ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B167
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.174 /2019)
21 Απριλίου 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π. Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
xxx xxx EVIA
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
---------------
Ν. Χαραλαμπίδου (Κα), για την Εφεσείουσα.
Ε. Παπαγαπίου - Χρίστου (Κα), για τον Εφεσίβλητο.
--------------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα με δική της παραδοχή βρέθηκε ένοχη σε 15 κατηγορίες, με προεξάρχουσα την Κατηγορία 2, της εμπορίας παιδιού κατά παράβαση του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014 (Ν.60(Ι)/2014).[1] Τον Οκτώβριο του 2018, μαζί με άλλα πρόσωπα, με παροχή χρηματικού ποσού, παρέλαβαν και μετέφεραν και στέγασαν παιδί από τις Φιλιππίνες στη Δημοκρατία, με σκοπό την εκμετάλλευση του, δηλαδή την πραγματοποίηση παράνομης υιοθεσίας. Για αυτή την κατηγορία της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι χρόνων.
Οι υπόλοιπες κατηγορίες που παραδέχτηκε αφορούσαν στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων και την κυκλοφορία τους, στην πρόκληση εκτέλεσης τέτοιων και στην εξασφάλιση διαβατηρίου για το παιδί με ψευδείς παραστάσεις, όπως και στη δόση ψευδούς όρκου. Τα αδικήματα αυτά διαπράχτηκαν την περίοδο Ιουλίου - Νοεμβρίου του 2018 για την προώθηση του παράνομου σκοπού και γι' αυτά της επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές φυλάκισης, μέχρι και ένα χρόνο, όλες να συντρέχουν μεταξύ τους και με την ποινή που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του Κακουργιοδικείου με ένα λόγο έφεσης που αφορά στην ποινή που της επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2, της εμπορίας δηλαδή παιδιού. Είναι, κατά την εισήγηση της, υπερβολική και πολύ αυστηρή και προτάσσει ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του ή στον απαιτούμενο βαθμό τους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί πρόκυπταν από τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του. Στην αγόρευση της, η δικηγόρος της εισηγείται όπως αυτή μειωθεί κατά τουλάχιστο δύο χρόνια.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αποτυπώνονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου όπως ακριβώς είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή. Ό,τι για σκοπούς της έφεσης χρειάζεται να αποδοθεί, είναι το στίγμα της υπόθεσης, με τις βασικές παραμέτρους που αναδεικνύουν την επιδειχθείσα εγκληματικότητα σε σχέση με το αδίκημα της κατηγορίας της εμπορίας παιδιού.
Η Εφεσείουσα, που κατάγεται από τις Φιλιππίνες, πρωτοήλθε στην Κύπρο το 2014 και εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι των γονιών κάποιου άνδρα, που στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται ως ο Α. Αυτός είχε σύντροφο του ιδίου φύλου με τον οποίο είχε συνάψει γάμο στο εξωτερικό και το 2016 σύμφωνο συμβίωσης στην Κύπρο. Ήταν ο διακαής του πόθος να υιοθετήσει, με τον σύντροφο του, ένα παιδί, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό, αφού η νομοθεσία δεν το επιτρέπει στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Προς επίτευξη του σκοπού του, έπεισε την Εφεσείουσα να τον βοηθήσει και αυτή του έδωσε την πληροφόρηση ότι στη χώρα της υπάρχουν αρκετές γυναίκες που προσφέρουν τα παιδιά τους για υιοθεσία.
Το αδίκημα σχεδιάστηκε και η Εφεσείουσα άρχισε την υλοποίηση του τον Μάρτιο του 2017, όταν, κατόπιν σχετικής πληροφορίας από συγγενικό της πρόσωπο, μετέβηκε στις Φιλιππίνες όπου και γνώρισε μια φτωχή γυναίκα, στον τρίτο με τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της, η οποία, για δικούς της λόγους, επιθυμούσε να δώσει το παιδί που θα γεννούσε για υιοθεσία. Την έφερε σε επαφή με τον Α και συμφώνησαν όπως ο τελευταίος «υιοθετήσει» το παιδί. Η Εφεσείουσα επέστρεψε στη Κύπρο και απέστελλε €200 μηνιαία στην εγκυμονούσα, για την φροντίδα του εαυτού της και τα έξοδα της, χρήματα που της έδιδε ο Α. Επέστρεψε στις Φιλιππίνες όταν η κυοφορούσα επρόκειτο να γεννήσει. Μετέφερε μαζί της €2400 που της είχε δώσει ο Α, για τα έξοδα της, τα έξοδα της γέννας και την έκδοση του σχετικού πιστοποιητικού γέννησης. Από αυτά, €400 πληρώθηκαν στην κυοφορούσα. Ως μέρος του σχεδιασμού, η κυοφορούσα παρουσιάστηκε στο μαιευτήριο ως η Εφεσείουσα, ώστε να παρουσιαστεί ότι το νεογέννητο ήταν παιδί της Εφεσείουσας, προς διευκόλυνση του έκνομου σκοπού. Το παιδί γεννήθηκε την 27.7.2017. Η Εφεσείουσα παρέλαβε το νεογέννητο και το έθεσε υπό τη φροντίδα της μητέρας της, αφού η ίδια επέστρεψε στην Κύπρο. Απέστελλε στη μητέρα της για τη συντήρηση του παιδιού €300 μηνιαία, χρήματα που και πάλι της έδιδε ο Α. Αφού διευθετήθηκαν τα απαραίτητα, η Εφεσείουσα ταξίδευσε εκ νέου στις Φιλιππίνες και επέστρεψε στην Κύπρο με το παιδί την 8.10.2018.
Στην Κύπρο, το παιδί παρουσιάστηκε ως ο καρπός της δήθεν ερωτικής σχέσης του Α με την Εφεσείουσα. Οι διάφορες διεργασίες που είχαν προηγηθεί και ακολούθησαν προς εξαπάτηση των αρχών της Δημοκρατίας, στην έκταση που σε αυτές είχε εμπλοκή η Εφεσείουσα, αποτελούν το αντικείμενο των άλλων κατηγοριών που παραδέχτηκε και δεν αφορούν την έφεση.
Το αδίκημα εξιχνιάστηκε αφότου το Γραφείο Ευημερίας έδωσε σχετικές πληροφορίες στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, έχοντας προφανώς εκτιμήσει ως ύποπτη αίτηση του Α στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία αξίωνε την αποκλειστική γονική μέριμνα του παιδιού, ενδεχομένως γιατί στο παρελθόν είχε προβεί σε ενέργειες για υιοθεσία μαζί με το σύντροφο του.
Την 17.1.2019, εκδόθηκαν δικαστικά εντάλματα σύλληψης εναντίον της Εφεσείουσας, του Α και του συντρόφου του. Η Εφεσείουσα συνελήφθηκε και ανακρινόμενη αποκάλυψε το ρόλο που η ίδια διαδραμάτισε στα γεγονότα της υπόθεσης.
Για τον Α και τον σύντροφο του ανάφερε ότι από 15.1.2019, δηλαδή δύο ημέρες πριν την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, είχαν μεταβεί με το παιδί στις κατεχόμενες περιοχές και από εκεί ενδεχομένως στο εξωτερικό. Παραμένουν μέχρι σήμερα άφαντοι, όπως και το παιδί.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο, όπως το ίδιο σημειώνει, δεν είχε την ευκαιρία της άμεσης καθοδήγησης από εφετειακή απόφαση. Δεν έχει υποδειχτεί ότι υφίσταται, έστω και σήμερα, απόφαση με ανάλογα περιστατικά. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η σχετική νομοθεσία είναι σχετικά νέα. Είναι πρόδηλο ότι το Κακουργιοδικείο άντλησε καθοδήγηση από τις γενικότερες αρχές της νομολογίας και επιμέτρησε την ποινή με αφετηρία τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αντανακλάται στη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες, για τους οποίους η Εφεσείουσα παραπονείται ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη, καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και αναφέρεται ρητά ότι προσμέτρησαν στην κρίση του. Το παράπονο της Εφεσείουσας ότι, παρά την αναφορά, στην πραγματικότητα κάποιοι ή κάποιος μετριαστικός παράγοντας δεν λήφθηκε υπόψη θα μπορούσε να τεκμηριωθεί μόνο με την κατάδειξη ότι η ποινή δεν ήταν η αρμόζουσα στη βάση του συνόλου των δεδομένων της υπόθεσης και του προσώπου της.
Αναφέρεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές της περιστάσεις, τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, ότι εγκατέλειψε το σχολείο για να αναλάβει από νεαρή ηλικία εργασία και ότι σήμερα είναι μητέρα δύο ανήλικων παιδιών που διαμένουν με συγγενείς της στις Φιλιππίνες. Σημειώνεται ότι προσμέτρησε ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι είχε ενεργήσει κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση και ότι με καλή πρόθεση προσπάθησε να βοηθήσει τον Α, πιστεύοντας ότι το παιδί θα είχε μια καλύτερη ζωή κοντά του. Ακόμα, ότι δεν ήταν ο ιθύνον νους, αλλά είχε υποκινηθεί από τρίτους και ήταν το εκτελεστικό όργανο, χωρίς να αποκομίσει ουσιαστικό οικονομικό όφελος από την εμπλοκή της.
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη ότι είχε παραδεχτεί άμεσα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε παραδεχτεί την Κατηγορία 2 όταν αρχικά κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Την κατηγορία αυτή παραδέχτηκε πέντε μήνες μετά, αλλά προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία. Περαιτέρω, προσμέτρησε ως μετριαστικός παράγοντας ότι δεν είχαν διωχτεί τα άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα, με τη σημείωση ότι και ο δικηγόρος που την είχε εκπροσωπήσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου είχε αναγνωρίσει ότι υπήρχε πραγματική αδυναμία προσαγωγής τους ενώπιον της δικαιοσύνης.
Το άρθρο 10 του Ν.60(Ι)/2014 με τον τίτλο «Εμπορία παιδιών» προνοούσε ότι: «Όποιος στρατολογεί, μεταφέρει, μεταβιβάζει, υποθάλπτει ή παραλαμβάνει παιδί, ανταλλάσσει ή μεταβιβάζει τον έλεγχο επί του παιδιού αυτού, με σκοπό την εκμετάλλευσή του, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη».[2] Στο άρθρο 13 καταγράφονται περιστάσεις που θεωρούνται ως επιβαρυντικές, οι οποίες δεν υποδείχτηκε ότι ίσχυαν στην περίπτωση της Εφεσείουσας.
Ο Ν.60(Ι)/2014 θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ των οποίων και η Οδηγία 2011/36/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 2011. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτίμησε και καταγράφεται στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου της Οδηγίας ότι: «Η εμπορία ανθρώπων συνιστά σοβαρό έγκλημα, το οποίο διαπράττεται συχνά στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και απαγορεύεται ρητά από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί προτεραιότητα για την Ένωση και τα κράτη μέλη.» Στην παράγραφο 8 αναφέρεται ότι: «Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα από τους ενηλίκους και συνεπώς κινδυνεύουν περισσότερο να πέσουν θύματα εμπορίας ανθρώπων. Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού.»
Η εμπορία του ανθρώπου αναμφίβολα και είναι σοβαρό έγκλημα. Η εκμετάλλευση της ανέχειας, της έλλειψης ασφάλειας, των αντίξοων συνθηκών που μπορεί να βιώνει ένας συνάνθρωπος, γενικά της αδυναμίας του, είναι έγκλημα που αναδεικνύει την από μέρους του δράστη έλλειψη σεβασμού προς την αξιοπρέπεια, ακεραιότητα και την ιδία την ύπαρξη του ανθρώπου. Η εμπορία ανθρώπων έχει χαρακτηριστεί ως ένα φαινόμενο πολυδιάστατο που εξελίσσεται ταχέως και λαμβάνει συνεχώς νέες μορφές και που συνιστά παγκόσμιο πρόβλημα με πολιτικές, δικαιικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Αναγνωρίζεται διεθνώς ότι το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων χρήζει αντιμετώπισης όχι μέσω μεμονωμένης δράσης από κάθε κράτος, αλλά με ολοκληρωμένη προσέγγιση με ορισμό κοινών στοιχείων εγκληματικών πράξεων και ανάλογων αποτρεπτικών κυρώσεων.
Μεγαλύτερη έμφαση έχει δοθεί στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση (πορνεία, παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία), απότοκο της συχνότητας με την οποία τέτοια αδικήματα διαπράττονται, ωστόσο στο πεδίο εφαρμογής του όρου, εμπίπτουν και άλλες μορφές εκμετάλλευσης, μεταξύ των οποίων η καταναγκαστική εργασία, η στρατολόγηση μαχητών για ένοπλες συρράξεις, το εμπόριο οργάνων και ιστών και το εμπόριο βρεφών. Η εμπορία ανθρώπων αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και διεθνές ζήτημα, διότι σπάνια εξαντλείται εντός των συνόρων μίας χώρας, πλήττει δε τα περισσότερα κράτη της γης.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ismail, Ποιν. Έφ. 228-245 και 248-255/2015, ημερ.17.10.2016, αναφέρθηκε σε σχέση με την περίπτωση εμπορίας και εκμετάλλευσης γυναικών για σκοπούς πορνείας ότι: «Η εμπορία προσώπων αποτελεί μια σύγχρονη μάστιγα και στοχεύει στην εκμετάλλευση ευάλωτων ατόμων που σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής τυγχάνουν στυγνής μεταχείρισης από επιτήδεια άτομα, συνήθως στη βάση ενός οργανωμένου σχεδίου στο οποίο εμπλέκεται αριθμός ατόμων».
Επιτείνεται η σοβαρότητα του εγκλήματος όταν η εμπορία αφορά σε παιδιά, που εξ αντικειμένου αδυνατούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, με την παρανομία να αρχίζει πολλές φορές από την εκμετάλλευση των γονέων τους και να καταλήγει στην εκμετάλλευση της ζωής του παιδιού. Μια έκφανση του εγκλήματος της εμπορίας παιδιών αφορά τον ευαίσθητο τομέα της παράνομης υιοθεσίας,[3] που επιφέρει συνέπειες, συχνά μη αναστρέψιμες, για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η επίδικη περίπτωση είχε αυτά τα χαρακτηριστικά.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από την ιστοσελίδα του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, επεξηγούνται οι ποικίλες περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να προκύψει μια παράνομη υιοθεσία και οι συνέπειες που μπορεί να έχει στην ευημερία του παιδιού:
«Adoptions resulting from crimes such as abduction and sale of and trafficking in children, fraud in the declaration of adoptability, falsification of official documents or coercion, and any illicit activity or practice such as lack of proper consent by biological parents, improper financial gain by intermediaries and related corruption, constitute illegal adoptions and must be prohibited, criminalized and sanctioned as such.
Illegal adoptions violate multiple child rights norms and principles, including the best interests of the child, the principle of subsidiarity and the prohibition of improper financial gain. These principles are breached when the purpose of an adoption is to find a child for adoptive parents rather than a family for the child.»
Απόλυτα εύστοχη η τελευταία πρόταση που υποδεικνύει ότι όταν αντιστρέφονται οι προτεραιότητες καταπατούνται βασικές αρχές και αξίες και θα προσθέταμε υποθάλπτεται η παρανομία. Όταν δηλαδή δεν αναζητείται ανάδοχος για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ενός παιδιού για οικογένεια, αλλά αναζητείται ένα παιδί για να ικανοποιηθεί η επιθυμία των ανάδοχων γονέων να αποκτήσουν παιδί.
Το αδίκημα της εμπορίας παιδιού, που διαπράχτηκε τον Οκτώβριο του 2018 από την Εφεσείουσα, ήταν προσχεδιασμένο και μελετημένο. Η Εφεσείουσα είχε στη διάθεση της μεγάλο χρονικό περιθώριο, σε διάφορα στάδια, για να επανεξετάσει τις επιλογές της, χωρίς όμως να υπαναχωρήσει από τον παράνομο της σκοπό. Τα αποτελέσματα των ενεργειών της παραμένουν ενεργά. Δεν αποκαταστάθηκε η νομιμότητα. Άγνωστο που βρισκόταν κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής και μέχρι και σήμερα το παιδί και σε ποια κατάσταση. Με την καταδικαστέα συμπεριφορά της η Εφεσείουσα προδιάγραψε και ενδεχομένως έχει καθορίσει το μέλλον του. Το παιδί κατέληξε σε ζεύγος στο οποίο η νομοθεσία δεν επιτρέπει την υιοθεσία και σε κάθε περίπτωση, χωρίς να έχει ποτέ ελεγχθεί από τα αρμόδια τμήματα η καταλληλότητα των προσώπων που το ανάλαβαν, του Α και του συντρόφου του, να έχουν κάτω από τον έλεγχο και τη φροντίδα τους ένα παιδί. Το παιδί βρίσκεται μακριά από τους βιολογικούς του γονείς από της γέννησης του πριν σχεδόν τέσσερα χρόνια. Πιθανολογούμε υπό τη φύλαξη του Α και του συντρόφου του, με άγνωστες τις συνθήκες διαβίωσης του. Η ευημερία του παιδιού που είναι ο κυρίαρχος παράγοντας και το μέλημα, σε τέτοιες περιπτώσεις, των αρμοδίων αρχών του Κράτους, παραμένει ένα ερωτηματικό.
Έγινε αποδεχτό από το Κακουργιοδικείο ως ελαφρυντικό ότι η Εφεσείουσα δεν αποκόμισε ουσιαστικό οικονομικό όφελος από την εμπλοκή της στην υπόθεση, ωστόσο, όπως προέκυπτε από τα γεγονότα που εκτίθενται στην απόφαση του, τις περιστάσεις και το ψεύδος ότι η ίδια ήταν η βιολογική μητέρα του παιδιού με πατέρα τον Α, δηλαδή ότι ήταν μητέρα πολίτου της Δημοκρατίας, πρόβαλε δύο φορές για την προώθηση δικών της προσωπικών αιτημάτων στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Την πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2018 στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία και τη δεύτερη φορά όταν στη συνέχεια προσπαθούσε να εξασφαλίσει έγκριση για να ταξιδεύσει σε Ευρωπαϊκές χώρες με σκοπό να εργαστεί εκεί.
Η νομολογία έχει καθιερώσει ότι την ευθύνη του ποινικού μέτρου την έχει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο, (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 και Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 6/2014, ημερ. 21.11.2014 ). Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται εκεί όπου η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, ή άλλως πως αναδεικνύει σφάλμα αρχής, (Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785).
Είναι η κατάληξη μας ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική, ούτε και ως αυστηρή. Είναι πρόδηλο πως για να καταλήξει σε αυτή το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη κατά τρόπο ουσιαστικό όλους του μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν και επέδειξε επιείκεια. Έτσι δικαιολογείται η επιβολή ποινής μικρότερης του ενός τρίτου της προβλεπόμενης στο νόμο. Τα παράπονα της Εφεσείουσας είναι εντελώς αβάσιμα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
[1] Σήμερα, οι περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμοι του 2014 και 2019.
[2] Σήμερα προνοείται ως μέγιστη ποινή η διά βίου φυλάκιση (Ν.117(Ι)/2019), που δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση.
[3] Ph.Southwell, M. Brewer, B.Douglas-Jones QC, "Human Trafficking and Modern Slavery Law and Practice", 2η Έκδ., Bloomsbury Professional Law, 2020, παρ.1-24, σελ.14.