ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ειρ. Παραδεισιώτη (κα), για την Εφεσείουσα, εκ μέρους του CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-05-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2020, 27/5/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B601

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 59/2020)

 

27 Μαΐου, 2021

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσείουσα,

 

ΚΑΙ

 

χχχ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσίβλητος.

_ _ _ _ _ _

 

Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με

 Ειρ. Παραδεισιώτη (κα), για την Εφεσείουσα, εκ μέρους του

 Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Ε. Ευσταθίου με Θ. Παπαχαραλάμπους (κα), για τον

 Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

 

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατηγορία συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Tάξεως Β, ήτοι ποσότητας 2878,20 γρ. κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και κατοχής ιχνών ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, ήτοι ίχνη MDMA. Αθωώθηκε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης στην κατηγορία της συνομωσίας, κάτι που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ενώ κλήθηκε σε απολογία για τις υπόλοιπες κατηγορίες και, τελικά, αθωώθηκε και σ΄ αυτές.

 

Στις 4.9.2017 και περί ώρα 20:30, στα πλαίσια επιχείρησης της ΥΚΑΝ, ανακόπηκε παρά τον κυκλικό κόμβο της Λεωφόρου Τσερίου, στη Λευκωσία, όχημα το οποίο οδηγείτο από το Ρ.Μ., φίλο του εφεσίβλητου, και στο οποίο επέβαινε ακόμη ένα άτομο, o Σ.Σ. Μετά από έρευνα εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ναρκωτικές ουσίες Tάξεως Β, ήτοι 2878,20 γρ. κάνναβης. Από τις έρευνες που ακολούθησαν συνδέθηκε επιστημονικά ο εφεσίβλητος. Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω έρευνες, όπου διαπιστώθηκε ότι, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, υπήρξαν πολλές τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ του Ρ.Μ. και του εφεσίβλητου. Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε υπόθεση εναντίον και των τριών πιο πάνω ατόμων, όμως, κατά την ημερομηνία που θα παραπεμπόταν η υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, ο εφεσίβλητος φυγοδίκησε, μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχές όπου και παρέμεινε για περίπου δύο μήνες. Ως εκ τούτου, τελικά καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσίβλητου η υπό κρίση υπόθεση, ενώ τα άλλα δύο πρόσωπα αντιμετώπισαν άλλη υπόθεση.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσής της η Κατηγορούσα Αρχή στηρίχθηκε στη μαρτυρία της Μ. Αυξεντίου, Xημικού στο Γενικό Χημείο του κράτους, ΜΚ1, της Γ/Αστ. 3χχ5 χχχ Ανδρέου, που υπηρετεί στο Εργαστήριο Διερεύνησης Σκηνής Εγκλημάτων και Εμφάνισης Αποτυπωμάτων του ΥΠ.Ε.ΓΕ, ΜΚ2, του Υπ/μου χχχ Τρισελιώτη, υπεύθυνου του Εργαστηρίου Δακτυλοσκοπίας, ΜΚ3, του Γ. Κοφτερού, λειτουργού της EPIC στον τομέα εκτέλεσης των διαταγμάτων πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, ΜΚ4, του Αστ. 2χχ4 χχχ Μιχαήλ, ΜΚ5, της Υπ/μου χχχ Ευαγγέλου, υπεύθυνης του κλιμακίου της ΥΚΑΝ Λευκωσίας, ΜΚ6 και του Δρα Μ. Καριόλου, υπεύθυνου του Εργαστηρίου δικανικής γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, ΜΚ7, καθώς και σε παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν. Αφού κλήθηκε σε απολογία ο εφεσίβλητος, στις τρεις από τις τέσσερεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, προέβη σε μακροσκελή ανώμοτη δήλωση και κάλεσε ως μάρτυρα τη σύζυγό του.

 

Η ουσία των θέσεων που προώθησε ο εφεσίβλητος ήταν ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στην υπόθεση. Γνωρίστηκε με τον Ρ.Μ. το 2012, όταν βρίσκονταν και οι δύο στις Κεντρικές Φυλακές, ως κατάδικοι, και έγιναν φίλοι. Όπως εξήγησε, ήταν από την ηλικία των 17 ετών χρήστης κάνναβης και έγινε πλήρως εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών σε ηλικία 18½ ετών. Παραθέτει λεπτομερώς τις προσπάθειες που έκανε για απεξάρτηση, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό, και πως απεξαρτήθηκε εντελώς από το 2010. Προηγουμένως ενεπλάκη σε υποθέσεις ως μεταφορέας ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, κατά την έκτιση της οποίας γνώρισε τον Ρ.Μ. και έκτοτε διατηρούν φιλικές σχέσεις. Το 2014 γνώρισε τη σύζυγό του, με την οποία παντρεύτηκαν το 2016 και απέκτησαν ένα γιο τον ίδιο χρόνο. Έκτοτε, δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με παράνομες δραστηριότητες. Ανέφερε ότι στις 2.9.2017 τον επισκέφθηκε ο Ρ.Μ., ο οποίος διέμενε στην Πάφο, στο σπίτι του στη Λευκωσία, όπου και συνέφαγαν στην παρουσία της συζύγου του. Στις 4.9.2017 ο Ρ.Μ. του τηλεφώνησε, ενώ βρισκόταν στην Πάφο, και του είπε ότι θα ερχόταν στη Λευκωσία για μια δουλειά και του ζήτησε να του εξηγήσει πού βρισκόταν η καφετέρια Starbucks. Ακολούθησαν και άλλα τηλεφωνήματα όταν βρισκόταν στο δρόμο προς Λευκωσία, αρχικά για να του πει ότι ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω του χωρισμού του από τη κοπέλα του και του ζητούσε να πει στη σύζυγό του να μεσολαβήσει. Όταν έφθασε στη Λευκωσία ακολούθησαν και άλλα τηλεφωνήματα, που   στόχο είχαν να του εξηγήσει πώς να πάει στον τόπο που ήθελε. Αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του Ρ.Μ. και δήλωσε ότι δεν ήρθε σε επαφή μαζί του στις 4.9.2017.

 

Η σύζυγος του εφεσίβλητου στη μαρτυρία της, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην επίσκεψη του Ρ.Μ. στο σπίτι τους στις 2.9.2017, την οποία ενέταξε στα πλαίσια των φιλικών τους σχέσεων, αρνούμενη κατά την αντεξέταση ότι εντασσόταν στα πλαίσια συνεννόησης με τον σύζυγό της και προετοιμασίας για τη διακίνηση των επίδικων ναρκωτικών. Αρνήθηκε, επίσης, υποβολή ότι στις 4.9.2017 πέρασαν από το σπίτι τους ο Ρ.Μ. και ο Σ.Σ. που επέβαινε του οχήματός του κατά την ανακοπή από την Αστυνομία και παρέλαβαν τα ναρκωτικά από τον εφεσίβλητο.

 

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, καθώς και τη μαρτυρία της συζύγου του εφεσείοντα, ΜΥ1, για την οποία έκρινε πως ήταν «ειλικρινής και κατέθεσε όσα γεγονότα είχαν περιέλθει στην αντίληψη της, χωρίς υπεκφυγές και χωρίς να τα παραποιήσει».

 

Αναφορικά με την ανώμοτη δήλωση του εφεσίβλητου, αφού έγινε αναφορά στη νομολογία, στη βάση της οποίας κρίνεται η αξία τέτοιων δηλώσεων, το Κακουργιοδικείο έκρινε ως πειστική τη θέση του πως έχει απεξαρτηθεί τα τελευταία χρόνια από τον εθισμό του στις ναρκωτικές ουσίες, καθώς επίσης και τη θέση του σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε μεταφέρει στην αποθήκη του διαμερίσματος της συζύγου του τη ζυγαριά ακριβείας που ανευρέθηκε, για την οποία έκρινε πως δε συνδέεται με τις επίδικες ναρκωτικές ουσίες, αντικείμενο των κατηγοριών 2 και 3, εφόσον τα ίχνη που ανιχνεύθηκαν αφορούσαν σε διαφορετική ναρκωτική ουσία. Έκρινε, τέλος, ως πειστική τη μαρτυρία του σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επισκέφθηκε το διαμέρισμά τους ο Ρ.Μ., στις 2.9.2017.

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε, όμως, ότι στερούνται πειστικότητας οι εξηγήσεις που έδωσε ο εφεσίβλητος για τη φυγοδικία του στην προηγηθείσα δικαστική διαδικασία, καθώς και τις εξηγήσεις όσον αφορά τις πολλές τηλεφωνικές κλήσεις που αντάλλαξε με τον Ρ.Μ. στις 4.9.2017.

 

Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια:

 

«1. Σε επιχείρηση της ΥΚΑΝ ημερομηνίας 04/09/2017 κατά την οποία ακινητοποιήθηκε όχημα στο οποίο επέβαιναν οι [Ρ.Μ. και Σ.Σ.], εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν 4 συσκευασίες με τις επίδικες ναρκωτικές ουσίες, ήτοι συνολικά 2 κιλά και 878,20 γρ. κάνναβης.

 

2.    Σε μια από τις 4 συσκευασίες («πακέτα») εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, προερχόμενο από τουλάχιστον 3 άτομα, με κύριο δότη τον Κατηγορούμενο. Το γενετικό προφίλ του Κατηγορούμενου ταυτίστηκε πλήρως με το υπό αναφορά γενετικό υλικό, το οποίο εντοπίστηκε στην εξωτερική πλευρά της καφέ κολλητικής ταινίας η οποία ήταν επικολλημένη περιμετρικά στο εξωτερικό νάϊλον σακούλι, στο οποίο υπήρχαν τα ναρκωτικά.

 

3.    Πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού εντοπίστηκε και στην ακάλυπτη εξωτερική επιφάνεια της νάϊλον σακούλας με την οποία ήταν περιτυλιγμένο το ίδιο «πακέτο». Το υπό αναφορά γενετικό υλικό δεν ταυτίστηκε στον απαιτούμενο βαθμό με το γενετικό προφίλ του Κατηγορούμενου.

 

4.    Από τις δαχτυλοσκοπικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν στα περιτυλίγματα των τεσσάρων, ως άνω πακέτων, δεν προέκυψε οποιαδήποτε σύνδεση του Κατηγορούμενου. Με βάση την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, εντοπίστηκαν δέκα αποτυπώματα, χωρίς να ταυτιστεί με οποιοδήποτε από αυτά ο Κατηγορούμενος. Συνδέθηκαν όμως οι [Ρ.Μ. και Σ.Σ.] αφού ταυτίστηκαν τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, σε έξι από τις δέκα δειγματοληψίες - πέντε του [Ρ.Μ.] και μία του [Σ.Σ.] - ενώ τα  υπόλοιπα τέσσερα ανήκαν σε τρίτα, άγνωστα πρόσωπα.

 

5.    Κατά την πιο πάνω ημερομηνία και καθόλο τον επίδικο χρόνο, ο Κατηγορούμενος βρισκόταν στο διαμέρισμα με τη σύζυγο του που βρίσκεται πλησίον του Εμπορικού Κέντρου (Mall) της Έγκωμης.

 

6.    Καθόλη τη διάρκεια της ημέρας εκείνης ο Κατηγορούμενος είχε ανταλλάξει πολλές τηλεφωνικές κλήσεις με τον [Ρ.Μ.], ο οποίος ήταν ο οδηγός του οχήματος εντός του οποίου εντοπίστηκαν οι επίδικες ναρκωτικές ουσίες, ήτοι τα 4 συσκευασμένα πακέτα με τη συνολική ποσότητα των 2 κιλών και 878,20 γρ. κάνναβης.

 

Συγκεκριμένα, με βάση τα Τεκμήρια 22(ε) και 29, αντάλλαξαν:

 

(α)   30 συνολικά κλήσεις, εκ των οποίων οι 6 ήταν ανεπιτυχείς, μεταξύ των ωρών 16:46-21:33, μέσω τηλεφωνικής σύνδεσης με τον παροχέα EPIC Ltd (MTN), χρησιμοποιώντας ο μεν Κατηγορούμενος τον αρ. 9699xxxx, ο δε [Ρ.Μ.] τον αρ. 9631xxxx.

 

(β)   10 συνολικά κλήσεις μέσω του παροχέα της CYTA, χρησιμοποιώντας ο μεν Κατηγορούμενος τον αρ. 9948xxxx (που ανήκε στη σύζυγο του αλλά τον χρησιμοποιούσε αποκλειστικά εκείνος), ο δε [Ρ.Μ.] τον αρ. 9946xxxx. Οι υπό αναφορά τηλεφωνικές κλήσεις πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ωρών 15:25-16:56.

 

7.    Οι [Ρ.Μ. και Σ.Σ], ως είναι παραδεκτό, είχαν αναχωρήσει από την Πάφο νωρίς το απόγευμα της ημέρας εκείνης, με όχημα ενοικίασης, το οποίο, όπως έχει αναφερθεί, ακινητοποιήθηκε παρά τον κυκλικό κόμβο της Λεωφόρου Τσερίου, γύρω στις 20:30. Αποτελεί εύρημα μας ότι την ημέρα εκείνη, οι [Ρ.Μ. και Σ.Σ.], δεν είχαν περάσει από την οικία του Κατηγορούμενου και της ΜΥ1 και δεν είχαν συναντηθεί με τον Κατηγορούμενο.

 

8.    Προκύπτει επίσης από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, ότι ο Κατηγορούμενος, ενώ γνώριζε ότι είχε καταχωρηθεί υπόθεση εναντίον του για παραπομπή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου για την παρούσα υπόθεση, παρέλειψε να εμφανιστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο την ημερομηνία που είχε οριστεί η υπόθεση για το σκοπό αυτό. Ειδικότερα, ο Κατηγορούμενος ενώ βρισκόταν στο χώρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εγκατέλειψε το Δικαστήριο, γνωρίζοντας ότι είχε καταχωρηθεί αναστολή άλλης υπόθεσης, προκειμένου να καταχωριστεί, την ίδια ημέρα, νέο κοινό κατηγορητήριο για παραπομπή του στο Κακουργιοδικείο, μαζί με τους [Ρ.Μ. και Σ.Σ.]. Εκδόθηκε, ως εκ τούτο ένταλμα σύλληψης εναντίον του στις 21/02/2018, το οποίο εκτελέστηκε στις 03/04/2018 (βλ. παραδεκτά γεγονότα Τεκμήριο 14).

 

9.    Όσον αφορά την κατηγορία 4, βρίσκουμε ότι κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία του Κατηγορούμενου και της ΜΥ1, στις 05/12/2017, βρέθηκε στην αποθήκη της οικίας η ζυγαριά ακριβείας Τεκμήριο 5, επί της οποίας ανιχνεύθηκαν από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το Κρατικό Χημείο, ίχνη (νανογραμμάρια) της ουσίας MDMA. Η υπό αναφορά ζυγαριά ανήκε στον Κατηγορούμενο, ο οποίος την χρησιμοποιούσε για να ζυγίζει τα ναρκωτικά που αγόραζε, όταν ήταν χρήστης σκληρών ναρκωτικών.

 

10. Αποδεχόμαστε, τέλος, ότι στις 02/09/2017, ο [Ρ.Μ.] είχε επισκεφθεί το σπίτι του Κατηγορούμενου και της συζύγου του, στα πλαίσια των φιλικών σχέσεων που διατηρούσαν, όπου και συνέφαγαν, ως αναφέρθηκε πιο πριν κατά την παράθεση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων.»

 

 

Το Κακουργιοδικείο, κατά την εξέταση των κατηγοριών της κατοχής και κατοχής με σκοπό τη προμήθεια των 2.878,20 γρ. κάνναβης (κατηγορίες 2 και 3 στο κατηγορητήριο), ορθά αναφέρθηκε στα συστατικά τους στοιχεία, ότι δηλαδή για το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η επίδικη ουσία είναι πράγματι ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β και ότι ο κατηγορούμενος κατείχε αυτή την ουσία, ενώ για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια απαιτείται να αποδειχθεί περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος είχε σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, είτε με μαρτυρία, είτε με ενεργοποίηση του τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 30Α του Ν.29/77, στη βάση του οποίου, όπου η ανευρεθείσα ποσότητα, προκειμένου περί ναρκωτικής ουσίας Τάξεως Β, υπερβαίνει τα 30 γρ. τεκμαίρεται ότι ο κατηγορούμενος την κατείχε με σκοπό να την προμηθεύσει σε άλλα άτομα, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο περί του αντιθέτου. Ως προς την κατοχή, αυτή υφίσταται όταν τα ναρκωτικά ευρίσκονται υπό τη φυσική φύλαξη του κατηγορούμενου ή υπό τον έλεγχό του. Ο δε έλεγχος υφίσταται όταν το πρόσωπο έχει τη δυνατότητα επέμβασης επί των ναρκωτικών ουσιών, είτε αποκλειστικά, είτε από κοινού με άλλα άτομα. Επιπρόσθετα, απαιτείται απόδειξη γνώσης της κατοχής και της φύσης του αντικειμένου η οποία, κατά κανόνα, συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Το Κακουργιοδικείο, στη συνέχεια, καθόρισε ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, τον εντοπισμό γενετικού υλικού του εφεσίβλητου στην εξωτερική πλευρά της καφέ κολλητικής ταινίας, η οποία ήταν επικολλημένη περιφερειακά στο ένα από τα τέσσερα σακούλια στο οποίο υπήρχαν τα επίδικα ναρκωτικά, τις επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τον Ρ.Μ. κατά τον επίδικο χρόνο, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος φυγοδίκησε για διάστημα δύο περίπου μηνών, γνωρίζοντας ότι εκκρεμούσε εναντίον του υπόθεση σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα.

 

Τελικά, το Κακουργιοδικείο ανέφερε τα ακόλουθα για τις δύο αυτές κατηγορίες:

 

«Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, ως προέκυψαν από την αξιόπιστη μαρτυρία, εκτιμούμε ότι τα ανωτέρω στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας δεν συγκροτούν τέτοια συνοχή, ώστε να οδηγούν στο μόνο λογικό συμπέρασμα ενοχής του Κατηγορουμένου.

 

Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο Κατηγορούμενος  είχε συναντηθεί με τους [Ρ.Μ. και Σ.Σ.], κατά τον επίδικο χρόνο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να μην είχε οποιαδήποτε ανάμιξη με τη συσκευασία των ναρκωτικών ουσιών και το γενετικό του υλικό να μεταφέρθηκε από τον [Ρ.Μ.] ή να εναποτέθηκε στην κολλητική ταινία εντελώς τυχαία σε ανύποπτο χρόνο».

 

Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία τις κατηγορίες 2 και 3 και αθώωσε τον εφεσίβλητο.

 

Η τελευταία κατηγορία αφορούσε την κατοχή ιχνών ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, ήτοι ίχνη MDMA. Το Κακουργιοδικείο τον αθώωσε και σε αυτή την κατηγορία, αφού έκρινε πως τα ίχνη που ανευρέθηκαν στη ζυγαριά ακριβείας που βρισκόταν στην αποθήκη της οικίας, έχοντας αποδεχθεί το μέρος της ανώμοτης δήλωσης του εφεσίβλητου ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες κατείχε την εν λόγω ζυγαριά και ότι είχε μεταφέρει αυτή μαζί με άλλα προσωπικά του αντικείμενα στο διαμέρισμα της συζύγου του το έτος 2016, θα ήταν άδικο να καταδικαζόταν για γεγονότα που έλαβαν χώρα πολλά χρόνια πριν, σε εντελώς άγνωστη και απροσδιόριστη ημερομηνία και για μία τόσο αμελητέα ποσότητα, η οποία εντοπίστηκε στο σπίτι του συμπτωματικά, κατόπιν έρευνας που αφορούσε τα γεγονότα της επίδικης υπόθεσης. Η αθώωση του εφεσίβλητου σε αυτή την κατηγορία, η οποία δεν συνδέεται με τις άλλες δύο, δεν προσβάλλεται με την έφεση και έτσι δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Με δύο λόγους έφεσης η Δημοκρατία προβάλλει πως «το Δικαστήριο απέκλεισε πλημμελώς και δεν έλαβε υπόψη καίρια αποσπάσματα από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα και εφάρμοσε λανθασμένα ή δεν έλαβε υπόψη σχετική νομολογία» (1ος λόγος) και πως «απόδειξη/μαρτυρία αποκλείστηκε πλημμελώς και/ή δεν λήφθηκε υπόψη στη βάση και σχετικής νομολογίας» (2ος λόγος).

 

Η κα Παπακυριακού, ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, εισηγήθηκε πως το Κακουργιοδικείο αγνόησε βασικές πτυχές της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Δρα Καριόλου, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένο συμπέρασμα ότι το πλήρες γενετικό υλικό που εντοπίστηκε πάνω στη συσκευασία των ναρκωτικών μπορούσε να μεταφερθεί με άλλο τρόπο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στην επίδικη συσκευασία ήταν πλήρες και, κατά συνέπεια, ο δότης του γενετικού υλικού δε θα μπορούσε να είναι κανένα άλλο πρόσωπο πλην του εφεσίβλητου. Ο Δρ Καριόλου επανέλαβε την εξέταση για το ίδιο δείγμα γενετικού υλικού για σκοπούς επιβεβαίωσης και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα περί πλήρους ταύτισης του εφεσίβλητου, χωρίς να απουσιάζει κανένα γενετικό χαρακτηριστικό. Ως προς το κατά πόσο υπήρξε άμεση ή έμμεση μεταφορά γενετικού υλικού, η μαρτυρία του θεμελίωνε επιστημονικώς την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ως προς την άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού από τον ίδιο τον εφεσίβλητο και όχι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, όπως λανθασμένα, κατά την εισήγηση, κατέληξε το Δικαστήριο. Προβάλλεται ότι έγινε λανθασμένη ανάλυση της μαρτυρίας περί γενετικού υλικού και πως το Κακουργιοδικείο ενήργησε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας προκειμένου να καταλήξει σε ευρήματα. Η ευπαίδευτη συνήγορος, τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης, όσο και προφορικά ενώπιόν μας, παρέπεμψε σε σχετικές αποφάσεις, τόσο κυπριακών όσο και αγγλικών δικαστηρίων, και εξήγησε τις θέσεις της με αναφορά σε αποσπάσματα από τη μαρτυρία του Δρα Καριόλου, καθώς και σε άλλα δεδομένα της υπόθεσης.

 

Ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης, παραπονείται η εφεσείουσα ότι το Δικαστήριο, αναφορικά με τη μη ανεύρεση δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσίβλητου, κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα, προβαίνοντας σε εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας επί του σημείου και δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του ΜΚ3, δακτυλοσκόπου.

 

Η κα Παπακυριακού με επιμέλεια ανέλυσε τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που υπήρχαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και οδηγούσαν, κατά την εισήγησή της, σε ενοχή του εφεσίβλητου. Εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο κατακερμάτισε τους κρίκους της αλυσίδας της περιστατικής μαρτυρίας, εξετάζοντας αποσπασματικά τα γεγονότα που τη συνιστούσαν, αντί να τα εξετάσει σωρευτικά.

 

Έχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή την προσαχθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. Με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος φέρεται να συνδέθηκε με την υπόθεση, λόγω της ανεύρεσης του γενετικού του υλικού πάνω στη συσκευασία των ναρκωτικών, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μαρτυρία του Δρα Καριόλου, ΜΚ7.

 

Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν ιδιαίτερα μακρά, τόσο στο στάδιο της κυρίως εξέτασης, όσο και της αντεξέτασης. Η ουσία της μαρτυρίας του είναι ότι εντοπίστηκε γενετικό υλικό του εφεσίβλητου στην εξωτερική πλευρά της καφέ κολλητικής ταινίας, η οποία ήταν επικολλημένη περιφερειακά στο σακούλι στη μία από τις τέσσερις συσκευασίες των επίδικων ναρκωτικών ουσιών. Επεξηγώντας τα ευρήματά του, ως αναφέρονται στις δύο εκθέσεις του, Τεκμ. 32 και 33, ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι, από τη δειγματοληψία που έγινε στην εξωτερική πλευρά της κολλητικής ταινίας, ανιχνεύθηκε μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού προερχόμενο από τουλάχιστον τρία άτομα, με κύριο δότη τον εφεσίβλητο. Επρόκειτο για ένα πλήρες γενετικό υλικό το οποίο παρουσιάζει όλα τα γενετικά χαρακτηριστικά (αλλήλια) του γενετικού προφίλ του εφεσίβλητου. Ως εκ τούτου, ο μάρτυρας κατέληξε ότι η εναπόθεση του συγκεκριμένου γενετικού υλικού από τον εφεσίβλητο ήταν άμεση και όχι έμμεση μέσω του Ρ.Μ., ως ήταν η θέση της υπεράσπισης. Στη δειγματοληψία της εσωτερικής πλευράς της κολλητικής ταινίας δεν εντοπίστηκε γενετικό του υλικό, ενώ στη δειγματοληψία της εξωτερικής ακάλυπτης επιφάνειας της νάιλον συσκευασίας, απομονώθηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού υλικού, για το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο εφεσίβλητος ήταν ένας από τους δότες. Όπως εξήγησε ο μάρτυρας, το γενετικό υλικό που ανιχνεύθηκε στην επιφάνεια της νάιλον συσκευασίας, δεν μπορεί να ταυτιστεί πλήρως με τον εφεσίβλητο, επειδή απουσιάζουν κάποια από τα γενετικά χαρακτηριστικά του (αλλήλια).

 

Προς υποστήριξη των συμπερασμάτων του ο μάρτυρας κατέθεσε και επεξήγησε τα ηλεκτροφερογράμματα (Τεκμ. 34) μαζί με σχετικό επεξηγηματικό σημείωμα (Τεκμ. 5) και κατάσταση με τα δείγματα «μάρτυρες» (Τεκμ. 36). Προς υποστήριξη της θέσης του ότι επρόκειτο για άμεση και όχι έμμεση εναπόθεση κατέθεσε αντίγραφο πρόσφατης μελέτης του εργαστηρίου του υπό τον τίτλο «Sex-specific age association with Primary DΝΑ transfer». Κατέθεσε, περαιτέρω, διάφορα άρθρα σχετικά με το ζήτημα της έμμεσης εναπόθεσης γενετικού υλικού, καθώς και διάφορα άλλα επιστημονικά άρθρα που του υποδείχθηκαν από το συνήγορο του εφεσίβλητου. Ο Δρ Καριόλου, εμμένοντας στη θέση του περί άμεσης εναπόθεσης του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου, ανέφερε πως είναι 21 φορές πιο πιθανό να ισχύει η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής έναντι της εκδοχής του εφεσίβλητου. Προχώρησε δε και υποστήριξε, μετά από σχετικές ερωτήσεις, συμπέρασμα, ότι ο εφεσίβλητος ήταν το πρόσωπο που είχε τοποθετήσει την κολλητική ταινία στην επίδικη συσκευασία ναρκωτικών.

 

Η μαρτυρία του Δρα Καριόλου έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, με μόνη επιφύλαξη την εκφρασθείσα από αυτόν άποψη ότι ο εφεσίβλητος ήταν το άτομο που τοποθέτησε την κολλητική ταινία επί της συσκευασίας των ναρκωτικών. Και αυτό, γιατί έκρινε πως αποτελούσε το έσχατο συμπέρασμα (ultimate issue) και δεν ήταν επιτρεπτό για το μάρτυρα να αναφερθεί σ΄ αυτό. Δεν ήταν, δηλαδή, ζήτημα που αφορούσε στην αξιοπιστία του εμπειρογνώμονα.

 

Κατά την εξέταση των κατηγοριών 2 και 3, το Κακουργιοδικείο, αφού εντόπισε στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας,  ήτοι, το γενετικό υλικό του εφεσίβλητου σε μία από τις τέσσερις συσκευασίες των επίδικων ναρκωτικών, τις επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες του εφεσίβλητου με τον Ρ.Μ. κατά τον επίδικο χρόνο, και το γεγονός ότι αυτός φυγοδίκησε για διάστημα δύο περίπου μηνών, ενώ γνώριζε ότι εκκρεμούσε εναντίον του υπόθεση σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα, εξέτασε κατά πόσο η σύνδεσή του με επιστημονική μαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής. Προς τούτο, αναφέρθηκε στη νομολογία που αναπτύχθηκε, σε συνάρτηση με το εγειρόμενο ζήτημα και, ειδικότερα, στην υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 687. Έκρινε, στη συνέχεια, πως δεν θα ήταν ασφαλές να στηριχθεί αποκλειστικά στην επιστημονική μαρτυρία για να καταδικάσει τον εφεσίβλητο στις κατηγορίες 2 και 3 για τους ακόλουθους λόγους:

 

«1. Το γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου εντοπίστηκε μόνο σε μία από τις τέσσερις συσκευασίες των επίδικων ναρκωτικών. Υποδεικνύεται πως, με βάση την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής (όπως συνάγεται τόσο από τη μαρτυρία του ΜΚ7, όσο και από τη γραμμή αντεξέτασης της συζύγου του Κατηγορούμενου (ΜΥ1) από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής) ο Κατηγορούμενος φέρεται ως το πρόσωπο που είχε προμηθεύσει τους [Ρ.Μ. και Σ.Σ.] με τις επίδικες ναρκωτικές ουσίες. Υπενθυμίζουμε ότι η κα Παπακυριακού, υπέβαλε στην ΜΥ1, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι [Ρ.Μ. και Σ.Σ.], λίγο προτού ανακοπεί το όχημα της από την Αστυνομία, είχαν περάσει από το σπίτι τους για να παραλάβουν από τον Κατηγορούμενο τα ναρκωτικά και ότι όντως ο Κατηγορούμενος τους παρέδωσε τις επίδικες ναρκωτικές ουσίες (βλ. πρακτικά ημερ. 06/02/2020, σελ. 11).

Εύλογα, συνεπώς, θα αναμενόταν ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του κατηγορούμενου και στις υπόλοιπες τρεις συσκευασίες, δεδομένου ότι, είτε είχε προβεί στη συσκευασία τους ο ίδιος - για να τις παραδώσει στα αναφερθέντα πρόσωπα - είτε τις είχε προμηθευτεί από αλλού και τις είχε στην κατοχή του, προτού τις παραδώσει στους [Ρ.Μ. και Σ.Σ.] στις 04/09/2017, σύμφωνα πάντα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.

 

2.    Όπως εύστοχα υπέδειξε ο συνήγορος του Κατηγορούμενου, πέραν των εξετάσεων DNA, διενεργήθηκαν και δαχτυλοσκοπικές εξετάσεις, χωρίς να ταυτιστεί οποιοδήποτε από τα 10 αποτυπώματα που είχαν εντοπιστεί επί των 4 συσκευασιών, με τον Κατηγορούμενο. Εάν, όμως, ο Κατηγορούμενος είχε προβεί στη συσκευασία των ναρκωτικών - με γυμνά χέρια, ώστε να είχε εναποτεθεί το γενετικό του υλικό στη μία από τις 4 συσκευασίες - θα ήταν πολύ πιθανό να εντοπίζονταν και τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Ως έχει ήδη αναφερθεί, οι [Ρ.Μ. και Σ.Σ.] ταυτοποιήθηκαν με έξι από τα δέκα αποτυπώματα.

 

Ας σημειωθεί ότι ο [Ρ.Μ] συνδέθηκε με δύο από τις συσκευασίες και από τις εξετάσεις DNA. Συγκεκριμένα, με βάση την πρώτη Έκθεση του ΜΚ7 (Τεκμήριο 32) εντοπίστηκε το πλήρες γενετικό του υλικό σε μία από τις συσκευασίες - άλλη από εκείνη με την οποία συνδέθηκε ο Κατηγορούμενος - (βλ. Συμπέρασμα 4), ενώ συνδέθηκε και αυτός με την εξωτερική ακάλυπτη επιφάνεια (νάιλον σακούλι) της ίδιας συσκευασίας με την οποία συνδέθηκε ο Κατηγορούμενος (βλ. Συμπέρασμα 7).

 

3. Η κολλητική ταινία δεν είναι προσωπικό αντικείμενο που ανήκε αποκλειστικά στον Κατηγορούμενο. Κατά αναλογία των όσων αναφέρθηκε στην Χρυσάνθου (ανωτέρω), δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να είχε μεταφερθεί το γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου σε άλλο, ανύποπτο χρόνο, δεδομένου ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ο Κατηγορούμενος είναι βέβαιο ότι δεν ήρθε σε επαφή με το αντικείμενο αυτό. Υποδεικνύεται πως με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος δεν είχε λάβει μέρος στη διακίνηση των ναρκωτικών κατά την επίδικη ημερομηνία (04/09/2017) ούτε είχε συναντηθεί με τους [Ρ.Μ. και Σ.Σ.] την ημερομηνία εκείνη.»

 

Το Δικαστήριο διαχώρισε, επίσης, την υπό κρίση υπόθεση από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (2010) 2 ΑΑΔ 525, όπου η καταδίκη του κατηγορούμενου στηρίχθηκε καθαρά σε εντοπισμό γενετικού υλικού του κατηγορούμενου, στη βάση, πρώτον, ότι σε εκείνη την υπόθεση το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε ήταν πολύ καλής ποιότητας, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση ήταν πολύ μικρής ποσότητας, προερχόμενο από τουλάχιστο τρία άτομα με κύριο δότη τον εφεσίβλητο και, δεύτερο, στην υπόθεση εκείνη «ο κ. Καριόλου καθόρισε την πιθανότητα να ανήκε σε άλλο πρόσωπο το γενετικό υλικό, παρά στον κατηγορούμενο σε μία προς 282 πεντάκις εκατομμύρια φορές. Στην υπό κρίση υπόθεση η στατιστική εκτίμηση που διατύπωσε δεν ήταν τόσο αμελητέα. Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, με παραπομπή στα πρακτικά, προσδιόρισε την πιθανότητα να ανήκε σε άλλο πρόσωπο, παρά στον κατηγορούμενο, σε 1 προς 21 φορές.».

 

Είναι προφανές ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο. Ο Δρ Καριόλου εξήγησε ότι η τιμή του λόγου της πιθανοφάνειας εκτιμάται στατιστικά και όταν είναι πάνω από 1 αυτό σημαίνει ότι υποστηρίζει τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής, σε αντίθεση με μία τιμή λόγου πιθανοφάνειας που είναι κάτω από 1, η οποία υποστηρίζει τη θέση της υπεράσπισης. Η θέση της υπεράσπισης τέθηκε πολύ συγκεκριμένα ότι ο εντοπισμός του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου θα πρέπει να οφείλεται σε έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού του από τον Ρ.Μ., ο οποίος δύο ημέρες προηγουμένως φιλοξενήθηκε στο σπίτι του εφεσίβλητου. Η αναφορά του μάρτυρα ως προς αυτό το σημείο ήταν ότι είναι 21 φορές πιο πιθανόν να ισχύει η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής έναντι της εκδοχής του εφεσίβλητου. Δηλαδή, η πιθανότητα το γενετικό υλικό να έχει εναποτεθεί στη συσκευασία από τον εφεσίβλητο έναντι της θέσης της υπεράσπισης ότι έχει εναποτεθεί το γενετικό υλικό του εφεσίβλητου στη συσκευασία από κάποιο άλλο πρόσωπο. Αυτό είναι διαφορετικό από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή η αναλογία αφορά την πιθανότητα να ανήκε το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στην επίδικη συσκευασία σε άλλο πρόσωπο παρά στον κατηγορούμενο, όπως ήταν τα γεγονότα στη Νικολάου. Όπως ορθά δε σημείωσε η κα Παπακυριακού ήταν παραδεκτό από την υπεράσπιση ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε ανήκε στον εφεσίβλητο. Ο Δρ Καριόλου εξέφρασε την άποψη ότι, σύμφωνα με την εικόνα των ηλεκτροφερογραμμάτων (Τεκμ. 34), ο εφεσίβλητος ήταν αυτός που χρησιμοποίησε την κολλητική ταινία που ήταν πάνω στην επίδικη συσκευασία, εναποθέτοντας με αυτό τον τρόπο άμεσα το γενετικό του υλικό.

 

Ο μάρτυρας ερωτήθηκε κατά την αντεξέταση (σελ. 192 των πρακτικών) για δευτερογενή μεταφορά:

 

«Ε. Όταν δίνει ο ένας εις τον άλλο την αλατιέρα, παίρνει το πιάτο, τα μαχαιροπίρουνα και ανταλλάζουν αντικείμενα στο τραπέζι δεν μεταφέρεται δευτερογενώς;

 

A.  Βεβαίως μεταφέρεται, κατά την άποψή μου δεν θα μεταφερθεί εκατόν τοις εκατόν ένα πλήρες γενετικό προφίλ.»

 

 

Περαιτέρω, στην ίδια βάση, απέκλεισε ο μάρτυρας την πιθανότητα να παρατηρηθεί το πλήρες γενετικό προφίλ του εφεσίβλητου ως αποτέλεσμα έμμεσης μεταφοράς σε ένα υποθετικό σενάριο όπου ο Ρ.Μ. και ο εφεσίβλητος ήταν μαζί στο χώρο όταν έγινε η συσκευασία και έκαναν προηγουμένως χειραψία.

  

Η μαρτυρία του Δρα Καριόλου υπήρξε σαφής ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε επί της επίδικης συσκευασίας ήταν πλήρες. Σχετική ήταν και η ανάλυση του μάρτυρα των ηλεκτροφερογραμμάτων που κατατέθηκαν, όπου στη σελ. 157 των πρακτικών, ανέφερε ότι «δεν απουσιάζει απολύτως κανένα γενετικό χαρακτηριστικό από τα γενετικά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στο παρειακό επίχρισμα του χχχ Νικολάου».

Σημαντικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι ο μάρτυρας επανέλαβε την ίδια εξέταση για σκοπούς επιβεβαίωσης και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, κάτι που δίδει εγκυρότητα στο αποτέλεσμα. Σχετική επί του ζητήματος αυτού είναι η αγγλική νομολογία, στην οποία μας παρέπεμψε η κα Παπακυριακού R. v. C [2010] EWCA Crim 2578 και R v. Broughton [2010] EWCA Crim. 549.

 

Η μαρτυρία του Δρα Καριόλου, όπως προαναφέρθηκε, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθα απόσπασμα από την απόφαση, όπου φαίνεται η αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα:

 

«Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή τη μαρτυρία του, έχοντας επίγνωση των εγγενών δυσκολιών κατανόησης του πολύ εξειδικευμένου τομέα της μοριακής γενετικής. Έχουμε, εν πρώτοις, πεισθεί ότι προέβη σε μια αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση της υπόθεσης και δεν διακρίναμε προσπάθεια να βοηθήσει με τη μαρτυρία του την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Η ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα του μάρτυρα, συνάγεται και από την αποδοχή του, ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει, έστω και χωρίς απόλυτη σιγουριά, ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ένας από τους δότες του μικτού γενετικού υλικού που εντοπίστηκε στην ακάλυπτη επιφάνεια της νάϊλον συσκευασίας. Τούτο,  όπως επεξήγησε, λόγω του γεγονότος ότι απουσίαζαν κάποια από τα γενετικά χαρακτηριστικά του.

 

Όσον αφορά τώρα τις διαπιστώσεις του, στο βαθμό που αμφισβητήθηκαν, έχουμε ικανοποιηθεί πλήρως ότι βασίστηκαν στα αποτελέσματα των εξετάσεων και είναι πλήρως δικαιολογημένες. Ειδικότερα και καθόσον αφορά το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στην εξωτερική πλευρά της καφέ κολλητικής ταινίας (βλ. συμπέρασμα 1 του Τεκμηρίου 33), εξήγησε με απόλυτη σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους συμπέρανε ότι ταυτίζεται πλήρως με το γενετικό προφίλ του Κατηγορούμενου. Παρέπεμψε συναφώς στο γενετικό προφίλ του Κατηγορούμενου και αντιπαρέβαλε τα γενετικά χαρακτηριστικά του με τα «αλλήλια» που παρουσιάζονται στα ηλεκτροφερογράμματα (Τεκμήριο 34), υποδεικνύοντας πως δεν απουσιάζει οποιοδήποτε από τα γενετικά χαρακτηριστικά του Κατηγορούμενου στη συγκεκριμένη δειγματοληψία.

 

Είναι γι΄ αυτό το λόγο, όπως εξήγησε, που εκτιμά ότι η εναπόθεση του υπό αναφοράν γενετικού υλικού ήταν πρωτογενής - άμεση - από τον Κατηγορούμενο και όχι δευτερογενής - έμμεση - μέσω του [Ρ.Μ.] ή άλλου τρίτου προσώπου.

 

Θεωρούμε κατάλληλο αυτό το σημείο να σχολιάσουμε τη θέση του ΜΚ7, ο οποίος - απαντώντας σχετική ερώτηση που του είχε υποβληθεί από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής - υποστήριξε πως ο Κατηγορούμενος ήταν το άτομο το οποίο χρησιμοποίησε την ταινία για να τυλίξει τη συσκευασία. Είναι πολύ καλά γνωστό πως δεν είναι έργο του Εμπειρογνώμονα να προβαίνει σε συμπεράσματα (ultimate issues) επαφίενται στην αποκλειστική κρίση του Δικαστηρίου (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 91/2017, ημερ. 02/05/2018), ECLI:CY:AD:2018:B214. Δεν ήταν, συνεπώς, επιτρεπτό για το μάρτυρα να προβεί σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Υποδεικνύεται, βέβαια, πως προέβη σε αυτή την τοποθέτηση, μετά από διευκρινιστική παρέμβαση του Δικαστηρίου, σε απάντηση σχετικής ερώτησης της κας Παπακυριακού, κατά πόσο το υπό αναφορά γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου θα μπορούσε να είχε εναποτεθεί με έμμεσο τρόπο. Η απάντηση του στην προηγηθείσα ερώτηση, ήταν μακροσκελής και κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Με όλα αυτά καταλήγω στο συμπέρασμα ότι είναι πιο πιθανό ο χχχ Νικολάου να χρησιμοποίησε αυτή την κολλητική ταινία για να τυλίξει αυτή τη συσκευασία, δηλαδή την ...., παρά ένα άλλο πρόσωπο».

 

Το Δικαστήριο, τότε, υπέδειξε στο μάρτυρα πως η ερώτηση ήταν κατά πόσο η εναπόθεση ήταν άμεση ή έμμεση και ο μάρτυρας απάντησε:

 

«Κατά την άποψή μου ήταν άμεση και ήταν το άτομο το οποίο χρησιμοποίησε την ταινία αυτή για να τυλίξει το αντικείμενο» (βλ. πρακτικά ημερ. 04/11/2019 σελ. 159-160)

 

Σε άλλα σημεία της μαρτυρίας του, ο μάρτυρας εξήγησε πως τα συμπεράσματα του στηρίζονται στο λόγο της πιθανοφάνειας. Σε ερώτηση του κ. Ευσταθίου κατά πόσο ο [Ρ.Μ.] μετέφερε το γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου επί της συσκευασίας, απάντησε:

 

«Από τις δικές μου εκτιμήσεις, αυτές οι δύο θέσεις όταν εκτιμήσω το λόγο της πιθανοφάνειας, είναι 21 φορές πιο πιθανό να υποστηρίζεται το σενάριο της Κατηγορούσας Αρχής έναντι του σεναρίου της Υπεράσπισης...»

 

(βλ. σελ. 12 των πρακτικών ημερ. 18/12/2019)

 

Η εκφρασθείσα, συνεπώς, άποψη του ΜΚ7 ότι ο Κατηγορούμενος ήταν το άτομο που τοποθέτησε την κολλητική ταινία, θα αγνοηθεί. Με την επιφύλαξη αυτή, αποδεχόμαστε τις υπόλοιπες θέσεις του ΜΚ7 ως τεκμηριωμένες και ορθές.»

 

 Ο εμπειρογνώμονας μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς του. Βεβαίως, το λεγόμενο «έσχατο συμπέρασμα» εναπόκειται στο Δικαστήριο. Με βάση νομολογία που αναπτύχθηκε στην Αγγλία, είναι επιτρεπτό για τον εμπειρογνώμονα να εκφράσει γνώμη αναφορικά με το «έσχατο συμπέρασμα», όμως ο δικαστής θα πρέπει να προειδοποιήσει τους ενόρκους ότι δεν δεσμεύονται από την γνώμη που εξέφρασε ο εμπειρογνώμονας (R. ν. Stockwell, 97 Cr.App.R. 425).

 

Εν προκειμένω, ο Δρ Καριόλου εξέφρασε γνώμη σε συνάρτηση με την τοποθέτηση της κολλητικής ταινίας επί της συσκευασίας των ναρκωτικών, βασιζόμενος στη θέση του ότι υπήρξε άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού του εφεσείοντα επί της εν λόγω ταινίας, για τους λόγους που εξήγησε σαφώς και κατ΄ επανάληψη, με τη μαρτυρία του αυτή να γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Αναπόδραστα, εφόσον η μαρτυρία του Δρα Καριόλου ως προς την άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου ήταν αποδεκτή, η έκφραση γνώμης ως προς το ποιος τοποθέτησε την κολλητική ταινία ήταν φυσικό επακόλουθο και το θέμα που εγέρθηκε ήταν μάλλον ζήτημα λεκτικού, χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Πέραν και ανεξάρτητα των πιο πάνω, η αναφορά που έκανε δε συνιστούσε, εν πάση περιπτώσει, διατύπωση άποψης αναφορικά με το έσχατο συμπέρασμα.

 

Παρά την ύπαρξη της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα που υποστήριζε την άμεση μεταφορά του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου επί της συσκευασίας και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης εξήγησης από την υπεράσπιση, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα το γενετικό προφίλ του εφεσίβλητου «να μεταφέρθηκε από τον [Ρ.Μ.] ή να εναποτέθηκε στην κολλητική ταινία εντελώς τυχαία σε ανύποπτο χρόνο». Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου αντιστρατεύεται την αποδοχή της μαρτυρίας του Δρα Καριόλου, η οποία απέκλειε ουσιαστικά την έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού.

Στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 746, όπου υπήρξε ταύτιση του γενετικού προφίλ του κατηγορουμένου με το γενετικό προφίλ που εντοπίστηκε στα εξαρτήματα της χειροβομβίδας, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην απουσία λογικής εξήγησης ως προς την ανεύρεση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στα συγκεκριμένα σημεία της χειροβομβίδας, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς το Κακουργοδικείο θα μπορούσε να στηριχθεί σε θεωρητικές πιθανολογήσεις ότι ο δράστης ήταν άλλος από τον εφεσείοντα. Για την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας μέσω γενετικού υλικού σχετική είναι η Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571

 

Σημειώνουμε πως δεν μπορεί το Δικαστήριο να αποφασίζει επί απομακρυσμένων πιθανοτήτων που δεν στοιχειοθετούνται. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Guruli v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. Αρ. 263/2017, ημερομηνίας 22.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B160:

 

«Είναι το κατάλληλο στάδιο να υπομνήσουμε ότι ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες, ούτε με θεωρίες που ευφάνταστα μπορεί να προωθήσει η υπεράσπιση, όπως και έγινε στην παρούσα περίπτωση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νικολάου (Αρ.1) 2010 2 ΑΑΔ 525). Όπως και η νομολογία μας επιτάσσει (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706), ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητά της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής, ανθρώπινης, εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές ή πιθανότητες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να προβληθούν στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Οι όποιες διαζευκτικές πιθανότητες θα πρέπει να είναι τέτοιες, που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.»

 

Εν προκειμένω, ο εφεσίβλητος στην μακράν ανώμοτη του δήλωση δεν έδωσε καμία εξήγηση για το πως βρέθηκε το γενετικό του υλικό στην κολλητική ταινία, ούτε και αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο περιστατικό που να δημιουργεί υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να θεμελιωθεί εύρημα για έμμεση μεταφορά. Περιορίστηκε μόνο στο να αναφέρει ότι «όσον αφορά το DNA μου που βρέθηκε στην κολλητική ταινία, σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό και στο παιδί μου ότι δεν παράδωσα κανένα ναρκωτικό ούτε και συσκευασία στον [Ρ.Μ.]. Ο [Ρ.Μ.] δεν ήρθε στο σπίτι μου στις 4.9.2017, δεν ήρθα σε προσωπική επαφή μαζί του καθόλου». Η δε σύζυγος του ΜΥ1 ουδεμία αναφορά έκανε για το θέμα αυτό, ούτε της υποβλήθηκε οποιαδήποτε ερώτηση που να υποδηλώνει ότι τα υποθετικά σενάρια που τέθηκαν στο Δρα Καριόλου ως προς τη μεταφορά του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

 

Το Δικαστήριο διαφοροποιήθηκε από τη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) στη βάση του ότι στην υπόθεση εκείνη το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε ήταν πολύ καλής ποιότητας, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση ήταν πολύ μικρής ποσότητας. Με όλο το σεβασμό στην άποψη αυτή, θεωρούμε ότι το Δικαστήριο σύγκρινε δύο ανόμοια στοιχεία. Αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα έστω και μικρής ποσότητας γενετικού υλικού (Regina v. C [2010] EWCA Crim 2578).

 

Η μη ανεύρεση δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσίβλητου, σύμφωνα με τη νομολογία, απόρροια της κοινής λογικής, δεν οδηγεί στο αρνητικό συμπέρασμα ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με τα τεκμήρια (Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 32). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ3, δακτυλοσκόπου, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο «.εάν αγγίξει κάποιος σε μια επιφάνεια σε ένα αντικείμενο κάποτε μένουν τα αποτυπώματα του προσώπου αυτού που θα αγγίξει, κάποτε δεν μένουν». Παρά ταύτα, το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι θα αναμένετο να εντοπιστούν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσίβλητου στη συσκευασία. Αυτό σημαίνει ότι το Δικαστήριο ανέλαβε το ρόλο του εμπειρογνώμονα στο κατά πόσο έπρεπε να υπήρχαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα στη συσκευασία των ναρκωτικών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (2011) 2 ΑΑΔ 79).

Το Δικαστήριο, όπως προαναφέραμε, εντόπισε περιστατική μαρτυρία η οποία συνίστατο, πέραν από την ανεύρεση γενετικού υλικού, στη συσκευασία ενός από τα πακέτα που περιείχαν τα ναρκωτικά, την ανταλλαγή μεγάλου αριθμού τηλεφωνικών κλήσεων με το Ρ.Μ., κατά το χρόνο αμέσως πριν την ανακοπή του, και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δραπέτευσε στα κατεχόμενα όταν αντιμετώπισε διαδικασία παραπομπής στο Κακουργιοδικείο.

 

Ως προς τις αρχές που διέπουν τη φύση, τον τρόπο που αντικρίζεται και την αιτιώδη σχέση μεταξύ περιστατικής μαρτυρίας και ενοχής κατηγορούμενου, αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία και έχουν συνοψισθεί και αποτυπωθεί στο ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Παφίτης & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102,  119-120:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας  και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides vRepublic (1986) 2 C.L.R., 73 p. 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).

 

Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του. Οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της περιστατικής μαρτυρίας διατυπώνονται σωστά στην πρωτόδικη απόφαση. Ότι αμφισβητείται κυρίως, όπως έχει σημειωθεί, είναι η ύπαρξη της περιστατικής μαρτυρίας που κρίθηκε ότι τεκμηριώνει την ενοχή των εφεσειόντων.»

 

Η περιστατική μαρτυρία σύμφωνα με τη νομολογία αξιολογείται συνολικά με ενιαία προσέγγιση και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41 και Αγγελή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 70/2017, ημερομηνίας 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B90). Το κάθε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας μπορεί από μόνο του να μην είναι αρκετό για να οδηγήσει σε καταδίκη, αλλά το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας να οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλη ερμηνεία ή εξήγηση και μη ούσα συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων (Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662).

Στην υπόθεση Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 225 διευκρινίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Κατ' αναλογία και η ύπαρξη γενετικού υλικού παρόλο που είναι αρκετή από μόνη της για να οδηγήσει σε καταδίκη, αυτό δεν είναι απαραίτητο διότι η ύπαρξη του μπορεί να έχει λογική εξήγηση.  Τότε μόνο οδηγεί σε ενοχή, εφόσο η ύπαρξή του συνεκτιμούμενη με τα άλλα περιστατικά του εγκλήματος δεν αφήνει  λογικά περιθώριο για άλλη ερμηνεία ή εξήγηση. (Γιαννίδης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171 και Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 331)».

 

Αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας μέσω γενετικού υλικού σχετική είναι και η Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 571.

 

Η υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα και δεν μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό σημείο αναφοράς για την παρούσα. Σ΄ εκείνη την υπόθεση εντοπίστηκε από την Αστυνομία στην αποθήκη του σπιτιού των γονιών του εφεσείοντα ξηρή φυτική ύλη κάνναβης εντός δύο μεγάλων κυλινδρικών, πλαστικών δοχείων του είδους που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τροφίμων, τα οποία ήταν τοποθετημένα μέσα σε ανοικτό χαρτοκιβώτιο, πάνω σε δύο μαύρα νάιλον σακούλια. Απομονώθηκε γενετικό υλικό που ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του γενετικού υλικού του εφεσείοντα και άλλων αγνώστων προσώπων σε νάιλον διαφανές σακούλι που παρεμβάλλετο μεταξύ του δοχείου και του πώματός του από την πάνω πλευρά, όπως ήταν τοποθετημένο σε σημείο που καλυπτόταν από το πώμα. Στο άλλο νάιλον σακούλι και στα μαύρα σακούλια υπήρχε γενετικό υλικό προσώπων αγνώστων στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο εφεσείων είχε πρόσβαση στην αποθήκη εντός της οποίας βρισκόταν το σακούλι με τα ναρκωτικά, καθώς και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Δεν υπήρχε μαρτυρία για την ύπαρξη γενετικού υλικού του στην επιφάνεια των δοχείων, ούτε εντοπίστηκε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να τον συνδέσει με το περιεχόμενό τους. Η καταδίκη του, η οποία στηρίχθηκε στην ύπαρξη του πιο πάνω μικτού γενετικού του υλικού, ακυρώθηκε από το Εφετείο. Στη σελ. 699 της απόφασης αναφέρθηκαν τα ακόλουθα επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα:

 

«Η ύπαρξη του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο σακούλι μπορούσε, εφόσον επρόκειτο για μεταφερόμενο αντικείμενο, να συμβιβαστεί με επαφή του εφεσείοντα με το σακούλι σε κάποιο άλλο, άσχετο με τα ναρκωτικά, χρονικό σημείο.

 

Ως εκ της φύσης του, το σακούλι ήταν ουδέτερο και μη προσωπικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διάφορα άτομα για ποικίλους σκοπούς. Όπως τονίστηκε από το δικαστή Lord Hamilton στην υπόθεση Maguire v. HM Advocate  2003 S.L.T. 1307, με αναφορά σε υποθέσεις όπου μαρτυρία η οποία συνίστατο σε δακτυλικά αποτυπώματα ή σε άλλη παρόμοια περιστατική μαρτυρία θεωρήθηκε αδύναμη να οδηγήσει σε καταδίκη, πολλά εξαρτώνται από τη φύση του αντικειμένου στο οποίο εντοπίζεται το αποτύπωμα ή ο συνδετικός με τον κατηγορούμενο κρίκος (identifying link) και τη σχέση του με το χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος. Η ευκολία (readiness) με την οποία ένας κατηγορούμενος μπορεί αθώα να είχε έρθει σε επαφή με ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να είναι τέτοια που,  ακόμα και στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης εκ μέρους του, να μην μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα επαρκούς σύνδεσης μεταξύ του και του εγκλήματος (Βλ επίσης Campbell v. HM Advocate 2008 S.C.L. 1245).»

 

Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Το γενετικό υλικό του εφεσίβλητου ανευρέθηκε στην κολλητική ταινία με την οποία ήταν περιτυλιγμένη η μία συσκευασία εντός της οποίας υπήρχαν ναρκωτικά. Η κολλητική ταινία αποτελεί αντικείμενο διαφορετικής φύσης και χρήσης από το σακούλι επί του οποίου ανευρέθηκε το γενετικό υλικό του εφεσείοντα στη Χρυσάνθου. Το σακούλι, ως αντικείμενο καθημερινής χρήσης, μπορεί να επιμολυνθεί με το γενετικό υλικό κάποιου χωρίς το πρόσωπο αυτό να μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του την περίπτωση. Η κολλητική ταινία δεν αποτελεί αντικείμενο καθημερινής χρήσης και ο εφεσείων δεν είχε επικαλεστεί χρήση οποιασδήποτε κολλητικής ταινίας. Επίσης, στη Χρυσάνθου, οι περιστάσεις δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο άμεσης εναπόθεσης γενετικού υλικού κατά αθώο τρόπο και σε ανύποπτο χρόνο, ενώ εδώ, σε περίπτωση άμεσης εναπόθεσης, το συμπέρασμα ότι ο ίδιος περιτύλιξε ή είχε επαφή με το πακέτο των ναρκωτικών, ήταν αναπόφευκτο. Το γενετικό υλικό που ανευρέθηκε στην κολλητική ταινία ήταν πλήρες και, με βάση την επιστημονική μαρτυρία του Δρα Καριόλου, είναι 21 φορές πιο πιθανό να επρόκειτο για άμεση, παρά έμμεση, επαφή. Δε δόθηκε καμία εξήγηση από την υπεράσπιση, ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία που να υποστηρίξει τα υποθετικά σενάρια που τέθηκαν στο Δρα Καριόλου κατά την αντεξέτασή του, με στόχο να υποστηριχτεί η έμμεση μεταφορά του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου στην κολλητική ταινία.

 

Τα πιο πάνω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς την άμεση εναπόθεση του γενετικού υλικού του εφεσίβλητου επί της εν λόγω κολλητικής ταινίας.

 

Επιπρόσθετα, ο Ρ.Μ. και ο εφεσίβλητος αντάλλαξαν 40 τηλεφωνήματα κατά τον επίδικο χρόνο, τα οποία περιελάμβαναν τόσο τηλεφωνήματα που έγιναν από τον Ρ.Μ. προς τον εφεσίβλητο, όσο και αντίστροφα, για τα οποία η εξήγηση που δόθηκε από τον εφεσίβλητο δεν έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο. Από δε τις κυψέλες, μέσω των οποίων έγιναν τα τηλεφωνήματα, προκύπτει μία πορεία του Ρ.Μ. από την είσοδο της Λευκωσίας προς την περιοχή που διαμένει ο εφεσίβλητος και πίσω προς την έξοδο από τη Λευκωσία, όπου έγινε η ανακοπή. Ο μεγάλος αριθμός τηλεφωνημάτων, πολλά από τα οποία αφορούσαν εξερχόμενες κλήσεις του εφεσίβλητου που δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν στη βάση της θέσης ότι αφορούσαν κατευθυντήριες οδηγίες προς τον τόπο που ήθελε να μεταβεί ο Ρ.Μ. κατά τον επίδικο χρόνο προ της ανακοπής, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επιχείρηση των ναρκωτικών. Η δε αποδοχή της μαρτυρίας της συζύγου του εφεσίβλητου ότι στις 4.9.2017 βρισκόταν στο σπίτι μαζί του και, συνεπώς, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να είχε συναντηθεί με τον Ρ.Μ., δεν αποκλείει την παράδοση των ναρκωτικών στον Ρ.Μ., με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ή ότι αφέθησαν κάπου για να τα παραλάβει.

 

Η μαρτυρία του Δρα Καριόλου, ορθά εκτιμούμενη, καταδεικνύει με βεβαιότητα ότι σε χρόνο προγενέστερο της σύλληψης του Ρ.Μ. ο εφεσίβλητος είχε στη φυσική κατοχή του τα ναρκωτικά. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να τεκμηριώσει την εκ μέρους του κατοχή και λόγω της ποσότητας των ναρκωτικών και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια. Η κατάληξη αυτή υποστηρίζεται έτι περαιτέρω από την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Κατά πόσο ο εφεσίβλητος διατήρησε τη φυσική κατοχή τους μέχρι που τα παρέλαβε ο Ρ.Μ., παραμένει άγνωστο. Σε κάθε όμως περίπτωση αναμφίβολα διατήρησε τον έλεγχο τους. Συνεπώς στοιχειοθετείται κατ΄αυτόν τον τρόπο η νομική κατοχή κατά το χρόνο που αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

 

Το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω, περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου να φυγοδικήσει κατά τη διαδικασία παραπομπής του στο Κακουργιοδικείο, δεν άφηνε περιθώρια λογικής αμφιβολίας ότι ο εφεσείων ενεπλέκετο στη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσίβλητο στις αντίστοιχες κατηγορίες της κατοχής και κατοχής με σκοπό τη προμήθεια των ανευρεθέντων ναρκωτικών.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταδικαστική απόφαση. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 2 και 3.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο