ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B289
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 177/2020)
1 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ADBOARD MEDIA LIMITED
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητου.
Π. Πετρίδης για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία, για την Εφεσείουσα.
Α. Θέμης για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στην παρούσα υπόθεση η Εφεσείουσα Εταιρεία αντιμετώπισε δύο κατηγορίες. Η μία κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της επίδειξης και τοποθέτησης διαφήμισης και η δεύτερη την πρόκληση επίδειξης και τοποθέτησης διαφήμισης, αμφότερες οι κατηγορίες κατά παράβαση του Άρθρου 14 του περί Εκθέσεως Διαφημίσεων (Έλεγχος) Νόμου, Κεφ. 50.
Αρχικά, οι κατηγορίες αυτές στρέφονταν όχι μόνο εναντίον της Εφεσείουσας Εταιρείας αλλά και εναντίον άλλων τριών προσώπων, μιας άλλης εταιρείας (πρώην Κατηγορούμενη 3) και δύο φυσικών προσώπων (πρώην Κατηγορούμενοι 2 και 4). Ταυτόχρονα, τα δύο αυτά φυσικά πρόσωπα αντιμετώπιζαν και μια άλλη κατηγορία, εδραζόμενη και αυτή στον ίδιο Νόμο. Η υπόθεση αναφορικά με τους πρώην Κατηγορούμενους 2 και 4 απερρίφθη πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενώ σε σχέση με την πρώην Κατηγορούμενη 3, αυτό έγινε μετά που ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του πρώτου Μάρτυρα που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, Μ.Κ.1.
Οι λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης Κατηγορίας έχουν ως εξής:
«Οι Κατηγορούμενοι 1, 2, 3 και 4 στις 14/06/2016 και μέχρι σήμερα, στην Λεωφόρο Κυριάκου Μάτση 1, παρά τα φώτα Γαβριηλίδη, εντός των Δημοτικών ορίων του Δήμου Λευκωσίας, επέδειξαν και/ή τοποθέτησαν διαφήμιση η οποία καλύπτει ολόκληρη την πρόσοψη του 1ου ορόφου του κτιρίου με την ονομασία «Γαβριηλίδη», άνευ άδειας του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λευκωσίας.»
Οι λεπτομέρειες αδικήματος της δεύτερης Κατηγορίας έχουν ως εξής:
«Οι Κατηγορούμενοι 1, 2, 3 και 4 στις 14/06/2016 και μέχρι σήμερα, στην Λεωφόρο Κυριάκου Μάτση 1, παρά τα φώτα Γαβριηλίδη, εντός των Δημοτικών ορίων του Δήμου Λευκωσίας, προκάλεσαν την επίδειξη και/ή τοποθέτηση διαφήμισης η οποία καλύπτει ολόκληρη την πρόσοψη του 1ου ορόφου του κτιρίου με την ονομασία «Γαβριηλίδη», άνευ άδειας του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Λευκωσίας.»
Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής πέντε συνολικά Μάρτυρες Κατηγορίας και για την Υπεράσπιση ένας μάρτυρας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και εξαγωγής των ευρημάτων του, κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί στον αναγκαίο βαθμό ότι η Εφεσείουσα Εταιρεία είχε επιδείξει διαφημιστική πινακίδα στον πρώτο όροφο του κτιρίου Γαβριηλίδη στη Λευκωσία, για την περίοδο από την 1/6/2016 έως τις 31/7/2016. Κρίνοντας δε ότι η επίδειξη μιας διαφήμισης και η πρόκληση της επίδειξης της διαφήμισης αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος του Άρθρου 14 του Κεφ. 50, κατέληξε ότι δεν μπορούσε η Εφεσείουσα ταυτόχρονα να κριθεί και ένοχη επί τω ότι προκάλεσε την επίδειξη της εν λόγω διαφήμισης και την αθώωσε στη δεύτερη Κατηγορία που αντιμετώπιζε.
Η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται στη βάση πέντε Λόγων Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν είχε παραβιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή η αρχή της δίκαιης δίκης από την απόσυρση σε καθυστερημένο στάδιο της διαδικασίας και αφού είχε ακουστεί η μαρτυρία του Μ.Κ.1, των Κατηγοριών κατά της πρώην Κατηγορούμενης 3, ήταν λανθασμένη.
