ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B301
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 120/2019)
1 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
SILVER LEAF DEVELOPMENTS LTD,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
Σ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητος.
_ _ _ _ _ _
Α. Αργυρού (κα) με Σ. Θεοφάνους, για N. Pirilides & Associates
LLC, για την Εφεσείουσα.
Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε σε ιδιωτική ποινική υπόθεση τρεις κατηγορίες, για το αδίκημα της απάτης κατά παράβαση του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία), το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 298 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία) και το αδίκημα της συνωμοσίας με σκοπό την καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα (3η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ο κατηγορούμενος με δόλιο τέχνασμα ή επινόημα (σε συνάρτηση με την πρώτη κατηγορία) και με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό καταδολίευσης (σε συνάρτηση με τη δεύτερη κατηγορία), «κατά τον Μάιο του 2013 παρουσίασε την εταιρεία Ramrock Trading Limited, από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, στους Παραπονούμενους ως εταιρεία ξένων συμφερόντων, έπεισε τους Παραπονούμενους να συνάψουν σχέση συνεργασίας μαζί τους και ακολούθως προέβηκε στην έκδοση των τιμολογίων υπ΄ αρ. 001/2013, 002/2013, 003/2013, 004/2013, 005/2013 και 003/2014 από την εν λόγω εταιρεία Ramrock Trading Limited προς τους Παραπονούμενους και τις εταιρείες Galaxia Property Specialists Limited, Galaxia Properties Limited και Αδελφοί Στυλιανού Λίμιτεδ, πράξεις οι οποίες αποσκοπούσαν στην χρέωση του κοινού λογαριασμού που διατηρούσαν οι Παραπονούμενοι μαζί με τις εταιρείες Galaxia Property Specialists Limited, Galaxia Properties Limited και Αδελφοί Στυλιανού Λίμιτεδ στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ με το ποσό των €130,702, σαν αποτέλεσμα της οποίας ο Κατηγορούμενος απέκτησε μέσω της εταιρείας Ramrock Trading Limited στην οποία ο Κατηγορούμενος έχει άμεσα ή έμμεσα συμφέροντα και/ή τον έλεγχο αυτής, το ποσό των €65,351 που ανήκε στου Παραπονούμενους.». Στην τρίτη κατηγορία αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος συνωμότησε απατηλώς και ως ο ιθύνων νους με τις εταιρείες Ramrock Trading Limited, Galaxia Property Specialists Limited, Galaxia Properties Limited και Αδελφοί Στυλιανού Λίμιτεδ καθώς και με τον πατέρα του Β. Στυλιανού και μέσω δόλιου τεχνάσματος ή επινοήματος και κατόπιν ψευδών παραστάσεων προέβη στις πιο πάνω πράξεις.
Μετά τη συμπλήρωση της προσαγωγής της μαρτυρίας εκ μέρους των παραπονουμένων - εφεσειόντων, με τη μαρτυρία ενός μόνο μάρτυρα, του xxx Φωτίου, ενός εκ των Διευθυντών τους, υποβλήθηκε από την υπεράσπιση εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το στάδιο του εκ πρώτης όψεως και, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των τριών αδικημάτων, παρέθεσε συνοπτικά τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε προς απόδειξή τους και κατέληξε ότι ελλείπουν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και των τριών κατηγοριών, αθωώνοντας και απαλλάττοντας τον εφεσίβλητο και από τις τρεις κατηγορίες.
