ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ρ. Πεκρή (κα), για την Εφεσείουσα. Στ. Χατζηκωνσταντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-10-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο TORKIAN v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2020, 19/10/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B463

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 178/2020)

 

 

 19 Οκτωβρίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

xxx TORKIAN,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Ρ. Πεκρή (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Στ. Χατζηκωνσταντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατηγορητήριο με πέντε συνολικά Κατηγορίες, που αφορούσαν το αδίκημα της ανησυχίας, κατά παράβαση του Άρθρου 95 του Κεφ. 154 (Πρώτη Κατηγορία), το αδίκημα της κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Κεφ. 153 (Δεύτερη και Τρίτη Κατηγορία), το αδίκημα της αντίστασης σε όργανο τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντος του, κατά παράβαση του Άρθρου 244 του Κεφ. 154 (Τέταρτη Κατηγορία) και το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Κεφ. 154 (Πέμπτη Κατηγορία).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων καταλογίζετο στην Εφεσείουσα ότι «μεταξύ των ημερομηνιών 13ης Απριλίου και 14ης Απριλίου 2016 στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου της επαρχίας Λευκωσίας» είχε προκαλέσει θόρυβο και ταραχή στο σταθμό με τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης (Πρώτη Κατηγορία), επιτέθηκε στην Αστ. 3xx9 και στον Αστ. 3xx7 (Δεύτερη και Τρίτη Κατηγορία), αντιστάθηκε στην Αστ. 3xx9 και στον Αστ. 3xx7 κατά τη νόμιμη σύλληψη της (Τέταρτη Κατηγορία) και εξύβρισε το Λοχ. 2xx5 με τρόπο που ενδέχετο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση (Πέμπτη Κατηγορία).

 

Κατά τη δίκη έδωσαν μαρτυρία δέκα μάρτυρες. Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε έξι μάρτυρες. Όταν η Εφεσείουσα κλήθηκε σε απολογία έδωσε ένορκη μαρτυρία και παρουσίασε και τρεις μάρτυρες Υπεράσπισης.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων Κατηγορίας, ενώ έκρινε την Εφεσείουσα αναξιόπιστη, απορρίπτοντας την εκδοχή της. Αν και αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων Υπεράσπισης που παρουσίασε η Εφεσείουσα, θεώρησε ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν ήταν βοηθητική για τη διατύπωση ευρημάτων αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα.

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου βασίστηκαν στη μαρτυρία των μαρτύρων Κατηγορίας, από την οποία προέκυψε ότι ενώ η Εφεσείουσα είχε πάει στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου για να προβεί σε καταγγελία εναντίον τρίτου προσώπου, ένοιωσε προσβεβλημένη όταν ο επί καθήκοντι αστυνομικός της ζήτησε να παρουσιάσει την ταυτότητα της για να μπορέσει να καταγράψει το παράπονο της. Ξεκίνησε τότε να φωνάζει και να διαμαρτύρεται και επιτέθηκε στη Γ/Αστ. 3xx9, Μ.Κ.5, σπρώχνοντας την. Όταν της αναφέρθηκε ότι είναι υπό σύλληψη για τα αδικήματα της ανησυχίας και της επίθεσης, αντιστάθηκε στη Μ.Κ.5, επιχείρησε να εξέλθει του Σταθμού, αντιστάθηκε στον Αστ. 3xx7, Μ.Κ.2 φωνάζοντας και πέφτοντας στο έδαφος και επιτέθηκε στο Μ.Κ.2 επιχειρώντας να τον δαγκώσει όταν εκείνος της έβαζε χειροπέδες. Αφού συνελήφθη και ενώ ήταν στον Σταθμό εξύβρισε τον Α/Λοχ. 2xx5, Μ.Κ.4 με τη φράση «παλιόγερε».

