωσε αντεξεταζόμενος.
Ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενος, αν κάλεσε τον Εφεσείοντα στο ιατρείο του. Για να απαντήσει «Επίσημα όχι». Του ζητήθηκε διευκρίνιση, την οποία έδωσε λέγοντας τα ακόλουθα: «Όχι να τον καλέσω για να πιούμε καφέ, να βρεθούμε να μιλήσουμε υπό αυτή την έννοια όχι. .». Λίγο αργότερα ανέφερε ότι ίσως σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις, όταν ερχόταν στο ιατρείο του ο Εφεσείων για να του δώσει χρήματα «. να κάτσαμε να ήπιαμε και τον καφέ μας ή να είπαμε κουβέντες πέρα από του να του δώσω τα λεφτά και να φύγει».
Ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενος, αν ο ίδιος πήγε ποτέ σπίτι του Εφεσείοντα. Η απάντηση του παρατίθεται αυτολεξεί: «Ναι. Συγκεκριμένα σε δύο μέρες βροχερές ήταν με τη μοτόρα του γαμπρού του που δούλευε στην ταβέρνα, και μου ζήτησε να τον πάρω με το αυτοκίνητο μου στο σπίτι του διότι ήταν στην ίδια κατεύθυνση με το δικό μου το σπίτι». Ερωτήθηκε αμέσως αν αυτές ήταν οι μοναδικές φορές που μετέβη στο σπίτι του Εφεσείοντα, για να απαντήσει τώρα: «Όχι και άλλες». Του ζητήθηκαν και εδώ διευκρινίσεις, τις οποίες έδωσε λέγοντας πως ανάμεσα στις άλλες φορές που επισκέφθηκε τον Εφεσείοντα στο σπίτι του, ήταν και τέλος Δεκέμβρη του 2015, την ημέρα των γενεθλίων του (του Εφεσείοντα) όπου του έκανε δώρο ένα ρολόι όπως του είχε ζητήσει ο Εφεσείων. Να σημειώσουμε εδώ πως στη συμπληρωματική του κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, στις 14.4.2016, είχε αναφέρει πως μέσα Δεκεμβρίου του 2015 (δηλαδή πριν από την ημερομηνία των γενεθλίων του Εφεσείοντα) είχε ζητήσει από αυτόν τα χρήματα που του είχε δώσει και τα οποία μέχρι τότε ανέρχονταν σε €94.000. Ο Εφεσείων του ανέφερε ότι αν δεν συνέχιζε να του δίδει χρήματα θα τον σκότωνε και θα έκανε κακό στην οικογένεια του. Στην ίδια κατάθεση του αναφέρει ότι ο λόγος που μετέβη στο πάρτι των γενεθλίων του Εφεσείοντα μετά την απειλή που δέχθηκε ήταν, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «για να τον καλοπιάσω λίγο αφού ήμουν υπό το κράτος του φόβου».
Ερωτήθηκε, αντεξεταζόμενος, πότε άρχισε να δέχεται απειλές από τον Εφεσείοντα και να φοβάται. Η απάντηση που έδωσε ήταν ότι ήταν προς το τέλος του 2014, για να προσθέσει ότι δεχόταν κάποιας μορφής πίεση και από προηγουμένως, όταν ζητούσε από τον Εφεσείοντα να του δώσει κάποια απόδειξη για τα χρήματα που του έδιδε και αυτός αρνιόταν προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, που απ΄ ότι φαίνεται ούτε και τον ίδιο έπειθαν. Εντούτοις συνέχιζε να του δίδει χρήματα. Λίγο αργότερα ανέφερε ότι άρχισε να δέχεται απειλές και να φοβάται, τον Μάρτη, Απρίλη του 2014. Στη συνέχεια ανέφερε πως απειλή ένιωσε την ημέρα που ο Εφεσείων τον απείλησε με μαχαίρι που «έβκαλε» στις 26.2.2016. Εκείνη την ημέρα είχε μεταβεί στο σπιτάκι που υπήρχε στο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων όπου εργαζόταν ο Εφεσείων για να του δώσει το πρόσθετο χρηματικό ποσό των €1.700. Τότε ο Εφεσείων του ανέφερε «. τούτα είναι λλία, εν φτάνουν». Ο ίδιος του είπε «Λυπούμαι, δεν έχω άλλα, έπιασα τα και τούτα δανεικά τα πήρα». Τότε είναι που εξαγριώθηκε ο Εφεσείων και τον απείλησε με μαχαίρι.
Παραδέχθηκε ότι το 2016, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί μήνα, μετέβη με τον Εφεσείοντα στην εκκλησία του Πέτρου και Παύλου στη Λεμεσό. Ως ανέφερε, ο Εφεσείων του ζήτησε να τον μεταφέρει στην εκκλησία, κάτι που ο ίδιος προθυμοποιήθηκε να κάνει και έκανε.
Παραδέχθηκε ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ο Εφεσείων ως τσιγγάνος που είναι του είπε: «Έχω και μια θεία που λέει τα χαρτιά, μεγάλωσα κοντά της και ξέρω να τα ρίχνω και να έρτω να σου τα πω». Αρχικά δεν ενδιαφέρθηκε να του «βγάλει» την τύχη του, ωστόσο στη συνέχεια παραδέχθηκε πως «. σε μια φάση που είχα ακύρωση ραντεβού ήρτε για να του δώσω κάποια λεφτά και έφερε μαζί του και κάποια χαρτιά».
Παραδέχθηκε ότι το Γενάρη του 2015 σε ταβέρνα όπου είχε μεταβεί με την οικογένεια του, ο Εφεσείων έφερνε πιάτα, τα έσπαζε και του έριχνε λουλούδια όταν χόρευε (ο παραπονούμενος).
Παραδέχθηκε ότι το 2016 έλαβε από τον Εφεσείοντα δώρο, μια εικόνα αγίου, την οποία έχει ακόμη. Έλαβε ακόμη από τον Εφεσείοντα και καλλυντικά τα οποία ο τελευταίος του έδωσε για να τα δώσει στη σύζυγο του.
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε άλλα αποσπάσματα από τη μαρτυρία που έδωσε ο παραπονούμενος, αντεξεταζόμενος, ούτε να παραθέσουμε λεπτομέρειες της εκδοχής του Εφεσείοντα, ως αυτή προβάλλει μέσα από τις δύο καταθέσεις του στην Αστυνομία ημερ. 11.4.2016, στις οποίες παραδέχεται μεν ότι ελάμβανε χρήματα από τον παραπονούμενο, τα οποία ξόδευε κυρίως σε ποδοσφαιρικά στοιχήματα, πλην όμως αρνείται ότι τον απείλησε με οποιονδήποτε τρόπο για να πάρει χρήματα από αυτόν.
Θα σημειώσουμε απλώς πως η εκδοχή του Εφεσείοντα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι, ναι μεν ελάμβανε κάποια χρήματα από τον παραπονούμενο, πλην όμως τα ελάμβανε εντός άλλων πλαισίων, και οπωσδήποτε χωρίς οποιαδήποτε εκ μέρους του απειλή. Καθοριστική σημασία εν προκειμένω είχε η αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονούμενου, και ως εκ τούτου δεν θα επεκταθούμε στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του παραπονούμενου, φαίνεται στη σελ. 7 της απόφασης του, να προβληματίζεται, και δικαιολογημένα, σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους ο Εφεσείων ζητούσε επανειλημμένα χρήματα από τον παραπονούμενο και αυτός συνέχιζε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να του δίδει. Όμως, όπως καταγράφει στην απόφαση του, αυτές οι αμφιβολίες εξανεμίζονται «. από το ευκολόπιστο του χαρακτήρα του και την έλλειψη πονηριάς εκ μέρους του ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί τα ψέματα και την τεχνική που εφάρμοσε και ακολούθησε ο κατηγορούμενος. Αυτή είναι η εντύπωση που αποκόμισα σε σχέση με το χαρακτήρα του Μ.Κ. 2».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραθέτει στην απόφαση του τις συγκρουόμενες θέσεις του παραπονούμενου που δεν ήταν ούτε λίγες ούτε επουσιώδεις, ούτε την παρατεταμένη αφύσικη συμπεριφορά του μετά τις κατ΄ ισχυρισμόν απειλές και μετά την άρνηση του Εφεσείοντα να του δώσει απόδειξη για τα χρήματα που του έδινε, και τα οποία δεν ήταν λίγα. Μερικές από αυτές έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω. Η πεποίθηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο παραπονούμενος έλεγε την αλήθεια επειδή «έχει ευκολόπιστο χαρακτήρα και δεν είναι πονηρός», εδώ δεν αρκούσε (Αεροπόρος κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ, 362).
Να επαναλάβουμε ότι σε ποινικές υποθέσεις, είναι η Κατηγορούσα Αρχή που οφείλει να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία να είναι όχι μόνο αξιόπιστη αλλά και σαφής, για να μπορεί έτσι το Δικαστήριο να προβεί σε ασφαλή ευρήματα για τα συστατικά στοιχεία των ποινικών αδικημάτων που αντιμετωπίζει ένας κατηγορούμενος. Μαρτυρία που υστερεί είτε σε αξιοπιστία είτε σε σαφήνεια, είναι ανεπαρκής για να στηρίξει καταδίκη. Θεωρούμε, στη βάση των όσων ο ίδιος ο παραπονούμενος ανέφερε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο αναφορικά με τη σχέση-επαφές του με τον Εφεσείοντα όσο και αναφορικά με το πότε δέχθηκε από αυτόν απειλές για να του δώσει χρήματα, πως δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του, η οποία είχε ουσιώδεις αντιφάσεις και αδυναμίες. Ούτε βεβαίως ήταν δυνατό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της συγκεχυμένης μαρτυρίας που ο ίδιος ο παραπονούμενος έδωσε, να προβεί σε εύρημα, και ούτε προέβη, για το πότε χρονικά άρχισαν αυτές οι κατ΄ ισχυρισμόν απειλές στη βάση των οποίων αυτός φοβήθηκε και έδωσε χρήματα στον Εφεσείοντα. Ως ελέχθη, ο παραπονούμενος πότε έλεγε τέλη του 2014, πότε Μάρτη-Απρίλη του 2014, πότε μέσα Δεκεμβρίου του 2015, πότε 26.2.2016.
Οι λόγοι έφεσης ότι Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να βασιστεί πάνω στη μαρτυρία του παραπονούμενου, είναι βάσιμοι. Σημειώνουμε ότι άλλη μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αφορά σε απειλές δεν υπήρξε, αφού ο μοναδικός μάρτυρας γι΄ αυτές ήταν ο παραπονούμενος. Ούτε η απόρριψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα αποδεικνύει εδώ την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν κρίνεται σκόπιμο να εξετάσουμε τους άλλους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται και στις τρεις κατηγορίες. Κατ΄ επέκταση η ποινή που του επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία, παραμερίζεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.