Για σκοπούς κατανόησης της υπόθεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια τη περίληψη της μαρτυρίας, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση:
«Οι παραπονούμενοι μαζί με τις εταιρείες Galaxia Properties Limited, Galaxia Properties Specialists Limited, Αδελφοί Στυλιανού Λτδ («οι συνεταίροι») είναι κατά ½ συνιδιοτκήτες του έργου Residence 51, συγκρότημα διαμερισμάτων («το έργο»). Οι παραπονούμενοι και οι συνέταιροι αποτέλεσαν τα δύο μέρη της κοινοπραξίας που είχε σκοπό την ανέγερση του έργου. Ένας εκ των διευθυντών και μέτοχος στις εταιρείες των συνεταίρων ήταν και είναι ο κατηγορούμενος και ο πατέρας του. Αναφέρθηκε πως υπήρξε ρητή συμφωνία των παραπονουμένων και των συνεταίρων πως κανείς εκ των μελών της κοινοπραξίας ή οποιοδήποτε πρόσωπο που συνδεόταν με μέλη της κοινοπραξίας δεν θα χρέωνε προμήθεια για πωλήσεις των διαμερισμάτων του έργου η οποία θα προέκυπτε από δική τους συμβουλή. Σε αντίθεση με την πιο πάνω συνεννόηση, την 12/2/2013, η Galaxia Estates Agencies Limited, εταιρεία συμφερόντων του κατηγορούμενου, απέστειλε τιμολόγια προς τους παραπονούμενους. Περί τις αρχές Μαίου 2013, ο κατηγορούμενος εισηγήθηκε στους παραπονούμενους όπως η πώληση και διαφήμιση των διαμερισμάτων επιτευχθεί μέσω της εταιρείας Ramrock Trading Limited («Ramrock»), που ήταν εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, ιδιοκτήτες της οποίας ήταν Ρώσσοι. Ο ΜΚ1 συμφώνησε εκ μέρους των παραπονουμένων γι΄ αυτή τη συνεργασία. Ο κατηγορούμενος του απέστειλε στις 15/5/2013 τη συμφωνία μεταξύ των Ramrock και της Galaxia Properties Limited («Agency Agreement»)(Τεκμήριο 9) για την προώθηση και πώληση 6 διαμερισμάτων. Στη συμφωνία προνοείτο ποσοστό προμήθειας εκ 12% επί της τιμής πώλησης εκάστου διαμερίσματος. Στη συνέχεια, η Ramrock εξέδωσε προς την κοινοπραξία τα τιμολόγια με αριθμό 001/2013-005/2013 και το τιμολόγιο με αρ. 003/2014. (Τεκμήρια 21Α - 21ΣΤ). Συνολικά, η κοινοπραξία κατέβαλε προς τη Ramrock απευθείας στο λογαριασμό που διατηρούσε στο εξωτερικό το ποσό των €130.702. Στις 17/7/2017, οι παραπονούμενοι ανακάλυψαν μέσω δικαστικών διαδικασιών ότι απώτερος τελικός δικαιούχος της Ramrock ήταν ο Β. Στυλιανού, ο πατέρας του κατηγορούμενου και πως δεν ήταν εταιρεία ξένων συμφερόντων προς τους συνεταίρους. (Τεκμήρια 31-33). Με βάση τα πιο πάνω, οι παραπονούμενοι εισηγούνται ότι ο κατηγορούμενος απέκτησε μέσω της Ramrock ποσό ύψους €65.301, στην οποία είχε άμεσα ή έστω έμμεσα συμφέροντα και έλεγχο αυτής. Το πιο πάνω ποσό αποκτήθηκε από τον κατηγορούμενο κατά παράβαση της μεταξύ των μερών συμφωνίας ότι κανένα από τα μέρη της κοινοπραξίας δεν θα χρέωνε προμήθεια από την πώληση των διαμερισμάτων του έργου.»
Οι αρχές στη βάση των οποίων κρίνεται μια εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεσης αναλύθηκαν, τόσο στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και στο περίγραμμα αγόρευσης των δύο πλευρών.
Η νομολογία ως προς το πότε δικαιολογείται η απαλλαγή του εφεσιβλήτου σ΄ αυτό το στάδιο είναι ευθυγραμμισμένη. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" υποδηλώνει η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση. Ο όρος "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή, την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Χρήσιμη ανάλυση του όρου "εκ πρώτης όψεως υπόθεση" γίνεται στην απόφαση της ολομέλειας In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.
To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας Azinas and Another v. Police, (1981) 2 C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και
(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.
Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού δικαστηρίου. Στην υπόθεση Azina (ανωτέρω), το δικαστήριο επεσήμανε ότι η προγενέστερη κυπριακή απόφαση Rex v. Mustafa Kara Mehmed, 16 C.L.R. 46 συσχετίζεται με την ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο της έκδοσης της, δηλαδή, των Άρθρων 143 και 144 της Περί των Κυπριακών Δικαστηρίων Διαταγής του 1927, η οποία δέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να υποστηρίξει την καταδίκη. Οι διατάξεις του Άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155 εναρμονίζονται, όπως επεξηγείται, με τα αγγλικά θέσμια στον προσδιορισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και για το λόγο αυτό τόσο η Πρακτική του 1962 όσο και η σχετική αγγλική νομολογία (Βλέπε μεταξύ άλλων: (α) Wiseman & Another v. Bomeman & Others [1967] 3 All E.R. 1045. (b) Cozens v. Brutus [1972] 2 All E.R. 1. (c) Ellis v. Jones [1973] 2 All E.R. 893. (d) R. v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1061. (e) R. v. Barker (Note [1975] 65 Cr.App.R. 287) οριοθετούν το πλαίσιο διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.»
Αναφορικά με την 1η κατηγορία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε στο άρθρο 300, του Κεφ. 154[1], επί του οποίου στηρίζεται και στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος[2], ανέφερε καταρχήν ότι «δεν παρουσιάστηκε ικανοποιητική μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος είχε τον οποιοδήποτε έλεγχο της Ramrock είτε ότι είχε άμεσο είτε έμμεσο συμφέρον σε αυτή. Η αναφορά ως γεγονός, ότι ο ίδιος παρουσίασε στους παραπονούμενους αυτή και/ή ότι τελικός δικαιούχος αυτής ήταν ο πατέρας του κατηγορούμενου, δεν αποδεικνύει σε καμία περίπτωση το πιο πάνω». Σημείωσε περαιτέρω ότι «κατά το χρόνο πληρωμής των τιμολογίων οι παραπονούμενοι είχαν γνώση του Agency Agreement και η πληρωμή των τιμολογίων έγινε λόγω της πώλησης των διαμερισμάτων. Περαιτέρω, η έκδοση των τιμολογίων έγινε από κάποια εταιρεία στην οποία ουδεμία συμμετοχή φαίνεται να είχε ο κατηγορούμενος.» Κατέληξε, συναφώς, ότι δεν προέκυπτε οποιοδήποτε δόλιο τέχνασμα από τον κατηγορούμενο, ούτε ο κατηγορούμενος υποκίνησε τους παραπονούμενους να προβούν στις πληρωμές των τιμολογίων σε τρίτο πρόσωπο, με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε σε σχέση με αυτά να είναι τέτοια που κανένα Δικαστήριο δε θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτή και να καταδικάσει. Περαιτέρω, παρατήρησε ότι οι αναφορές στην αγόρευση των συνηγόρων για τους παραπονούμενους ότι ο κατηγορούμενος με τον πατέρα του δημιούργησαν και παρουσίασαν τη Ramrock ως εταιρεία ξένων συμφερόντων, έρχονται σε αντίθεση με τις λεπτομέρειες του αδικήματος που αναφέρουν πως «ο κατηγορούμενος παρουσίασε τη Ramrock στους παραπονούμενους ως εταιρεία ξένων συμφερόντων». Επίσης σε αντίθεση με τις λεπτομέρειες του αδικήματος έρχεται και η αναφορά στην αγόρευση των συνηγόρων των παραπονούμενων ότι το γεγονός ότι τα τιμολόγια εκδόθηκαν από το διευθυντή της εταιρείας και όχι από τον ίδιο τον κατηγορούμενο δεν υποτιμά καθόλου τη δόλια πράξη του κατηγορούμενου, εφόσον στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρεται ότι «ο κατηγορούμενος . προέβηκε στην έκδοση των τιμολογίων.». Το Δικαστήριο ανέφερε περαιτέρω, πως δεν ήταν διατεθειμένο να προβεί σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου περί τούτου, ως εισηγήθηκε η πλευρά των παραπονουμένων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους τους ικανοποιητική μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος είχε τον οποιονδήποτε έλεγχο της Ramrock, είτε ότι είχε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σ΄ αυτήν, κατά τρόπο που να μην έχει ικανοποιηθεί για το συστατικό στοιχείο του «δόλιου τεχνάσματος ή επινοήματος». Η εισήγηση των εφεσειόντων είναι πως, για σκοπούς ικανοποίησης του εν λόγω συστατικού στοιχείου, δεν είναι απαραίτητη η κατάδειξη οποιουδήποτε ελέγχου ή συμφέροντος και, σε κάθε περίπτωση, τέτοιος έλεγχος και συμφέρον έχουν καταδειχθεί. Προς τούτο, παραπέμπουν στη μαρτυρία του ΜΚ1, από την οποία προκύπτουν, κατά την εισήγησή τους, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Η εταιρεία Ramrock παρουσιάστηκε στους εφεσείοντες από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ως εταιρεία που ανήκε σε «Ρώσους επιχειρηματίες», ενώ στην πραγματικότητα ανήκε στον πατέρα του, πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος, κάτι που καταδεικνύει τη δόλιά του πρόθεση να εξαπατήσει τους εφεσείοντες ως το «δόλιο τέχνασμα ή επινόημα». Οι εφεσείοντες είχαν συμφωνήσει με τους συνεταίρους τους όπως, τόσο οι ίδιοι, όσο και τα πρόσωπα τα οποία συνδέονταν με αυτούς, να μην χρεώνουν προμήθειες για σκοπούς προώθησης και πώλησης των διαμερισμάτων του έργου και, στη βάση αυτής της συμφωνίας, απέρριψαν το Φεβρουάριο του 2013 τα τιμολόγια της Galaxia Estates Agencies Ltd, στην οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσίβλητος και ο πατέρας του ήταν διευθυντές και μέτοχοι, αφού η εν λόγω εταιρεία ήταν συνδεδεμένη με τους συνεταίρους και τον εφεσίβλητο και ένα μήνα αργότερα, στις 5.3.2013, δημιουργήθηκε η εταιρεία Ramrock. Τελικός δικαιούχος της Ramrock ήταν μόνο ο πατέρας του εφεσίβλητου, όμως, ο εφεσίβλητος είχε συμφέροντα σε αυτή μέσω του πατέρα του, με τον οποίο εκπροσωπούσαν μαζί τους συνεταίρους για θέματα του έργου. Η στάση του εφεσίβλητου στο πλαίσιο εξακρίβωσης των απώτερων τελικών δικαιούχων της εταιρείας Ramrock από τους λογιστές της κοινοπραξίας επίσης, κατά την εισήγηση, καταδεικνύει τη γνώση του εφεσίβλητου, σε σχέση με τον τελικό δικαιούχο της εν λόγω εταιρείας. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος μέσω της εταιρείας Galaxia επεδίωξε τη χρέωση τιμολογίου για προμήθειες αναφορικά με την πώληση διαμερισμάτων, φανερώνει το κίνητρο του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες παρέπεμψαν σε μαρτυρία η οποία προσήχθη από το ΜΚ1, ως προς τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν προς την εταιρεία Ramrock από το λογαριασμό της κοινοπραξίας, με την οποία να μην μπορεί να αμφισβητηθεί η πληρωμή του ποσού των €65,351 που αναλογούσε στους παραπονούμενους προς τη Ramrock μέσω του λογαριασμού της κοινοπραξίας. Παρέπεμψαν, επίσης, σε μαρτυρία του ΜΚ1 πως οι παραπονούμενοι πείστηκαν από τον εφεσίβλητο να συνεργαστούν με την εταιρεία Ramrock για σκοπούς προώθησης και πώλησης των διαμερισμάτων του έργου και πως, εάν γνώριζαν την αλήθεια ως προς τα άτομα που βρίσκονταν πίσω από την εταιρεία Ramrock, δε θα συναινούσαν στη συνεργασία της κοινοπραξίας με αυτή. Προβάλλουν, συναφώς, πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης κατέληξε σε συμπεράσματα σε σχέση με το αδίκημα της απάτης, προβαίνοντας σε εις βάθος θεώρηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από το ΜΚ1, χωρίς να περιοριστεί στην αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης.
Οι εφεσείοντες ανέλυσαν τη μαρτυρία που προσήχθη, σε συνάρτηση με το στοιχείο του δόλιου τεχνάσματος ή επινοήματος, της πληρωμής των επιδίκων τιμολογίων εκ μέρους των εφεσειόντων, του συστατικού στοιχείου της παρακίνησης, καθώς επίσης και τα επίδικα τιμολόγια της Ramrock. Για το τελευταίο στοιχείο, το Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία που προσήχθη αντιφατική με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ενώ η μαρτυρία του ΜΚ1 ως προς την έκδοση των τιμολογίων δεν είχε αμφισβητηθεί από τον ίδιο τον εφεσίβλητο.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων πως, το κατά πόσο τα εν λόγω τιμολόγια εκδόθηκαν από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ή εάν ο εφεσίβλητος είχε την εξουσία να υπογράφει οποιαδήποτε τιμολόγια για τη Ramrock, είναι ζητήματα που δε θα έπρεπε να απασχολήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο, ιδιαίτερα στο στάδιο εξέτασης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, καθότι η απόδειξη αυτών δεν είναι απαραίτητη για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος της απάτης και, εάν ήθελε καταφανεί ότι όντως η Ramrock ήταν το δόλιο τέχνασμα ή επινόημα του εφεσίβλητου, το ποιος προέβη στην τυπική ενέργεια υπογραφής των τιμολογίων είναι άσχετο.
Εξετάσαμε την προσαχθείσα μαρτυρία, χωρίς βεβαίως να προβαίνουμε σε αξιολόγηση, και θεωρούμε ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 74(1), του Κεφ. 155. Αντικειμενικά κρινόμενη η μαρτυρία, στη βάση των αιτιάσεων των εφεσειόντων, καταδεικνύει τη σχέση του εφεσίβλητου με την εταιρεία Ramrock και την έκδοση των τιμολογίων. Το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι κατά το χρόνο πληρωμής των τιμολογίων που έγινε λόγω πώλησης των διαμερισμάτων, είχαν γνώση του Agency Agreement, δεν αφαιρεί οτιδήποτε από το γεγονός ότι η εταιρεία Ramrock δεν ήταν Ρωσικών συμφερόντων, όπως την παρουσίασε ο εφεσίβλητος, αλλά, και αυτό είναι που έχει σημασία, εταιρεία που ανήκε στον πατέρα του και, ως τέτοια, δεν είχε το δικαίωμα να χρεώνει προμήθεια για τις πωλήσεις διαμερισμάτων. Η θεώρηση του Δικαστηρίου ως προς τη μαρτυρία θεωρούμε ότι ήταν λανθασμένη. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία, οι εφεσείοντες παραπέμπουν σε μαρτυρία ότι απώτερος τελικός δικαιούχος της εταιρείας Ramrock ήταν, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ο πατέρας του εφεσίβλητου και, συνακόλουθα, η εν λόγω εταιρεία δεν ανήκε σε κάποιους Ρώσους επιχειρηματίες ως είχε παρουσιάσει ο εφεσίβλητος στους εφεσείοντες.
Η ουσία της εισήγησης σε ότι αφορά τη δεύτερη κατηγορία είναι ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε παράσταση προς τους εφεσείοντες, η οποία ήταν ψευδής, γνωρίζοντας ότι αυτή ήταν ψευδής, εφόσον από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ο τελικός δικαιούχος της Ramrock, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ο πατέρας του εφεσίβλητου. Το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 2013 ο εφεσίβλητος, μέσω της εταιρείας Galaxia Estates Agent Limited, επεδίωξε τη χρέωση τιμολογίων στο λογαριασμό της κοινοπραξίας για προμήθειες αναφορικά με την πώληση διαφόρων διαμερισμάτων του έργου, ενώ η συμφωνία μεταξύ των εφεσείοντων και των συνεταίρων δεν το επέτρεπε, φανερώνει το κίνητρο του εφεσίβλητου που είχε σκοπό να καταδολιεύσει τους εφεσίβλητους, υποκινώντας τους να συνάψουν σχέσεις συνεργασίας με τη Ramrock και να προβούν στην πληρωμή των τιμολογίων της εν λόγω εταιρείας.
Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία, το Δικαστήριο, αναφέρθηκε στα άρθρα 297 και 298, του Κεφ. 154[3], επί των οποίων στηρίζεται και κατέγραψε ορθά τα συστατικά του στοιχεία[4] και για τους ίδιους λόγους που ανέφερε στην πρώτη κατηγορία έκρινε ότι δεν πληρούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Ειδικότερα, το Δικαστήριο θεώρησε, στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ1, ότι οι παραπονούμενοι προχώρησαν στη σύναψη της συμφωνίας, χωρίς να χρειαστεί ο εφεσίβλητος να τον πείσει να συνάψει σχέση συνεργασίας. Παρατηρεί, επίσης, το γεγονός ότι τα διαμερίσματα πωλήθηκαν άμεσα και θεωρεί ότι το όλο ζήτημα προέκυψε «εκ των υστέρων από την ενδεχόμενη αντίληψη των παραπονουμένων ως προς την αθέτηση εκ μέρους του κατηγορούμενου της συμφωνίας που είχαν περί μη χρέωσης προμηθειών. Οι εκ των υστέρων διαπιστώσεις του ΜΚ1, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν το συστατικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης.» Πέραν τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία του ΜΚ1 έρχεται σε αντίθεση με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, όπου αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος «έπεισε» τους παραπονούμενους να συνάψουν συνεργασία με τη Ramrock.
Και σε αυτή τη περίπτωση το Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη θεώρηση της μαρτυρίας, καταλήγοντας λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας. Η προσαχθείσα μαρτυρία, αντικειμενικά κρινόμενη και χωρίς να προβαίνουμε σε αξιολόγηση, καταδείκνυε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Υπήρξε, σύμφωνα με τη μαρτυρία, και παράσταση του εφεσίβλητου ως προς τον τελικό δικαιούχο της εταιρείας Ramrock η οποία ήταν ψευδής, ενώ η συμφωνία μεταξύ των συνεταίρων της κοινοπραξίας δεν επέτρεπε την χρέωση προμήθειας για τις πωλήσεις των διαμερισμάτων από οποιοδήποτε από τα μέλη της κοινοπραξίας ή συνδεδεμένα με αυτούς πρόσωπα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη χρέωση της εφεσείουσας με το ποσό της προμήθειας που της αναλογούσε. Η μαρτυρία αυτή αποτελούσε, μεταξύ άλλων, μαρτυρία ικανή να περάσει το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Σε συνάρτηση με το αδίκημα της συνωμοσίας προς καταδολίευση, το Δικαστήριο ανέφερε πως δεν εντόπισε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου και του πατέρα του και/ή του εφεσίβλητου με τις εταιρείες των συνεταίρων για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που του καταλογίζονται. Το μόνο που είχε παρουσιαστεί, ανέφερε «είναι τα εκ των υστέρων συμπεράσματα του ΜΚ1 για τη διάπραξη των αδικημάτων, όταν διαπίστωσε πως τελικός δικιαούζος της Ramrock ήταν ο Β. Στυλιανού. Επίσης, καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε σε σχέση με την ανάμειξη των συνεταίρων στη δημιουργία της Ramrock.»
Στην υπόθεση Gani v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 134 αναφέρθηκε πως το αδίκημα της συνωμοσίας «συντελείται από τη στιγμή που δυο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα.».
Οι εφεσείοντες παρέθεσαν στοιχεία μαρτυρίας, από τα οποία συνάγεται η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του εφεσίβλητου, του πατέρα του και των εταιρειών τους να εξαπατήσουν τους εφεσείοντες μέσω της Rarmrock, η οποία αποτελούσε το όχημα για να επιτευχθεί η εξαπάτηση.
Και σε αυτή την περίπτωση, στη βάση της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί, αντικειμενικά κρινόμενης, υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης σε συνάρτηση με το αδίκημα της συνομωσίας. Τα γεγονότα που τέθηκαν με τη μαρτυρία του ΜΚ1, όπως έχουν συνοψισθεί, αποτελούν ικανοποιητικό υπόβαθρο για να κληθεί ο εφεσίβλητος σε απολογία και σε αυτή τη κατηγορία.
Η όλη υπόθεση ήταν ότι ο κατηγορούμενος για να εισπράξει προμήθεια για αγοραστές που προξένεψε, εφόσον αυτό απαγορευόταν από την μεταξύ τους συμφωνία, χρησιμοποίησε μια νεοσύστατη εταιρεία με διευθυντή το πατέρα του, την οποία παρουσίασε ως μεσάζοντα ξένων συμφερόντων που δικαιούτο σε προμήθεια.
Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ότι, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, αντικειμενικά κρινόμενης, χωρίς να προβαίνουμε σε αξιολόγηση, ικανοποιείται το νομοθετικό εμπόδιο που τίθεται με το άρθρου 74(1), του Κεφ. 155.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Το Εφετείο δυνάμει του άρθρου 145 του Κεφ. 155 έχει την εξουσία να διατάξει είτε πλήρη εξ υπαρχής επανεκδίκαση από άλλο δικαστή είτε τη συνέχιση της διαδικασίας από τον ίδιο δικαστή. Εν προκειμένω αφού λάβαμε υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και όλους τους παράγοντες που δυνατό να επηρεάσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης θεωρούμε ορθό να παραπέμψουμε την υπόθεση για επανεκδίκαση ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 523 και Denickom Enterprises Ltd v. Savva Nikiforou Trading Co Ltd κ.ά. Ποινική Έφεση Αρ. 299/2015, ημερομηνίας 14.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B227).
Η έφεση επιτυγχάνει. Η αθωωτική απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του ίδιου Δικαστή με κλήση του κατηγορούμενου σε απολογία. Έξοδα της έφεσης, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, €2.000, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] 300. Όποιος με δόλιο τέχνασμα ή επινόημα αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο χρήματα ή αγαθά ή χρηματικό ποσό μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο θα πληρωνόταν ή ποσότητα αγαθών μεγαλύτερη από εκείνη η οποία θα παραδιδόταν αν δεν χρησιμοποιείτο τέτοιο τέχνασμα ή επινόημα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
[2] α) χρήση δόλιου τεχνάσματος ή επινοήματος
β) απόκτηση από άλλο ο,τιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή υποκινεί άλλο να παραδώσει χρήματα ή αγαθά ή χρηματικό ποσό.
[3] 297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.
298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
[4] α) ψευδής παράσταση γεγονότος παρελθόντος ή παρόντος
β) σκοπός καταδολίευσης
γ) απόκτηση από άλλο ο,τιδήποτε δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή υποκινεί άλλο να
παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα.