ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:B284
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 85/2020)
28 Ιουνίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
XXX ΛΕΩΝΙΔΟΥ,
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Ε. Ευσταθίου με Θ. Παπαχαραλάμπους (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αβρααμίδου (κα.) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, το οποίο εξέφρασε την πρόθεση να ορίσει αριθμό ιατρών εξεταστών - Αεροπορικής Ιατρικής, οι οποίοι θα εκτελούσαν καθήκοντα στην Υπηρεσία Αεροπορικής Ιατρικής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας (Aeromedical Section - AMS). Με οδηγίες του Εφεσείοντα δημοσιεύτηκε στις 8.12.2006 σχετική ανακοίνωση στον Τύπο, στην οποία καταγράφονται και τα ακόλουθα: «Οι εν λόγω εξεταστές θα προβαίνουν στον έλεγχο των υπόλοιπων Ιατρών Εξεταστών - Αεροπορικής Ιατρικής, στην έκδοση Αεροπορικών Ιατρικών Πιστοποιητικών (Medical Certificates) σε γνωμοδοτήσεις-αποφάσεις σε περιπτώσεις διαδικασιών αναθεώρησης ιατρικών πιστοποιητικών και οιαδήποτε άλλα καθήκοντα τους ανατεθούν από το Διευθυντή Πολιτικής Αεροπορίας». Μετά τη δημοσίευση εξεδήλωσαν ενδιαφέρον ιατροί, ανάμεσα σ΄ αυτούς ο Δρ xxx Νικολαίδης και ο Δρ xxx Χριστοφίδης. Ακολούθησε διαδικασία στη βάση της οποίας το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας διόρισε τον Δρα xxx Νικολαίδη. Ο Δρ xxx Χριστοφίδης καταχώρισε στις 14.1.2008 προσφυγή (αρ. 63/08) στο Ανώτατο Δικαστήριο, με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με την οποία είχε διοριστεί ο Δρ xxx Νικολαίδης. Στα πλαίσια εκδίκασης της πιο πάνω προσφυγής, προέκυψε θέμα νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε με αποτέλεσμα ο Γενικός Εισαγγελέας να μην υποστηρίξει την απόφαση διορισμού, και το Ανώτατο Δικαστήριο να την ακυρώσει με απόφαση του ημερ. 3.5.2010. Ένα από τα θέματα που είχαν εγερθεί στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής, ήταν και το κατά πόσο συγκεκριμένο έγγραφο (τεκμήριο 2(1)), το οποίο αφορούσε στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, και για το οποίο θα γίνει αναφορά πιο κάτω, ήταν πλαστό. Η Κατηγορούσα Αρχή θεώρησε ότι το εν λόγω έγγραφο κατήρτισε ο Εφεσείων παράνομα και εκ των υστέρων για να καλύψει τα κενά που υπήρχαν στη διαδικασία. Κατ΄ επέκταση του είχε προσάψει, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, τις ακόλουθες κατηγορίες:
1. Πλαστογραφία εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία).
2. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α), 339, 335, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (2η κατηγορία).
3. Κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση των άρθρων 105 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (3η κατηγορία).
4. Κατάρτιση πλαστών αποδεικτικών στοιχείων κατά παράβαση των άρθρων 116 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (4η κατηγορία).
5. Παράλειψη υπηρεσιακού καθήκοντος κατά παράβαση των άρθρων 134 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (5η κατηγορία).
6. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 (α), 339, 335, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (6η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο Εφεσείων φέρεται να διέπραξε τα αδικήματα, αντικείμενο των κατηγοριών 1-5, κατά ή περί το 2008 στην επαρχία Λευκωσίας. Το αδίκημα, αντικείμενο της έκτης κατηγορίας φαίνεται να διαπράχθηκε επίσης στην επαρχία Λευκωσίας στις 9.6.2010. Η παράνομη συμπεριφορά που του καταλογιζόταν στη βάση των πιο πάνω κατηγοριών, αφορούσε σε γενικές γραμμές την ενέργεια του να καταρτίσει το 2008, και μάλιστα μετά την καταχώριση της προσφυγής του Δρος xxx Χριστοφίδη, πλαστό έγγραφο ημερ. 1.12.2006 (τεκμήριο 2(1)) σε μια προσπάθεια του να παρουσιάσει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για το διορισμό του xxx Νικολαίδη από το Τμήμα του, ως καθόλα νόμιμη. Το περιεχόμενο του εγγράφου (τεκμήριο 2(1)), το οποίο φέρεται να κοινοποιείται την 1.12.2006 στους κ.κ. xxx Πασπαλίδη και xxx Δημητρίου, έχει ως εξής:
«Θέμα: Ορισμός Ιατρών Εξεταστών Αεροπορικής Ιατρικής της Υπηρεσίας Αεροπορικής Ιατρικής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας.
Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας αναφέρω ότι έχουν διασφαλιστεί οι αναγκαίες πιστώσεις προκειμένου να προχωρήσει το Τμήμα στην προκήρυξη διαγωνισμού που οδηγεί στην ανάθεση δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών, η εκτιμώμενη αξία της οποίας είναι μέχρι το ποσό των 5000ΛΚ.
2. Τη διαπραγματευτική ομάδα για την αξιολόγηση της προσφοράς και την ανάθεση της σύμβασης θα αποτελούν:
α) Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας
β) Ο κ. xxx Πασπαλίδης
γ) Ο κ. xxx Δημητρίου
3. Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί θα είναι σύμφωνα με το άρθρο 84ι(β) του Νόμου 12(Ι)/2006 και την ΚΔΠ 201/2007.
