ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
K.K. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 294
Αθανάση Παπανδρέας ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 867, ECLI:CY:AD:2016:B470
Α. Π. ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2021:B85
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 87/2019)
10 Μαρτίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
M. Δ.,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Δ. Παυλίδης με Ε. Λάμπρου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Χαραλάμπους (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατηγορητήριο με τρεις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και μία κατηγορία που αφορά το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης κατά παράβαση των άρθρων 2, 4, 12(1) και 30(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου, Ν. 205(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των πρώτων τριών κατηγοριών καταλογίζεται στον εφεσείοντα ότι «κατά ή περί το έτος 2013 και στις 17.6.2014» στο Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας παράνομα και άσεμνα επιτέθηκε εναντίον της παραπονούμενης, δηλαδή την χαΐδευε στην πλάτη, στο πόδι, στο χέρι και στο μάγουλο (1η κατηγορία), στις 17.6.2014, ενώ βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης του Μακαρίου Σταδίου στην Έγκωμη, προσπάθησε να τη φιλήσει στο στόμα (2η κατηγορία) και την ίδια ημέρα, στον αυτοκινητόδρομο Κοκκινοτριμιθιάς, ενώ η παραπονούμενη επέβαινε στο όχημα του εφεσείοντα, αυτός έβαλε το χέρι του στα γεννητικά της όργανα (3η κατηγορία). Με την τέταρτη κατηγορία του καταλογίζεται ότι, ενώ εργαζόταν ως πρόεδρος στην Οργάνωση Μαθητών και Αποφοίτων του Κέντρου Επαγγελματικής Αποκατάστασης Αναπήρων (στο εξής «ΟΜΑΚΕΑΑ») και η παραπονούμενη ως κοινωνική λειτουργός στην εν λόγω οργάνωση, προέβη στις άσεμνες επιθέσεις που περιγράφονται στις πρώτες τρεις κατηγορίες.
Επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 μηνών σε κάθε μία από τις κατηγορίες 1, 2 και 3 και ποινή φυλάκισης 1 μηνός στην κατηγορία 4.
Με την υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και, κυρίως, της παραπονούμενης, ΜΚ2 και του ΜΚ8, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας ιατρός ουρολόγος-ανδρολόγος(1ος λόγος) και προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα της υπόθεσης (4ος λόγος). Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 που αφορούσαν την ποινή, αποσύρθηκαν πριν την ακρόαση. Θα αναφερθούμε στις λεπτομέρειες των λόγων έφεσης στην πορεία της απόφασής μας.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ως μάρτυρες τον Λοχία 4xx6, xxx Κουντούρη, ΜΚ1, την παραπονούμενη, ΜΚ2, την αδελφή του συζύγου της παραπονούμενης, ΜΚ3, το σύζυγο της παραπονούμενης, ΜΚ4, το συνάδελφο της παραπονούμενης, ΜΚ5, τη συνάδελφο της παραπονούμενης, ΜΚ6, τη Διευθύντρια του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης του Υπουργείου Εργασίας, ΜΚ7, και τον Ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, ΜΚ8. Ο εφεσείων, κληθείς σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως και δεν κάλεσε άλλους μάρτυρες.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των οποίων εδράζεται η καταδίκη του εφεσείοντα συνοψίζονται ως ακολούθως:
Η παραπονούμενη από το 2009 μέχρι και τις 11.7.2014 εργαζόταν ως κοινωνική λειτουργός στην ΟΜΑΚΕΑΑ και ο μισθός της καταβάλλετο από την εν λόγω Οργάνωση η οποία όμως λάμβανε σχετική χορηγία από τον Ιανουάριο του 2013 από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης για τη λειτουργία του προγράμματος Κοινωνικού συνοδού, οπόταν και άλλαξαν τα καθήκοντα της και έγινε κοινωνική συνοδός για τα άτομα της Οργάνωσης και συγκεκριμένα τα άτομα με αναπηρία και πιο συγκεκριμένα άτομα με κινητική αναπηρία, νοητική στέρηση και ψυχιατρικές διαταραχές. Στα πλαίσια των καθηκόντων της βοηθούσε και στο συντονισμό της λειτουργίας στα σπιτάκια διαβίωσης, όπου διαμένουν 5 άτομα με αναπηρία τα οποία είναι καθημερινά υπό την ευθύνη τριών ιδρυματικών λειτουργών, ενώ είχε και καθήκοντα για τη γενική λειτουργία του γραφείου της Οργάνωσης, τα οικονομικά και την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας. Ο εφεσείων κατά τον εν λόγω χρόνο και μέχρι τις 7.7.2014 ήταν ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΜΑΚΕΑΑ με τον οποίον η παραπονούμενη είχε άμεση καθημερινή επαφή, αφού αυτός είχε την ευθύνη να επιβλέπει τον τρόπο που εργαζόταν, να υπογράφει τις διάφορες επιστολές και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, να ελέγχει τα οικονομικά και άλλα. Οι σχέσεις των δύο ήταν αρχικά καλές συναδελφικές σχέσεις, στα πλαίσια των οποίων είχαν συνομιλίες για τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν.
Περί τον Μάρτιο 2013 ο εφεσείων, ενώ βρισκόταν μαζί της στο χώρο του γραφείου, της χάιδευε την πλάτη ενώ εργαζόταν στον υπολογιστή ή την άγγιζε στο πόδι ή στο χέρι ή στο μάγουλο όταν μιλούσε στο τηλέφωνο. Η ίδια επειδή ένοιωθε άβολα είτε άλλαζε θέση, είτε προφασιζόταν ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα και έφευγε από εκεί. Επίσης, ο εφεσείων στάθμευε έξω από το Κέντρο Αναπήρων και την περίμενε την ώρα που θα σχόλανε, κάτι που πρόσεξαν και εργαζόμενοι. Όταν τα πράγματα έγιναν πιο έντονα μοιράστηκε την ανησυχία της με την ΜΚ6, η οποία εργαζόταν στα σπίτια ατομικής διαβίωσης ατόμων με αναπηρία και ήταν, μεταξύ άλλων, μέλος της Οργάνωσης, από την οποία ζήτησε να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση με το να την παίρνει τηλέφωνο όταν ο εφεσείων βρισκόταν στο γραφείο της ή να προφασίζεται ότι την χρειάζονταν άτομα που διαμένουν στα σπιτάκια και να φεύγει.
Η συμπεριφορά του εφεσείοντα επηρέασε την παραπονούμενη, η οποία τις Παρασκευές διευθετούσε να σχολάνει στις 13.00, γιατί μετά δεν υπήρχε κανένας στο Κέντρο Επαγγελματικής Αποκατάστασης Αναπήρων (στο εξής «ΚΕΑΑ») για να αποφύγει την επαφή μαζί του. Η όλη κατάσταση της δημιούργησε άγχος, ανασφάλεια, φόβο και θυμό. Αραίωσε τελικά τις επαφές μαζί του μέχρι το Φεβρουάριο 2014 και σ΄ αυτό βοήθησε η πρόσληψη μίας εκπαιδεύτριας κηπουρικής για άτομα που απασχολούντο στο ΚΕΑΑ. Ακολούθως, όμως, από το Μάρτιο 2014 η συμπεριφορά του εφεσείοντα επανήλθε, επέμενε να πηγαίνει μαζί του η παραπονούμενη για τη διανομή του βιβλίου του και μέσα στο αυτοκίνητο την άγγιζε στο πόδι, το πρόσωπο ή στο χέρι και της έλεγε ότι του αρέσουν τα μάτια της και τα χείλη της που είναι σαρκώδη. Η ίδια αντέδρασε και του είπε με ευγενικό τρόπο ότι την ενοχλούσε, χωρίς όμως αυτός να το καταλαβαίνει. Λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η ίδια και των διακοπών του Πάσχα του 2014 αραίωσε τις επαφές μαζί του.
Ακολούθως επεσυνέβησαν τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη στις 17.6.2014. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της απόφασης, όπου φαίνονται τα ευρήματα:
«Συγκεκριμένα τη δεδομένη μέρα ο κατηγορούμενος πήγε στο γραφείο της Οργάνωσης για να ετοιμάσουν τα πρακτικά για τη συνεδρίαση της επόμενης μέρας και για να ρυθμίσει τον καινούριο υπολογιστή και όταν τελείωσαν την παρακάλεσε να τον πάρει στη ΣΠΕ Στροβόλου για να διευθετήσει προσωπικές του συναλλαγές. Η ίδια του είπε εντάξει και πήγαν με το αναπηρικό του αυτοκίνητο xxxx12 και η ίδια κάθισε συνοδηγός και στο αυτοκίνητο κρατούσε τη τσάντα της πάνω στα γόνατα της για περισσότερη ασφάλεια. Αντί να την πάρει στην τράπεζα, κατευθύνθηκε στην παγωταρία Παπαφιλίππου και παρόλο που η ίδια εκνευρίστηκε, δεν το έδειξε και του είπε ότι πρέπει να είναι πίσω γρήγορα διότι η ώρα 1 είχε συνάντηση με την κα Φραγκάκη στα σπιτάκια. Πήγαν στην παγωταρία στις 12:10 και κατέβηκε για να του αγοράσει το παγωτό που ήθελε λόγω του ότι είναι παραπληγικός και αυτός ήταν και ο λόγος που πήγαινε μαζί του για τη διευθέτηση των προσωπικών του υποχρεώσεων, σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της αλλά και το ότι ο κατηγορούμενος ήταν πρόεδρος της Οργάνωσης που την εργοδοτούσε. Όταν του ζήτησε να επιστρέψουν αυτός αντί να το κάνει ξεκίνησε να οδηγά το αυτοκίνητο του στο Μακάρειο Στάδιο και σταμάτησε το αυτοκίνητο του εκεί χωρίς να σβήσει τη μηχανή. Όταν η ίδια τον ρώτησε γιατί ακολουθούν αυτή τη διαδρομή αυτός της είπε ότι ήθελε να της δείξει που κάνει μαθήματα οδήγησης της κόρης του. Η ίδια θύμωσε και του είπε ότι δεν έπρεπε να την πάρει εκεί και τότε αυτός έβγαλε τη ζώνη ασφαλείας και επιχείρησε να την φιλήσει στο στόμα. Η ίδια αντέδρασε έντονα, κράτησε πιο σφικτά τη τσάντα της πάνω της και για να τον απωθήσει τον έσπρωξε και του φώναξε να σταματήσει και να την πάρει αμέσως πίσω στο γραφείο. Αυτός τότε έκανε πίσω έβαλε ξανά τη ζώνη και ξεκίνησε να οδηγεί το αυτοκίνητο με κατεύθυνση προς Στρόβολο, δηλαδή μπροστά από το Απολλώνειο Νοσοκομείο, οπόταν η ΜΚ2 αντελήφθη ότι επέστρεφε προς το γραφείο, αλλά τελικά έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς Αρχάγγελο. Η ίδια έτρεμε από το φόβο της και έχοντας καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά τον κάλεσε έντονα να επιστρέψει αμέσως στο γραφείο, αλλά αυτός την αγνόησε και πήρε το δρόμο προς τον κυκλικό κόμβο Ανθούπολης και μετά έστριψε προς τον αυτοκινητόδρομο για Κοκκινοτριμιθιά. Η ίδια ήταν σε κατάσταση σοκ, έτρεμε δεν μιλούσε από το φόβο της και έβλεπε μόνο μπροστά, ενώ ήταν σφιγμένη είχε ταχυπαλμία από το στρες και φόβο που της προκάλεσε. Σε κάποιο σημείο άρχισε να την αγγίζει ψηλά στη γάμπα και της φώναζε να φύγει την τσάντα της από πάνω της επειδή ήταν ζέστη και προσπαθούσε συνεχώς να βάλει το χέρι του στα γεννητικά της όργανα πράγμα το οποίο πέτυχε προς στιγμής, αλλά η ίδια τον έσπρωξε δυνατά και έχασε λίγο τον έλεγχο του οχήματος, δηλαδή έκανε στραβοτιμονιά αλλά δεν χτύπησαν κάπου. Εν τέλει, μετά από αυτά έστριψε στην έξοδο της Κοκκινοτριμιθιάς, επέστρεψε πίσω στον αυτοκινητόδρομο παίρνοντας κατεύθυνση προς τη Λευκωσία. Μετά από αυτά την πήρε τελικά στο γραφείο της στις 12.50.»
Μετά από τα πιο πάνω περιστατικά, η ίδια ήταν εντελώς αποσυντονισμένη και φοβισμένη και τελικά ανέφερε τα διαδραματισθέντα στη ΜΚ6 και στη ΜΚ3, ενώ την επόμενη μέρα ενημέρωσε και το ΜΚ5. Τρεις μέρες μετά ενημέρωσε και το σύζυγό της, ο οποίος πήρε τον εφεσείοντα τηλέφωνο όπου ο τελευταίος υποσχέθηκε ότι θα παραιτείτο από την Οργάνωση. Για ανθρωπιστικούς λόγους η παραπονούμενη και ο σύζυγος της αποφάσισαν να μην τον καταγγείλουν στην Αστυνομία. Όμως, η παραπονούμενη προέβη σε καταγγελία στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης, καθώς και στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΜΑΚΕΑΑ. Ο εφεσείων δεν παραιτήθηκε και στις 7.7.2014 σε Γενική Συνέλευση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΜΑΚΕΑΑ παύθηκε προσωρινά, ενώ στις 11.7.2014 υπέβαλε παραίτηση και η παραπονούμενη. Ακολούθως, ο εφεσείων κίνησε αγωγή εναντίον της παραπονούμενης, του συζύγου της, της ΜΚ7 και της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία επεδόθη στην παραπονούμενη και το σύζυγο της στις 24.7.2014 και ακολούθησε την επόμενη μέρα η καταγγελία της παραπονούμενης στην Αστυνομία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της προσαχθείσας ενώπιον του μαρτυρίας, αφού ανέλυσε τις αρχές που εφαρμόζονται, ειδικότερα με δεδομένο ότι η υπόθεση αφορά σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, που ήταν και ο μόνος που κατέθεσε προς υπεράσπιση των εναντίον του κατηγοριών.
Η παραπονούμενη, ΜΚ2, υπήρξε η πιο ουσιαστική μάρτυρας της υπόθεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της επί όλων των ουσιωδών γεγονότων ήταν τέτοιας εξαιρετικής υφής που αισθανόταν σιγουριά και ασφάλεια να στηριχθεί σε αυτή, για να καταλήξει στα όσα πράγματι διέπραξε ο εφεσείων σε βάρος της.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας της παραπονούμενης και εσφαλμένη την αξιολόγηση του ΜΚ8. Σύμφωνα με την εισήγηση, όσον αφορά την αξιολόγηση της παραπονούμενης, υπήρχαν τέτοιες αντιφάσεις στη μαρτυρία της που θα έπρεπε να κριθεί αναξιόπιστη. Περαιτέρω, η παραπονούμενη δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο, απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και την πραγματική σχέση που είχε με τον εφεσείοντα. Συναφώς, προσβάλλεται παράλειψη του Δικαστηρίου να αναφερθεί στο βίντεο της εκδήλωσης για την παρουσίαση του βιβλίου του εφεσείοντα, το οποίο ενισχύει τη θέση της υπεράσπισης ότι υπήρχε συνεργασία μεταξύ παραπονούμενης και εφεσείοντα και εκτός ωραρίου εργασίας, ακόμα και μετά την ισχυριζόμενη διάπραξη των αδικημάτων. Στο συγκεκριμένο βίντεο φαίνεται η παραπονούμενη να παρευρίσκεται οικειοθελώς στην εκδήλωση που οργάνωσε ο εφεσείων και να τον βοηθά στην προώθηση του βιβλίου του, γεγονός καθοριστικής σημασίας, κατά την εισήγηση, για την αξιοπιστία της παραπονούμενης και της πραγματικής σχέσης που είχε αναπτυχθεί με τον εφεσείοντα και που διαφέρει από αυτήν που παρουσίασε η ίδια στο Δικαστήριο.
Περαιτέρω, προσβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση του ΜΚ8, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής και κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι τα όσα ανέφερε ως προς τις επιπτώσεις που είχε στις σεξουαλικές ορμές του εφεσείοντα η παράλυσή του, αποτελούσαν θεωρητικά σχόλια. Σύμφωνα με την εισήγηση, το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι ο μάρτυρας είχε στην κατοχή του το φάκελο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και ήταν ο προϊστάμενος του Τμήματος. Ως αποτέλεσμα της λανθασμένης αξιολόγησης του μάρτυρα αυτού, υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση της παραπονούμενης, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση.
Η δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας έχει καθοριστεί από πάγια νομολογία. Επαναλήφθηκαν οι αρχές στην υπόθεση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα, της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας. Επέμβαση σε ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή, έτσι ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από την μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Η ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία της παραπονούμενης δεν συγκεκριμενοποιήθηκε, ούτε στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, ούτε στην προφορική αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ενώπιόν μας. Σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου υπάρχουν αντιφάσεις, οι οποίες δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Οι αντιφάσεις πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής και να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 ΑΑΔ 294, Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 192/2016, ημερομηνίας 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B395). Εν προκειμένω, δεν υποδείχθηκαν αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης, τοσούτο μάλλον αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί αντιφάσεων παρέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και αοριστίας και δε θα μπορούσε να εξεταστεί in abstracto. Κάποιες μικροαντιφάσεις και παραλείψεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης για τις οποίες έγινε λόγος στην πρωτόδικη διαδικασία έτυχαν χειρισμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν διαπιστώνεται σφάλμα. Όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο τέτοιες μικροαντιφάσεις «όχι μόνο δεν επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία της μάρτυρος αλλά αντίθετα - ειδικά λόγω της φύσης της υπόθεσης - ήταν αναμενόμενες και φανερώνουν την απουσία προσυνεννόησης».
Κατά την κυρίως εξέταση του εφεσείοντα κατατέθηκε ένα usb ως Τεκμ. 17 (λανθασμένα αναφέρεται ως Τεκμ. 13Β στο διάγραμμα του εφεσείοντα), το οποίο αφορά παρουσίαση βιβλίου του εφεσείοντα, που έλαβε χώρα στις 11.11.2013, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο εφεσείων στη γραπτή του δήλωση, όπου παρούσα ήταν η παραπονούμενη.
Είναι γεγονός ότι δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο εν λόγω τεκμήριο στην εκκαλούμενη απόφαση. Επίσης, όπως ορθά παρατήρησε η κα Χαραλάμπους, η παραπονούμενη δεν αντεξετάστηκε επί του θέματος αυτού για να υπάρχει η θέση της. Αντεξετάστηκε, ωστόσο, ο εφεσείων ως προς τη παρουσία της παραπονούμενης, ότι είναι αυτός που της ζήτησε να είναι παρούσα, θέση που απέρριψε ο ίδιος. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του το Δικαστήριο σημείωσε ότι για όλες τις θέσεις που επέλεξε να προωθήσει ο εφεσείων μονόπλευρα δεν μπορούσε να δοθεί βαρύτητα, εφόσον οι μάρτυρες της άλλης πλευράς δεν είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν. Αυτό καλύπτει και το υπό κρίση ζήτημα.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, κατά την αξιολόγηση της παραπονούμενης, το Δικαστήριο με περισσή λεπτομέρεια εξέτασε τη θέση της μάρτυρος ως προς τους λόγους που δεν προχώρησε σε καταγγελία ευθύς αμέσως για τα γεγονότα που συνέβαιναν από το Φεβρουάριο - Μάρτιο του 2013, την οποία αποδέχθηκε. Αρχικά αναλογιζόταν μήπως έκανε λάθος και παρεξήγησε τον εφεσείοντα και ήθελε να είναι 100% σίγουρη ότι υπήρχε θέμα με τη συμπεριφορά του. Επέλεξε να τον αποφεύγει όσο μπορούσε ελπίζοντας να ξεπεραστεί το θέμα χωρίς να αναγκαστεί να το αναφέρει στο σύζυγο της, πράγμα που όπως πίστευε θα την οδηγούσε σε παραίτηση από τη δουλειά της σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης. Ως προς το γιατί πήγαινε μαζί του ή γιατί δεχόταν να τον βοηθά, η παραπονούμενη εξήγησε ότι ήταν μέρος της δουλειάς της. Ο δε εφεσείων είχε αναπηρία και επιπρόσθετα ήταν ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Οργάνωσης που την εργοδοτούσε, συνεπώς δεν μπορούσε να του αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια όταν αυτός της ζητούσε.
Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η παράλειψη αναφοράς στο εν λόγω τεκμήριο δεν είναι ουσιώδης. Σε κάθε περίπτωση, το βίντεο δεν παρουσίαζε οτιδήποτε που θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση.
Ο ΜΚ8, ιατρός Ουρολόγος-Ανδρολόγος, υπεύθυνος του Ουρολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Ο μάρτυρας κατέθεσε στη βάση των στοιχείων του φακέλου του εφεσείοντα, ο οποίος κατά καιρούς ήταν ασθενής στην ουρολογική κλινική για προβλήματα εκκένωσης, ουροδόχου κύστης, υπερλειτουργικότητας της ουροδόχου κύστης και νευρογενούς κύστης. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ο εφεσείων, συνεπεία εργατικού ατυχήματος το 1978, έχει στυτική δυσλειτουργία, την οποία, με βάση την ειδικότητά του ο μάρτυρας απέδωσε στον τραυματισμό του. Διευκρίνισε πως αυτό δε σημαίνει ότι έπαψε να έχει σεξουαλικές επιθυμίες, όπως ο κάθε άντρας, διότι οι άντρες έχουν όρχεις και από τους όρχεις παράγεται τεστοστερόνη, η οποία προκαλεί την επιθυμία, αλλά δεδομένου του τραυματισμού δεν έχει στύση. Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε πως η μαρτυρία του αφορά γενικά και όχι ειδικά τον εφεσείοντα τον οποίο ουδέποτε είδε από κοντά. Όπως εξήγησε κατά την αντεξέταση, η τεστοστερόνη πάει στον εγκέφαλο και μετατρέπεται σε λίμπιντο. Ερωτηθείς εάν η μακρόχρονη παράλυση του εφεσείοντα συνέτεινε στο να μειωθεί ακόμη περισσότερο η λίμπιντό του, συμφώνησε. Διευκρίνισε ότι και αυτό είναι θεωρητικό και δεν μπορεί να γνωρίζει αν ισχύει για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ8, όπως έχει συνοψισθεί πιο πάνω και αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη της αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο προσεγγίζει τη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων, έκρινε πως τα όσα ανέφερε σε σχέση με τις σεξουαλικές επιθυμίες παραπληγικών ατόμων αφορούσαν περισσότερο γενικές τοποθετήσεις, παρά το ότι με τη μαρτυρία του στην κυρίως εξέταση έδινε την εντύπωση ότι μιλούσε συγκεκριμένα για τον εφεσείοντα. Στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας του το Δικαστήριο θεώρησε πως δεν μπορεί να εξαχθεί κάποιο βέβαιο συμπέρασμα από τα όσα ανέφερε, πέραν του ότι ο εφεσείων έχει πλήρη απώλεια στύσης συνεπεία εργατικού ατυχήματος, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε. Δεν είχε, επίσης, αμφισβητηθεί ότι τα παραπληγικά άτομα με πλήρη απώλεια στύσης είναι δυνατόν να έχουν σεξουαλική επιθυμία, όμως έκρινε πως «παρέμεινε στην ουσία κενό το τι ισχύει ως θέμα σεξουαλικής επιθυμίας του κατηγορουμένου και δεδομένου του ότι ο ίδιος δεν είχε εξετάσει τον ασθενή», θεώρησε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει αν είχε ή όχι λίμπιντο, που είναι αυτή που ουσιαστικά δημιουργεί τη σεξουαλική επιθυμία. Κατέληξε δε ως ακολούθως:
«Θεωρώ όμως ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να έχει καταλυτική σημασία για την υπόθεση αφού το ουσιώδες παραμένει αν θα κριθεί αξιόπιστη η παραπονούμενη και τούτο διότι εάν κριθεί αξιόπιστη, αφού ληφθεί υπόψιν και η πιο πάνω μαρτυρία, θεωρώ πως θα είναι αδιάφορο αν είχε ή όχι λίμπιντο ή αν είχε μειωμένη διότι δεν απασχολεί το Δικαστήριο ο λόγος και σκοπός για τον οποίο επέλεξε να προβεί σε αυτές τις πράξεις, εάν δηλαδή το έπραττε λόγω σεξουαλικών ορμών ή για άλλους λόγους.»
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εφόσον ο ΜΚ8 δεν εξέτασε τον εφεσείοντα και με δεδομένη τη θέση του ότι η απώλεια στύσης δεν συνεπάγεται και ανυπαρξία λίμπιντο, έστω και στην περίπτωση που αυτή εξασθενεί λόγω της ηλικίας, δε θα μπορούσε η μαρτυρία του να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Δεν απέκλεισε ο ΜΚ8 ότι αυτά για τα οποία κατηγορείται ο εφεσείων θα μπορούσαν να γίνουν από κάποιον παραπληγικό, αλλά δεν θα είχε στύση.. Το κατά πόσο οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης αντικατοπτρίζουν το τι πραγματικά επεσυνέβη, θα έπρεπε να κριθεί στη βάση της αξιολόγησης της παραπονούμενης και αυτό είναι που έπραξε το Δικαστήριο.
Η παραπονούμενη κρίθηκε, χωρίς καμία αμφιβολία, μάρτυρας της αλήθειας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της υπήρξε ενδελεχής και η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της επί όλων των ουσιωδών γεγονότων ήταν εξαιρετικής υφής που αισθανόταν σιγουριά και ασφάλεια ότι απόφαση στηριζόμενη στη μαρτυρία αυτή θα είναι προϊόν αληθούς εξιστόρησης των όσων πράγματι διέπραξε ο εφεσείων.
Οι εισηγήσεις του εφεσείοντα περί λανθασμένης αξιολόγησης παρέμειναν ατεκμηρίωτες και δεν κλόνισαν ούτε κατ΄ ελάχιστον την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σημειώνουμε δε ότι πέραν της γενικής αναφοράς στο λόγο έφεσης στο σύνολο των μαρτύρων κατηγορίας, ουδεμία αναφορά έγινε σε οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα πέραν της παραπονούμενης και του ΜΚ8 είτε στην αιτιολογία είτε στην αγόρευση του εφεσείοντα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Ως προς τον τέταρτο λόγο έφεσης, είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη φυσική δυνατότητα του εφεσείοντα να κινηθεί με τρόπο ώστε να φιλήσει την παραπονούμενη, για ένα από τα καταγγελθέντα περιστατικά, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο εφεσείων είναι παράλυτος, αλλά μόνο από τη μέση και κάτω και πρόσθεσε: «Κατά τα άλλα τα χέρια του και εν γένει το σώμα του από τη μέση και πάνω, όπως είχα και η ίδια άλλωστε την ευχέρεια να παρατηρήσω έχοντας δει τον κατηγορούμενο, κινούνται και λειτουργούν όπως αυτά ενός ατόμου που δεν έχει αναπηρία από τη μέση και κάτω.».
Το Δικαστήριο εφόσον σκοπεύει να βασιστεί σε μια άμεση παρατήρηση, εδώ του ίδιου του εφεσείοντα, θα πρέπει εγκαίρως να το αναφέρει στους συνηγόρους, προκειμένου να τους δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθούν επί του ζητήματος και για όσα άλλα μπορούν να ανακύψουν ως εκ της προτιθέμενης επιλογής (βλ. Angaston and District Hospital v. Thamm (1987) 47 SASR 177 και σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη, στις σελίδες 339-341 και 428).
Εν προκειμένω, δεν τηρήθηκε αυτή η διαδικασία. Όμως, ο λανθασμένος υπό τις περιστάσεις χειρισμός του Δικαστηρίου δεν μπορεί να επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, είτε τα ευρήματα, είτε το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Και αυτό γιατί είναι διάχυτο στη μαρτυρία που δόθηκε ότι ο εφεσείων ήταν παράλυτος μόνο από τη μέση και κάτω και πως τα χέρια του κινούνταν κανονικά. Ιδιαίτερη μνεία μπορεί να γίνει στο γεγονός που είναι παραδεκτό από την υπεράσπιση ότι το αυτοκίνητο το οδηγούσε με τη χρήση των χεριών του. Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