ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ATTORNEY-GENERAL ν. SCHIZAS (1983) 2 CLR 328
Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151
Δήμος Αγίας Νάπας ν. Πιερή Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Χριστοδούλουκαι Άλλων (2002) 2 ΑΑΔ 67
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου και Άλλων (2010) 2 ΑΑΔ 94
Λοϊζίδης Ανδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 2 ΑΑΔ 965, ECLI:CY:AD:2014:D981
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2019, 17/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:B390
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:B148
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 159/2020)
16 Απριλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσείουσα,
ν.
XXX ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσίβλητου.
Μ. Κουτσόφτας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Π. Μούζουρα (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.
Μ. Νεοφύτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στην παρούσα υπόθεση ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε συνολικά επτά κατηγορίες. Η μία κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης από εργοδότη, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 4, 7, 8, 9, 12, 30 και 35 του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου 205(Ι)/2002. Οι υπόλοιπες πέντε κατηγορίες αφορούσαν το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης εργαζομένου, κατά παράβαση των ίδιων προνοιών του πιο πάνω Νόμου και μία κατηγορία για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 64(Ι)/2009.
Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής τέσσερις μάρτυρες Κατηγορίας και για την Υπεράσπιση ο Εφεσίβλητος και άλλοι τρεις μάρτυρες Υπεράσπισης.
Το Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και εξαγωγής των συμπερασμάτων του, έκρινε ότι η μαρτυρία της Παραπονουμένης δεν ήταν τέτοια ώστε να μπορούσε με ασφάλεια να στηριχθεί στην εκδοχή της για να εξάξει ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα που να αποδεικνύουν, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο Εφεσίβλητος διέπραξε τις αποδιδόμενες σε αυτόν σεξουαλικές παρενοχλήσεις και, ως αποτέλεσμα, αθώωσε τον Εφεσίβλητο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Η πιο πάνω αθωωτική Απόφαση του Δικαστηρίου, ημερ. 31/8/2020, προσβλήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα με την υπό κρίση Έφεση, στη βάση δύο Λόγων ΄Εφεσης.
Τόσο με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης όσο και με το Δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το Νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, αναφορικά με τις Κατηγορίες 2, 4, 5, 6, 7, 8 και 9.
Όπως εξειδικεύεται στην αιτιολογία και των δύο Λόγων Έφεσης, κατά παράβαση των καλά καθιερωμένων αρχών, όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης ενός μάρτυρα και των κανόνων αξιολόγησης της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας, καθόσον αφορά τον πρώτο Λόγο Έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένα συμπεράσματα αθωώνοντας τον Εφεσίβλητο στις κατηγορίες 2, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 ενώ, καθόσον αφορά τον δεύτερο Λόγο Έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα προβαίνοντας σε αυθαίρετα συμπεράσματα, χωρίς να βασίζεται στην υπάρχουσα ενώπιον του μαρτυρία.
Οι Λόγοι Έφεσης, όπως έχουν συνταχθεί, φαινομενικά εντάσσονται στους λόγους έφεσης που είναι επιτρεπτή η καταχώρηση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα. Κατά τη συζήτηση, ωστόσο, της παρούσας Έφεσης προέκυψε ζήτημα κατά πόσο η υπό κρίση περίπτωση συνιστούσε συγκεκαλυμμένο τρόπο προσβολής της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, έτσι ώστε αυτή να τίθεται εκτός των προνοιών του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Επισημαίνεται ότι ζήτημα αναφορικά με το παραδεκτό της υπό εξέταση Έφεσης έθεσε και η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο στο Διάγραμμα Αγόρευσης της, με την οποία υποστήριξε ότι και οι δύο Λόγοι Έφεσης, αν και τυπικά προβάλλονται κάτω από το μανδύα των εδαφίων 1(α)(iii) του Άρθρου 137(1)(α), εντούτοις, η αιτιολογία και τα επιχειρήματα του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα προς υποστήριξη τους, δεν δικαιολογούν την ένταξη της παρούσας περίπτωσης στο προαναφερόμενο εδάφιο και ότι γι' αυτό το λόγο η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς την εξέταση της ουσίας της.
Το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155 πραγματεύεται της δυνατότητας και των ορίων άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου και/ή Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η εμβέλεια του εν λόγω Άρθρου έχει συζητηθεί και αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 και Λοϊζίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 2 Α.Α.Δ. 965, ECLI:CY:AD:2014:D981, καθώς και του Εφετείου στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. xxx Χρίστου, Ποινική Έφεση αρ. 20/2015, ημερ. 28/9/2017 και η πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παναγιώτου, Ποινική Έφεση αρ. 247/2019, ημερ. 17/11/2020.
Παρατίθεται αυτούσιο το άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155:
«137. - (1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(i) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής•
(ii) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε•
(iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων•
(iv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας•»
Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.[1]
Οι περιορισμοί που επιβάλλει το Άρθρο 137(1) αλλά και η ανάγκη για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρησή τους, ενόψει της φύσης του θέματος που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, έχουν επεξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.[2]
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (ανωτέρω) στις σελίδες 125 - 126:
«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων. Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται.»
Οι πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, εξετάστηκαν και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. xxx Χρίστου (ανωτέρω) στην οποία αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
«Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).
Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ΄Αρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).»
Με βάση το λεκτικό των Λόγων Έφεσης προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εντάσσει τους Λόγους Έφεσης στην παράγραφο (iii) του Άρθρου 137(1)(α), η οποία παρέχει δικαίωμα έφεσης οποτεδήποτε οι σχετικές διατάξεις του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης. Όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί στην νομολογία: «Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)). Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα.» [3]
Σύμφωνα με τη νομολογία το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης στη βάση της παραγράφου (iii) του πιο πάνω Άρθρου, περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου οι σχετικές διατάξεις του νόμου έτυχαν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης, δηλαδή στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. xxx Κυπριανού (2014) 2 Α.Α.Δ., ECLI:CY:AD:2014:D981 965, όταν η υποπαράγραφος (iii) προνοεί για πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των «πραγματικών γεγονότων», στη λέξη «πραγματικά» δεν θα μπορούσε να αποδοθεί άλλη έννοια από το ότι αυτά είναι τα καταληκτικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με γεγονότα επί των οποίων θα εφαρμοστεί στη συνέχεια, ο Νόμος. Πραγματικά γεγονότα, επομένως, είναι στην ουσία τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε αντιπαραβολή, για παράδειγμα, με τα ισχυριζόμενα γεγονότα τα οποία προέβαλλε η κάθε πλευρά υπό τύπο μαρτυρίας προς υποστήριξη των θέσεων εκάστης καλώντας το Δικαστήριο να τα υιοθετήσει.
Σε ό,τι αφορά τον Πρώτο Λόγο Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση των καλά καθιερωμένων αρχών αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης ενός μάρτυρα και της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας, προέβη σε εσφαλμένα συμπεράσματα αναφορικά με την αξιολόγηση της Παραπονούμενης.
Ως παραδείγματα τέτοιων σφαλμάτων ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παρέπεμψε σε δύο αποσπάσματα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπου στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Παραπονούμενης γίνεται αναφορά σε δύο παραδείγματα, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι επηρέαζαν την αξιοπιστία της εκδοχής της.
Το πρώτο απόσπασμα στη σελ. 55 της Απόφασης, έχοντας ως βάση την κατάθεση μιας φωτογραφίας που η Παραπονούμενη είχε βγάλει μαζί με τον Εφεσίβλητο στο γραφείο του τελευταίου, οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον ακόλουθο σχολιασμό:
«Αν πράγματι ένιωθε αηδία η παραπονούμενη για τον κατηγορούμενο και ότι δεν ήθελε να την αγγίζουν διότι την ενοχλεί και της προκαλεί άγχος, ως η θέση της, που επίσης εκ πρώτης όψεως θα είχε μια λογική, η παραπονούμενη δεν θα προέβαινε στην φωτογράφιση με τον κατηγορούμενο, ως αυτή απεικονίζεται στο Τεκμήριο 15, όπου η παραπονούμενη φωτογραφίζεται όρθια δίπλα στον καθήμενο κατηγορούμενο, με οικειότητα, ακουμπώντας το δεξί της χέρι στην πλάτη του κατηγορούμενου, αμφότεροι χαμογελαστοί και το δεξί μέρος του σώματος της από την μέση και κάτω ακουμπά ελαφρώς το αριστερό χέρι του κατηγορούμενου. Η παραπονούμενη και ο κατηγορούμενος προφανώς φωτογραφήθηκαν με δική τους θέληση, χωρίς καμία απολύτως πίεση. Η εξήγηση που έδωσε επί αυτού του σημείου, ήτοι ότι προσπάθησε να μην φοβάται τον κόσμο και να είναι πιο φιλική και προσιτή δεν έπεισε το Δικαστήριο, διότι δεν συνάδει με την κοινή λογική ένα άτομο που αηδιάζει κάποιο άλλο, ακόμα και να θέλει να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ανέφερε να προβαίνει σε μια τέτοια φωτογράφιση, όσο πρόβλημα και να υπάρχει με την ερμηνεία καταστάσεων για τα οποία λάμβανε θεραπευτική υποστήριξη. Σε αυτό το σημείο έρχεται και η πρώτη ρίξη στην εκδοχή της παραπονούμενης, διότι δεν έχει πειστεί το Δικαστήριο ότι η παραπονούμενη ένιωθε αηδία για τον κατηγορούμενο, διότι δεν θα προέβαινε σε αυτήν την πράξη που αξιολογήθηκε πιο πάνω.[..]»
Στο δεύτερο απόσπασμα της Απόφασης, πάλι στη σελ. 55, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στο γεγονός ότι η Παραπονούμενη είχε αγοράσει μια καρέκλα από τον Εφεσίβλητο, προέβη στον ακόλουθο σχολιασμό της μαρτυρίας της Παραπονούμενης:
«Εάν πράγματι η παραπονούμενη ένιωθε αηδία για τον κατηγορούμενο, δεν θα αναμένετο λογικά να αγοράσει την ίδια την καρέκλα του κατηγορούμενου που αυτός καθόταν, που ως γεγονός είναι αναντίλεκτο και είναι ήσσονος σημασίας εάν ο κατηγορούμενος την είχε για πώληση ή εάν η ίδια την ζήτησε, διότι η αγορά της καρέκλας έγινε. Συνεπώς δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά του κατά πόσο ο κατηγορούμενος προέβηκε στην αναφορά για το πόσες φορές έκανε η παραπονούμενη σεξ και ως προς τις δικές του επιδόσεις, διότι η παραπονούμενη συνέδεσε το αίσθημα αηδίας προς τον κατηγορούμενο με αυτές τις αναφορές, ενώ οι πράξεις της παραπονούμενης ως πιο πάνω αξιολογήθηκαν δεν συνάδουν με τους κανόνες της κοινής λογικής ότι είχε αυτό το συναίσθημα.»
Στο Διάγραμμα Αγόρευσης του ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα χαρακτήρισε τη μαρτυρία που αφορούσε στη φωτογραφία ως «μια εκ περισσού μαρτυρία» επί της οποίας το Δικαστήριο βασίστηκε κάνοντας, όπως υποστηρίχθηκε, «μια εκτενή αναφορά» πάνω της για να καταλήξει σε συγκεκριμένο συμπέρασμα.
Όσον δε αφορά την αγορά της καρέκλας ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία στη σελίδα 143:
«Ε: Κυρία μάρτυς αντιλαμβάνομαι ότι έχεις αγοράσει μια καρέκλα από τον Πάμπο;
Α: Ναι μου είπε η Κούλα. Ε: Μετά την καταγγελία;
Α: Όχι πολλά πριν.
Ε: Πριν την καταγγελία που ένιωθες καλά που ένιωθες αυτήν την αηδία, αγόρασες την καρέκλα από τον Πάμπο;
Α: Όπως είπα έφταια εμένα πριν το συμβάν της φωτοτυπικής.»
Στη βάση του πιο πάνω αποσπάσματος από τη μαρτυρία ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, αφού επεσήμανε ότι αυτή ήταν η αναφορά για το θέμα της καρέκλας, υποστήριξε ότι «είναι αδύνατο μέσα από μία ερώτηση η οποία απαντάται με τον τρόπο που φαίνεται στα πρακτικά», να μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει την αξιοπιστία της Παραπονούμενης.
Σε ό,τι αφορά το Δεύτερο Λόγο Έφεσης, υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά παράβαση των καλά καθιερωμένων αρχών αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης ενός μάρτυρα και της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας, προέβη σε αυθαίρετα συμπεράσματα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ψυχίατρου, Μ.Κ.4, μετατρέποντας, ως ήταν εισήγηση, τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα.
Ως παράδειγμα τέτοιων σφαλμάτων ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παρέπεμψε στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αισθάνεται έντονα την ανασφάλεια να στηριχθεί στην μαρτυρία του Μ.Κ. 4, διότι αρνείτο πεισματικά και έντονα κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να δώσει λεπτομέρειες για το τι του ανέφερε η παραπονούμενη ως σεξουαλικές παρενοχλήσεις και το Δικαστήριο δεν έχει εντοπίσει οποιονδήποτε βάσιμο και αποχρώντα λόγο για αυτήν του την άρνηση από την στιγμή που η ίδια η παραπονούμενη ως φερόμενο θύμα τα έχει εξιστορήσει τόσο στην αστυνομία, όσο και στο Δικαστήριο.»
Το πιο πάνω απόσπασμα βασικά είχε ως βάση τα όσα ο Μ.Κ.4 αντεξεταζόμενος είχε πει, όταν ρωτήθηκε από τη συνήγορο Υπεράσπισης να αναφέρει τι του είχε περιγράψει αναφορικά με τις ισχυριζόμενες παρενοχλήσεις και τα οποία είχαν ως εξής:
«Ε. Τι είναι αυτό που περιέγραψε στην Αστυνομία; Είχε μια σοβαρή ψυχοπαθολογία. Τι είναι τούτο;
Α. Είχε σοβαρή ψυχοπαθολογία. Δεν είναι τρελή, ούτε νοητικά καθυστερημένη. Συγκεκριμένες ερωτήσεις να κάνει. Δεν θα πω ακριβώς αυτά που συμβαίνουν, όμως αυτά που περιέγραψε ήταν αληθή και πραγματικά.
Ε. Τι σας περιέγραψε;
Α. Μου περιέγραψε τις λεπτομέρειες που ήταν . θα αναφέρω των σωματικών και λεκτικών παρενοχλήσεων που ήταν καθαρά σεξουαλικού περιεχομένου και οι σωματικές και οι λεκτικές παρενοχλήσεις.»
Στο Διάγραμμα Αγόρευσης του ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, σχολιάζοντας το πιο πάνω απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαφώνησε με τον τρόπο που αξιολογήθηκε εν προκειμένω η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Κ.4, υποστηρίζοντας αφενός ότι ο εν λόγω μάρτυς ουδεμία ουσιαστική άρνηση είχε επιδείξει και ότι, απλώς, προσπάθησε να διαφυλάξει το ιατρικό απόρρητο και αφετέρου ότι είχε αξιολογήσει την ασθενή του και είχε εξηγήσει τεκμηριωμένα τα όσα αληθώς, ως είχε αναφέρει, του εξιστόρησε η Παραπονούμενη.
Όπως προκύπτει από όλα τα πιο πάνω, η επιχειρηματολογία που προωθήθηκε από πλευράς του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, τόσο μέσω της αιτιολογίας των Λόγων Έφεσης, καθώς και των όσων αναπτύχθηκαν εκτενέστερα στο Διάγραμμά του, δεν ήταν τίποτε άλλο από μία συγκεκαλυμμένη προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Και σε καμία περίπτωση δεν αφορούσαν σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.
Η απόρριψη δε τόσο της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, όσο και της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Μ.Κ.4, ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και ο Εφεσίβλητος αθωώθηκε ακριβώς γιατί, στη βάση αυτής της αξιολόγησης το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι δεν μπορούσε με ασφάλεια να στηριχθεί στην εκδοχή που προωθήθηκε από την πλευρά της Παραπονούμενης, ούτως ώστε να εξάξει ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα που να συνέδεαν τον Εφεσίβλητο στις αποδιδόμενες σε αυτόν σεξουαλικές παρενοχλήσεις.
Εξετάσαμε το κάθε επιχείρημα της Εφεσείουσας προς υποστήριξη και των δύο Λόγων Έφεσης και δεν εντοπίζουμε κανένα στοιχείο που να κατατείνει σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου και νομολογίας επί των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, όπως ήδη επισημάναμε ανωτέρω, όλες οι εισηγήσεις, για να εξεταστούν, προϋποθέτουν αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της παραγράφου (iii) του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155, σχετικά με την πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων και ούτε, βέβαια, σε οποιαδήποτε άλλη πρόνοια του Άρθρου 137 του εν λόγω Νόμου.
Ως εκ τούτου η Έφεση κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151.
[2]. Δέστε Attorney - General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.
[3] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.