4. Συγκεκριμένα η διαδικασία που θα ακολουθηθεί είναι η εξής:
α) Η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε τρεις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας της πρόσκλησης για υποβολή προσφορών, στην οποία θα καθορίζονται τα προσόντα που θα πρέπει να κατέχουν οι προτιθέμενοι για υποβολή προσφοράς προσφοροδότες και η χρονική προθεσμία για την υποβολή προσφορών. Σύντομο βιογραφικό σημείωμα με αναφορά στην ειδίκευση Αεροπορικής Ιατρικής θα πρέπει να συνοδεύει τις υποβαλλόμενες αιτήσεις.
β) Κατά την αξιολόγηση θα λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η σχετική με τις ζητούμενες υπηρεσίες πείρα βάσει των οποίων η Επιτροπή Αξιολόγησης ως Διαπραγματευτική Ομάδα θα κατατάσσει τους προσφοροδότες σε σειρά κατάταξης. Ακολούθως ο πρώτος στην σειρά κατάταξης προσφοροδότης θα καλείται σε συνάντηση προκειμένου να συζητηθεί η φύση της εργασίας, τι αναμένεται από αυτόν και η αμοιβή του. Εάν επιτευχθεί συμφωνία μαζί του θα κληθεί να υπογράψει σύμβαση ανάθεσης. Εάν, όμως, δεν επιτευχθεί συμφωνία η επιτροπή θα στείλει επιστολή στον επόμενο στην σειρά κατάταξης προσφοροδότη αντίστοιχα. Το συμβόλαιο που θα υπογραφεί θα είναι διάρκειας ενός έτους και η εκτιμημένη αξία του ανέρχεται στις 5000ΛΚ.
5. Παρακαλώ όπως προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και διευθετήσεις για το θέμα.
Δρ. xxx Λεωνίδου
Διευθυντής.»
Ο Εφεσείων φέρεται να κατήρτισε το πιο πάνω έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση (πρώτη κατηγορία). Περαιτέρω φέρεται, εν γνώσει του και δολίως, να έθεσε σε κυκλοφορία το εν λόγω έγγραφο (δεύτερη και έκτη κατηγορία), ενώ οι κατηγορίες 3, 4 και 5 σχετίζονται με τις πιο πάνω ενέργειες του.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του ημερ. 13.5.2020, η οποία καταλαμβάνει 112 δακτυλογραφημένες σελίδες, έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Με απόφαση του ημερ. 26.5.2020, η οποία καταλαμβάνει 35 δακτυλογραφημένες σελίδες, επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης, η μεγαλύτερη εκ των οποίων ήταν 6 μήνες, ποινή η οποία επιβλήθηκε για το αδίκημα της τέταρτης κατηγορίας.
Ο Εφεσείων με οχτώ λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Μ.Κ.10, που ήταν ένας βασικός μάρτυρας, ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Είναι η θέση του ότι η μαρτυρία που έδωσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου «εξεταζόμενη μέσα στα πλαίσια του μαρτυρικού υλικού που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να απορριφθεί ως πλήρως αναξιόπιστη και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να καταδικαστεί». Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην εσφαλμένη κατά τον Εφεσείοντα κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «είχαν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πλαστογραφίας». Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην εσφαλμένη κατά τον Εφεσείοντα κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κατάρτιση του επίδικου εγγράφου (τεκμήριο 2(1)) αποσκοπούσε «για να αποφύγει ο Εφεσείων δυσμενείς συνέπειες εις βάρος του με προεξάρχουσα τη θέση ότι δεν εξασφαλίστηκε κονδύλι πριν την προκήρυξη της θέσεως. Το εύρημα ότι δεν υπήρξε κονδύλι είναι εντελώς αυθαίρετο». Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αδικαιολόγητα επέτρεψε «να προσκομισθεί τεράστιος όγκος άσχετης μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα η οποία εξέτρεψε τη δίκη προς άλλες μη προβλέψιμες κατευθύνσεις εκτός των αδικημάτων που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο». Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην εσφαλμένη κατά τον Εφεσείοντα κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ήταν ένοχος στις κατηγορίες 2 και 6 αφού αυτό τελούσε κάτω από νομική και πραγματική πλάνη ως προς τις εν λόγω κατηγορίες. Με τον έκτο, έβδομο και όγδοο λόγο έφεσης ο Εφεσείων επαναλαμβάνει τις ίδιες θέσεις όπως αυτές εμπεριέχονται στον πέμπτο λόγο έφεσης, αλλά αυτή τη φορά αναφορικά με την τρίτη, τέταρτη και πέμπτη κατηγορία.
Με τρεις λόγους έφεσης κατά της ποινής, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι οι επιβληθείσες ποινές άμεσης φυλάκισης «τραυματίζουν τα αισθήματα δικαιότητας και αγαθότητας του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές».
Ως ελέχθη, ο πρώτος λόγος έφεσης που στρέφεται εναντίον της καταδίκης, έχει να κάνει με την αξιοπιστία του βασικότερου μάρτυρα κατηγορίας, της κας xxx Σδράλη, Μ.Κ. 10, η οποία τον Αύγουστο του 2007 υπέγραψε συμβόλαιο για παροχή υπηρεσιών νομικού συμβούλου στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας (τεκμήριο 41). Ως ανέφερε, ο ρόλος της στο Τμήμα ήταν υποστηρικτικός και ουδέποτε αντικατέστησε τους Λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας, ο δε Εφεσείων δεν δεσμευόταν από τις απόψεις της, τις οποίες μπορούσε είτε να υιοθετήσει είτε να ζητήσει γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία. Η αντεξέταση της κας Σδράλη ήταν εξαντλητική, με αποτέλεσμα η αξιολόγηση της μαρτυρίας της από το πρωτόδικο δικαστήριο να είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη (η παράθεση της μαρτυρίας της μαζί με την αξιολόγηση αυτής καταλαμβάνει 22 περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες).
Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας της Μ.Κ. 10 σε συνάρτηση με την υπόλοιπη προσαχθείσα μαρτυρία, προκειμένου να διαπιστώσουμε κατά πόσο ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ευσταθεί. Έχουμε βεβαίως κατά νου και την Νομολογία μας σε σχέση με το πότε το Εφετείο δικαιολογείται να παρέμβει στην αξιολόγηση που προβαίνει ένα πρωτόδικο δικαστήριο. Η Νομολογία μας σταθερή στο θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσάγεται ενώπιον πρωτόδικου δικαστηρίου, έχει ουκ ολίγες φορές υπογραμμίσει ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο δικαιολογείται να ανατρέψει ευρήματα αξιοπιστίας όταν αυτά συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) ή όταν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί (Νικολαϊδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ, 645).
Το πρωτόδικο δικαστήριο για καλούς λόγους που παραθέτει στην απόφαση του, βρήκε ότι η Μ.Κ. 10 ήταν μάρτυρας αληθείας. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα ή πλημμέλεια στον τρόπο που αξιολόγησε την εν λόγω μάρτυρα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έμεινε μόνο στη εξωτερική εντύπωση που του άφησε η Μ.Κ. 10, ως η θέση του Εφεσείοντα. Τουναντίον, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει τη θέση της Υπεράσπισης ότι η επιστολή-τεκμήριο 2(1) καταρτίστηκε από την ίδια τη Μ.Κ. 10, όταν αυτή δεν μπορούσε να εντοπίσει επιστολή διορισμού της Επιτροπής. Δικαιολογημένα σημειώνει ότι αυτή η θέση της Υπεράσπισης δεν συνάδει με τη λογική «αφού η ίδια δεν είχε το οποιοδήποτε λογικό όφελος από μια τέτοια ενέργεια, αφού η ίδια δεν ήταν καν στο Τμήμα κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα γεγονότα και η διαδικασία για ορισμό AMS (πλην του καταρτισμού του συμβολαίου που έγινε το Νοέμβριο του 2007) και κατ' επέκταση δεν είχε δώσει η ίδια κάποια νομική συμβουλή για την αμφισβητούμενη διαδικασία ή για οποιοδήποτε επί μέρους θέμα της, για να θέλει να καλύψει τυχόν δικές της ευθύνες, παραλείψεις ή λάθη». Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σχολιάσει και την άλλη θέση της Υπεράσπισης ότι ο Εφεσείων «δεν είχε λόγο να την υπογράψει αν δεν τον συμβούλευε η ίδια, ή ακόμα ότι του υπέδειξε και την έκανε (βλ. σελ. 42, πρακτικά 22.7.2019) θέση η οποία αντιφάσκει πλήρως με την εκδοχή του κατηγορούμενου ο οποίος δήλωνε άγνοια για την επιστολή αυτή και μέχρι τις 7.11.2011 και ο οποίος υπέγραψε το Παράρτημα Ε στο οποίο αναφέρεται ότι η επιστολή συντάχθηκε σε κάποια ημερομηνία πριν τον Ιούνιο του 2007 (που η Σδράλη δεν ήταν στο Τμήμα) και φέρει εκ παραδρομής λανθασμένη ημερομηνία». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σχολιάσει ούτε τη θέση της Υπεράσπισης ότι η ίδια «κατήρτισε» το έγγραφο τεκμήριο 2(1). Να σημειώσουμε ότι ενώπιον μας δεν αμφισβητήθηκε ότι το έγγραφο φέρει την υπογραφή του Εφεσείοντα. Καταγράφεται στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης ότι: «Το ότι η επίδικη επιστολή φέρει την υπογραφή του, τούτο έλαβε χώρα διότι κανένα από τα έγγραφα ή κείμενα που ετοίμαζε η νομική σύμβουλος Μ.Κ. 10 δεν μπορούσε να κοινοποιηθεί προς τα έξω με δική της υπογραφή διότι δεν είχε δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, κα ως εκ τούτου έπρεπε πάντα τα έγγραφα που ήθελε να αποστείλει προς τα έξω η Μ.Κ. 10 έπρεπε να φέρει την υπογραφή του ως Διευθυντού του ΤΠΑ». Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Όπως ορθά καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ο ορισμός Επιτροπών Αξιολόγησης, που εμείς προσθέτουμε ότι είναι μια πολύ σημαντική αρμοδιότητα, ήταν εντός των καθηκόντων του Διευθυντή-Εφεσείοντα. Ως εκ τούτου δεν επρόκειτο για ένα έγγραφο το οποίο ο Εφεσείων θα υπέγραφε ως ένα έγγραφο ρουτίνας. Άλλωστε τα πρόσωπα στα οποία φέρεται να κοινοποιήθηκε την 1.12.2006 η επιστολή, ήταν πρόσωπα που ο ίδιος επέλεξε και όχι η Μ.Κ. 10.
Βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε κάθε θέση και επιχείρημα που είχε προβληθεί από τον Εφεσείοντα σε σχέση με την εν λόγω μάρτυρα και έδωσε πειστικούς λόγους γιατί αυτή έλεγε την αλήθεια. Μάλιστα έφθασε στο σημείο να προσεγγίσει τη μαρτυρία της Μ.Κ. 10 ωσάν αυτή να ήταν συνεργός ή συναυτουργός του Εφεσείοντα (που δεν ήταν), για να καταλήξει και πάλι ότι αυτή έλεγε την αλήθεια. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει:
«Καταληκτικά και έχοντας κατά νου τη δύναμη και την ποιότητα της μαρτυρίας της, σημειώνω πως ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί πως η μάρτυρας θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως συνεργός ή συναυτουργός του κατηγορούμενου, με όλες τις συνέπειες που αυτό θα είχε για τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας της (βλ. Zacharia v. The Republic (1962) 2 CLR 52, Λοίζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ, 546), και διατηρώντας συνεχώς κατά νου όλους τους κινδύνους που αναφέρθηκαν ανωτέρω πάλι θα κατέληγα ότι θα μπορούσα να βασιστώ στη μαρτυρία της ακόμα και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.»
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας που έδωσε η Μ.Κ. 10, και στη βάση της υπόλοιπης αξιόπιστης μαρτυρίας, βρήκε ότι το πρόσωπο που κατήρτισε και υπέγραψε το έγγραφο (τεκμήριο 2(1)) ήταν ο Εφεσείων.
Υπό το φως των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατά τον Εφεσείοντα μη απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της πλαστογραφίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνει σε σχέση με την κατάρτιση και το περιεχόμενο του εγγράφου (τεκμήριο 2(1)), τα ακόλουθα: «Το ότι το έγγραφο αυτό είναι πλαστό εν τη εννοία που προαναφέρθηκε, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση (βλ. σχετική υποβολή την υπεράσπισης προς τον Μ.Κ. 1 σελ.9 γραμμή 8-9 πρακτικά ημερ. 30/11/2018) και πράγματι είναι τέτοιο, αφού λέει πράγματι ψέμα για τον εαυτό του και συγκεκριμένα ότι καταρτίστηκε την 1/12/2006 με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ενώ σαφέστατα κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αφού καταρτίστηκε λίγο μετά την παράδοση του προσχεδίου της έκθεσης γεγονότων από την Σδράλη στον κατηγορούμενο, ενέργεια η οποία τοποθετείται λίγο μετά τις 28/2/2008».
Στη Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR, 65, με αναφορά στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1960) 1 All E.R. 805, επαναλαμβάνεται ότι η πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud), συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος της πλαστογραφίας, άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Τσιέλεπος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ, 457). Η πρόθεση καταδολίευσης δεν συνεπάγεται την ύπαρξη πρόθεσης να παραβλαφθεί συγκεκριμένο πρόσωπο. Το αδίκημα της πλαστογραφίας διαπράττεται εάν η απάτη που προκαλείται με το ψευδές έγγραφο είναι ικανή να οδηγήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, όχι κατ΄ ανάγκη συγκεκριμένο πρόσωπο, να ενεργήσει προς βλάβη του, η δε βλάβη δεν είναι απαραίτητο να είναι οικονομικής φύσεως (Georghiou, πιο πάνω).
Εδώ οι περιστάσεις και ο χρόνος κατά τον οποίο ο Εφεσείων κατήρτισε το πλαστό έγγραφο (τεκμήριο 2(1)), έχουν ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, προηγήθηκε στις 14.1.2008 η καταχώριση της Προσφυγής με αρ. 63/2008 από τον ιατρό xxx Χριστοφίδη. Με αυτή ο αιτητής αξίωνε ακύρωση της απόφασης του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με την οποία είχε διοριστεί ο ιατρός xxx Νικολαίδης, αντί ο αιτητής, ως επικεφαλής της Υπηρεσίας Αεροπορικής Ιατρικής (Head of the AMS). Μετά την καταχώριση της προσφυγής, η Μ.Κ. 10, η μαρτυρία της οποίας δικαιολογημένα κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενημέρωσε τον Εφεσείοντα για τις «ελλείψεις» που εντόπιζε στη διαδικασία, αντικείμενο της πιο πάνω προσφυγής. Ανάμεσα στις «ελλείψεις», ήταν και ο μη εντοπισμός επιστολής σύστασης Επιτροπής Αξιολόγησης. Ο Εφεσείων στην προσπάθεια του να καλύψει αυτό το κενό, κατήρτισε το επίδικο πλαστό έγγραφο που ήταν το μόνο επίσημο έγγραφο από το οποίο θα μπορούσε να αντλήσει ο οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος ενημέρωση για το κατά πόσο υπήρχε απόφαση σύστασης Επιτροπής, αν αυτή ήταν νόμιμη ή όχι, και για όλα τα άλλα στα οποία αναφέρεται το εν λόγω πλαστό έγγραφο.
Το γεγονός ότι υπήρξε Επιτροπή Αξιολόγησης στην οποία μάλιστα παρέστη ο Δρ xxx Νικολαίδης, δεν αποδεικνύει την ύπαρξη απόφασης και μάλιστα νόμιμης για τη σύσταση της εν λόγω Επιτροπής και για τις εξουσίες-αρμοδιότητες που αυτή είχε. Κατά τον ουσιώδη χρόνο που ο Εφεσείων είχε καταρτίσει το πλαστό έγγραφο, δεν υπήρχε άλλο έγγραφο από το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί η λήψη τέτοιας απόφασης. Να υπενθυμίσουμε ότι ο Εφεσείων είχε καταρτίσει το πλαστό έγγραφο εκκρεμούσης της προσφυγής του Δρος xxx Χριστοφίδη ενώ είχε ήδη ενημερωθεί πως χωρίς γραπτή απόφαση σύστασης Επιτροπής Αξιολόγησης, η διαδικασία που είχε ήδη λάβει χώρα έπασχε. Με άλλα λόγια, είχε ενημερωθεί για το σοβαρό κίνδυνο ακύρωσης της απόφασης που προσέβαλλε ο Δρ xxx Χριστοφίδης, και στην προσπάθεια του να «σώσει» την εν λόγω απόφαση και ξεγελάσει τον εν λόγω ιατρό και όχι μόνο, κατήρτισε το πλαστό έγγραφο. Να επαναλάβουμε ότι στο εν λόγω έγγραφο συμπεριλαμβανόταν ρητή πρόνοια και για τη διαδικασία που θα ακολουθείτο (το έγγραφο, ως ελέχθη, είχε καταρτιστεί μετά τη διαδικασία). Έτσι για να αποφύγει και τυχόν άλλα τρωτά σημεία στη διαδικασία, που ήδη είχε λάβει χώρα, φρόντισε με τη σύνταξη του πλαστού εγγράφου να παρουσιάσει τη διαδικασία πλήρως εναρμονισμένη με το πλαστό έγγραφο, το οποίο με την ημερομηνία που του έδωσε το παρουσίαζε να είχε συνταχθεί πριν από τη διαδικασία. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει τα ακόλουθα σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης: «Εν ολίγοις καταρτίστηκε μια επιστολή με ψευδή ημερομηνία, η οποία επιχειρούσε να δείξει ότι εξ αρχής είχαν καθοριστεί και τηρηθεί όλα όσα ακολούθησαν μετά και ότι οι ενέργειες ήταν σύννομες και επομένως είναι προφανές ότι γίνεται προσπάθεια για να αλλοιωθεί πλήρως η εικόνα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, κατά τρόπο που ο αιτητής στην προσφυγή θα μπορούσε να παραπλανηθεί και να θεωρηθεί ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη ενώ δεν ήταν, ενεργώντας ανάλογα προς ζημιά του, ασχέτως του ότι τελικά αυτό δεν έγινε ..».
Υπό το φως των πιο πάνω, και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η κατάρτιση του τεκμηρίου 2(1) απεσκόπη για να αποφύγει ο Εφεσείων δυσμενείς συνέπειες εις βάρος του, με προέξαρχουσα τη θέση ότι δεν εξασφαλίστηκε κονδύλι πριν την προκήρυξη της θέσης». Το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται από την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη. Παραπονείται ο Εφεσείων ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αναξιόπιστο τον Μ.Υ. 1 xxx Δημητρίου, ο οποίος, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, είχε ισχυριστεί ότι εξασφαλίστηκε τέτοιο κονδύλι. Παρόλο που δεν υπάρχει λόγος έφεσης που αφορά στην αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα, διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, για καλούς και πειστικούς λόγους, απέρριψε τη μαρτυρία του η οποία αφορούσε σε αμφισβητούμενα ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν και η εξασφάλιση του κονδυλίου.
Υπό το φως των πιο πάνω ο τρίτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα επέτρεψε «να προσκομισθεί τεράστιος όγκος άσχετης μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα η οποία εξέτρεψε τη δίκη προς άλλες μη προβλέψιμες κατευθύνσεις εκτός των αδικημάτων που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο. ... Η εκτροπή αυτή ώθησε το Δικαστήριο να προβαίνει σε αναφορές στην απόφαση του που ανέτρεπαν το βασικό κανόνα ότι καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής ήταν να αποδείξει τους ισχυρισμούς της ότι ο Εφεσείων ήταν ένοχος και όχι καθήκον του Εφεσείοντα να αποδείξει ότι ήταν αθώος».
Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τόσο τα πρακτικά της διαδικασίας όσο και την πρωτόδικη απόφαση, η οποία θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της (Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 100). Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε πως η παράθεση της μαρτυρίας είχε εκτροχιάσει τη δίκη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε αφορούσε στα επίδικα θέματα και συγκεκριμένα στο κατά πόσο ο Εφεσείων κατήρτισε και κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο έγγραφο με πρόθεση καταδολίευσης. Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας αντεξετάστηκαν από τον Εφεσείοντα και σε αυτούς υποβλήθηκαν οι θέσεις της Υπεράσπισης. Μάλιστα, η αντεξέταση κάποιων μαρτύρων κατηγορίας υπήρξε ιδιαίτερα μακρά. Τώρα, αν αντεξεταζόμενοι κάποιοι μάρτυρες έκαναν αναφορά και σε άλλα μη ουσιώδη θέματα, αυτό δεν καθιστά τη δίκη άδικη αφού δεν έχουμε διαπιστώσει να έχει παραβλαφθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η υπεράσπιση ή άλλα δικαιώματα του Εφεσείοντα. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά ότι το βάρος απόδειξης των κατηγοριών ήταν πάντα στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, εξού και καταγράφει στην απόφαση του ότι αυτή απέδειξε, για συγκεκριμένους λόγους που παραθέτει και αναλύει, την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε όλες τις κατηγορίες.
Υπό το φως των πιο πάνω, και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο πέμπτος, ο έκτος, ο έβδομος και ο όγδοος λόγος έφεσης βασίζονται στη θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι ο Εφεσείων είναι ένοχος στην δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη κατηγορία «με βάση τη νομική και/ή πραγματική πλάνη».
Όσον αφορά στην έκτη κατηγορία η οποία αφορά σε κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155, σημειώνουμε τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας, ο Εφεσείων «εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία το πλαστό έγγραφο που περιγράφεται στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή διαβίβασε το φάκελο του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με αρ. φακ. 21.1.10 στον οποίο περιείχετο το έγγραφο που περιγράφεται στην πρώτη κατηγορία, προς τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη - Αναπληρωτή Διευθυντή Ελέγχου στο Υπουργείο Συγκοινωνιών».
Να πούμε το αυτονόητο ότι είναι δυνατό κάποιος να έχει διαπράξει το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, που είναι αυτοτελές αδίκημα, χωρίς να έχει ο ίδιος πλαστογραφήσει το έγγραφο. Η γνώση και ο δόλος, συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύονται με άμεση μαρτυρία αλλά μπορεί να συμπεραίνονται από τα ίδια τα περιστατικά της υπόθεσης (Γερμανού ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ, 127). Έχει ήδη λεχθεί ότι ο Εφεσείων διέπραξε το αδίκημα της πλαστογραφίας αναφορικά με το συγκεκριμένο έγγραφο. Όσον αφορά στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των ευρημάτων του, τα οποία δικαιολογούνται από την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας στην οποία προέβη, κατέληξε ότι ο Εφεσείων απέστειλε με συνοδευτική επιστολή το φάκελο, για τον οποίο γίνεται αναφορά στις λεπτομέρειες της έκτης κατηγορίας, προς τον κ. Οδυσσέα Μιχαηλίδη (Μ.Κ. 4), για διερεύνηση καταγγελίας η οποία αφορούσε και το συγκεκριμένο έγγραφο (τεκμήριο 2(1)). Σύμφωνα πάντα με τα δικαιολογημένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσείων όταν απέστελλε τον εν λόγω φάκελο στον κ. Οδυσσέα Μιχαηλίδη (Μ.Κ. 4) γνώριζε ότι εντός αυτού υπήρχε και το πλαστό έγγραφο που ο ίδιος κατήρτισε. Να σημειώσουμε εδώ για ό,τι αξίζει ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ποιοι φάκελοι θα αποστέλλονταν με τη συνοδευτική επιστολή που υπέγραψε, απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστη. Η ενέργεια του Εφεσείοντα να αποστείλει με το φάκελο το έγγραφο (τεκμήριο 2(1)) εν γνώσει του ότι αυτό ήταν πλαστό, αποσκοπούσε στο να φανεί κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Τμήμα του για να διοριστεί ο Δρ xxx Νικολαίδης ως επικεφαλής της Υπηρεσίας Αεροπορικής Ιατρικής, ήταν καθόλα νόμιμη και ότι υπήρχε απόφαση σύστασης Επιτροπής Αξιολόγησης.
Τα ίδια ισχύουν και για τη δεύτερη κατηγορία. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αυτής, ο Εφεσείων «εν γνώσει του και δολίως έθεσε σε κυκλοφορία έγγραφο, δηλαδή τοποθέτησε την πλαστή επιστολή, που περιγράφεται στην πρώτη κατηγορία, εντός του φακέλου του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με αρ. φακ. 21.1.10». Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στη σελ. 102 της απόφασης του, με αναφορά στη δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας, και αφού είχε απορρίψει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, καταλήγει ότι το πλαστό έγγραφο τοποθετήθηκε στο φάκελο είτε από τον ίδιο είτε με δικές του οδηγίες. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει «θα ήταν θεωρώ το άκρο άωτον της σύμπτωσης να δεχθώ και να θεωρήσω ότι μετά την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου από τον κατηγορούμενο, ο οποίος το υπέγραψε με σκοπό να τοποθετηθεί στο φάκελο για να φαίνεται ολοκληρωμένος ο φάκελος, κάποιος χωρίς τη γνώση ή θέληση του κατηγορούμενου, πήρε το έγγραφο αυτό και το τοποθέτησε στον εν λόγω φάκελο τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο κατηγορούμενος έχοντας τοποθετήσει αριθμό φακέλου επί της εν λόγω επιστολής καθόριζε ουσιαστικά και τη μοίρα αυτού του εγγράφου που δεν ήταν άλλη από το να τοποθετηθεί είτε από τον ίδιο είτε με οδηγίες του, στο φάκελο με τον αριθμό ο οποίος καταγράφεται επί της εν λόγω επιστολής». Επαναλαμβάνουμε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα είχαν απορριφθεί ως αναληθείς από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Υπό το φως των πιο πάνω βρίσκουμε ότι ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορά στη δεύτερη και έκτη κατηγορία είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο έβδομος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της καταδίκης του Εφεσείοντα στην τέταρτη κατηγορία η οποία αφορά σε κατάρτιση πλαστών αποδεικτικών στοιχείων κατά παράβαση του άρθρου 116 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου «όποιος, με σκοπό παραπλάνησης Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε διαδικασία (α) πλάθει αποδεικτικό στοιχείο με μέσα διαφορετικά από ψευδορκία ή πρόκληση σε ψευδορκία ή (β) εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένοχος ...».
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της τέταρτης κατηγορίας, ο Εφεσείων με σκοπό παραπλάνησης του Δικαστηρίου «κατήρτισε πλαστό αποδεικτικό στοιχείο το οποίο εν γνώσει του χρησιμοποίησε, δηλαδή κατήρτισε το έγγραφο που περιγράφεται στην πρώτη κατηγορία και το τοποθέτησε στο φάκελο του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με αρ. φακ. 21.1.10, εν γνώσει του ότι με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν στον πιο πάνω φάκελο θα ετοιμαζόταν έκθεση γεγονότων που ζητήθηκε από τη Νομική Υπηρεσία σχετικά με την Προσφυγή με αρ. 63/08 που ήταν καταχωρημένη στο Ανώτατο Δικαστήριο».
Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης γίνεται αναφορά ότι «εφόσον δεν παρατίθεται εις ποίαν από τις δύο παραγράφους αποδίδεται αδίκημα στον κατηγορούμενο, δηλαδή αν είναι στο άρθρο 116(α) ή 116(β), η κατηγορία πάσχει από πολλαπλότητα». Στην Παπαδόπουλος ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ, 111 υπήρχε πολλαπλότητα αλλά το Εφετείο σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο κατηγορούμενος δεν παραπλανήθηκε στην υπεράσπιση του. Κατ΄ επέκταση, η πολλαπλότητα δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα της καταδίκης. Για την πολλαπλότητα και για το πότε ένα κατηγορητήριο είναι ελαττωματικό λόγω πολλαπλότητας, παραπέμπουμε και στην υπόθεση Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ, 468, όπου ο Ναθαναήλ , Δ. προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση που αφορά στο πιο πάνω θέμα.
Το πρώτο πράγμα που σημειώνουμε είναι ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης ότι η καταδίκη στην τέταρτη κατηγορία θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω πολλαπλότητας. Εν πάση περιπτώσει δεν διαπιστώνουμε, άλλα ούτε και έγινε εισήγηση από τον Εφεσείοντα, ότι αυτός παραπλανήθηκε ή τελούσε υπό σύγχυση συνεπεία του τρόπου που διατυπώθηκε η τέταρτη κατηγορία, η οποία θα μπορούσε ομολογουμένως να είχε διατυπωθεί καλύτερα. Ούτε και βεβαίως έγινε εισήγηση ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να προβάλει την υπεράσπιση του στην εν λόγω κατηγορία. Αυτό που βρίσκουμε είναι ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε θέση ευθύς εξαρχής τη θέση της η οποία ήταν ότι ο Εφεσείων κατήρτισε το πλαστό έγγραφο, το τοποθέτησε σε συγκεκριμένο φάκελο του Τμήματος του, γνωρίζοντας ότι το περιεχόμενο του εν λόγω φακέλου (συμπεριλαμβανομένου και του πλαστού εγγράφου) θα χρησιμοποιείτο για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας που εκκρεμούσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μια προσπάθεια του να παρουσιάσει νόμιμη τη διαδικασία διορισμού του Δρος xxx Νικολαίδη. Στη βάση των πιο πάνω, ο Εφεσείων προέβαλε την υπεράσπιση και τις θέσεις του. Εν πάση περιπτώσει, ο Εφεσείων είχε δικαίωμα να ζητήσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες κάτι το οποίο ουδέποτε έπραξε. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα ακύρωσης της καταδίκης για πολλαπλότητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που αξιολόγησε βρήκε δικαιολογημένα ότι με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου και με την τοποθέτηση του στο συγκεκριμένο φάκελο ο Εφεσείων αποσκοπούσε να παραπλανήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η Προσφυγή του ιατρού xxx Χριστοφίδη για την οποία γίνεται αναφορά στις λεπτομέρειες της τέταρτης κατηγορίας. Όπως ορθά καταγράφει στην απόφαση του «απώτερος δε σκοπός του με το να φαίνεται ολοκληρωμένος ο φάκελος ήταν αναμφίβολα η παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς το ότι είχε ετοιμαστεί από την 1.12.2006 η σχετική επιστολή με το συγκεκριμένο περιεχόμενο η οποία δεν είχε ετοιμαστεί, πράγμα το οποίο θα λαμβανόταν υπόψη από το Δικαστήριο στα πλαίσια της εκκρεμούσας διαδικασίας προσφυγής, η οποία πολύ καλά γνώριζε ότι ήταν σε εκκρεμότητα αφού η κατάρτιση της εν λόγω επιστολής έγινε σύμφωνα με την κριθείσα ως αποδεκτή μαρτυρία κατά το χρόνο που ετοιμαζόταν για να προωθηθεί η έκθεση γεγονότων (δηλαδή το 2008) με σκοπό τη σύνταξη της ένστασης της Δημοκρατίας». Ορθά απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα ότι από τη στιγμή που δεν είχε σταλεί στη Νομική Υπηρεσία του Κράτους ούτε στο Δικαστήριο το πλαστό έγγραφο, το Ανώτατο Δικαστήριο «δεν μπορούσε να είχε παραπλανηθεί». Όπως ορθά σημειώνει, το ζητούμενο με βάση το άρθρο 116 του Ποινικού Κώδικα είναι να αποδεικνύεται ότι η ενέργεια έλαβε χώρα με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, και δεν έχει καμία σημασία αν στο τέλος παραπλανήθηκε ή όχι το Δικαστήριο.
Υπό το φως των πιο πάνω ο έβδομος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο όγδοος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της καταδίκης του Εφεσείοντα στην πέμπτη κατηγορία, η οποία αφορά σε παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά παράβαση του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου:
«Δημόσιος Λειτουργός που εσκεμμένα παραμελεί την εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το Νόμο υποχρέωση να εκτελέσει, είναι ένοχος πλημμελήματος νοουμένου ότι η εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος δεν θα επιφέρει μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνο τον οποίο θα αναμενόταν να αντιμετωπίσει άνθρωπος συνηθισμένου σθένους και ενεργητικότητας».
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πέμπτης κατηγορίας, ο Εφεσείων, ενώ ήταν Δημόσιος Λειτουργός, «εσκεμμένα παραμέλησε την εκτέλεση του καθήκοντος του το οποίο είχε σύμφωνα με το Νόμο υποχρέωση να εκτελέσει, δηλαδή κατάρτησε το έγγραφο που περιγράφεται στην πρώτη κατηγορία, και το τοποθέτησε στο φάκελο του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας με αρ. φακ. 21.1.10 εν γνώσει του ότι η πιο πάνω επιστολή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Στην xxx Αβραάμ κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 102, 103 και 16/16, απόφαση ημερ. 13.12.2017, στην οποία ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για τέτοιο αδίκημα, υπήρχαν σαφείς και συγκεκριμένες λεπτομέρειες του αδικήματος, οι οποίες είχαν αποδειχθεί από την προσαχθείσα, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, μαρτυρία. Το ίδιο έγινε και στην υπόθεση Ξυδιάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ, 174, όπου ο δεύτερος εφεσείων, ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες οι οποίες βασίζονταν στο άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Και εκεί υπήρχαν συγκεκριμένες λεπτομέρειες στις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες, ο κατηγορούμενος παραμέλησε εσκεμμένα να λάβει εκείνα τα μέτρα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την παράνομη εγγραφή δύο λεωφορείων που είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό. Στην Χ΄΄ Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ, 353, ο Εφεσείων ήταν ο Διευθυντής των Φυλακών. Κρίθηκε ένοχος στη βάση του άρθρου 134 για παραλείψεις του να εκτελέσει τις εξουσίες και τα καθήκοντα του Διευθυντή. Συγκεκριμένα, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για να αφαιρεθεί κινητό τηλέφωνο που ο ισοβίτης Κίτας είχε στη διάθεση του σε δωμάτιο κλινικής, ενώ δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για απομάκρυνση της συζύγου του, η οποία διέμενε μαζί του. Κατ΄ επέκταση αποφασίστηκε ότι παρέλειψε να εκτελέσει τα καθήκοντα του για την ασφαλή κράτηση του ισοβίτη.