 

Στη βάση των ανωτέρω η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη και στις πέντε Κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Με πέντε Λόγους Έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει την καταδίκη της.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, ανακριτή της υπόθεσης, καθώς και ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη του τις παραλείψεις του Μ.Κ.1 κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Με το Λόγο Έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.2, Μ.Κ.3, Μ.Κ.4, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6 ως αξιόπιστη, ενώ με το Λόγο Έφεσης 3 η μη αποδοχή της μαρτυρίας της Εφεσείουσας. Στο Λόγο Έφεσης 4 αναφέρεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Με το Λόγο Έφεσης 5 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η πρωτόδικη Απόφαση δεν ικανοποιεί τις νομολογιακά θεμελιωμένες προϋποθέσεις μιας αιτιολογημένης απόφασης.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, ανακριτή της υπόθεσης, ως αξιόπιστη χωρίς να λάβει υπόψη του τις παραλείψεις του.

 

Ως τέτοιες επικαλείται την παράλειψη του να εξετάσει το υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που ήταν εγκατεστημένο στον Αστυνομικό Σταθμό. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το εν λόγω ζήτημα στη βάση της μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη, κατέληξε ότι δεν υπήρχε βιντεογραφημένο υλικό στο οποίο να μπορεί να ανατρέξει κάποιος. Στην πραγματικότητα αυτό που ο Μ.Κ.1, αντεξεταζόμενος ανέφερε, είναι ότι δεν είχε πρόσβαση σε κάμερες κλειστού κυκλώματος, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο ίδιος διερευνούσε την καταγγελία εναντίον της Εφεσείουσας και όχι εκείνη εναντίον των Αστυνομικών, που ήταν αντικείμενο εξέτασης της Ανεξάρτητης Αρχής. Η διαφοροποίηση αυτή δεν θεωρούμε ότι επηρεάζει την αξιολόγηση του μάρτυρα αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα και ούτε είναι τέτοια που να δικαιολογεί την παρέμβασή μας.

Άλλο παράπονο της Εφεσείουσας είναι ότι ο Μ.Κ.1 δεν την ενημέρωσε για τα δικαιώματα της, δεν την μεταχειρίστηκε ως ύποπτη και/ή ότι δεν της έλαβε κατάθεση ως ύποπτης. Και εδώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε στη μαρτυρία του Μ.Κ.1 που είχε κρίνει αξιόπιστη, απέρριψε το παράπονο της Εφεσείουσας ως ανεδαφικό.

 

Αυτό που ορθά επισημαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην Απόφαση του, όπως εξάλλου διαπιστώνεται και από τα ίδια τα πρακτικά της υπόθεσης, είναι ότι ο Μ.Κ.1 είχε διάφορες επικοινωνίες με την Εφεσείουσα στις οποίες της ζητούσε να μεταβεί στο Σταθμό για να δώσει κατάθεση και για να κατηγορηθεί. Όπως δε εξήγησε ο Μ.Κ.1, η Εφεσείουσα, αφού συμβουλεύτηκε δικηγόρο, τον ενημέρωσε ότι δεν θα προσερχόταν και ο Μ.Κ.1, αποδεχόμενος την εν λόγω απόφαση της, ολοκλήρωσε τη διερεύνηση της υπόθεσης με αυτό το δεδομένο.

 

Παραπονείται, επίσης, η Εφεσείουσα ότι ο Μ.Κ.1 δεν προέβη σε καμία έρευνα σε σχέση με το γεγονός ότι η Εφεσείουσα είχε ζητήσει ιατρικό έντυπο, το Τεκμήριο 3, για να εξεταστεί από γιατρό το οποίο της είχε δώσει ο Μ.Κ.3.

 

Όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το ότι η Εφεσείουσα πιθανόν να υπέστη εκδορές και ερυθρότητες δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής και των μαρτύρων Κατηγορίας, που, ωστόσο, τις απέδωσε στις δικές της ενέργειες. Τούτου δοθέντος ουδεμία σημασία ή επίπτωση θα είχε η όποια έρευνα από πλευράς του εξεταστή Μ.Κ.1 για το αποτέλεσμα της ιατρικής εξέτασης.

 

Άλλο σημείο που η Εφεσείουσα εντάσσει στις κατ' ισχυρισμό παραλείψεις του εξεταστή στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης είναι η παράλειψη του να λάβει κατάθεση από ουσιώδη μάρτυρα γεγονότων, ήτοι, από κρατούμενο που ευρίσκετο στο Σταθμό.

 

Και αυτό το ζήτημα εξετάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ορθά επεσήμανε ότι ο Μ.Κ.1 είχε εξηγήσει ότι προσέγγισε κρατούμενο, που ήταν τη νύχτα του επίδικου περιστατικού στο Σταθμό, για να του πάρει κατάθεση και εκείνος δεν ήθελε να καταθέσει. Το αν η προσέγγιση με τον κρατούμενο έγινε απευθείας από το Μ.Κ.1 ή αν έγινε μέσω συναδέλφου του και ο τελευταίος πληροφόρησε αναλόγως το Μ.Κ.1 - που αποτέλεσε και αυτό ζήτημα που η Εφεσείουσα ήγειρε προς εξέταση - ουδεμία σημασία έχει. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο συγκεκριμένος κρατούμενος δεν επιθυμούσε να δώσει κατάθεση.

 

Ένα άλλο σημείο που υπέδειξε η πλευρά της Εφεσείουσας ως παράλειψη του Μ.Κ.1 στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, ήταν ότι ο εν λόγω μάρτυς δεν γνώριζε να πει με λεπτομέρεια τις ενέργειες που έκανε σε σχέση με την υπόθεση, ούτε πότε οι μάρτυρες Kατηγορίας ετοίμασαν τις καταθέσεις τους, ούτε και πότε του τις παρέδωσαν.

 

Δεν θεωρούμε ότι τα πιο πάνω αφορούν σε ζήτημα ουσίας που θα μπορούσαν είτε να πλήξουν το εύρημα αξιοπιστίας για το Μ.Κ.1, είτε να στηρίξουν ισχυρισμό για παραλείψεις στη διερεύνηση της υπόθεσης. Με δεδομένο ότι ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάστηκαν οι μάρτυρες Κατηγορίας και κατέθεσαν σχετικά με το χρόνο ετοιμασίας, αλλά και παράδοσης των καταθέσεων τους στον εξεταστή της υπόθεσης Μ.Κ.1, δεν μπορούσε αυτού του είδους η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται η Εφεσείουσα να έχει οποιαδήποτε σημασία.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε όλα όσα τέθηκαν στο πλαίσιο του ισχυρισμού περί πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης, ορθά δεν εντόπισε ελλείψεις ή παραλείψεις που να έβλαψαν τα δικαιώματα της Εφεσείουσας.

 

Ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 2 και 3 αφορούν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό               εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 2/2016, ημερ. 28/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B134:

 

«Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του. Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά

 

Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις αυτές πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).

Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 2 η Εφεσείουσα προβάλλει σειρά σημείων που θεωρεί ως αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων Κατηγορίας.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά σε συνάρτηση με τα σχετικά τεκμήρια, υπό το φως των αιτιάσεων που προέβαλε η Εφεσείουσα.

 

Ισχυρίστηκε ότι ενώ ο Μ.Κ.6 είπε στη μαρτυρία του ότι όταν η Εφεσείουσα προσήλθε στον Αστυνομικό Σταθμό ήταν ευγενική, η Μ.Κ.5 ανέφερε ότι ήταν από την αρχή επιθετική.

 

Είναι φανερό από τα πρακτικά στα οποία η ίδια η δικηγόρος της Εφεσείουσας μας παρέπεμψε ότι οι αναφορές του Μ.Κ.6 ότι η Εφεσείουσα ήταν ευγενική, δεν αφορούσαν στο χρονικό στάδιο που αυτή προσήλθε στο Σταθμό αλλά όταν η Εφεσείουσα τηλεφώνησε και μίλησε με το Μ.Κ.6. Εν πάση περιπτώσει ούτε η Μ.Κ.5 ισχυρίστηκε, όπως λανθασμένα προβάλλεται, ότι η Εφεσείουσα ήταν από την αρχή επιθετική. Τόσο ο Μ.Κ.6 όσο και η Μ.Κ.5 ανέφεραν ότι η συμπεριφορά της Εφεσείουσας άλλαξε και έγινε επιθετική όταν της ζητήθηκε να δώσει τα στοιχεία της.

 

Τούτου δοθέντος και η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι υπήρχε διαφοροποίηση της εκδοχής της Μ.Κ.5 σε σχέση με την περιγραφή της Εφεσείουσας όταν η τελευταία εισήλθε στο Σταθμό, ουδόλως ευσταθεί.

 

Ισχυρίστηκε, επίσης, η Εφεσείουσα ότι ενώ ο Μ.Κ.6 είπε ότι δεν λήφθηκε το παράπονο της για το οποίο προσήλθε στο Σταθμό και δεν διερευνήθηκε, η Μ.Κ.5 είπε ότι λήφθηκε και διερευνήθηκε αλλά δεν θυμόταν ποιος συνάδελφος το ανέλαβε.

 

Και εδώ είναι φανερό από τα πρακτικά ότι με τον τρόπο που εξελίχθηκε η όλη κατάσταση ένεκα της συμπεριφοράς της Εφεσείουσας, δεν μπόρεσε να διερευνηθεί το παράπονο της για το οποίο είχε προσέλθει στο Σταθμό. Αυτή δε ήταν η εκδοχή τόσο της Μ.Κ.5 όσο και του Μ.Κ.6 χωρίς να διαπιστώνεται οποιαδήποτε αντίφαση. Γι' αυτό εξάλλου όταν στο πλαίσιο της αντεξέτασης της υπεβλήθη στη Μ.Κ.5 ότι δεν διερευνήθηκε καθόλου το παράπονο αυτή ανέφερε:

 

«Μα δεν ήταν σε θέση να πει κάποιο παράπονο. Ήταν τόσο επιθετική, έβαζε κατάρες στα παιδιά μας

 

Στη βάση των πιο πάνω ούτε η θέση της Εφεσείουσας ότι υπήρχε διαφορετική εκδοχή από τη Μ.Κ.5 στην αντεξέταση της για το ζήτημα αυτό ευσταθεί.

 

Ισχυρίστηκε, ακόμη, ότι ενώ ο Μ.Κ.6 ανέφερε ότι η Μ.Κ.5 τηλεφώνησε στο Μ.Κ.2 για να ρωτήσει αν γνωρίζει την Εφεσείουσα, η Μ.Κ.5 ανέφερε ότι ο λόγος του τηλεφωνήματος στο Μ.Κ.2 ήταν για να του πει να έρθει να χειριστεί την υπόθεση.

 

Ούτε και εδώ διαπιστώνεται με βάση τα πρακτικά οποιαδήποτε αντίφαση. Τόσο η Μ.Κ.5 όσο και ο Μ.Κ.6 εξήγησαν ότι το τηλεφώνημα της Μ.Κ.5 προς το Μ.Κ.2 έγινε γιατί ήθελαν βοήθεια στο θέμα χειρισμού της περίπτωσης της Εφεσείουσας. Τούτου δοθέντος, ούτε και η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι η Μ.Κ.5 αναίρεσε τη θέση της για το ζήτημα αυτό ευσταθεί.

 

Σε ό,τι αφορά ειδικά τη μαρτυρία της Μ.Κ.5, η πλευρά της Εφεσείουσας προέβαλε διάφορες αιτιάσεις για να προωθήσει τη θέση ότι η μαρτυρία        της ήταν «μολυσμένη» και ότι διακατέχετο από «έντονα, αρνητικά συναισθήματα» σε βάρος της Εφεσείουσας.

 

Μεταξύ άλλων επικαλέστηκε την αναφορά της Μ.Κ.5 ότι όταν ζήτησαν την ταυτότητα της η Εφεσείουσα απάντησε ειρωνικά ότι δεν την είχε. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, όταν ζητήθηκε η Μ.Κ.5 να εξηγήσει με ποιο τρόπο η Εφεσείουσα ήταν ειρωνική, η Μ.Κ.5 απάντησε «ήταν ο τρόπος που είπε ότι δεν έχει μαζί της την ταυτότητα και ότι θα έπρεπε να την γνωρίζουμε. Δεν θεωρώ ότι έπρεπε να τη γνωρίζω, την έβλεπε για πρώτη φορά όντως.»

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και την εξήγηση που έδωσε η Μ.Κ.5, δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στην πιο πάνω θέση της Εφεσείουσας.

 

Προβλήθηκε, επίσης, από την Εφεσείουσα ότι η κακοπιστία της Μ.Κ.5 φαίνεται και από το γεγονός ότι στην κατάθεση της ανέφερε ότι ενώ ήταν έξω από το γραφείο όπου η Εφεσείουσα βρισκόταν με το δικηγόρο της άκουσε την Εφεσείουσα να εξυβρίζει το Μ.Κ.4 με τη λέξη «παλιόγερε», σε αντίθεση με το Μ.Κ.4 ο οποίος είπε ότι οι μόνοι που ήταν παρόντες και άκουσαν τη φράση ήταν η Εφεσείουσα και ο δικηγόρος της, Μ.Υ.4.

 

Εξέταση των πρακτικών αποκαλύπτει ότι όταν ο Μ.Κ.4 αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε για να πει ποιοι ήταν παρόντες όταν εισήλθε στο γραφείο για να αφαιρέσει τις χειροπέδες της Εφεσείουσας και η τελευταία τον εξύβρισε, περιορίστηκε να αναφέρει το δικηγόρο της. Δεν πρόσθεσε, ωστόσο, ότι μόνο εκείνος άκουσε τη φράση. Εξάλλου από τα πρακτικά δεν προκύπτει να αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η αναφορά της Μ.Κ.5 ότι είχε παραμείνει έξω από το γραφείο στο οποίο ευρίσκοντο η Εφεσείουσα με το δικηγόρο της και ότι, όταν εισήλθε σε αυτό ο Μ.Κ.4 για να της βγάλει τις χειροπέδες, η Εφεσείουσα άρχισε να φωνάζει και να τον εξυβρίζει με τη λέξη «παλιόγερε».

 

Κάποιες άλλες αναφορές της Εφεσείουσας σχετικά με ισχυριζόμενες αντιφάσεις και/ή διαφορές στη μαρτυρία των μαρτύρων Κατηγορίας οι οποίες, κατά την εισήγηση της, δεν λήφθηκαν υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούν σε επουσιώδη και δευτερευούσης σημασίας ζητήματα που δεν θα μπορούσαν να πλήξουν το εύρημα αξιοπιστίας της μαρτυρίας τους. Οι όποιες δε διαφορές στη μαρτυρία, όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μάλλον ενίσχυαν την αξιοπιστία των μαρτύρων Κατηγορίας παρά την έπλητταν, υπό την έννοια ότι φανέρωναν την απουσία οποιασδήποτε προσυνεννόησης μεταξύ τους. Εν πάση περιπτώσει είναι αυτονόητο και απόλυτα φυσιολογικό για ένα μάρτυρα ο οποίος ενεπλάκη σ' ένα επεισόδιο όπως το επίδικο να μην ήταν η έγνοια του και η προσοχή του σε δευτερεύοντα ζητήματα αλλά στα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με την εξέλιξη του όλου επεισοδίου.

 

Έχουμε διεξέλθει όλων των σημείων στα οποία η δικηγόρος της Εφεσείουσας μας έχει παραπέμψει και που χαρακτήρισε ως αντιφάσεις μεταξύ των μαρτύρων Κατηγορίας και μάλιστα ουσιαστικής μορφής. Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε επιμέρους ζήτημα ή και όλα μαζί ήταν τέτοιας σημασίας για την υπόθεση, ώστε να έπρεπε να οδηγήσουν το Πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία τους. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και, έχοντας έναντι μας το πλεονέκτημα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες Κατηγορίας στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτά ευρήματα ως προς την αξιοπιστία τους.

 

Ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 καταλογίζεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσείουσας ως αξιόπιστη. Ως αιτιολογία προβάλλεται ότι η μαρτυρία της ήταν σταθερή και συνεπής ως προς την περιγραφή των επίδικων γεγονότων. Υποστηρίζεται, ακόμη, ότι η μαρτυρία της συνήδε με εκείνη των μαρτύρων Υπεράσπισης, η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Τέλος, προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία της Εφεσείουσας ανέφερε, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

 

«Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της κατηγορούμενης. Έλαβα υπόψη τη συνολική εικόνα της μαρτυρίας της, τη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, τον τρόπο που απαντούσε στις ερωτήσεις που της τέθηκαν, την εσωτερική συνοχή και συνέπεια της μαρτυρίας της, την πειστικότητα της, το εύλογο των θέσεων της. Σταθμίζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες, η κατάληξη μου είναι ότι δεν μπορώ να θεωρήσω την κατηγορούμενη ως αξιόπιστη μάρτυρα.

Εν αρχή η εντύπωση που σχημάτισα είναι ότι το σύνολο των αντιδράσεων της κατηγορούμενης στο εδώλιο χαρακτηριζόταν από τάσεις υπερβολής και θυματοποίησης σε βαθμό που έμοιαζαν προσποιητές. Οι απαντήσεις της δεν ήταν άμεσες αλλά σε πολλά σημεία υπήρχαν πλατειασμοί και υπεκφυγές, σε μια προσπάθεια της να δημιουργήσει εντυπώσεις.

Περαιτέρω, η εντύπωση που δημιούργησε είναι ότι όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε για σκοπούς υπεράσπισης ήταν εφευρήματα εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει τις πράξεις και ενέργειες της το επίδικο βράδυ. Αποτέλεσμα και χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατασκευασμένου χαρακτήρα της μαρτυρίας της είναι το γεγονός ότι η εκδοχή της «εξελισσόταν» όσο προχωρούσε η ακρόαση της υπόθεσης.»

 

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πέραν της πιο πάνω εικόνας που απεκόμισε από τη μαρτυρία της Εφεσείουσας, έδωσε σε έκταση και με πλήρη αιτιολογία ενδεικτικά παραδείγματα της ποιότητας της μαρτυρίας της που υποστήριζαν την κατάληξη του περί κατασκευασμένου χαρακτήρα της μαρτυρίας της και την επινόηση, εκ των υστέρων, ισχυρισμών προς δικαιολόγηση των ενεργειών της κατά το βράδυ του επίδικου επεισοδίου.

 

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το ζήτημα των ψυχολογικών προβλημάτων που η Εφεσείουσα αντιμετώπιζε και τα οποία όντως δεν αμφισβητήθηκαν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε επισταμένως τους λόγους που οι αναφορές της Εφεσείουσας σε φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει η οποία, κατά την εκδοχή της, επηρέασε τη μνήμη της, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως ακολούθως:

 

«Οι αναφορές σε φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει η οποία επηρεάζει τη μνήμη της παρέμειναν γενικές και δεν υποστηρίχτηκαν κατά τρόπο που να τους προσδίδει πειστικότητα και βαρύτητα. Δεν αμφισβητήθηκε ότι αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα. Όμως, η κατηγορούμενη δεν επεξήγησε ποια φάρμακα παίρνει που δυνατό να επηρέασαν τη μνήμη της ενώ δεν παρουσίασε άλλη, επιστημονική, μαρτυρία ότι πράγματι τα εν λόγω, άγνωστα, φάρμακα μπορούν να έχουν αυτή την επίπτωση. Μάλλον η φαρμακευτική αγωγή χρησιμοποιήθηκε σαν «βολική» δικαιολογία για τα νέα στοιχεία και δεδομένα που παρουσίασε με τη μαρτυρία της τα οποία όμως δεν τέθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας κατά την αντεξέταση τους.»

 

 

Όσον δε αφορά τη θέση της ότι η μαρτυρία της ήταν ευθυγραμμισμένη με εκείνη των μαρτύρων Υπεράσπισης, όπως ορθά υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθόσον αφορά τη μαρτυρία της ιατρού Μ.Υ.2 σύμφωνα με την οποία αυτή είχε εξετάσει την Εφεσείουσα στις 14/4/2016 περί ώρα 02:30 και διαπίστωσε εκδορές στο δεξί της γόνατο και ερυθρότητα στην κοιλιά της, η εν λόγω μάρτυς Υπεράσπισης δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει αν τα ευρήματα της είχαν προκληθεί ως αποτέλεσμα των γεγονότων ως τα παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή ή ως η εκδοχή της Εφεσείουσας. Εν πάση περιπτώσει, το ότι η Εφεσείουσα υπέστη τις εκδορές και ερυθρότητα που εντόπισε η Μ.Υ.2 το συγκεκριμένο βράδυ, ως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, ενόψει των γεγονότων που είχαν διαδραματισθεί.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι ούτε ο Μ.Υ.3, ο οποίος είχε δει το παντελόνι της σχισμένο και τα χέρια της μαύρα, δεν ήτο σε θέση να γνωρίζει ο ίδιος το πώς αυτά είχαν προκληθεί εφόσον η πληροφόρηση του προήλθε από την Εφεσείουσα.

 

Παρομοίως ορθή ήταν η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ούτε η μαρτυρία του Μ.Υ.4 ήταν βοηθητική, εφόσον αυτός δεν θυμόταν αν η Εφεσείουσα είχε αποκαλέσει έναν από τους Αστυνομικούς με τη λέξη «παλιόγερε».

Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί η Εφεσείουσα να προβάλλει ως επιχείρημα προς επίρρωση της αξιοπιστίας της ότι η μαρτυρία της συνήδε με εκείνη των μαρτύρων Υπεράσπισης.

 

Ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προβάλλεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η δικηγόρος της Εφεσείουσας υποστήριξε ότι καθόσον αφορά το αδίκημα της κοινής επίθεσης που αφορούσαν οι Κατηγορίες 2 και 3, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το ενδεχόμενο της αυτοάμυνας. Η θέση αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι το Δικαστήριο αποδεχόμενο την εκδοχή των μαρτύρων Κατηγορίας ως προς τα διαδραματισθέντα κατά τη διάρκεια του επίδικου περιστατικού, κατέληξε ότι η Εφεσείουσα έσπρωξε τη Μ.Κ.5 και επιχείρησε να δαγκώσει το Μ.Κ.2 άνευ οποιουδήποτε νόμιμου ερείσματος για τις ενέργειες της αυτές. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με την Κατηγορία 1 που αφορούσε το αδίκημα της ανησυχίας και δεν μπορεί η Εφεσείουσα να οικοδομεί επιχειρήματα με βάση την εκδοχή της η οποία απερρίφθη ως αναξιόπιστη. Όσον αφορά την Κατηγορία 5 της δημόσιας εξύβρισης, τα όσα επικαλείται η πλευρά της Εφεσείουσας αφορούν σε ισχυριζόμενη αντίφαση, ζήτημα το οποίο  εξετάσθηκε πιο πάνω και απερρίφθη ως αβάσιμο. Τέλος, σε σχέση με το αδίκημα της αντίστασης σε όργανο της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντος του που αφορά η Κατηγορία 4, επισημαίνεται ότι το αδίκημα αυτό συντελείται όποτε κάποιος επιτίθεται εναντίον άλλου με σκοπό την αντίσταση ή ματαίωση της νόμιμης σύλληψης του εαυτού του. Στα περιστατικά της υπόθεσης η αντίσταση σκόπευε τη ματαίωση της νόμιμης σύλληψης. Όσα δε το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει σε σχέση με τις αντιδράσεις της Εφεσείουσας, ενώ η Μ.Κ.5 και ο Μ.Κ.2 διενεργούσαν νόμιμη σύλληψη σε βάρος της για τα αυτόφωρα αδικήματα της ανησυχίας και της κοινής επίθεσης, σαφώς και ενέπιπταν στο πλαίσιο της Κατηγορίας αυτής.

 

Ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι η υπό έφεση πρωτόδικη Απόφαση «δεν ικανοποιεί τις νομολογιακά καθιερωμένες προϋποθέσεις μιας αιτιολογημένης απόφασης». Όπως διαπιστώνεται, ό,τι εγείρεται μέσω αυτού του Λόγου Έφεσης δεν αφορά στη δομή ή αρχιτεκτονική της Απόφασης, κάτι που δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την εγκυρότητα της Απόφασης[1].

 

Η θέση της δικηγόρου της Εφεσείουσας, όπως αναπτύχθηκε στο διάγραμμά της, είναι ότι στην πρωτόδικη Απόφαση δεν καταδεικνύεται σαφής δικαστική κρίση. Στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης γίνεται αναφορά σε παράλειψη εξέτασης και αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας και στη μη διατύπωση συγκεκριμένων και σαφών ευρημάτων. Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συνολική αποτίμηση της μαρτυρίας, αλλά, αντιθέτως, περιορίστηκε σε ανεπαρκή και ελλιπή αξιολόγηση, παραλείποντας να εξετάσει τη μαρτυρία των μαρτύρων Κατηγορίας υπό το φως της μαρτυρίας των μαρτύρων Υπεράσπισης και να αντιπαραθέσει τις μαρτυρίες αυτές μεταξύ τους.

 

Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αυτό διασφαλίζεται και από το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος το οποίο επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής λειτουργίας.[2] Η αιτιολόγηση βασίζεται κατά κανόνα στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση που λαμβάνει η ανάλυση ποικίλει ανάλογα με το περιεχόμενο και τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.

 

Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd and another v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540, τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει: (σελ.541)

 

«(α) ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων

(β)   διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων, και

(γ)   σαφή δικαστική απόφαση»

 

Η λεπτομερής παράθεση όλων των διαφορών που επισημαίνονται στις μαρτυρίες των διαφόρων μαρτύρων και η ανάλυση και αξιολόγηση τους, δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται, κυρίως, στα βασικά στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα. Είναι επίσης νομολογημένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας, καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (Ανδρόνικου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).

Όπως προωθήθηκε στο πλαίσιο του Διαγράμματος Αγόρευσης της Εφεσείουσας προς υποστήριξη της θέσης περί παράβασης του Άρθρου 30(2), «στην απόφαση δεν αναλύεται επαρκώς η μαρτυρία υπό το φως των επίδικων θεμάτων, δεν διατυπώνονται συγκεκριμένα ευρήματα και δεν καταδεικνύεται σαφής δικαστική κρίση».

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Εξέταση της πρωτόδικης Απόφασης αναδεικνύει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι αυτή έχει όλα τα γνωρίσματα μιας ορθής αιτιολόγησης, ήτοι προσδιορισμό με ορθό τρόπο των επίδικων θεμάτων, σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, αξιολόγηση της και διατύπωση ευρημάτων, καθώς και υπαγωγή των ευρημάτων στο νομικό καθεστώς της υπόθεσης[3]. Όλα τα βασικά στοιχεία που αναμένονται σε μια απόφαση είναι καταγραμμένα με αποτέλεσμα να καταδεικνύεται, μέσω αυτής, σαφής δικαστική κρίση η οποία επιτρέπει τον αναγκαίο δικαστικό έλεγχο κατ' έφεση.

 

Ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                                          Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                         Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 



[1] Δέστε Νεοφύτου v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση αρ. 9/2012, ημερ. 29/7/2021.

[2] Δέστε Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd and another v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,  Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320.

[3] Δέστε Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, 667:

 

«Η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται βεβαίως στον ίδιο τον Δικαστή. Χρήσιμο όμως είναι αυτή να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς.»

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο