ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:D264
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 133/2019)
17 Ιουνίου, 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
Α. Μ.,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Κωστής Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
΄Ελλη Παπαγαπίου-Χρίστου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Γεωργία Θεολόγου, Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών.
_________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση αρ. 14438/2017, άσκησε την παρούσα έφεση, επιδιώκοντας την ανατροπή της καταδικαστικής για τον ίδιο απόφασης του Κακουργοδικείου Λευκωσίας. Με αυτήν, κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες, αφορώσες αδικήματα σεξουαλικής φύσεως. Το πρώτο αδίκημα τού απέδιδε συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί, κατά παράβαση του άρθρου 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014, (Ν. 91(Ι)/2014), (ο «Νόμος»). Το δεύτερο αδίκημα τού απέδιδε άσεμνη επίθεση κατά γυναικός, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Τα δύο αδικήματα προέκυψαν από περιστατικό το οποίο συνέβη στις 3.4.2016. Υποκείμενο δε αυτών ήταν η παραπονουμένη στην υπόθεση, θυγατέρα του εφεσείοντος, ηλικίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έντεκα ετών.
Το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, διαπίστωσε ότι αποδείχτηκαν τα συστατικά στοιχεία των προαναφερθέντων δύο αδικημάτων, στη βάση των ιδίων γεγονότων, που αυτό δέχτηκε ως αληθή. Ως εκ τούτου, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης τεσσάρων χρόνων μόνο στην πρώτη κατηγορία. Με την έφεση, δεν εγείρεται οποιοδήποτε θέμα αναφορικά με την ερμηνεία των προαναφερθεισών νομοθετικών διατάξεων και την εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπόθεσης. Στο πλαίσιό της, εκλαμβάνεται, επίσης, ως δεδομένο ότι, για την απόδειξη των εν λόγω αδικημάτων, εφαρμόζονται οι ίδιοι κανόνες αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Επομένως, η εξέταση που ακολουθεί θα διενεργηθεί με δεδομένη τη θέση αυτή.
Η έφεση περιορίστηκε στους δύο λόγους τους οποίους ο συνήγορος του εφεσείοντος καταχώρισε συμπληρωματικά της ελλιπούς ειδοποίησης που είχε καταχωρίσει μόνος του ο εφεσείων. Με αυτούς, προσβάλλεται μόνο η καταδίκη του. Στο επίκεντρό τους, τίθεται, κατά κύριο λόγο, η αλήθεια της μαρτυρίας της παραπονουμένης, (Μ.Κ.3), ως θέμα κοινής λογικής, τούτης εξεταζομένης με αναφορά στη μαρτυρία δύο βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Αυτές ήταν η Ιατροδικαστής Δρ. xxx Αντωνίου, (Μ.Κ.7), και η Κλινική Ψυχολόγος κ. xxx Σταυρίδου, (Μ.Κ.6), οι οποίες χαρακτηρίστηκαν και από τις δύο πλευρές ως ανεξάρτητες και αμερόληπτες. ΄Οπως τίθεται, ειδικά, στον πρώτο λόγο έφεσης, το Κακουργοδικείο: «... κατέληξε ... στο εύρημα περί ενοχής του εφεσείοντος, ενώ η μαρτυρία δεν θεμελίωνε αυτήν με αποτέλεσμα η καταδίκη του να μην είναι ασφαλής ούτε και εύλογη». Παρόμοια εισήγηση γίνεται και στο δεύτερο λόγο έφεσης, όπου στοχεύεται, επιπρόσθετα, η μαρτυρία της μητέρας της παραπονουμένης, Μ.Κ.2. Τούτο επιτρέπει την εξέταση των δύο λόγων συγχρόνως, διακρίνοντας, όπου χρειάζεται, τις επιμέρους πτυχές τους.
Με την αιτιολογία που αναπτύσσεται σε σχέση με τα θέματα που εξετάζονται στη συνέχεια, τίθεται υπό αμφισβήτηση η αλήθεια της μαρτυρίας της παραπονουμένης, ειδικά υπό το φως της καθολικά αποδεκτής μαρτυρίας των προαναφερθεισών μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Επιπρόσθετα, τίθεται θέμα ανεπίτρεπτης καθοδήγησης της παραπονουμένης, κατά την κατάθεσή της προς την αστυνομικό ανακριτή της υπόθεσης. Σημειώνεται ότι αυτή λήφθηκε διά οπτικοακουστικών μέσων και, στη συνέχεια, μεταφέρθηκε σε έγγραφη μορφή. Κατατέθηκε δε στο Κακουργοδικείο κατά τη δίκη, ως η κύρια εξέτασή της.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, που αναφέρεται πιο πάνω, εγείρεται, κατ' αρχάς, θέμα σε σχέση με το εύλογο της μαρτυρίας της παραπονουμένης, προκειμένου αυτή να μπορούσε να θεωρηθεί αληθής, σε συνδυασμό με τις απαντήσεις που η ίδια έδωσε, ακολούθως, κατά την αντεξέτασή της, όσον αφορά τον τρόπο που περιέγραψε την παρενόχληση την οποία αυτή υπέστη στο στήθος της από τον εφεσείοντα. Ερωτηθείσα από την αστυνομικό ανακριτή αν πόνεσε όταν την άγγιξε ο εφεσείων, απάντησε πως, όταν την φίλησε, πόνεσε λίγο στο ένα στήθος. Κατά την αντεξέτασή της, ερωτηθείσα επί του ιδίου θέματος, ανέφερε πως ο εφεσείων την «πιπίλησε» και στα δύο στήθη, στο ένα πιο δυνατά από το άλλο, δε θυμόταν σε ποιο. Δεν έδειξε, όμως, ότι πόνεσε. Την εικόνα σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή συμπλήρωσε συγκεκριμένη μαρτυρία της κ. Αντωνίου. Αυτή εξέτασε ιατροδικαστικώς την παραπονουμένη στις 6.4.2016. Σε ερώτηση δε που τής τέθηκε, σχετικά, κατά την επανεξέτασή της, εξήγησε πως «..., ένα φιλί δεν τραυματίζει έναν μαστό, οπωσδήποτε δεν θα αφήσει τίποτε. Και ένα πιπίλισμα για να αφήσει ... εξαρτάται από την ένταση, δηλαδή από τη δύναμη που χρησιμοποιεί ένα στόμα να εισροφήσει.»
Η κ. Αντωνίου, κατά την εξέταση που διενήργησε στην παραπονουμένη, δε διαπίστωσε οποιεσδήποτε κακώσεις στο σώμα της. Τούτο δε αποτελεί εύρημα του Κακουργοδικείου, που προβλήθηκε από την Υπεράσπιση ως ένα γεγονός το οποίο, κατά την εισήγησή της, έπρεπε, εύλογα, να είχε δημιουργήσει αμφιβολίες στο Κακουργοδικείο για την αλήθεια των ισχυρισμών, σχετικά, της παραπονουμένης, προφανώς, επειδή η Υπεράσπιση θεωρούσε ως δεδομένο ότι το συγκεκριμένο «πιπίλισμα» έπρεπε να είχε αφήσει κάποιο σημάδι στο στήθος της παραπονουμένης. Η εισήγηση τούτη δεν έγινε, όμως, δεκτή πρωτοδίκως. Το Κακουργοδικείο δε διαπίστωσε να προέκυπτε κάτι τέτοιο από την, ως άνω, μαρτυρία της κ. Αντωνίου. ΄Οπως παρατήρησε, η αναφορά της παραπονουμένης ότι, όταν τήν φίλησε ο εφεσείων, η ίδια πόνεσε λίγο στο ένα στήθος «δεν παραπέμπει σε τέτοια ένταση που να αναμένετο σημάδι ή αποτύπωμα.» Η διαπίστωση αυτή είναι ορθή. Υπό το φως των ανωτέρω, το Κακουργοδικείο έκρινε πως η μαρτυρία της παραπονουμένης δεν ήταν αντίθετη με την επιστημονική μαρτυρία της κ. Αντωνίου. Κατά το στάδιο δε της έφεσης, δεν αναπτύχθηκε οποιαδήποτε θέση, η οποία να πείθει περί του αντιθέτου και, κατά συνέπεια, για την αναγκαιότητα το Εφετείο να αποστεί από την πιο πάνω πρωτόδικη διαπίστωση, η οποία, εν κατακλείδι, θεωρείται ορθή.
Το επόμενο θέμα τίθεται υπό το φως της μαρτυρίας της άλλης εμπειρογνώμονος, Κλινικής Ψυχολόγου, κας Σταυρίδου. Αυτή πήρε συνέντευξη από την παραπονουμένη σε σχέση με το υπό αναφορά περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησής της και ετοίμασε σχετική έκθεση, με τα πορίσματά της. Στην εν λόγω έκθεση, αναφέρει ότι η παραπονουμένη παρουσίαζε συγκεκριμένα συμπτώματα μετατραυματικού στρες. Συμπληρώνει, όμως, πως, παρά ταύτα, η κατάστασή της δεν πληρούσε τα κριτήρια για διάγνωση της συγκεκριμένης διαταραχής. Η Υπεράσπιση, στη βάση του αδιαμφισβήτητου αυτού επιστημονικού συμπεράσματος, εισηγήθηκε πως η παραπονουμένη είπε ψέματα ότι η ίδια είχε υποβληθεί από τον εφεσείοντα στη μεταχείριση επί της οποίας στοιχειοθετήθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες, που, εν τέλει, οδήγησαν στην καταδίκη του.
΄Οπως γίνεται αντιληπτό, η πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι η μεταχείριση που περιέγραψε η παραπονουμένη ότι αυτή υπέστη από τον εφεσείοντα έπρεπε, οπωσδήποτε, να της είχε προκαλέσει μετατραυματικό στρες. Η κ. Σταυρίδου δεν ανέφερε, όμως, κάτι τέτοιο στη μαρτυρία της, ούτε η Υπεράσπιση πρόσφερε οποιαδήποτε τέτοια μαρτυρία στο Κακουργοδικείο. Επομένως, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή η εισήγηση, ανωτέρω, εκ μέρους του εφεσείοντος. Σημειώνεται δε πως αυτή ήταν η κατάληξη, σχετικά, του Κακουργοδικείου, η οποία, στη βάση της συζήτησης που έχει προηγηθεί, θεωρείται ορθή.
Το επόμενο θέμα τίθεται ακροθιγώς, ως μέρος των λόγων έφεσης, συγκεκριμένα, με τη γενική θέση ότι η μαρτυρία δε θεμελίωνε την καταδίκη. Στη συνέχεια, όμως, γίνεται εισήγηση, μέσω συγκεκριμένης αιτιολογίας, για ανεπίτρεπτη καθοδήγηση της παραπονουμένης, αναφορικά με την «περιγραφή των εμφανιζομένων ως ενεργειών εις βάρος της από τον εφεσείοντα». Εκτενέστερα, αναφέρεται ότι, κατά την οπτικοακουστική λήψη της κατάθεσής της, αυτή έτυχε ανεπίτρεπτης καθοδήγησης από την αστυνομικό ανακριτή που την έλαβε. Η εισήγηση, σχετικά, της Υπεράσπισης είναι πως, εάν η θέση τούτη γίνει δεκτή, τότε πρέπει η όλη μαρτυρία της παραπονουμένης να τεθεί εν αμφιβόλω και να αγνοηθεί.
Η πιο πάνω εισήγηση απαντάται από το Κακουργοδικείο, με την παρατήρηση πως τα όσα τέθηκαν στην παραπονουμένη «αποτελούν θεμιτές διευκρινιστικές ερωτήσεις». Το Κακουργοδικείο είχε υπόψη του τη σχετική μαρτυρία, την οποία και παρέθεσε στην απόφασή του. Πράγματι, από την ανάγνωση της εν λόγω μαρτυρίας της παραπονουμένης, διαπιστώνεται ότι αυτή είχε αναφερθεί στη συμπεριφορά του εφεσείοντος σε προηγούμενο στάδιο της αφήγησής της, προς την αστυνομικό ανακριτή, των περιστατικών της κατάστασης στην οποία η ίδια είχε βρεθεί. ΄Ηταν δε επί της μαρτυρίας αυτής που, στη συνέχεια, ζητήθηκαν διευκρινίσεις, οι οποίες δεν απέδωσαν, στην πραγματικότητα, κάποια διαφορετική εκδοχή· αποτελούσαν επανάληψη της αρχικής. Εν ολίγοις, οι διευκρινιστικές ερωτήσεις είχαν τεθεί στην παραπονουμένη στην πορεία της ανάπτυξης της εκδοχής της, ενώ, από την πλευρά της Υπεράσπισης, δε γίνεται οποιαδήποτε υπόδειξη σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας όπου υπήρξε καθοδήγηση.
Το επόμενο θέμα που εξετάζεται με τους λόγους έφεσης αναφέρεται στο ότι το Κακουργοδικείο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, δεν έλαβε υπόψη το νεαρό της ηλικίας της και, επομένως, δεν καθοδηγήθηκε, επαρκώς, ως προς τούτο. Σημειώνεται πως η πιο πάνω εισήγηση περιορίζεται σε γενικές παρατηρήσεις και δεν παραπέμπει σε οποιουσδήποτε χειρισμούς, σχετικά, από το Κακουργοδικείο αναφορικά με συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Γενικά, δεν καθορίζεται στην αιτιολογία σε τι, ακριβώς, έσφαλε το Κακουργοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονουμένης και τι αναμενόταν αυτό να πράξει, ως κατά νόμο ορθό, στο πλαίσιο της πιο πάνω λειτουργίας του. Επομένως, το υπό εξέταση θέμα αντικρίζεται ως, ιδιαίτερα, περιορισμένο, σε σχέση με προς το τι θα πρέπει να εξεταστεί συναφώς. Για την ακρίβεια, με αυτό, τίθεται, γενικώς, θέμα χειρισμού της μαρτυρίας της παραπονουμένης από το Κακουργοδικείο και, δη, σε σχέση με την απόδειξη του αδικήματος για το οποίο ο εφεσείων καταδικάστηκε, δυνάμει του Νόμου. ΄Οπως προκύπτει από τον τίτλο του Νόμου και, γενικά, από τις πρόνοιές του, σκοπός του είναι η δημιουργία ενός Κώδικα στον τομέα της προστασίας των παιδιών από σεξουαλικής φύσεως αδικήματα. Στο πλαίσιο τούτο, ο νομοθέτης περιέλαβε στο Νόμο, μεταξύ άλλων, πρόνοια αναφορικά με την απόδειξη των αδικημάτων τα οποία δημιουργούνται με αυτό. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 21(1), προβλέπεται ότι:-
«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.»
Στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω επιφύλαξη, δεν έχει υποδειχθεί από την Υπεράσπιση άλλη πρόνοια, η οποία να προβλέπει, ειδικά, οτιδήποτε σε σχέση με την απόδειξη των αδικημάτων που προνοούνται στο Νόμο. Η εν λόγω επιφύλαξη παραπέμπει, μάλλον, στις γενικές πρόνοιες περί αποδείξεως, που προβλέπονται στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, και εφαρμόζονται σε σχέση με κάθε ποινική υπόθεση, υπό το φως και της ερμηνείας τους από τη σχετική νομολογία. Με δεδομένες τις πιο πάνω παρατηρήσεις, δεν απαιτείται, συνεπώς, αναδρομή στο προηγούμενο καθεστώς απόδειξης αδικημάτων όπως τα υπό αναφορά.
Αυτό που επιτυγχάνεται με το άρθρο 21(1) του Νόμου είναι η τοποθέτηση της απόδειξης αδικημάτων του Νόμου στην ίδια βάση που απαιτείται, κατά κανόνα, για κάθε άλλο ποινικό αδίκημα. Πρόκειται για την αντικειμενική αντίκριση της μαρτυρίας, η οποία προσάγεται από την Κατηγορούσα Αρχή, προς απόδειξη αδικημάτων, γενικώς, καθώς, επίσης, της μαρτυρίας που προσάγει, σχετικά, η Υπεράσπιση. Στο πλαίσιο αυτό, το ποινικό δικαστήριο παραθέτει, στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς της ενώπιόν του υπόθεσης, τη σχετική μαρτυρία, την οποία αναλύει, συγκρίνοντάς την με βάση τους δικούς της όρους, καθώς και με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων, προκειμένου να καταλήξει στα ευρήματά του επί των γεγονότων.
Στην παρούσα περίπτωση, το Κακουργοδικείο διαπίστωσε ότι, ως εκ της εφαρμογής του άρθρου 21(1) του Νόμου, δεν ήταν «πλέον αναγκαία η ενίσχυση της μαρτυρίας» της παραπονουμένης, ούτε χρειαζόταν «αυτοπροειδοποίηση για τον κίνδυνο καταδίκης από μια τέτοια μαρτυρία και μόνο». Κατέληξε δε πως δεν ήταν: «... αναγκαία η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας ούτε προειδοποίηση του Δικαστηρίου.» Την ίδια πορεία ακολούθησε το Κακουργοδικείο για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονουμένης, Μ.Κ.2. Βέβαια, σημειώνεται πως δε διαπιστώθηκε το περιεχόμενο της μαρτυρίας της εν λόγω μάρτυρος να συνέδραμε, κατά οποιοδήποτε ουσιαστικό τρόπο, την κύρια μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία προήλθε από την παραπονουμένη. Προφανώς, για το λόγο τούτο, η εισήγηση της Υπεράσπισης αναφορικά με την πιο πάνω μάρτυρα περιορίστηκε στο ότι αυτή ήταν εχθρική προς τον εφεσείοντα. Δεν καταδείχθηκε, όμως, ποια ήταν η σημασία της εν λόγω στάσης της σε σχέση με την καταδίκη του εφεσείοντος, ειδικά, με δεδομένο ότι η σημασία της μαρτυρίας της ήταν οριακή. Ως εκ τούτου, δε προκύπτει οτιδήποτε προς εξέταση, στη βάση της εισήγησης, ανωτέρω, της Υπεράσπισης.
Με δεδομένα τα όσα έχουν συζητηθεί πιο πάνω, δε διαπιστώνεται η Υπεράσπιση να αντιπαρέβαλε, στο στάδιο της έφεσης, οτιδήποτε, για να καταδείξει επιτυχώς ότι στη μαρτυρία της παραπονουμένης υπήρχαν θέματα τα οποία, εύλογα, τήν καθιστούσαν αμφιβόλου αξίας ως προς την αλήθειά της. Στην αυστραλιανή υπόθεση Pell v. The Queen [2020] HCA 12, στην οποία έγινε αναφορά για σκοπούς σύγκρισής της με την παρούσα, αποφασίστηκε ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας που είχε, εκεί, τεθεί ενώπιον του εκδικάσαντος δικαστηρίου, ευλόγως, δικαιολογούσε την αθώωση του κατηγορουμένου. Εν προκειμένω, όπως έχει καταδειχθεί από την προηγηθείσα εξέταση των προβληθέντων αιτιάσεων της Υπεράσπισης, δεν ήταν, ευλόγως, αναμενόμενη ανάλογη κατάληξη από το Κακουργοδικείο. Για το λόγο δε αυτό, το Κακουργοδικείο δεν έκαμε δεκτή και την αντίθετη εκδοχή του εφεσείοντος, την οποία, εν πάση περιπτώσει, ορθώς απέρριψε και με βάση τους δικούς της όρους. Η τελευταία παρατήρηση δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/ΜΠ