Να σημειώσουμε το αυτονόητο, πως για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος, θα πρέπει να υπάρχει παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος. Εδώ, οι λεπτομέρειες της πέμπτης κατηγορίας δεν έκαναν αναφορά σε παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος. Τουναντίον, έκαναν αναφορά σε θετική ενέργεια-συμπεριφορά του Εφεσείοντα (κατάρτιση πλαστού εγγράφου). Κατ' επέκταση οι λεπτομέρειες δεν απεκάλυπταν το αδίκημα του άρθρου 134. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην καταδικαστική του απόφαση, αδικαιολόγητα έκανε αναφορά στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, Ν 1/90 (άρθρο 60(2) (ε), (στ)), επί του οποίου ουδέποτε η Κατηγορούσα Αρχή βάσισε την πέμπτη κατηγορία. Υπό το φως των πιο πάνω, βρίσκουμε ότι ο όγδοος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει. Η καταδίκη στην εν λόγω κατηγορία και η ποινή που επιβλήθηκε, παραμερίζονται.
Ο έκτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της καταδίκης του Εφεσείοντα στην τρίτη κατηγορία (κατάχρηση εξουσίας - άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). Οι λεπτομέρειες της τρίτης κατηγορίας είναι οι ίδιες με τις λεπτομέρειες της πέμπτης κατηγορίας. Το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, προβλέπει τα ακόλουθα:
«105. Any person who, being employed in the Public Service, does or directs to be done, in abuse of the authority of his office, any arbitrary act prejudicial to the right of another is guilty of ...»
Στην Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 53/17 κ.α., απόφαση ημερ. 15.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 105. Στην εν λόγω υπόθεση ο Εφεσείων, ο οποίος ήταν Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, άσκησε ποινική δίωξη εναντίον τρίτων προσώπων, κάτι που ήταν εντός των αρμοδιοτήτων του. Όμως η άσκηση της ποινικής δίωξης είχε συγκεκριμένη σκοπιμότητα, αφού με αυτήν επεδίωκε να εξυπηρετήσει δικά του συμφέροντα σε σχέση με προσωπική του αγωγή που εκκρεμούσε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου. Κατ΄ επέκταση, κρίθηκε ένοχος στη σχετική κατηγορία, αφού αυτός είχε ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας με σκοπό το κέρδος.
Εδώ, η εν γένει συμπεριφορά του Εφεσείοντα, και συγκεκριμένα η συμπεριφορά που του αποδιδόταν στις λεπτομέρειες της τρίτης κατηγορίας, αφορούσε σε παράνομη πράξη που από μόνη της ήταν ποινικό αδίκημα (κατάρτιση πλαστού εγγράφου). Οι λεπτομέρειες της τρίτης κατηγορίας δεν απεκάλυπταν το αδίκημα του άρθρου 105. Η καταδίκη του Εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία, επίσης παραμερίζεται.
Έφεση κατά της ποινής.
Όσον αφορά στην έφεση κατά της ποινής, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση του Εφετείου. Ο Εφεσείων κατά τη διάπραξη των σοβαρών αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κατείχε τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας. Θα επαναλάβουμε αυτά που λέχθηκαν στην υπόθεση Τσιέλεπος (πιο πάνω), τα οποία ισχύουν και εδώ, ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες του Εφεσείοντα, αντικείμενο των αδικημάτων που διέπραξε, δεν συνάδουν με τον τίμιο και ορθό τρόπο που αναμένεται ένας Λειτουργός, που κατέχει τέτοια θέση, να εκτελεί τα καθήκοντα του.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού στάθμισε όλους του ελαφρυντικούς και επιβαρυντικούς παράγοντες, επέβαλε στον Εφεσείοντα τις συγκεκριμένες ποινές φυλάκισης. Δυνατότητα παρέμβασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της ποινής προς το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης. Βρίσκουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης σε καμιά περίπτωση δεν κρίνονται έκδηλα υπερβολικές που να δικαιολογούν την παρέμβαση μας. Μάλιστα, όπως ορθά σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αν δεν συνυπολογιζόταν το στοιχείο του χρόνου που διέρρευσε, ενδεχομένως οι ποινές φυλάκισης να ήταν αυστηρότερες.
Όσον αφορά στο λόγο έφεσης ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ανέστειλε τις επιβληθείσες ποινές φυλάκισης, δεν διαπιστώνουμε ότι αυτό άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια ούτε ότι υπερέβη τα ακραία όρια αυτής. Τουναντίον, με αναφορά στη Νομολογία και για καλούς λόγους που παραθέτει, βρήκε ότι τυχόν αναστολή των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης, θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα, κάτι με το οποίο συμφωνούμε.
Εν κατακλείδι, η έφεση σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 5 γίνεται δεκτή. Η καταδίκη στις εν λόγω κατηγορίες ως επίσης και η ποινή που επιβλήθηκε στην 5η κατηγορία παραμερίζονται. Η έφεση σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες απορρίπτεται, ενώ απορρίπτεται και η έφεση κατά των επιβληθεισών ποινών στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 6.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.