Στο πλαίσιο αιτιολογίας του εν λόγω Λόγου Έφεσης βασικά προβλήθηκαν τα ακόλουθα:
· Ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν εκτός του δικονομικού πλαισίου και της νομολογίας εφόσον μετά την απόσυρση της υπόθεσης εναντίον της πρώην Κατηγορούμενης 3, κλήθηκε να καταθέσει ως Μ.Κ.2 και να δώσει, συνεπώς, μαρτυρία εναντίον της Εφεσείουσας, αντιπρόσωπος/υπάλληλος της πρώην Κατηγορούμενης 3.
· Η πλευρά της Εφεσείουσας αντεξέτασε τον κυριότερο μάρτυρα για την Κατηγορούσα Αρχή, το Μ.Κ.1, με γνώμονα ότι αυτή ήταν συγκατηγορούμενη με την πρώην Κατηγορούμενη 3 Eταιρεία και ότι αποδίδονταν ευθύνες τόσο στην Εφεσείουσα όσο και στην πρώην Κατηγορούμενη 3 και στη βάση αυτού του δεδομένου προσάρμοσε την υπερασπιστική της γραμμή.
Όπως υποστήριξε ενώπιον μας ο κ. Πετρίδης, η Κατηγορούσα Αρχή είχε δικαίωμα, πριν να ξεκινήσει η ακρόαση, να αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον της πρώην Κατηγορούμενης 3 και να την φέρουν μάρτυρα κατηγορίας, ή, αφού προηγείτο παραδοχή από την πρώην Κατηγορούμενη 3 να την φέρουν ως μάρτυρα κατηγορίας. Τίποτε από αυτά δεν έγινε με αποτέλεσμα η διαδικασία να προχωρήσει, όπως ανέφερε, εκτός δικονομικών πλαισίων. Έρεισμα για την πιο πάνω επιχειρηματολογία του συνηγόρου αποτέλεσε η απόφαση στην υπόθεση Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και ειδικότερα το ακόλουθο απόσπασμα:
«Σύμφωνα με τον Archbold: "Criminal Pleading Evidence & Practice" έκδ. 2007 σελ. 434 - 436, παρ. 4 - 193 έως 4-197, συνεργός ο οποίος έχει πρόθεση να καταθέσει για την Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει είτε να μην κατηγορηθεί εξ αρχής ή να ληφθεί η παραδοχή του κατά το στάδιο απαγγελίας του κατηγορητηρίου ή να μην προσφερθεί μαρτυρία εναντίον του ώστε να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε αθώωση του ή ακόμα να καταχωρηθεί για αυτόν nolle prosequi.»
Εν πρώτοις, η υπόθεση Pal (ανωτέρω), εξηγεί τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για να είναι δικονομικά δυνατό ένας συνεργός να δώσει μαρτυρία υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής και να καταθέσει εναντίον άλλου συνεργού του. Στην περίπτωση που είναι συγκατηγορούμενοι, αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον αυτός που θα δώσει μαρτυρία παύσει να είναι κατηγορούμενος και εξηγείται πώς μπορεί να γίνει αυτό.
Στην προκείμενη περίπτωση το τι έλαβε χώρα διαρκούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, ήταν η απόσυρση των κατηγοριών κατά της πρώην Κατηγορούμενης 3 κατά το στάδιο που είχε ολοκληρωθεί η κατάθεση της μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής, Μ.Κ.1.
Ο κ. Πετρίδης προσπάθησε κατά τη συζήτηση της Έφεσης να υποστηρίξει ότι ο Μ.Κ.2, ο οποίος κατέθεσε μετά την απόσυρση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε η πρώην Κατηγορούμενη 3, ήταν «η προσωποποίηση» της πρώην Κατηγορούμενης 3, εφόσον ο Μ.Κ.2 ήταν αντιπρόσωπος και/ή υπάλληλος της πρώην Κατηγορούμενης 3, ταυτίζοντας, με αυτό τον τρόπο, το Μ.Κ.2 με το νομικό πρόσωπο στο οποίο αυτός εργαζόταν.
Με κάθε σεβασμό προς την πιο πάνω εισήγηση δεν συμφωνούμε. Ο Μ.Κ.2 δεν ήταν σε κανένα στάδιο συγκατηγορούμενος με την Εφεσείουσα, αλλά ένας μάρτυρας ο οποίος, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, γνώριζε κάποια γεγονότα τα οποία αυτή θεωρούσε σχετικά με την υπόθεση. Ακόμη όμως και αν ο Μ.Κ.2 ήταν ο ίδιος κατηγορούμενος, εφόσον η εναντίον του υπόθεση απορριπτόταν θα ήταν ικανός μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή.
Επιπλέον, δεν επεξηγήθηκε πώς παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης από την απόσυρση των κατηγοριών εναντίον της πρώην Κατηγορούμενης 3, μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης του Μ.Κ.1. Ούτε είναι κατανοητή η θέση του συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι η πλευρά της Εφεσείουσας αντεξέτασε το Μ.Κ.1, με γνώμονα ότι αποδίδονταν ευθύνες τόσο στην Εφεσείουσα, όσο και στην πρώην Κατηγορούμενη 3 και ότι στη βάση αυτού του δεδομένου προσάρμοσε την υπερασπιστική της γραμμή.
Εν πάση περιπτώσει, ο συνήγορος της Εφεσείουσας, πέραν της επίκλησης ζητήματος παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, δεν μπόρεσε να εξηγήσει με ποιο τρόπο η πλευρά της Εφεσείουσας επηρεάστηκε από το γεγονός της απόσυρσης των Κατηγοριών που αντιμετώπιζε η πρώην Κατηγορούμενη 3, σε συνάρτηση με το στάδιο που αυτό έλαβε χώρα. Αντιθέτως, όπως διαπιστώνουμε, αξιοποίησε πλήρως το δικαίωμα που είχε αντεξετάζοντας τόσο το Μ.Κ.1, όσο και το Μ.Κ.2, προωθώντας, με αυτό τον τρόπο, τις θέσεις της πλευράς που εκπροσωπούσε.
Έπεται ότι ο πρώτος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχτηκε τη θέση της Υπεράσπισης περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και ύπαρξης δεδικασμένου.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης, το δεδικασμένο και η κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας προέκυπτε εκ του αποτελέσματος και της απόφασης σε άλλη ποινική υπόθεση, που η Εφεσείουσα αντιμετώπισε ως Κατηγορούμενη, την υπ' αρ. 14360/2016, η οποία είχε καταχωρηθεί στις 19/9/2016, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο από την ημερομηνία της κατ' ισχυρισμό τέλεσης του επίδικου αδικήματος στην παρούσα υπόθεση, όπου η Εφεσείουσα κατηγορείτο ότι κατά ή περί την 1/4/2016 είχε ανεγείρει και/ή τοποθετήσει παράνομα διαφημιστική πινακίδα και στην οποία υπόθεση η Εφεσείουσα αθωώθηκε.
Όπως υποστηρίχθηκε από το συνήγορο, η Κατηγορούσα Αρχή μπορούσε και έπρεπε στην Υπόθεση 14360/2016, την οποία καταχώρισε στις 19/9/2016, να συμπεριλάβει και οριοθετήσει ως περίοδο του αδικήματος όλη την περίοδο μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.
Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι με δεδομένο ότι η Υπόθεση 14360/2016 είχε εκδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε την παρούσα υπόθεση, με την ίδια σύνθεση, αυτό συνιστούσε επιπρόσθετο λόγο αναστολής της ποινικής διαδικασίας.
Σε ό,τι αφορά τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης, παρά το γεγονός ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν διαπιστώνεται από τα πρακτικά της διαδικασίας να υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη άλλης ποινικής υπόθεσης εναντίον της Εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο να ασχοληθεί με το εγερθέν ζήτημα και να εξετάσει τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της Εφεσείουσας, που προέβαλε κατά το στάδιο της τελικής του αγόρευσης, περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και ύπαρξης δεδικασμένου και, τελικώς, να τους απορρίψει.
Επισημαίνουμε ότι δεν ετίθετο στην προκείμενη περίπτωση, όπως ο κ. Πετρίδης υποστήριξε, ζήτημα ύπαρξης δικαστικής γνώσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της άλλης ποινικής υπόθεσης και τούτο ανεξαρτήτως του αν εκείνη η υπόθεση είχε εκδικαστεί από το ίδιο Δικαστήριο (Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1401).
Η απουσία, επομένως, οποιουδήποτε πραγματικού υποβάθρου σε σχέση με τα όσα προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου Λόγου Έφεσης, τον εκθεμελιώνει εκ βάθρων και, ως εκ τούτου, αυτός απορρίπτεται.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 έχει υποπέσει σε σφάλμα αρχής.
Ως αιτιολογία αναφέρεται ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε εύρημα στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Κ.3, ότι οι ενοικιαστές του ακινήτου τοποθέτησαν μόνο το πλαίσιο επί του οποίου ήταν στερεωμένη η διαφήμιση και όχι την επίδικη διαφήμιση, συνιστά εικασία η οποία δεν υποστηρίζετο από τη μαρτυρία που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του.
Επιπλέον υποστηρίχθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση που κριθεί ότι το Δικαστήριο ορθώς αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.3, με δεδομένο ότι επρόκειτο για ποινική υπόθεση, η απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του Μάρτυρα εύλογα δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την ενοχή των Κατηγορουμένων.
Με δεδομένο ότι ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να υπομνηστεί ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων, έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε ένα μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιόν του. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται. (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017).
Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020).
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.3. Η ευχέρεια του Δικαστηρίου να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο είναι δεδομένη (Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 654). Όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της, είτε εν μέρει, νοουμένου ότι δίδεται προς τούτο επαρκής αιτιολογία (Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους για την απόρριψη του ισχυρισμού του Μ.Κ.3, ότι οι ενοικιαστές του ακινήτου (Κτίριο Γαβριηλίδη) ήταν τα πρόσωπα τα οποία τοποθέτησαν την επίδικη διαφήμιση στην εξωτερική πλευρά του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας, παραπέμποντας στην υπόλοιπη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή την οποία, αφού αξιολόγησε, έκαμε αποδεχτή.
Στη βάση των πιο πάνω ο τρίτος Λόγος Έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τελευταίο τον τέταρτο Λόγο Έφεσης.
Με τον πέμπτο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα έξοδα της διαδικασίας.
Υποστηρίχθηκε ότι με βάση την πορεία της υπόθεσης και το αποτέλεσμα, το δικαιότερο υπό τις περιστάσεις θα ήταν όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της και όχι αυτά να επιδικαστούν υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής και σε βάρος της Εφεσείουσας.
Με βάση το Άρθρο 168 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όταν πρόσωπο καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως αυτό καταβάλει τα έξοδα της κατηγορίας, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή η οποία δύναται να επιβληθεί σε αυτό.
Με δεδομένο ότι η Εφεσείουσα καταδικάστηκε σε μία από τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και ουσιαστικά σε ό,τι της αποδίδετο, παρείχετο η ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να διατάξει την καταβολή των εξόδων της διαδικασίας σε βάρος της. Τα όσα ανέφερε ο συνήγορος της Εφεσείουσας σε σχέση με την πορεία της υπόθεσης και την απόσυρση κατηγοριών, καθώς και το αποτέλεσμα, που ήταν η καταδίκη της Εφεσείουσας στη μία κατηγορία και η αθώωση της στην άλλη, δεν θεωρούμε ότι παρέχουν οποιοδήποτε έρεισμα που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται η Κατηγορούσα Αρχή σε ποινική διαδικασία και που διατάσσεται να πληρώσει ένας κατηγορούμενος, δεν σχετίζονται καθόλου με τη συμπεριφορά του που αποτελεί το υπόβαθρο της ποινικής διαδικασίας, αλλά είναι δαπάνη στην οποία υποβάλλεται το δημόσιο για να παρουσιάσει στο Δικαστήριο την εις βάρος του υπόθεση (Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιόλη (1991) 2 Α.Α.Δ. 194).
Κρίνεται, συνεπώς, ότι ούτε και πέμπτος Λόγος Έφεσης ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι η επιβολή προστίμου €25 ανά ημέρα, κατά την οποία συνεχίζεται η επίδειξη της διαφήμισης, εκφεύγει των εξουσιών του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 14(1) του Κεφ. 50 και συνιστά παρερμηνεία αυτού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της επιβολής της ποινής, πέραν του προστίμου που επέβαλε ύψους €650, επέβαλε περαιτέρω πρόστιμο €25 για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση εκ μέρους της Εφεσείουσας μετά την καταδίκη της στο επίδικο αδίκημα.
Όπως είναι αντιληπτό, αυτό έγινε στη βάση της πρόνοιας του Άρθρου 14(1) του Κεφ. 50 που δίδει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, κατά την καταδίκη, να επιβάλει «a further fine not exceeding five pounds for every day during which the contravention is continued after his conviction thereof».
Όπως υποστηρίχθηκε, για να μπορεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιβάλει ποινή για κάθε ημέρα παραβίασης μετά την καταδίκη, θα έπρεπε να είχε ενώπιον του μαρτυρία για την ύπαρξη τέτοιας παραβίασης και ότι τέτοια μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρχε κατά το χρόνο επιβολής της ποινής.
Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας την περαιτέρω χρηματική ποινή, αναφερόταν στην περίοδο μετά τις 7/10/2020, που ήταν η ημερομηνία απαγγελίας της ποινής, ή μετά την 8/8/2016, που ήταν η ημερομηνία καταχώρησης του Κατηγορητηρίου, μια και οι λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρονταν στην περίοδο από «14/6/2016 μέχρι σήμερα».
Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόταν στην περίοδο μετά από 8/8/2016 - περίοδο που αφορά στις λεπτομέρειες αδικήματος - θα αναμενόταν να καταμετρήσει τις ημέρες και να επιβάλει την ανάλογη χρηματική ποινή, κάτι, ωστόσο, που δεν έπραξε. Κατά συνέπεια, εκλαμβάνουμε ότι η αναφορά του είναι για το μέλλον.
Το Άρθρο 14(1) του Νόμου, ορθά ερμηνευόμενο, δεν μπορεί να αναφέρεται και δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε ημερομηνία που έπεται της επιβολής της ποινής. Όπως προκύπτει, πέραν της ποινής που δύναται να επιβληθεί για το αδίκημα στο οποίο ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος, παρέχονται στο Δικαστήριο δύο ξεχωριστές εξουσίες για το αδίκημα της κατηγορίας, ως ακολούθως:
Η πρώτη εξουσία είναι να επιβάλει στον κατηγορούμενο ημερήσιο πρόστιμο για κάθε μέρα που εξακολουθεί να παραβιάζει το Νόμο, μετά την περιορισμένη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην καταδίκη.
Η δεύτερη εξουσία είναι, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος επιμένει να παραβιάζει το νόμο, που σημαίνει ότι επιμόνως συνεχίζει η παραβίαση του Νόμου μέχρι και την ημερομηνία απαγγελίας της ποινής ("persistently contravening the provisions of this Law"), η έκδοση διατάγματος κατάσχεσης της επίδικης πινακίδας.
Στη βάση των πιο πάνω και με δεδομένο ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία, ότι η Εφεσείουσα μετά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην καταδίκη εξακολουθούσε να παραβιάζει το Νόμο, δεν υπήρχε ευχέρεια επιβολής σε αυτήν επιπλέον χρηματικής ποινής (further fine).
Επιπλέον, αν το Δικαστήριο αναφερόταν σε μελλοντικό χρόνο, θα ήταν αντινομικό να επιβληθεί ποινή εκ προοιμίου για αδίκημα που μπορούσε να διαπραχθεί σε μελλοντικό χρόνο.
Ως αποτέλεσμα, η χρηματική ποινή των €25 η οποία επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο «για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παραβίαση εκ μέρους της [Εφεσείουσας] μετά την καταδίκη της στο επίδικο αδίκημα», ακυρώνεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η παρούσα Έφεση επιτυγχάνει μερικώς με €1000 έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.