ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Η. Κυριακίδης με Μ. Κολέα (κα), για ΗΡΑΚΛΗΣ Ν. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-09-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Κ. ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ, Ποινική Αίτηση Αρ. 16/2021, 7/9/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D387

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Αίτηση Αρ. 16/2021)

 

 

 

7 Σεπτεμβρίου 2021

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 155) ΑΡΘΡΟ 43(2)

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Κ. ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ

 

 

 

 

 

 Η. Κυριακίδης με Μ. Κολέα (κα), για ΗΡΑΚΛΗΣ Ν. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  (Ex-Tempore)

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα Αίτηση επιδιώκεται η έκδοση Διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, με το οποίο να διατάσσεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου για εκδίκαση κατηγοριών που έχουν προσαφθεί από τον Αιτητή εναντίον έξι προσώπων, τεσσάρων νομικών και δύο φυσικών. Το Κατηγορητήριο είναι συνημμένο στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή και περιλαμβάνει 11 κατηγορίες οι οποίες αφορούν σε ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές, εδραζόμενες στα Άρθρα 137, 20, 25, 29 και 35 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154.

 

Όπως, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, ο Αιτητής αποτελεί έναν εκ των δύο επιτυχόντων Αιτητών στην έκδοση του Διατάγματος το οποίο εξεδόθη στο πλαίσιο της υπ' αρ. 854/2020 Γενικής Αίτησης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και το οποίο, κατά τα όσα καταγράφονται στο προς καταχώρηση Κατηγορητήριο, παρηκούσθη από τους προτιθέμενους Κατηγορούμενους.  Επιπλέον, αναφέρεται ότι ο Αιτητής αποτελεί έναν εκ των μετόχων της προτιθέμενης Κατηγορούμενης 1 και έμμεσων μετόχων των προτιθέμενων Κατηγορούμενων 3 και 6.

 

Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρνήθηκε την καταχώρηση του υπό αναφορά Κατηγορητηρίου για τους λόγους που αναφέρονται στη βεβαίωση άρνησης (Ποινικό Έντυπο Αρ. 8), ημερομηνίας 16/7/2021.

 

Το σκεπτικό του Δικαστή συνοψίζεται στα ακόλουθα σημεία:

 

«(α) Ότι «Το αδίκημα αυτό (Απείθεια, κατά το άρθρο 137 του Κεφ. 154) εμπίπτει στην κατηγορία των αδικημάτων του Ποινικού Κώδικα που διαπράττονται εναντίον της δημόσιας εξουσίας (βλ. τον τίτλο του σχετικού μέρους του Κεφ. 154) και, συναφώς, αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος εφόσον καθιστά ποινικά κολάσιμες πράξεις που τείνουν να βλάψουν την δημόσια εξουσία η οποία, πρόδηλα, αποτελεί δημόσιο και όχι ιδιωτικό δικαίωμα.»

 

(β) Ότι «Είναι, περαιτέρω, αυτονόητο ότι ένας ιδιώτης - παραπονούμενος δεν μπορεί να εγείρει ποινική δίωξη επικαλούμενος θέματα ή δικαιώματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου συμφέροντος (όπως είναι αυτό που αφορά το αδίκημα των προτεινόμενων κατηγοριών), έστω και αν το θέμα ενδιαφέρει και τον παραπονούμενο, ως ένα μέλος του δημοσίου, εφόσον τέτοια εξουσία ανήκει αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα, ως εκπρόσωπο του κοινού.»

 

 

Στη βάση των πιο πάνω ο Δικαστής κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται σε άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης για το αδίκημα του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, εφόσον «αυτό αφορά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και δεν εντάσσεται στη σφαίρα οποιωνδήποτε ιδιωτικών διαφορών ή δικαιωμάτων». Παράλληλα, επεσήμανε ότι ακόμη και αν ο Αιτητής επηρεάστηκε δυσμενώς, με οποιοδήποτε τρόπο, από την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος ουδόλως νομιμοποιείται στην εν λόγω καταχώρηση, αφού τέτοια αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο σκοπός για τον οποίο επιχειρήθηκε η πρόσαψη των υπό αναφορά κατηγοριών δεν μπορεί να είναι, ή να θεωρηθεί ότι είναι, η διασφάλιση και προστασία της δημόσιας εξουσίας, εφόσον κάτι τέτοιο ανάγεται στο πλαίσιο των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, ως ο εκπρόσωπος του δημόσιου συμφέροντος, αλλά κάποιος άλλος, απώτερος σκοπός. Τούτου λεχθέντος ο Δικαστής κατέληξε ότι «η δίωξη για το αδίκημα που αναφέρεται στις κατηγορίες του προτεινόμενου κατηγορητηρίου, πέραν του ότι επιχειρήθηκε να ασκηθεί από πρόσωπο που δεν έχει τέτοια εξουσία, κρίνεται ενοχλητική λόγω ακατάλληλου και ασυμβίβαστου με τη δικαστική διαδικασία, απώτερου σκοπού».

Η επιδίωξη της παρούσας Αίτησης στοχεύει στην έκδοση Διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο προς καταχώρηση του ιδίου κατηγορητηρίου. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η αίτηση που εισάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν άρνησης παραχώρησης άδειας καταχώρησης κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει την έννοια της έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης αυτής κρίνει πρωτογενώς και εξ' ιδίων του την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα και δύναται αναλόγως να ασκήσει τη δική του ευχέρεια, διατάσσοντας την καταχώρηση του κατηγορητηρίου (LCA Domiki Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 14/2008, ημερ. 2/10/2018, Αγγελίδης, Ποινική Αίτηση αρ. 17/2018, ημερ. 6/12/2018 και Κακαράντζα, Ποινική Έφεση αρ. 59/2019, ημερ. 2/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B408).

 

Το όλο ζήτημα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του Κεφ. 155, το οποίο έχει ως ακολούθως:

«43.-(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.

(2) Κατόπιν μελέτης του κατηγορητηρίου ο Δικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί με αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο ή Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγμα εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.»

 

Το Άρθρο 43 έχει αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης τόσο στη νομολογία, όσο και σε σχετικά Συγγράμματα. Ειδικότερα στο Σύγγραμμα του Γ.Μ. Πική «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 123 και 124 όπου καταγράφονται τα εξής σχετικά:

 

«Εύλογα ο Δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο, εάν αυτό είναι στοιχειοθετημένο με τρόπο ο οποίος παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τη διατύπωση των κατηγοριών, τη συνένωση κατηγοριών ή τη συνένωση κατηγορουμένων. Παρά ταύτα, ο δικαστής σε εκείνο το στάδιο, στην απουσία επιχειρηματολογίας, θα είναι διστακτικός να απορρίψει την έγκριση του εκτός ενόψει καταφανούς σφάλματος».

 

Όπως προκύπτει, πέραν των τυπικών γνωρισμάτων που πρέπει να έχει ένα κατηγορητήριο, τέθηκαν στη νομολογία και άλλα κριτήρια.

 

 Στην υπόθεση LCA Domiki Ltd (ανωτέρω) τονίσθηκαν συναφώς τα εξής:

 

«Ένα κατηγορητήριο δεν πρέπει να είναι μόνο διατυπωμένο ορθά και νομότυπα, ώστε να αποφεύγεται σύγχυση ή κατάχρηση ή πίεση σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, αλλά πρέπει και να συνάδει με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης ευρύτερα. Μεταξύ των παραγόντων που το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.»

 

Όπως περαιτέρω τονίστηκε στην υπόθεση Amsteso Electric Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 14/2019, ημερ. 9/5/2019, η εξουσία προς έγκριση ή όχι του κατηγορητηρίου θα πρέπει να ασκείται ουσιαστικά και όχι μηχανιστικά χωρίς, βεβαίως, να οδηγούμαστε σε άρνηση έγκρισης σε περιπτώσεις που δεν είναι ξεκάθαρες. Είναι σε ακραίες και καθαρά ανυπόστατες υποθέσεις που δεν πρέπει να εγκρίνεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου (Δήμος Παραλιμνίου κ.ά. (2012) 2 A.A.Δ. 312 και Designside Ltd, Ποινική Αίτηση αρ. 19/2018, ημερ. 20/11/2018).

 

Το δικαίωμα ενός ιδιώτη να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον κάποιου προσώπου, όταν αυτός έχει υποστεί βλάβη από μία πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά ποινικό αδίκημα, αναγνωρίστηκε στο Κυπριακό Δίκαιο στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, έχοντας ως πηγή του το Κοινοδίκαιο κατ' εφαρμογή του Άρθρου 29(1)(γ) του Νόμου 14/60. Ο δικαστικός λόγος της εν λόγω αυθεντίας υιοθετήθηκε στη συνέχεια από άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22 και Παναγιώτου ν. Ευαγγέλου (2014) 2 Α.Α.Δ. 846, ECLI:CY:AD:2014:B917).

 

Το κριτήριο το οποίο έχει καθιερωθεί στη νομολογία που ακολούθησε σε σχέση με τη διαπίστωση του εν λόγω δικαιώματος, είναι ο άμεσος δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του ιδιώτη ως αποτέλεσμα της διάπραξης κάποιου ποινικού αδικήματος. Όπως τονίστηκε στην Ανδρέας Τρύφωνος, Ποινική Αίτηση αρ. 15/2015, ημερ. 18/4/2016, ECLI:CY:AD:2016:D208, «τότε μόνο γεννάται το δικαίωμα του για άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του θύτη, ως μέτρο τιμωρίας του και εξαναγκασμού του συγχρόνως να προβεί στην άρση της παρανομίας και, κατ' επέκταση, της προκληθείσας αδικίας».

 

Το δικαίωμα του πολίτη - θύματος να προβεί σε ιδιωτική ποινική δίωξη δεν συναρτάται με την καταγγελία της παράβασης στις αστυνομικές αρχές, ή την άρνηση ή απροθυμία τους να την προωθήσουν. Πέραν τούτου, ο εντεινόμενος και αυξανόμενος ρυθμός των σχετικών παραπόνων δεν επιτρέπει στην Αστυνομία να ασχοληθεί με το σύνολο των περιπτώσεων. Είναι γι' αυτό το λόγο που η δίωξη αφήνεται στα χέρια των ιδίων των παθόντων (Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522).

 

Στην Ttofinis (ανωτέρω) υπογραμμίστηκε ότι το ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του Νόμου καθώς και το συμφέρον των παθόντων ενός εγκλήματος να καταλήγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους επικαλούμενοι την προστασία του Ποινικού Δικαίου, ένα δικαίωμα το οποίο δεν υποβαθμίζεται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας μιας δημόσιας αρχής. Αναφορικά δε με τις συνταγματικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα των διώξεων, η Ttofinis διευκρινίζει ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής δίωξης παραμένει ανεπηρέαστο[1].

 

Εν πρώτοις και σε συμφωνία με τα όσα σχετικά ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, εσφαλμένα χρησιμοποιήθηκε ο τίτλος του σχετικού μέρους του Ποινικού Κώδικα ως κριτήριο απολήγον στη μη νομιμοποίηση ιδιώτη κατήγορου να εγείρει δίωξη. Το κριτήριο νομιμοποίησης έγερσης ποινικής δίωξης αποτελεί ο δυσμενής και άμεσος επηρεασμός δικαιωμάτων ιδιώτη ("direct encroachment upon one΄s rights") στη βάση των νομολογηθέντων της Ttofinis, ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης από ιδιώτη κατήγορο για το αδίκημα της απείθειας σε διαταγή του Δικαστηρίου παραμένει αλώβητο στην περίπτωση, βεβαίως, όπου τα δικαιώματα του επηρεάζονται άμεσα, στο πλαίσιο που καθορίζεται στην Ttofinis.

 

Κατά δεύτερο, το δικαίωμα έγερσης ιδιωτικής ποινικής δίωξης από επηρεαζόμενο πρόσωπο σε σχέση με απείθεια σε νόμιμη διαταγή, βάσει των προνοιών του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, έχει εξεταστεί στην υπόθεση Ελισάβετ Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.ά. (2009) 2 Α.Α.Δ. 634, στην οποία υπογραμμίστηκε παράλληλα ότι «οι δύο δικαιοδοσίες, δηλαδή αυτή για αστική απείθεια και αυτή για ποινική απείθεια, μπορούν να συνυπάρχουν», ενόψει του διαφορετικού σκοπού και φύσης των δύο διαδικασιών.

 

Στην υπόθεση Θεοφάνους (ανωτέρω), οι Εφεσίβλητοι αντιμετώπισαν κατηγορίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, απείθεια κατά νομίμων διαταγών καθώς και παροχή συνδρομής σε απείθεια, κατά παράβαση του Άρθρου 137 του Κεφ. 154. Οι λεπτομέρειες αδικήματος ήταν παρόμοιες με το προτεινόμενο Κατηγορητήριο εφόσον, σύμφωνα με αυτές, οι Εφεσίβλητοι είχαν απειθήσει σε Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με το οποίο εμποδίζονταν από του να πωλήσουν, επιβαρύνουν, υποθηκεύσουν ή αποξενώσουν, με οποιονδήποτε τρόπο, ακίνητο, έχοντας πωλήσει μέρος του ακινήτου σε τρίτη εταιρεία.

 

Περαιτέρω, ο χαρακτηρισμός από τον πρωτόδικο Δικαστή της δίωξης για    το αδίκημα που αναφέρεται στις κατηγορίες του προτεινόμενου Κατηγορητηρίου ως ενοχλητική στη βάση ύπαρξης απώτερου σκοπού, ουδόλως προέκυπτε από τα ενώπιον του στοιχεία αλλά βασίστηκε σε εσφαλμένο κριτήριο και, συνεπακόλουθα, συμπέρασμα περί μη νομιμοποίησης του Αιτητή. Όσον δε αφορά την παραπομπή του Δικαστηρίου σε απόσπασμα της υπόθεσης  K.P. Blue Dolphin Homes Ltd v. Ε. Παρασκευαΐδης κ.ά., Ποινική Έφεση αρ. 249/2018, ημερ. 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B350, αυτό, απλώς, επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τη δυνατότητα της παράλληλης έγερσης ιδιωτικής ποινικής δίωξης και πολιτικής αγωγής χωρίς κάτι τέτοιο να συνιστά κατάχρηση, με την ταυτόχρονη, εν είδει obiter, παρατήρηση περί γενικής κατάχρησης του δικαιώματος ποινικής δίωξης και προτροπής προς το νομοθέτη να επιληφθεί, σχετικά, του θέματος «με σκοπό να οριοθετηθούν τα πλαίσια μιας εύλογης άσκησης του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη». Εκείνο, ωστόσο, που είναι σαφές είναι ότι το εν λόγω απόσπασμα ουδόλως υποστηρίζει την όποια απόκλιση από την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - αντιθέτως επιβεβαιώνει η υπό αναφορά Απόφαση το αναγνωρισμένο κριτήριο νομιμοποίησης[2] - ούτε και οδηγεί σε συμπέρασμα ότι τεκμαίρεται, άνευ ετέρου, αλλότριος σκοπός ή κίνητρο εκ της καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, επειδή δεν προηγήθηκε καταγγελία από τον παραπονούμενο προς τις αρμόδιες αστυνομικές και διωκτικές της Δημοκρατίας αρχές.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων όφειλε ο πρωτόδικος Δικαστής να εγκρίνει την καταχώρηση. Η Απόφαση του να αρνηθεί να το πράξει ήταν, με όλο το σεβασμό, εσφαλμένη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, επιβεβλημένη είναι η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ' ακολουθία του Άρθρου 43 του Κεφ. 155. Ως εκ τούτου, διατάσσεται η έγκριση και καταχώρηση του Κατηγορητηρίου ως έχει, χωρίς καμία διαταγή ως προς το θέμα των εξόδων.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

            Δ.



[1]Δέστε Ttofinis (ανωτέρω) σελίδες 368-369:

 

"There is nothing in the Constitution neutralising the position at common law as regards private prosecutions. On the contrary, Article 113.2 is an empowering enactment conferring wide powers upon the Attorney-General with regard to prosecution, in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities. Likewise, the power conferred upon Police authorities to prosecute under s.17(2) and s.19 of the Police Law-Cap. 285, is not exclusive but supplementary to the right of the victim of crime to prosecute the suspect".

[2] Όπως επισημαίνεται στην K.P. Blue Dolphin Homes Ltd (ανωτέρω):

 

«Η άσκηση ποινικής δίωξης από ιδιώτες αναγνωρίστηκε στην Κύπρο ως δικαίωμα του θιγόμενου κατά άμεσο τρόπο από το αδίκημα, δικαίωμα το οποίο εκπηγάζει από το κοινοδίκαιο, χωρίς να έχει περιοριστεί από το Άρθρο 113 του Συντάγματος (βλ. Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 CLR 363).»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο