ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα. Ν. Παπούτσα (κα) με Α. Γιαλελή, ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο FEDOROV v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.40/2021, 20/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B332

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.40/2021)

 

 

20 Ιουλίου 2021

 

 

[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]

 

 

XXX FEDOROV

Εφεσείοντα

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------

 

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπούτσα (κα) με Α. Γιαλελή, ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

--------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων καταδικάστηκε, μετά από δική του παραδοχή, για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας  (κατηγορία 1) και της κλοπής από αυτή €8.000, 15.000 ρουβλιών (που αντιστοιχούν σε περίπου €200) και διαφόρων εργαλείων αξίας €100, περιουσία του κατόχου της (κατηγορία 2), αδικήματα που διαπράχτηκαν την 22.11.2019 στην Πάφο.

 

Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών για τη διάρρηξη και 9 μηνών για την κλοπή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής τους και αποφάσισε να μην τις αναστείλει.  Αυτή του η απόφαση συνιστά το αντικείμενο της έφεσης.  Με ένα μόνο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι η διακριτική του εξουσία ασκήθηκε πλημμελώς και λανθασμένα αφού, κατά τον Εφεσείοντα, απέτυχε να σταθμίσει σωστά τα συντριπτικά στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της αναστολής.  Οι επιμέρους περιστάσεις που αναφέρονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, αφορούν και περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα προγράμματος θεραπείας του Εφεσείοντα που, όπως διατείνεται, με τον εγκλεισμό του στη φυλακή θα ανακοπτόταν. 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μετά την παραδοχή του στις κατηγορίες, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι είναι χρήστης ηρωίνης καθημερινώς, μάλιστα ότι είχε διαπράξει τα αδικήματα των κατηγοριών προς εξασφάλιση της δόσης του.  Αιτήθηκε, συναφώς, την έκδοση διατάγματος θεραπείας του δυνάμει των προνοιών του περί Θεραπείας Κατηγορουμένων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων Νόμου του 2016 (Ν.41(Ι)/2016).[1]  Το αίτημα του εισακούστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο που, την 22.6.2020, εξέδωσε διάταγμα θεραπείας του, παραπέμποντας τον στην κλειστή θεραπευτική κοινότητα Αγίας Σκέπης, αναβάλλοντας τη διαδικασία επιβολής ποινής για όσο χρόνο το διάταγμα θα βρισκόταν σε ισχύ.

 

Η Αγία Σκέπη ενημέρωνε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την πρόοδο του Εφεσείοντα.  Παρόλο που αρχικά φάνηκε να προβάλλει αντίσταση και υπήρξε διστακτικός στο να συμμετέχει και δυσκολευόταν να προσαρμοστεί, στη συνέχεια περιγράφεται ως συνεπής και υπεύθυνος στις υποχρεώσεις του και ότι είχε πολύ θετική στάση απέναντι στο πρόγραμμα και τους κανόνες του.  Εξελίχτηκε σε πρότυπο στο να ακούει, να επεξεργάζεται, να δέχεται ανατροφοδότηση και να κάνει ουσιαστικές παρεμβάσεις στις θεραπευτικές ομάδες, κάνοντας συνεχή θεραπευτική πρόοδο.  Στις εβδομαδιαίες ουροληψίες ήταν πάντα καθαρός.  Ωστόσο, την 22.2.2021 η Συμβουλευτική Επιτροπή Θεραπείας Κατηγορουμένων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων, ενημέρωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ενώ ο Εφεσείων βρισκόταν στο δεύτερο στάδιο θεραπείας, την ίδια ημέρα είχε αποφασίσει να διακόψει τη συμμετοχή του στο θεραπευτικό πρόγραμμα παραβιάζοντας έτσι το θεραπευτικό συμβόλαιο.

 

Κατ΄εφαρμογή του άρθρου 7(5)(β) του Ν.41(Ι)/2016,[2] εξασφαλίστηκε η παρουσία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και συνεχίστηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, με την παράθεση των γεγονότων, την αγόρευση του δικηγόρου του για μετριασμό της ποινής και την επιβολή ποινής. 

Η διάρρηξη και η κλοπή των κατηγοριών εξιχνιάστηκαν μετά τη διαπίστωση πως γενετικό υλικό που είχε απομονωθεί από τη σκηνή του εγκλήματος ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα.  Αυτός συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης του την 4.3.2020 και αφού ανακρίθηκε και του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο, απάντησε ότι δεν είχε τίποτε να πει. 

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη άλλες δύο υποθέσεις που ο Εφεσείων παραδέχθηκε.  Η πρώτη αφορούσε, μεταξύ άλλων, σε κλοπή από κατοικία, μεταφορά επιθετικού όπλου και κοινή επίθεση, που διαπράχθηκαν την 8.12.2019, όταν εισήλθε σε κατοικία από μπαλκονόπορτα και έκλεψε μια φωτογραφική μηχανή, προτάσσοντας ένα εργαλείο που ομοίαζε με κατσαβίδι προς τον κάτοχο της κατοικίας, όταν ο τελευταίος τον αντιλήφθηκε και προσπάθησε να του αποσπάσει τη φωτογραφική μηχανή.  Η δεύτερη αφορούσε σε διάρρηξη κατοικίας στην Πέγεια, που διαπράχθηκε το Φεβρουάριο του 2020 και κλοπής διαφόρων αντικειμένων και ενός κλειδιού αυτοκινήτου, που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για την κλοπή του ιδίου του αυτοκινήτου και τη διάπραξη οδικών παραβάσεων.

 

Ο Εφεσείων βαρύνετο και με μια προηγούμενη καταδίκη.  Είχε την 16.9.2019 καταδικαστεί για κλοπή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.  Πρόδηλα αποφυλακίστηκε χωρίς να έχει εκτίσει όλη του την ποινή, αφού την 22.11.2019, δύο μήνες και μια εβδομάδα μετά την καταδίκη του, διέπραξε τα αδικήματα των κατηγοριών και σύντομα μετά τα αδικήματα που λήφθηκαν υπόψη. 

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα αγόρευσε με ζήλο προωθώντας τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης, ωστόσο, δεν μας έχει πείσει προς τούτο. 

 

Η προσπάθεια να αποδοθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενήργησε σε αντίθεση με τις πρόνοιες, το πνεύμα και το σκοπό του Ν.41(Ι)/2016, δεν βρίσκει έρεισμα στις περιστάσεις της υπόθεσης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις πρόνοιες του Ν.41(Ι)/2016 και είχε δώσει την ευκαιρία στον Εφεσείοντα να ακολουθήσει θεραπευτικό πρόγραμμα, το οποίο όμως ο ίδιος, οικειοθελώς, εγκατέλειψε. 

 

Στη συνέχεια, έπρεπε να ακολουθήσει η διαδικασία επιβολής ποινής στον Εφεσείοντα, όπως ο νόμος ορίζει.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε να επιβάλει ποινές φυλάκισης, απόφαση που δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.  Προς τούτο, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Εφεσείων, σημειώνοντας ότι για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και επτά χρόνια (άρθρα 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154), ενώ για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία μέχρι και πέντε χρόνια (άρθρα 255 και 266(β) του Κεφ.154).  Επεσήμανε ακόμα, την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, σημειώνοντας ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο Εφεσείων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης (Balampanidis ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.210/2018, ημερ. 10.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B178) και δημιουργούν ρήγματα στην έννομη τάξη διαβρώνοντας το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών (Ilie κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 280, 283).  Σημείωσε περαιτέρω ότι στην παραβατική συμπεριφορά του Εφεσείοντα περιλαμβάνονταν δύο άλλες υποθέσεις, αδικημάτων κατά περιουσίας και όχι μόνο, που λαμβάνονταν υπόψη.   Ακόμα, ότι ο Εφεσείων βαρύνετο με προηγούμενη καταδίκη και πάλι για αδίκημα κατά περιουσίας. 

Στη συνέχεια αποφάσισε ότι δεν θα έπρεπε να διατάξει την αναστολή των ποινών φυλάκισης που είχε επιβάλει.

 

Πεδίο για επέμβαση από το εφετείο, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αναστολή ή όχι ποινής φυλάκισης, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27).  Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Δεν  έχουμε με κανένα τρόπο ικανοποιηθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης ασκήθηκε κατά τρόπο λανθασμένο.  Η σοβαρότητα των αδικημάτων που ο Εφεσείων παραδέχτηκε και το ποινικό του μητρώο (Γ.Μ. Πικής, «Sentencing in Cyprus», 2η Έκδ.,2007, σελ.27 και Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ.339, 341), ήταν παράμετροι που ορθά συνυπολογίστηκαν, ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποκλίνει από του να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του Εφεσείοντα.  Και δεν ήταν εσφαλμένη η επισήμανση και αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προγράμματα απεξάρτησης μπορούν να ακολουθηθούν από ένα κατάδικο και εντός των φυλακών και πως ο Εφεσείων, εφόσον επιθυμούσε να ολοκληρώσει το εναπομείναν θεραπευτικό του πρόγραμμα, μπορούσε να αξιοποιήσει τη δυνατότητα αυτή.

 

Σημειώνουμε τέλος ότι, όταν το υπόβαθρο της εισήγησης της υπεράσπισης είναι ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε, για τον όποιο λόγο, να καταλήξει στον εγκλεισμό του καταδικασθέντα, η έφεση θα πρέπει να στρέφεται κατά της επιλογής της ποινής της φυλάκισης.  Εφόσον επιλεγεί η φυλάκιση σημαίνει ότι ο εγκλεισμός του καταδικασθέντα στη φυλακή έχει κριθεί κατάλληλος.  Η φυλάκιση επιβάλλεται όταν οιαδήποτε άλλης μορφής ποινή κρίνεται ακατάλληλη και ανεπαρκής και ουδέποτε επιλέγεται με την προοπτική αναστολής της, που είναι διεργασία μεταγενέστερη. 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                          Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.



[1] 6.-(1) Κατηγορούμενος ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι χρήστης ή ουσιοεξαρτημένος και ο οποίος κατηγορείται ενώπιον Δικαστηρίου σε συνοπτική δίκη για οποιοδήποτε αδίκημα, εξαιρουμένων των αδικημάτων της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου, της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου και της εμπορίας ελεγχόμενου φαρμάκου, όπως τα αδικήματα αυτά καθορίζονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο, και οποιουδήποτε αδικήματος για το οποίο η προβλεπόμενη ανώτατη ποινή φυλάκισης υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, δύναται σε οποιοδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, πριν την επιβολή ποινής, να αιτηθεί στο Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος θεραπείας και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα θεραπείας με το οποίο να εξουσιοδοτεί την παραπομπή του προσώπου αυτού σε Κέντρο Θεραπείας.

[2] 7.-(5) Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος θεραπείας σε χρήστη ή ουσιοεξαρτημένο που κατηγορείται ενώπιον Δικαστηρίου,  αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσής του μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας στο Κέντρο Θεραπείας και σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος-

..............................................

(β) παραβιάσει οποιοδήποτε όρο του θεραπευτικού συμβολαίου, παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για την έναρξη ή τη συνέχιση της εκδίκασης της εναντίον του ποινικής υπόθεσης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο