ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ROGALSKIY, Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2019, 9/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:D5
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Γ. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355
Κωνσταντίνου Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 583
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686
Ιωσήφ άγγελος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930
Π.Σ. ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 468, ECLI:CY:AD:2014:B426
Φραγκίσκου Αναστάσιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 833, ECLI:CY:AD:2015:B779
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ v. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, 15/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B241
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ v. Μ. Ι. ΜΙΧΑΗΛ, Ποινική Έφεση Αρ. 78/2019, 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B352
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:B177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 230/2019)
27 Απριλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
xxx ΚΑΡΑΟΛΗ,
Εφεσίβλητου.
Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος ήταν Διευθυντής της Εταιρείας Σ.Κ. ΟΙΚΟΑΙΣΘΗΣΗ ΛΤΔ. Τόσο η Εταιρεία, όσο και ο Εφεσίβλητος, παρέλειψαν να καταβάλουν οφειλόμενους φόρους, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο της καταχώρησης του Κατηγορητηρίου το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε €170.335,46. Κατά το στάδιο της πρώτης εμφάνισης, το οφειλόμενο υπόλοιπο είχε μειωθεί καταλήγοντας αρχικά στο ποσό των €87.506,81 ενώ στη συνέχεια, αφού μεσολάβησαν πληρωμές ύψους €3.000, το οφειλόμενο ποσό μειώθηκε περαιτέρω και κατέληξε στο ποσό των €84.506,81.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Ποινική Υπόθεση αρ. 4812/2016, κατόπιν παραδοχής του Εφεσίβλητου σε έξι συνολικά κατηγορίες που αντιμετώπιζε, του επέβαλε ποινές συντρέχουσας φυλάκισης τριών μηνών στην 1η, 5η και 6η Κατηγορίες, τις οποίες ανέστειλε για περίοδο τριών ετών, ενώ δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στις υπόλοιπες Κατηγορίες, ήτοι την 7η, 8η και 11η. Επιπλέον, εξέδωσε, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 46(12) του Νόμου, διάταγμα καταβολής των οφειλόμενων ποσών.
Με την παρούσα Έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ορθότητα της αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η αναστολή της φυλάκισης δεν δικαιολογείτο ούτε από τα προσωπικά περιστατικά του Εφεσίβλητου, αλλά ούτε και από τα σύνολο των περιστάσεων που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης να αποτελεί σφάλμα αρχής. Με αναφορά στις νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι υπήρχε συμμόρφωση σε μεγάλη έκταση, καθώς και το γεγονός της επαναδραστηριοποίησης της Εταιρείας που ήταν Κατηγορούμενη στην Ποινική Υπόθεση αρ. 4886/16, στην οποία ο Εφεσίβλητος ήτο ο μοναδικός μέτοχος και Διευθυντής, όπως στην παρούσα, στην πρώην συγκατηγορούμενη 1 Εταιρεία. Τόνισε, επίσης, ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη ως σχετικός παράγοντας για σκοπούς αναστολής της ποινής το γεγονός της έκδοσης εναντίον του Εφεσίβλητου από το δικαστήριο Διατάγματος είσπραξης των οφειλόμενων ποσών, βάσει του Άρθρου 46(12) του Νόμου. Σε ό,τι δε αφορά την παρέλευση επτά ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων, ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα επεσήμανε ότι, ενώ αυτό το γεγονός είχε θεωρηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ του Εφεσίβλητου στο πλαίσιο της ποινής λόγω του ότι, όπως το Δικαστήριο επεσήμανε, υπαίτιος για αυτή την καθυστέρηση ήταν ο ίδιος ο Εφεσίβλητος, εντούτοις έλαβε υπόψη του αυτό τον παράγοντα για σκοπούς αναστολής της ποινής.
Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου του Εφεσίβλητου, ο οποίος υποστήριξε ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής της ποινής εντός του πνεύματος και των αρχών της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να επιμετρήσει την ποινή έχοντας και διακριτική ευχέρεια να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της εφόσον, κατά την κρίση του, τούτο θα εδικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσίβλητου.
Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το είδος και το ύψος της αρμόζουσας ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι η ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική. (Αστυνομία ν. Αναστάση, Ποινική Έφεση αρ. 114/2019, ημερ. 11/7/2020). Σκοπός δεν είναι ο επανακαθορισμός της ποινής (Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016).
Το πιο κάτω απόσπασμα από την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέας Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 53/2017, ημερ. 15/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, συνοψίζει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε κατώτερο Δικαστήριο, ως ακολούθως:
«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»»
Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη, στην κάθε περίπτωση, τις περιστάσεις της υπόθεσης και του αδικοπραγούντα, με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Στο πλαίσιο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες, έχοντας υπόψη την εγκληματική συμπεριφορά του αδικοπραγούντος από τη μια και τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.
Η ευχέρεια που παρέχει ο Νόμος για αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ευρεία, με το εκδικάζον Δικαστήριο να έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής, περιλαμβανομένης της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Είναι στη βάση των πιο πάνω αρχών που εξετάζεται ο τρόπος που άσκησε την πιο πάνω εξουσία του το πρωτόδικο Δικαστήριο για να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας (Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468, ECLI:CY:AD:2014:B426, Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποινικές Εφέσεις αρ. 92/2017 και 93/2017, ημερ. 19/7/2019 και Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποινική Έφεση αρ. 78/2019, ημερ. 15/10/2020).
Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε αρχικά με το Ν.41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Ακολούθησε στη συνέχεια η τροποποίηση του με τον Ν.186(Ι)/2003 μέσω του οποίου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).
Όπως έχει τονισθεί την υπόθεση Άγγελος Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930:
«Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέληξε, στη βάση όλων των δεδομένων, ότι η αρμόζουσα, για τον Εφεσίβλητο, ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης, προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής των ποινών φυλάκισης που επέβαλε και αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής των ποινών για περίοδο τριών ετών στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι έχουν αλλάξει και μεταβληθεί οι προσωπικές περιστάσεις του 2ου κατηγορούμενου από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος (Αντώνης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 103) εφόσον πλέον η 1η κατηγορούμενη έχει επαναδραστηριοποιηθεί, αν και δειλά, με αποτέλεσμα ο 2ος κατηγορούμενος να έχει, αν και όχι σταθερά, κάποια εισοδήματα. Λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη ότι επιθυμία του ιδίου είναι να αποπληρώσει τις οφειλές του με δόσεις και το γεγονός ότι θα εκδοθεί και προς όφελος του[1] προσωπικά διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων ποσών. Λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη για την κατάληξη μου αυτή το γεγονός ότι έχουν παρέλθει 7 χρόνια από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι και σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή. Δεν παραγνωρίζω, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, ότι για την καθυστέρηση την μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι κατηγορούμενοι ................................................
Λαμβάνω επίσης, σε συσχετισμό με τα πιο πάνω, και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα την μεγάλη σε έκταση συμμόρφωση τους εφόσον κατέβαλαν ένα ποσό της τάξεως των €250.000 στα ταμεία του Κράτους. Πέραν των πιο πάνω λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις του 2ου κατηγορούμενου. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών, οικογενειακών και οικονομικών συνθηκών του 2ου κατηγορούμενου, κρίνω ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, του λευκού ποινικού μητρώου των Κατηγορουμένων και τον πρότερο έντιμο βίο τους αλλά και τη θέληση τους να προβούν σε μία νέα αρχή ώστε να ορθοποδήσουν οικονομικά αλλά και του διαρρεύσαντος χρόνου από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και την επιβολή της ποινής σε συσχετισμό με το γεγονός ότι θα εκδοθεί εναντίον όλων των κατηγορουμένων διάταγμα για είσπραξη του οφειλομένου ποσού αλλά και ότι επίκειται άμεσα η πώληση μίας οικίας του 2ου κατηγορούμενου όπου και το τίμημα της πώλησης θα δοθεί προς εξόφληση του υπολοίπου οφειλόμενου ποσού του κατηγορητηρίου, δύναμαι να ασκήσω τις εξουσίες που ο νόμος μου παρέχει και να αναστείλω την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον 2ο κατηγορούμενο. Σημειώνω ότι τα πιο πάνω γεγονότα ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί με οποιονδήποτε τρόπο από την κατηγορούσα αρχή.
Συνεπώς η ποινή φυλάκισης εναντίον του 2ου κατηγορούμενου αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών. Ο 2ος κατηγορούμενος να αφεθεί άμεσα ελεύθερος.»
Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη δυνατότητα αναστολής έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα σε μία εκ νέου θεώρηση των περιστάσεων διάπραξης των αδικημάτων, καθώς και των προσωπικών συνθηκών του Εφεσίβλητου, τονίζοντας, ιδιαίτερα, τη μεγάλη καθυστέρηση που παρήλθε - επτά χρόνια - από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία επιβολής της ποινής. Επεσήμανε ότι στην καθυστέρηση αυτή τη μεγαλύτερη ευθύνη έφερε ο Εφεσίβλητος. Βεβαίως εκείνο που πρέπει να επισημανθεί εν προκειμένω είναι ότι, ναι μεν οι αναβολές δόθηκαν κατόπιν δικού του αιτήματος και προς διευκόλυνση του, αλλά αυτό δεν απάλλαττε την Κατηγορούσα Αρχή από την υποχρέωση της για την προώθηση της διεκπεραίωσης της υπόθεσης το ταχύτερο.
Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε μεταβολή των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσίβλητου, ένεκα της δυνατότητας να έχει κάποια εισοδήματα από την επαναδραστηριοποίηση της εταιρείας του, η οποία ήταν Kατηγορούμενη στην Ποινική Υπόθεση αρ. 4886/2016 για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, και με αυτό τον τρόπο να κάνει, όπως το Δικαστήριο το έθεσε, «μία νέα αρχή» και να μπορέσει «να ορθοποδήσει οικονομικά», δεν θεωρούμε ότι κακώς ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι επρόκειτο για μία οικογενειακή επιχείρηση στην οποία ο Εφεσίβλητος ήταν ο μοναδικός μέτοχος και διευθυντής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντίκρισε το ζήτημα σφαιρικά και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για σκοπούς αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο, ότι η επαναδραστηριοποίηση του που θα βοηθούσε στην εξόφληση του λαβείν του Κράτους αφορούσε άλλη οικονομική του δραστηριότητα κάτω από άλλη νομική οντότητα. Και είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε το ζήτημα της επιθυμίας του Εφεσίβλητου για αποπληρωμή των οφειλών με δόσεις καθώς και το εκδοθέν εναντίον του διάταγμα είσπραξης των οφειλόμενων ποσών.
Ούτε θεωρούμε ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη η συμμόρφωση που υπήρξε μέσω της καταβολής ενός μεγάλου ποσού, έναντι των οφειλόμενων ποσών, λαμβάνοντας υπόψη ότι από το στάδιο της πρώτης κιόλας εμφάνισης ενώπιον του Δικαστηρίου είχε καταβληθεί ένα πολύ σημαντικό ποσό.
Το προεξάρχον, ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση στοιχείο ήταν η μεγάλη καθυστέρηση που μεσολάβησε από τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, έστω και αν και σε αυτή συνέδραμε η συμπεριφορά του ίδιου του Εφεσίβλητου. Το ότι η Κατηγορούσα Αρχή, ενώ είχε καταχωρήσει εγκαίρως, το 2013, Κατηγορητήριο αναφορικά με τα επίδικα αδικήματα, αποφάσισε στη συνέχεια να αναστείλει την υπόθεση για να δοθεί χρόνος αποπληρωμής των οφειλών στους Κατηγορούμενους, ένας εκ των οποίων ήταν ο Εφεσίβλητος, με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταχωρηθεί εκ νέου τρία χρόνια αργότερα, ουδόλως υποβαθμίζει τον παράγοντα της καθυστέρησης. Όπως εκ των πραγμάτων διεφάνη, ήταν απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να αποδεχθεί το αίτημα για παραχώρηση χρόνου, αποφασίζοντας, με αυτό τον τρόπο, να μην προωθήσει άμεσα την υπόθεση που είχε εξ' αρχής καταχωρήσει αλλά να την αναστείλει και να έρθει μετά από παρέλευση τριών χρόνων να καταχωρήσει νέο κατηγορητήριο για τα επίδικα αδικήματα.
Η παρέλευση μακρού χρόνου από της διάπραξης των επίδικων αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία της Ποινής, συνιστούσε, επομένως, ουσιώδη παράγοντα που, ορθώς, προσμέτρησε κατά ουσιαστικό τρόπο στην απόφαση του Δικαστηρίου να προχωρήσει με αναστολή της ποινής.
Στη βάση όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση στις σωστές παραμέτρους σταθμίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα. Στην επιλογή του να προχωρήσει με αναστολή της ποινής δεν διακρίνουμε να έχει παρεισδύσει οποιοδήποτε λάθος αρχής και, συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στον τρόπο που ασκήθηκε η δικαστική διακριτική ευχέρεια.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Προφανώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο εννοούσε «εναντίον του».