ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Γ. Λοίζου για Κ. Λοίζου amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Α. Μιχαήλ (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-05-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο AL KHATEB v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2020, 20/5/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B196

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 168/2020)

 

20 Μαΐου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

xxx  AL  KHATEB,

Εφεσείων

       v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

_________________________

Γ. Λοίζου για Κ. Λοίζου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

                  

Α. Μιχαήλ (κα) εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε στις 17.9.2020, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, την κράτηση του Εφεσείοντα για 4 ημέρες για διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων, σε σχέση με τα ακόλουθα ποινικά αδικήματα, για τα οποία γίνεται ρητή πρόνοια στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, και τα οποία η Αστυνομία θεωρούσε ότι είχαν διαπραχθεί μεταξύ 1.11.2019-10.9.2020:

 

1.   Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος.

2.   Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

3.   Παράνομη κατοχή και μεταφορά επιθετικού οργάνου.

4.   Παρακίνηση για διάπραξη ποινικού αδικήματος, και

5.   Απειλή.

 

Έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του, ότι υπήρχαν στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της διάπραξης των αδικημάτων για τα οποία εζητείτο η κράτηση του Εφεσείοντα.  Έκρινε, ακόμη, στη βάση και πάλι της προσαχθείσας μαρτυρίας, και με αναφορά σε Νομολογία, ότι προέκυπταν εύλογες υπόνοιες για ανάμειξη του Εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα.   Τέλος, αφού βρήκε ότι υπήρχε ανακριτικό έργο που έπρεπε να διεκπεραιωθεί, αποφάσισε ότι η κράτηση του Εφεσείοντα για διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων, έπρεπε να διαταχθεί.   Για τους λόγους που παραθέτει, βρήκε ότι ο χρόνος των 6 ημερών που ζητούσε η Αστυνομία ήταν υπερβολικός, και έτσι εξέδωσε διάταγμα για 4 ημέρες, χρονική περίοδο που βρήκε δικαιολογημένη, «για να διερευνηθεί πλήρως και ολοκληρωμένα η υπόθεση».  

 

Ο Εφεσείων, ο οποίος να σημειωθεί ότι κατά το χρόνο εκδίκασης της έφεσης δεν τελούσε υπό κράτηση, με δύο λόγους έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης.   Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αναφέρει ότι κακώς το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του χωρίς προηγουμένως να δώσει το δικαίωμα στο συνήγορο του Εφεσείοντα που τον εκπροσωπούσε, να αγορεύσει επί του αιτήματος της Αστυνομίας.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αναφέρει ότι εσφαλμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο βρήκε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει η Νομολογία για την έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης.

 

Ξεκινούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης.  Έχουμε μελετήσει τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, και εκείνο που έχουμε διαπιστώσει είναι ότι μόλις ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του Αστυφύλακα 3xx1, xxx Κυριάκου, που η Αστυνομία είχε καλέσει για να υποστηρίξει το αίτημα προσωποκράτησης (και ο οποίος είχε αντεξεταστεί), το Επαρχιακό Δικαστήριο άρχισε αμέσως να απαγγέλλει την απόφαση του, χωρίς να ερωτήσει τους δικηγόρους κατά πόσο ήθελαν να αγορεύσουν επί του αιτήματος.   Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Εφεσίβλητης παραδέχθηκε ενώπιον μας πως ήταν παράλειψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου που δεν έδωσε το δικαίωμα στους δικηγόρους να αγορεύσουν μετά που προσκομίστηκε η μαρτυρία.   Ωστόσο, ήταν η θέση της πως αυτή η παράλειψη δεν επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία.

 

Στη Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) ΑΑΔ, 1222, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος έχει ως πρώτυπο το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που επίσης ενσωματώνεται στο ημεδαπό δίκαιο με τον κυρωτικό Νόμο 39/62. Η έννοια της δίκαιης δίκης όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξυπακούει δικαίωμα παρουσίας του διαδίκου κατά τη δίκη του, καθώς και ευκαιρίας αντιπαράθεσης τόσο μαρτυρίας όσο και επιχειρηματολογίας προς τις θέσεις του αντιδίκου καθώς και δικαίωμα σχολιασμού της μαρτυρίας που κατατίθεται στο δικαστήριο. (Βλ. Fawcett, "The application of the European Convention on Human Rights, και Jacobs, "The European Convention on Human Rights" αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 6 της Συνθήκης).

Στο πλαίσιο του δικού μας δικαστικού συστήματος το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την παροχή λογικής ευκαιρίας για την υποβολή της τελικής αγόρευσης. Άλλη πτυχή της δίκαιης δίκης είναι η παροχή ίσων ευκαιριών στους διαδίκους για ανάπτυξη των θέσεων τους, γνωστή ως ισότητα των όπλων που περιλαμβάνει το δικαίωμα εκάστου διαδίκου να υποβάλει την τελική του αγόρευση.

Το άρθρο 30.3 (β) αποτελεί πτυχή της έννοιας της δίκαιης δίκης και διασφαλίζει ρητά το δικαίωμα προβολής της υπόθεσης του διαδίκου μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια της διαδικασίας περιλαμβανομένων και των τελικών αγορεύσεων (Βλ. Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Η αποστέρηση του δικαιώματος αυτού από τον εφεσείοντα αναίρεσε τη δίκη λόγω μη διασφάλισης των εχεγγύων της δίκαιης δίκης οπόταν η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί

    (Η υπογράμμιση γίνεται από το Εφετείο)

 

 

 

Η υπόθεση Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ ν. Lumian Ltd κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ, 343, στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, δεν βοηθά.   Εκεί η ποινική υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για τελικές αγορεύσεις.   Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγόρου δεν εμφανίστηκε την ημερομηνία και ώρα που ήταν ορισμένη, με αποτέλεσμα το Πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την υπόθεση.  Ο Κατήγορος καταχώρισε έφεση εναντίον της απορριπτικής απόφασης.   Το Εφετείο σημείωσε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξήγησε και δεν παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους η απουσία του Κατηγόρου, επέβαλλε την απόρριψη της ποινικής υπόθεσης.   Με αναφορά και στη Γρηγορίου (πιο πάνω), βρήκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να άκουε μόνο την αγόρευση του Κατηγορουμένου και να αποφάσιζε αναλόγως, και όχι να απορρίψει την υπόθεση.  Με άλλα λόγια, ουσιαστικά βρήκε πως η παράλειψη του Κατηγόρου να εμφανιστεί ενδεχομένως να ισοδυναμούσε με απεμπόληση του δικαιώματος του να αγορεύσει, δικαίωμα βεβαίως που του είχε δοθεί.

 

Να επαναλάβουμε πως τα επίδικα θέματα σε μια αίτηση προσωποκράτησης, είναι το γνήσιο και εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας, και η αναγκαιότητα κράτησης του υπόπτου για σκοπούς αστυνομικών ανακρίσεων (Δημητριάδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ, 312).    Η δικαστική διαδικασία προσωποκράτησης είναι δυνατό να οδηγήσει τελικά σε στέρηση της ελευθερίας υπόπτου, θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 11.1 του Συντάγματος μας.  Έτσι, στην υπόθεση Costas Tsirides v. The Police (1973) 2 CLR, 204, λέχθηκε πως «.the District Courts, as well as the Supreme Court, have to approach with all possible care cases of this nature».   

 

Για το δικαίωμα υπόπτου να εκπροσωπείται από συνήγορο της δικής του επιλογής, θα πρέπει να πούμε πως αυτό υπάρχει όχι μόνο στο στάδιο της διαδικασίας προσωποκράτησης αλλά από το στάδιο της σύλληψης του (Άρθρο 11.4 του Συντάγματος).    Εδώ, ο Εφεσείων δήλωσε μέσω του συνηγόρου που τον εκπροσώπησε πρωτόδικα, ότι είχε ένσταση στην κράτηση του.   Μάλιστα, αντεξέτασε, μέσω του συνηγόρου του, τον  μάρτυρα της Αστυνομίας, τόσο για το γνήσιο και εύλογο των υπονοιών όσο και για τον χρόνο για τον οποίο η Αστυνομία ζητούσε την κράτηση του.

 

Βρίσκουμε πως  με τον τρόπο που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στέρησε από τον Εφεσείοντα, ο οποίος είχε ένσταση στην κράτηση του, το δικαίωμα του να επιχειρηματολογήσει στη βάση του τεθέντος μαρτυρικού υλικού και του ισχύοντος δικαίου.   Με άλλα λόγια, του στέρησε το δικαίωμα να σχολιάσει την προσαχθείσα μαρτυρία (περιλαμβανομένης και αυτής που προέκυψε από την αντεξέταση του μάρτυρα), και να υποστηρίξει ενώπιον του πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος προσωποκράτησης.    Κατ΄  επέκταση βρίσκουμε ότι ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης. 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι βάσιμος, και δεν χρειάζεται να εξετάσουμε κατά πόσο ευσταθεί ή όχι ο δεύτερος λόγος έφεσης. 

 

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η απόφαση ημερ. 17.9.2020, με την οποία διατάχθηκε η προσωποκράτηση του Εφεσείοντα, ακυρώνεται.  

           

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                 Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο