ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Γ. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355
Γεν. Εισαγγελέας ν. Σχίζα κ.ά. (1996) 2 ΑΑΔ 175
Γεν. Εισαγ. ν. Α. Makris Tourist Taxi Serv. Co. Ltd (1996) 2 ΑΑΔ 262
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686
Φραγκίσκου Αναστάσιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 833, ECLI:CY:AD:2015:B779
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:B288
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 128/2019)
1 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
XXX ΚΟΥΚΟΥΜΑΣ,
Εφεσίβλητος.
_ _ _ _ _ _
Ε. Παπαλοϊζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον
Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος με δική του παραδοχή σε πέντε κατηγορίες παράλειψης υποβολής φορολογικής δήλωσης, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Κανονισμών (Γενικοί) του 2001 και 2002 (ΚΔΠ 314/2001 και ΚΔΠ 51/2002). Τα αδικήματα αφορούσαν τις φορολογικές περιόδους 1.8.2013 μέχρι 30.11.2013, 1.12.2013 μέχρι 28.2.2014, 1.3.2014 μέχρι 31.5.2014, 1.6.2014 μέχρι 31.8.2014 και 1.9.2014 μέχρι 30.11.2014. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε χρηματική ποινή ύψους €90 στην κάθε κατηγορία.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκής. Σύμφωνα με την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε εσφαλμένα το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβλήθηκαν να μην μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαρκείς και να μην έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα, ενώ αφορούν αδικήματα τα οποία ενέχουν μεγάλη σημασία για το δημόσιο και το κοινωνικό σύνολο, αλλά και λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται.
Ο εφεσίβλητος, παρά το ότι του επιδόθηκε η έφεση καθώς και το διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα και του κοινοποιήθηκε η ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης, δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία της έφεσης.
Κατά τη διαδικασία της επιβολής ποινής ο εφεσίβλητος ανέφερε στο Δικαστήριο ότι θεωρούσε πως «δεν υπήρχε υποχρέωση λόγω του ότι αφορούσε ΔΕΠΕ κάτι που πλέον υπάρχει υποχρέωση γιατί ήμουν εγγυητής. Τελικά λύση έχει βρεθεί. Θα κατατεθούν μηδενικές οι φορολογικές δηλώσεις». Ο εφεσίβλητος δεν βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες και δεν ζητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή διάταγμα συμμόρφωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα όσα ανέφερε ο εφεσίβλητος, το χρονικό περιθώριο που έχει παρέλθει από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων και ότι υπήρξε μια χρονική περίοδος αβεβαιότητος για το κατά πόσο όφειλε ο εφεσίβλητος να υποβάλει τις συγκεκριμένες φορολογικές δηλώσεις ή όχι και το γεγονός ότι είναι μηδενικές, του επέβαλε τις πιο πάνω χρηματικές ποινές.
Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί, προνοεί για τέτοιου είδους αδικήματα ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μήνες ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ΛΚ5.000 (€8.543) ή συνδυασμό και των δύο ποινών.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Andreas Makris Tourist Taxi Service Co Ltd (1996) 2 ΑΑΔ 262, η οποία αφορούσε πέντε κατηγορίες παράλειψης υποβολής φορολογικών δηλώσεων και πέντε κατηγορίες παράλειψης υποβολής οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας, τις οποίες η εφεσίβλητη είχε παραδεχθεί, επιβλήθηκε πρωτοδίκως ποινή προστίμου ΛΚ50 σε κάθε κατηγορία, ενώ κατ΄ έφεση η ποινή προστίμου αυξήθηκε σε ΛΚ100 σε κάθε κατηγορία. Σημειώνεται ότι τότε ο σχετικός Νόμος προέβλεπε πολύ μικρότερη χρηματική ποινή, μέχρι ΛΚ1.000 και ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μήνες. Κατά την επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του ότι υπήρξε συμμόρφωση στις πρώτες πέντε κατηγορίες και ότι μέρος του φόρου είχε καταβληθεί από την εφεσίβλητη εταιρεία. Θεωρήθηκε, επίσης, ως ελαφρυντικό στοιχείο τα προβλήματα που είχαν αναφερθεί από το δικηγόρο της εφεσίβλητης στα αρχικά στάδια θέσπισης της νομοθεσίας του ΦΠΑ, αλλά και την αδυναμία της Κατηγορούσας Αρχής να της υποδείξει τον τρόπο που θα υπέβαλε τις φορολογικές της δηλώσεις, κάτι το οποίο οδήγησε το Δικαστήριο να την κρίνει με επιείκεια. Το Εφετείο, αποφασίζοντας την αύξηση των χρηματικών ποινών, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που θέτει ο Νόμος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως και κάθε άλλη φορολογική νομοθεσία, συνιστά σοβαρό παράπτωμα και η εκπλήρωση τους ενέχει μεγάλη σημασία για το δημόσιο. Ανάλογα μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτών για εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. (Βλ. Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Σχίζα και Άλλων (1996) 2 Α.Α.Δ. 175).
Πέραν των πιο πάνω αρχών και θέσεων η σοβαρότητα των υπό κρίση αδικημάτων αντανακλάται από το ύψος της ανώτατης ποινής που προνόησε ο νομοθέτης, που είναι χρηματική ποινή μέχρι £1.000.- ή φυλάκιση μέχρι 12 μήνες ή και τα δύο.
Κατά συνέπεια, οι ποινές που πρέπει να επιβάλλονται, πρέπει να αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν και παράλληλα να είναι αποτρεπτικές για τους αδικοπραγούντες και για το κοινό, για να μην υπάρχει ενθάρρυνση στην παρανομία και στην παράνομη κατακράτηση των εσόδων του κράτους.
Στην υπό κρίση υπόθεση η εφεσίβλητη εταιρεία για μεγάλο χρονικό διάστημα και χωρίς αίσθημα ευθύνης προς την υποχρέωση της να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, παράλειψε να υποβάλει τις φορολογικές της δηλώσεις και να καταβάλει σημαντικό ποσό φόρου. Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα και τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κρίνουμε πως οι ποινές που επιβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ανεπαρκείς, γιατί δεν αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν και δεν είναι αποτρεπτικές.»
Η νομολογία, ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί της επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, είναι ευθυγραμμισμένη. Συνοψίσθηκαν στην υπόθεση Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, ως εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, xxx Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και xxx Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B779, ΠΟιν. Έφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»»
Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν, αντικειμενικά κρινόμενες, είναι ανεπαρκείς. Ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να υποβάλει τις σχετικές φορολογικές δηλώσεις για πέντε συνολικά φορολογικές περιόδους. Του δόθηκε ευκαιρία να συμμορφωθεί για περίοδο δύο ετών μετά την παραδοχή των κατηγοριών, χωρίς αποτέλεσμα. Όπως δε αναφέρθηκε από την κα Παπαλοίζου, δεν έχει ακόμα συμμορφωθεί. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος επικαλέστηκε ότι υπήρξε μία περίοδος αβεβαιότητας κατά πόσο όφειλε να υποβάλει τις συγκεκριμένες φορολογικές δηλώσεις, καθώς και ότι αυτές θα ήταν μηδενικές, λαμβάνεται υπόψη, όμως ο χρόνος που διέρρευσε ήταν ιδιαίτερα μεγάλος και, επίσης, δεν υπήρξε συμμόρφωση σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τις ποινές που προνοούνται από τη σχετική νομοθεσία και τη φύση των κατηγοριών, όπως έχουν επεξηγηθεί στη νομολογία που έχουμε παραθέσει πιο πάνω, και με δεδομένη την παράλειψη του εφεσίβλητου να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την επιβολή ποινής, θεωρούμε ότι η ποινή θα πρέπει να επανακαθοριστεί για να αντικατοπτρίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη για αποτροπή. Υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι η αρμόζουσα χρηματική ποινή είναι €200 για κάθε κατηγορία.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η ποινή που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αυξάνεται σε χρηματική ποινή €200 για κάθε κατηγορία.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