ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Ρενέ Μάρκου (κα) για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Άγις Χαραλάμπους για M. Kyprianou and Co LLC, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-04-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο FODEN TRUCKS LTD v. J amp;amp; S PETROL STATION LTD, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2020, 20/4/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B157

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 75/2020)

 

20 Απριλίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

FODEN TRUCKS LTD,

Εφεσείουσα

       v.

 

J & S PETROL STATION LTD,

Εφεσίβλητης

_________________________

Ρενέ Μάρκου (κα) για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.                

Άγις Χαραλάμπους για M. Kyprianou and Co LLC, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

              

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:     Καταχωρίστηκε, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ιδιωτική ποινική υπόθεση από την παραπονούμενη εταιρεία J & S Petrol Station Ltd (Εφεσίβλητη) εναντίον της εταιρείας Foden Trucks Ltd (Εφεσείουσας) και του Διευθυντή της Α. Κωνσταντίνου,  σε σχέση με επιταγές χωρίς αντίκρυσμα που κατ΄ ισχυρισμόν εξέδωσε η Εφεσείουσα προς όφελος της Εφεσίβλητης.  Ο Διευθυντής της Εφεσείουσας αντιμετώπισε υπό την πιο πάνω ιδιότητα του αντίστοιχες κατηγορίες, η δε ευθύνη του αφορούσε σε «παροχή συνδρομής και/ή συμβουλής και/ή παρακίνησης προς την Εφεσείουσα όπως μη εξοφλήσει τις επίδικες επιταγές».    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, βρήκε ότι ο Διευθυντής της Εφεσείουσας (που τότε ήταν κατηγορούμενος 2) έλεγε την αλήθεια.   Όπως καταγράφει στην απόφαση του:  «Ο κατηγορούμενος 2 έχει κάνει καλή εντύπωση στο Δικαστήριο.   Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε υπέγραψε τις επίδικες επιταγές και αποδέχομαι τον εν λόγω ισχυρισμό του ο οποίος όχι μόνο δεν αντικρούεται από αντίθετη μαρτυρία αλλά ακόμη περισσότερο επιβεβαιώνεται και από τη σχετική και αναντίλεκτη επί του θέματος μαρτυρία του Μ.Υ. 2».     Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τι κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την ένορκη μαρτυρία που έδωσε ο Διευθυντής της Εφεσείουσας εταιρείας, και την οποία το Δικαστήριο, ως ελέχθη, βρήκε αξιόπιστη:  «.. Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε υπέγραψε τις επίδικες επιταγές Τεκμήρια 3-7 ούτε συμπλήρωσε οτιδήποτε σε αυτές αναφορικά με την ημερομηνία, το όνομα του δικαιούχου τους ή το ποσό ολογράφως ή αριθμητικά.   Ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει ποιος συμπλήρωσε και υπέγραψε τις επίδικες επιταγές.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι η υπογραφή που φαίνεται στις επιταγές έχει πλαστογραφηθεί».       

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βρήκε ότι ο Μ.Υ. 2 ήταν πραγματογνώμων (γραφολόγος), αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του, για να καταλήξει ως εξής σε σχέση με τον εν λόγω μάρτυρα: «Αποδέχομαι τη μαρτυρία του από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν είναι το πρόσωπο το οποίο υπέγραψε τις επίδικες επιταγές».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον Διευθυντή της κατηγορούμενης εταιρείας σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ενώ έκρινε ένοχη την εταιρεία στις αντίστοιχες κατηγορίες που η ίδια αντιμετώπιζε.    Η τελευταία με την υπό εκδίκαση έφεση, θεωρεί ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή εξέδωσε τις επίδικες επιταγές είναι «εντελώς αυθαίρετη, αναιτιολόγητη και πλημμελής».   Είναι η θέση της ότι στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξέλειπε το συστατικό στοιχείο της έκδοσης των επίδικων επιταγών.  Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην έφεση: «Το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη στιγμή που αποφάσισε ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε τις επίδικες επιταγές, αθωώνοντας τον, δεν είχε άλλη επιλογή από του να θεωρήσει ότι δεν αποδείχθηκε το συστατικό στοιχείο της έκδοσης των επίδικων επιταγών και να αθωώσει και την Εφεσείουσα-κατηγορούμενη 1».       

 

Να αναφέρουμε από τώρα πως ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι η Εφεσείουσα «εξέδωσε  και παρέδωσε στην παραπονούμενη τις πέντε επίδικες επιταγές έναντι νομίμου ανταλλάγματος ...».    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελ. 10 της απόφασης του, σημειώνει και τα ακόλουθα:   «Είναι νομολογημένο ότι τα επίδικα θέματα σε μια υπόθεση είναι όσα αποκρυσταλλώνονται από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία και μόνο όσα από αυτά έχουν αμφισβητηθεί.    Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητήθηκε η έκδοση των επιταγών.  Ότι αμφισβητήθηκε ήταν το κατά πόσο ο κατηγορούμενος 2 τις υπέγραψε».  

 

Με  κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τη θέση του ότι δεν αμφισβητήθηκε η έκδοση των επιταγών.  Αμφισβητήθηκε με τη μαρτυρία που έδωσε ο Διευθυντής της Εφεσείουσας και την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο, ως ελέχθη, βρήκε αξιόπιστη.  Τέλος, στις ποινικές υποθέσεις δεν υπάρχουν δικόγραφα όπως στις αστικές, στη βάση των οποίων καθορίζονται τα επίδικα θέματα.    Αυτός που καταχωρεί μια ποινική υπόθεση έχει και το βάρος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το ή τα ποινικά αδικήματα - αντικείμενο της ποινικής υπόθεσης.   Θα παραπέμψουμε για άλλη μια φορά στη Λοίζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ, 363, όπου ο Γ. Μ. Πικής, Δ. σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή.   Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι΄ αν είναι.   Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη.»

 

 

Στη Χ΄΄ Ιωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 ΑΑΔ, 62, η επίδικη επιταγή είχε εκδοθεί από λογαριασμό που διατηρούσε η Εφεσείουσα στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λάρνακας.   Κατά την ακροαματική διαδικασία η ίδια είχε αρνηθεί ότι υπέγραψε την επιταγή.   Ο παραπονούμενος δέχθηκε πως δεν γνώριζε ποιός την υπέγραψε.   Το Εφετείο κάνοντας δεκτή την έφεση της καταδικασθείσας κατηγορουμένης, ανέφερε πως από τη στιγμή που η Εφεσείουσα αρνήθηκε ότι υπέγραψε την επιταγή, ο Κατήγορος όφειλε να είχε αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την πατρότητα της υπογραφής.   Το γεγονός ότι η Εφεσείουσα διατηρούσε λογαριασμό στο εν λόγω Συνεργατικό, δεν συνιστούσε μαρτυρία αναφορικά με το πρόσωπο «που εξέδωσε στην πραγματικότητα την επίδικη επιταγή».

     

Με δεδομένο ότι εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουσιαστικά βρήκε ότι οι επίδικες επιταγές είχαν πλαστογραφηθεί στη βάση μαρτυρίας που βρήκε ότι ήταν αξιόπιστη, δεν ήταν δυνατό να καταλήξει ότι η Εφεσείουσα εταιρεία εξέδωσε τις επίδικες επιταγές.   Να σημειώσουμε ότι όταν ζητήσαμε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσίβλητης να μας πει ποια είναι η θέση της Εφεσίβλητης σε σχέση με το ποιος υπέγραψε τις επίδικες επιταγές, δεν πήραμε απάντηση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης στην προσπάθεια του να μας πείσει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή, μας παρέπεμψε και στην Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ, 5.     Η εν λόγω απόφαση, με κάθε σεβασμό, ουδόλως υποστηρίζει τις θέσεις της Εφεσίβλητης.   Εκεί υπήρχε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εταιρεία όταν υπέβαλλε την αναληθή δήλωση ενεργούσε μέσω του Διευθυντή της.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι  ορθά η εταιρεία εκρίθη ένοχη σε αδίκημα αυστηρής ευθύνης και ορθά αθωώθηκε ο Διευθυντής αυτής «εν όψει της απαίτησης του νόμου να υπάρχει στην περίπτωση του, ως συνεργού, τόσο πρόθεση συνέργειας όσο και γνώση των περιστάσεων του αδικήματος (National Coal Board v. Gamble (1959) 1 Q.B. 11)».

 

Εδώ, η Εφεσίβλητη καταχώρισε μια ποινική υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι η Εφεσείουσα εταιρεία εξέδωσε τις επίδικες επιταγές μέσω του Διευθυντή της-κατηγορούμενου 2, εναντίον του οποίου επίσης είχε προσάψει σχετικές κατηγορίες.    Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε, δεν μπορούσε να καταδικάσει ούτε την Εφεσείουσα εταιρεία.

 

Ως εκ τούτου βρίσκουμε ότι η έφεση είναι βάσιμη και επιτυγχάνει.  Η Εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπισε.   Οι χρηματικές ποινές που της επιβλήθηκαν και το διάταγμα εξόδων που εξεδόθη εναντίον της, ακυρώνονται.

 

Η Εφεσίβλητη καταδικάζεται σε €2.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, συμπεριλαμβανομένων στο εν λόγω ποσό και των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο