ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Αθ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για τον Εφεσείοντα. Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-05-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΛΙΛΛΗΤΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 194/2020, 17/5/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B199

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 194/2020)

 

17 Μαίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων

       v.

 

XXX ΛΙΛΛΗΤΟΥ,

Εφεσίβλητου

_________________________

Αθ. Παπανικολάου, Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για τον Εφεσείοντα.

                  

Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

              

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex Tempore)

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας τρεις κατηγορίες, οι οποίες εδράζονταν στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154.  Η πρώτη κατηγορία αφορούσε σε βαριά σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 231, η δεύτερη σε επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 και η τρίτη σε απειλή κατά παράβαση του άρθρου 91Α.   Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο Εφεσίβλητος στις 5.7.2016 και περί ώρα 18.30, παράνομα προκάλεσε βαριά και πραγματική σωματική βλάβη στον Α από το xxx xxx, εντός της ταβέρνας «xxx», στην Επαρχία Λάρνακας.  Περαιτέρω, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο, απείλησε τον xxx Αγαπίου ότι θα του έκανε κακό με παράνομη  πράξη λέγοντας του «Πεζεβέγκη θα σε σκοτώσω».

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε ως μάρτυρα τον Αστυφύλακα 1xx1, xxx Χαραλάμπους, και τον

 

ίδιο τον παραπονούμενο, xxx Αγαπίου.  Μετά που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεση της, η Υπεράσπιση υπέβαλε εισήγηση ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου.  Ανάμεσα στους λόγους που είχε εισηγηθεί ήταν και το γεγονός ότι ο παραπονούμενος δεν ανέφερε στο Δικαστήριο ότι αυτός που του επιτέθηκε και τον απείλησε, ήταν το πρόσωπο που ήταν εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου, υπονοώντας βεβαίως τον Εφεσίβλητο, ο οποίος βρισκόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή την εισήγηση της Υπεράσπισης, και κατ΄ επέκταση αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσίβλητο.   Διαβάζουμε τα ακόλουθα από την απόφαση του:

 

«Στην υπό εξέταση περίπτωση εντελώς αντικειμενικά ιδωμένη η μαρτυρία που έχει προσφερθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και συγκεκριμένα η μαρτυρία του παραπονούμενου, αναφέρεται σε μια επίθεση την οποία έχει δεχθεί ο παραπονούμενος, η οποία όμως δεν έχει διασυνθεθεί με οποιονδήποτε τρόπο με τον ενώπιόν μου κατηγορούμενο.  Δεν θα  μπορούσα να καλέσω τον κατηγορούμενο σε απολογία προκειμένου να μου επιβεβαιώσει είτε αν είναι ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, είτε αν είναι το άτομο που κατ΄ ισχυρισμό επιτέθηκε στον παραπονούμενο και δεν έχω και ψήγμα μαρτυρίας ούτε από τον άλλο μάρτυρα, τον κύριο Χαραλάμπους, η οποία έστω και αυτή η μαρτυρία θα ήταν υποβοηθητική στο μέτρο και στον βαθμό που επιτρέπεται σ΄ αυτό το στάδιο ότι ο κατηγορούμενος εδώ είναι το άτομο για το οποίο έχουν γίνει οι καταγγελίες.  Στο μέτρο και στον βαθμό αυτόν που δεν υπάρχει διασύνδεση του κατηγορούμενου ως το άτομο το οποίο επιτέθηκε στον παραπονούμενο, δεν θα μπορούσα ως ήδη αναφέρω και με βάση τις αρχές που έχουν τεθεί στην Λοίζου ν. Αστυνομια (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 να τον καλέσω σε απολογία.»    

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το Νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.    Ήταν η  θέση του πως είχε δοθεί μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση της οποίας ο Εφεσίβλητος φερόταν να είναι το πρόσωπο που επιτέθηκε στον παραπονούμενο.  

 

Ως γνωστόν, εκ πρώτης όψεως υπόθεση δεν στοιχειοθετείται:

 

(α)  Όταν δεν υπάρχει μαρτυρία για συστατικό στοιχείο του αδικήματος ή

 

(β)  Όταν η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτήν για να καταδικάσει ένα κατηγορούμενο.

 

Δεν είναι στο στάδιο που η Κατηγορούσα Αρχή κλείνει την υπόθεση της, που αποφασίζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί η ενοχή ενός Κατηγορουμένου.  Ούτε βεβαίως έχει τέτοιο βάρος η Κατηγορούσα Αρχή στο στάδιο αυτό.  Το βάρος που έχει είναι να προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία να δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 ΑΑΔ, 9).  Στην   Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 ΑΑΔ, 82, 86-87 λέχθηκε πως: «Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορουμένου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο, σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση το Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας»  (Azinas and Another v. Police (1981) 2 CLR, 9, Fournides v. Republic (1986) 2 CLR, 73, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ, 133, Γιάγκου (Λεμονά) ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ, 382, Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ, 191, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ, 515,  Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαλήλ (2010) 2 ΑΑΔ, 87 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.α. (2012) 2 ΑΑΔ, 851).

 

Βρίσκουμε, ότι η έφεση είναι βάσιμη, και επικροτούμε τη στάση που τήρησε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, ο οποίος δεν υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.  Ο παραπονούμενος, καταθέτοντας ενόρκως, είχε υιοθετήσει το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του που έδωσε στην Αστυνομία, όπου σ΄ αυτήν έλεγε και τα ακόλουθα:  

«Διαμένω στο xxx xxx Λάρνακας και είμαι ιδιωτικός υπάλληλος σε εταιρεία αλουμινίων.  Στις 5.7.2016 και περίπου η ώρα 18.00 ήρθα στη Λάρνακα από τη δουλειά μου για να ψωνίσω και πήγα στην ταβέρνα ο «xxx» που την έχει ο Χ. για να πιώ καμιά μπύρα.  Στην ταβέρνα του «xxx» πήγα μερικές φορές στο παρελθόν για να περάσει η ώρα μου.  Πήγα και έκατσα στην ταβέρνα και παράγγειλα μια μπύρα και μετά από 10  λεπτά που ήμουν εκεί, ο Χ. που έχει την ταβέρνα, ήρθε προς το μέρος μου, στάθηκε μπροστά μου και άρχισε να μου λέει ότι επήγα στην καλαμαρού τη Δ. που έχει την ταβέρνα απέναντι που του «xxx» και τον εκατηγόρησα ότι οι μεζέδες που βάζει στο φαί του είναι μικρές.  Με πλησίασε και άρχισε να μου φωνάζει επανειλημμένα «μπεζεβέγκη θα σε σκοτώσω».  Εγώ δεν το έβρισα και το μόνο που του είπα είναι ότι δεν τον κατηγόρησα.  Καθώς εκαθόμουν ο Χ. με κτύπησε με το χέρι του στο αριστερό μου αυτί και μετά άρχισε να με κτυπά με μπουνιές στο κεφάλι και στον αριστερό ώμο  και στήθος μου.   Από τα κτυπήματα έπεσα κάτω και σηκώθηκα μονομιάς και ο Χ. μου ξανακτύπησε και ξανάπεσα. ...».      

 

 

Πέραν όμως από την πιο πάνω μαρτυρία του παραπονούμενου, και ο ίδιος ο Εφεσίβλητος στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ως ύποπτος για τα συγκεκριμένα αδικήματα, παραδέχθηκε πως ήταν εντός της ταβέρνας του τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, και ότι στην ταβέρνα του αφίχθηκε ο παραπονούμενος, ο οποίος του παραπονέθηκε λέγοντας του ότι «..το φαί σου εν ακριβό».  Ο Εφεσίβλητος τότε του ανέφερε «. να πάεις κάπου που έσσει πιο φτηνά».  Σύμφωνα πάντα με τον Εφεσίβλητο, ο παραπονούμενος του εφώναξε μέσα στην ταβέρνα του «ππουστοπεζέβεγκε».     Ο Εφεσίβλητος του είπε να φύγει από την ταβέρνα και μάλιστα προσπάθησε να πάρει από τον παραπονούμενο το ποτήρι και το μπουκάλι με την μπύρα.   Ο παραπονούμενος όμως  «έπιασε την μπουκάλα τζιαι επίε να μου τη γυρίσει.   Εγώ έπιασα του το χέρι του να με μου κτυπήσει τζαι εππέσαμε τζιαι οι δυό χαμέ.  Μετά κάποιοι πελάτες  μας εχώρισαν τζιαι τζίνον επήραν τον στο αυτοκίνητο του.  Τούτα εγίναν τζίνην την ημέραν».   

 

Υπό το φως της πιο πάνω προσαχθείσας μαρτυρίας, καθίσταται σαφές πως δεν ετίθετο θέμα προσκόμισης άλλης μαρτυρίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής για το κατά πόσο ο Εφεσίβλητος ήταν ή όχι το πρόσωπο που επιτέθηκε στον παραπονούμενο.    Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στην Ποινική Έφεση αρ. 7/15, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου, απόφαση ημερ. 16.12.2015.   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

 

«Ο εφεσίβλητος σε κανένα στάδιο δεν αμφισβήτησε  ότι ήταν παρών στο επεισόδιο.  Ήταν όμως η θέση του, όπως την προέβαλε στην κατάθεσή του προς την αστυνομία και όπως την έθεσε ο δικηγόρος του αντεξετάζοντας τους παραπονούμενους, ότι είναι οι παραπονούμενοι που είχαν εκδηλώσει απειλητικές διαθέσεις εναντίον του και ότι το μόνο που έκανε ήταν να σπρώξει ελαφρώς τον ΜΚ1 όταν ο τελευταίος προσπάθησε να τον κτυπήσει.  ...»

 

 

Τα ίδια ισχύουν και εδώ, και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.    Όσον αφορά στις σωματικές βλάβες να σημειώσουμε ότι ο παραπονούμενος λίγες ημέρες μετά την κατ΄ ισχυρισμόν επίθεση, εξετάστηκε από χειρουργό ωτορινολαρυγγολόγο ο οποίος διαπίστωσε «διάτρηση τυμπάνου η οποία πιθανότατα να προκλήθηκε λόγω ξυλοδαρμού προ δύο βδομάδων περίπου» (τεκμήριο 4 ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου).

 

Η πρωτόδικη απόφαση, ημερ. 21.10.2020, ακυρώνεται.  Ενόψει της διαπίστωσης μας ότι ο Εφεσείων έχει αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου, η διαδικασία να συνεχίσει, το συντομότερο δυνατόν, ενώπιον του ίδιου Δικαστή, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ποινικής Δικονομίας.

 

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο