ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Δ. Νικολετόπουλος για Ε. Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Αλ. Σιαπανή (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-03-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΟΥΚΑ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 30/2020, 10/3/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B91

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 30/2020)

 

 

     10 Μαρτίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

xxx ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΟΥΚΑ

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Δ. Νικολετόπουλος για Ε. Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Αλ. Σιαπανή (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στο πλαίσιο διευθέτησης των περιουσιακών διαφορών της Εφεσείουσας με τον πρώην σύζυγο της, συμφώνησαν ότι τα διαφιλονικούμενα ιδιοκτησιακά δικαιώματα τους επί της συζυγικής τους οικίας θα παραχωρούνταν στη θυγατέρα τους (Μ.Κ.8) και η Εφεσείουσα θα διατηρούσε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της επί των βοηθητικών της.

 

Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, τα συμφωνηθέντα αποτυπώθηκαν σε γραπτή Σύμβαση, η οποία, αφού υπεγράφη πρώτα από την Εφεσείουσα, η οποία έθεσε την υπογραφή της στο έγγραφο αυτό στη θέση του δεύτερου συμβαλλόμενου στην παρουσία της Μ.Κ.5, υπαλλήλου του δικηγόρου της, Μ.Κ.4 και στη συνέχεια από το σύζυγο της (Μ.Κ.6), κατατέθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Η Εφεσείουσα, όμως, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε υπέγραψε στην πιο πάνω Σύμβαση, Τεκμήριο 3 και στις 13/2/2014 υπέβαλε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία.

 

Η καταγγελία της αυτή έδωσε έρεισμα ώστε να κατηγορηθεί για διάπραξη του αδικήματος της δημόσιας βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ειδικότερα, κατηγορήθηκε ότι στις 13/2/2014, εν γνώσει της, έδωσε ψευδή κατάθεση σε Αστυνομικό στο ΤΑΕ Λευκωσίας σχετικά με φανταστικό αδίκημα, δηλ. κατέθεσε ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή της στο Συμφωνητικό Έγγραφο, ημερ. 5/7/2010, με το οποίο η Εφεσείουσα και ο πρώην σύζυγος της συμφωνούσαν και αποδέχονταν ότι η κόρη τους θα είχε την αποκλειστική κατοχή και χρήση της οικίας τους, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζε ότι η υπογραφή στο πιο πάνω έγγραφο ήταν δική της.

 

Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και η Εφεσείουσα, κατόπιν ακρόασης, βρέθηκε ένοχη.

 

Με την παρούσα Έφεση η Εφεσείουσα προσβάλλει την καταδίκη της.

 

Προς απόδειξη της κατηγορίας έδωσαν μαρτυρία συνολικά οκτώ μάρτυρες, ήτοι, ο πρώην σύζυγος της Εφεσείουσας, Μ.Κ.6, η κόρη της Εφεσείουσας, Μ.Κ.8, ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, Μ.Κ.4, η υπάλληλος και γραμματέας του δικηγόρου της, Μ.Κ.5, οι Αστυνομικοί Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, καθώς και ο γραφολόγος της Αστυνομίας Μ.Κ.3.

 

Η Εφεσείουσα, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και κάλεσε και δύο μάρτυρες υπεράσπισης, την Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Μ.Υ.1 και τη γραφολόγο Μ.Υ.2.

 

Το Δικαστήριο, αφού συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε μάρτυρα, την αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και απόρριψη της εκδοχής που προώθησε η Εφεσείουσα μέσω της ανώμοτης δήλωσης της.

 

Κατ' ακολουθία της αξιολόγησης, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν ανάλογα της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και κατέληξε ότι, «όταν η κατηγορούμενη έδιδε την κατάθεση της στο Μ.Κ.2, Τεκμήριο 9, ισχυριζόμενη, ουσιαστικά, πλαστογράφηση της υπογραφής της στην Σύμβαση, Τεκμήριο 2, είχε ως σκοπό της, την παραπλάνηση της Αστυνομίας, η οποία προχώρησε και διερεύνησε την υπόθεση με αποτέλεσμα την ως εκ τούτου πρόκληση βλάβης του δημοσίου».

 

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται σε σχέση με την καταδίκη, στη βάση δύο Λόγων Έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί καταδίκης είναι εσφαλμένη, ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και της μαρτυρίας που προσκομίστηκε.

 

Στην αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου Έφεσης το παράπονο της Εφεσείουσας εξειδικεύεται σε συγκεκριμένα σημεία τα οποία άπτονται και αφορούν στην αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας και ειδικότερα, των μαρτύρων κατηγορίας 4, 5, 6 και 8. Ειδικότερα, καθόσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Κ.6, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του, ενώ την είχε χαρακτηρίσει ως ανακόλουθη και αυτοαναιρούμενη.

 

Σε ό,τι δε αφορά τους Μάρτυρες Κατηγορίας 4, 5, 6 και 8, προβλήθηκε ότι ουδόλως απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εν λόγω μάρτυρες είχαν συμφέρον από την έκβαση της κατηγορίας και την καταδίκη της Εφεσείουσας.

 

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεδέχθη τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα Μ.Κ.3, αντί αυτή της Μ.Υ.2., στη βάση εξωγενών κριτηρίων και/ή γεγονότων άσχετων και όχι στη βάση του περιεχομένου και της πειστικότητας αυτής της μαρτυρίας.

 

Επιπλέον προβάλλεται ότι το Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη το πολύ σημαντικό γεγονός, ως αναφέρθηκε, το οποίο προέκυπτε ως θέμα δικαστικής γνώσης και αφορούσε στην ποιότητα και στην αποδοχή της μαρτυρίας ότι, «η ημερομηνία κατά την οποία η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής απέδιδε την ποινική συμπεριφορά στην εφεσείουσα ήταν ημέρα Κυριακή, δηλ. αργία και δεν μπορούσαν να εργάζονται δικηγορικά γραφεία, είτε να συντάσσονται έγγραφα κατ' εκείνη την ημέρα». Βέβαια, η διάπραξη του επίδικου αδικήματος συντελείται με την ψευδή καταγγελία και όχι με την υπογραφή της επίδικης Σύμβασης. Είναι, ωστόσο, σαφές το σημείο που εγείρεται.

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό               εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται. (Δέστε Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 2/2016, ημερ. 28/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B134:

 

«Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του. Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά».

 

Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (δέστε Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (δέστε Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει δε να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (δέστε Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).

 

Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (δέστε Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία των Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.8, κατέγραψε την πολύ καλή εντύπωση που του έκαναν οι εν λόγω μάρτυρες, αναφέροντας ότι η μαρτυρία τους υποστήριζε μια εκδοχή γεγονότων λογική, συνεκτική, τεκμηριωμένη και αληθοφανή, επί της οποίας έκρινε ότι μπορούσε με ασφάλεια να βασίσει τα ευρήματά του.

 

Ειδικότερα δε, για τους Μάρτυρες Κατηγορίας 4, 5 και 6 το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και το ότι η μαρτυρία τους δεν είχε ουσιαστικά αμφισβητηθεί από πλευράς της Υπεράσπισης η οποία, όπως σημείωσε, «καμία αντίθετη θέση σχετικά με τα γεγονότα που αφορούν την υπογραφή της σύμβασης Τεκμήριο 3, όπως ισχυρίστηκαν δεν τους υπέβαλε». Με παραπομπή δε και σε σχετική νομολογία επεσήμανε τη βασική θέση ότι    η παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα σε ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας του θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής του.

 

Σε ό,τι δε αφορά το Μ.Κ.6, παρά το γεγονός ότι συγκρίνοντας τα όσα ισχυρίστηκε στην κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία με τα όσα ανέφερε ενόρκως στο Δικαστήριο, είχε εντοπίσει ανακολουθία, εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε λόγους γιατί η εν λόγω απόκλιση δεν επηρέαζε την αξιοπιστία του, τονίζοντας ιδιαίτερα ό,τι είχε διαπιστώσει παρακολουθώντας τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του Μ.Κ.6 ως μάρτυρα.

 

Επισημαίνουμε, εν προκειμένω, ότι ενώ τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει δικαιολογούσαν την κατάληξη του να μην αποδώσει στο Μ.Κ.6 οποιαδήποτε κακοπιστία, εντούτοις, όμως, η απόκλιση ήταν τέτοια ώστε να μην δικαιολογείτο να στηριχτεί στη μαρτυρία του. Άλλωστε, όπως το ίδιο το Δικαστήριο αναφέρει, «. οι ισχυρισμοί του Μ.Κ.6, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, υποστηρίζονται και από τους ισχυρισμούς των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5, η μαρτυρία των οποίων, όπως παρατηρείται, δεν έχει, ουσιαστικά, αμφισβητηθεί από πλευράς υπεράσπισης της κατηγορούμενης, η οποία, καμία αντίθετη θέση σχετικά με τα γεγονότα που αφορούν την υπογραφή της σύμβασης, τεκμήριο 3, όπως ισχυρίστηκαν, δεν τους υπέβαλε».

 

Σε σχέση δε με τη μαρτυρία της θυγατέρας της Εφεσείουσας, Μ.Κ.8, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ως σημαντικό και το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης η εκδοχή της, ότι είχε αναγνωρίσει την υπογραφή της Εφεσείουσας στη Σύμβαση, Τεκμήριο 3.

 

Περιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε και στη μαρτυρία του Μ.Κ.3, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος του Εργαστηρίου Γραφολογίας της Αστυνομίας και ειδικός στην εξέταση εγγράφων και κάτοχος πιστοποιητικού ISO 17025, που αφορά στη δικανική εξέταση γραφής και υπογραφής.

 

Το Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε ότι τόσο ο Μ.Κ.3, όσο και η Μ.Υ.2 είναι πραγματογνώμονες γραφολόγοι, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τη μαρτυρία και, συνεπακόλουθα, τη γνώμη του Μ.Κ.3 και όχι αυτή της Μ.Υ.2. Αναφέρθηκε, συναφώς, στη μεγαλύτερη εμπειρία του Μ.Κ.3, έναντι της Μ.Υ.2, επισημαίνοντας προς τούτο ότι η γνώμη που παρουσίαζε στην υπόθεση ήταν από τις πρώτες που είχε σχηματίσει η ίδια ως πραγματογνώμων. Παράλληλα, έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η Μ.Υ.2, εκτός από γραφολόγος, είναι και δικηγόρος στο επάγγελμα, εργαζόμενη/συνεργαζόμενη στο δικηγορικό γραφείο Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου, που μέσω του Δ. Νικολετόπουλου εκπροσωπούσε την Εφεσείουσα στην υπόθεση ενώπιον του, για να επισημάνει ότι ο Μ.Κ.3 «παρουσιάστηκε πιο ανεξάρτητος σε σχέση με τους διαδίκους».

 

Δεν περιορίστηκε, όμως, μόνο σε αυτά τα ζητήματα.

 

Πέραν των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και το ότι η Μ.Υ.2 στην Έκθεση της είχε αναγνωρίσει ότι το γεγονός ότι τα δείγματα της υπογραφής της Εφεσείουσας στα έγγραφα ανύποπτου χρόνου που η Εφεσείουσα της παρουσίασε, λόγω της χρονολογίας τους σε σχέση πάντοτε με την αμφισβητούμενη υπογραφή της στη Σύμβαση, αλλά και του τύπου του χαρτιού και της γραφής σε αυτά για σκοπούς συγκριτικής εξέτασης, αποτελούσαν έναν από τους περιορισμούς που είχε ως προς το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή τη γνώμη της. Τέτοιο περιορισμό, όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε ο Μ.Κ.3, ο οποίος, αντεξεταζόμενος, εξήγησε τη σημασία που για τη δική του γνώμη είχε το δείγμα υπογραφής της Εφεσείουσας στο εκλογικό της βιβλιάριο (Τεκμήριο 17), το οποίο η Μ.Υ.2 δεν είχε κατά τη δική της εξέταση.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, η θέση της Εφεσείουσας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γραφολόγων δεν έγινε στη βάση του περιεχομένου και της πειστικότητας της δεν είναι ορθή.

 

Ο Μ.Κ.3 κλήθηκε για να γνωματεύσει αναφορικά με το κατά πόσο η υπογραφή και μονογραφή της Εφεσείουσας στη Σύμβαση, Τεκμήριο 3, τις οποίες αυτή αμφισβητούσε, είχαν γίνει ή όχι από αυτή. Για το σκοπό αυτό τα σύγκρινε με τα δείγματα υπογραφής της (Τεκμήριο 2), όσο και με τις υπογραφές, δείγμα ανύποπτου χρόνου της Εφεσείουσας που η ίδια προσκόμισε στην Αστυνομία (Τεκμήριο 4), μεταξύ των οποίων και μία πρωτότυπη υπογραφή της στο εκλογικό της βιβλιάριο (Τεκμήριο 17). Χρησιμοποιώντας δε ο Μ.Κ.3 την αναλυτική - συγκριτική μέθοδο βρήκε ότι παρουσίαζαν ουσιώδεις ομοιότητες μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, η γνώμη του ήταν ότι η υπογραφή στη Σύμβαση είχε γίνει από την Εφεσείουσα.

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, ο Μ.Κ.3 εξήγησε με λεπτομέρεια και αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στη γνώμη του αυτή, αναφερόμενος στις ομοιότητες μεταξύ των συγκρινόμενων και αντεξετάστηκε εκτενώς για το ζήτημα αυτό.

 

Υποστηρίχτηκε ακόμη στο πλαίσιο του πρώτου Λόγου Εφέσεως, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέγγισε ορθώς και/ή καθόλου τη νομολογία επί του θέματος, αλλά και την πρακτική ότι, «τα Ποινικά Δικαστήρια δεν θα πρέπει να μεταβάλλονται ούτε και να μετατρέπουν εαυτόν σε μέσο διάγνωσης αστικών διαφορών», όπως υποστηρίχθηκε ότι ήταν η παρούσα, «ούτε και να αναγάγουν αυτές σε ποινικά επίπεδα».

 

Η πιο πάνω θέση φαίνεται να στηρίχτηκε στο γεγονός ότι, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, είχε καταχωρηθεί από την Εφεσείουσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η Αγωγή υπ' αρ. 2702/2015, στις 10/6/2015 (Τεκμήριο 25). Μάλιστα στην ανώμοτη δήλωση της Εφεσείουσας αναφέρθηκε ότι είχε η ίδια καταχωρίσει αυτή την Αγωγή εναντίον του πρώην συζύγου της, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της Συμφωνίας για τα περιουσιακά τους στοιχεία καθότι, κατά τον ισχυρισμό της, είχε πλαστογραφηθεί η υπογραφή της.

 

Σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής λέμε ότι ήταν μετά από την καταγγελία της Εφεσείουσας, η οποία έλαβε χώρα στις 13/2/2014 και αφού διενεργήθη σχετική έρευνα από την Αστυνομία που ασκήθηκε στη συνέχεια από το Γενικό Εισαγγελέα η ποινική δίωξη εναντίον της Εφεσείουσας για το αδίκημα με βάση το Άρθρο 115 του Ποινικού Κώδικα. Το γεγονός ότι μεσολάβησε η καταχώριση αστικής αγωγής από την Εφεσείουσα εναντίον του συζύγου της, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν θα μπορούσε να εμποδίσει το Δικαστήριο από του να εκδικάσει την υπόθεση που είχε ενώπιον του.

 

Η επισήμανση στην υπόθεση Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2014)                          2Α Α.Α.Δ. 242, ECLI:CY:AD:2014:B209, 247, στην οποία έκανε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, δεν θεωρούμε ότι καθιέρωσε οποιαδήποτε αρχή δικαίου που να επηρέαζε την έκβαση της παρούσας Έφεσης. Συνιστούσε, απλώς, παραίνεση, με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης εκείνης.

 

Η θέση  της Εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του στο πλαίσιο της δικαστικής γνώσης που είχε ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής απέδιδε στην Εφεσείουσα ποινική συμπεριφορά σε ημέρα Κυριακή, δηλ. αργία, κατά την οποία δεν μπορούσαν να εργάζονται τα δικηγορικά γραφεία ή να συντάσσονται έγγραφα, έχοντας κατά νου την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, θεωρούμε ότι είναι άνευ ερείσματος.

 

Ουδεμία σχέση ή σημασία θα μπορούσε να έχει ως προς τα ευρήματα και την κατάληξη του Δικαστηρίου το κατά πόσον η ημέρα που είχε τεθεί η υπό αμφισβήτηση υπογραφή επί της Σύμβασης, Τεκμήριο 3, ήταν αργία ή όχι. Αυτό που είχε σημασία είναι ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία τόσο της δικηγορικής υπαλλήλου, Μ.Κ.5 όσο και του δικηγόρου της Εφεσείουσας Μ.Κ.4, η οποία κρίθηκε, για τους λόγους που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, πλήρως αξιόπιστη, η Μ.Κ.5, η οποία ήταν συγγενής αλλά και γειτόνισσα της Εφεσείουσας, είχε μεταβεί στην οικία της Εφεσείουσας εκτός των ωρών εργασίας προκειμένου να την διευκολύνει εφόσον η Εφεσείουσα αδυνατούσε, λόγω έλλειψης μεταφορικού μέσου, να μεταβεί η ίδια στο γραφείο του Δικηγόρου της για να υπογράψει τη Σύμβαση, Τεκμήριο 3.

 

Επιπλέον, είναι σημαντικό να σημειωθεί η μαρτυρία του Δικηγόρου, Μ.Κ.4, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη, σύμφωνα με την οποία αυτός ενημέρωσε την Εφεσείουσα τηλεφωνικά ότι η επίδικη Σύμβαση κατατέθηκε στο Δικαστήριο προς διευθέτηση της υπόθεσης.

 

Υποστηρίχθηκε, ακόμη, στο πλαίσιο του πρώτου Λόγου Έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς νομικό έρεισμα κατέληξε στο συμπέρασμα περί απόδειξης των συστατικών στοιχείων του επίδικου αδικήματος.

 

Το αδίκημα της δημόσιας βλάβης βασίζεται στο Άρθρο 115 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, το οποίο προνοεί τα εξής :

 

«115. Όποιος, γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου

 

Από το λεκτικό του άρθρου 115 προκύπτει ότι η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος έχει δώσει κατάθεση σε Αστυνομικό, ότι η κατάθεση αυτή είναι ψευδής όσον αφορά κάποιο ποινικό αδίκημα, αλλά και ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτά τα οποία καταθέτει είναι ψευδή. Δηλαδή, ότι γνώριζε ότι δεν έχει στην πραγματικότητα διαπραχθεί το αδίκημα για το οποίο γίνεται η καταγγελία.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ευρήματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, προέκυψε ότι η Εφεσείουσα στις 13/2/2014 είχε δώσει κατάθεση σε Αστυνομικό και η κατάθεση αυτή ήταν ψευδής εντός της έννοιας του Άρθρου 115, εφόσον κατέθεσε ότι δεν υπέγραψε η ίδια σε συγκεκριμένο έγγραφο, ήτοι το Τεκμήριο 3, ενώ γνώριζε ότι η ίδια είχε υπογράψει στο εν λόγω έγγραφο. Δηλαδή, έδωσε ψευδή κατάθεση σε σχέση με ανύπαρκτο ή φανταστικό αδίκημα πλαστογραφίας.

 

Στη βάση όλων όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, η πιο πάνω θέση περί εσφαλμένου συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόδειξη των συστατικών στοιχείων του επίδικου αδικήματος δεν ευσταθεί.

 

Εν κατακλείδι, έχοντας εξετάσει με προσοχή την αξιολόγηση της μαρτυρίας θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχοντας, έναντι μας, τη μοναδική ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτά ευρήματα ως προς την αξιοπιστία τους. Συνολικά κρίνοντας την πρωτόδικη Απόφαση, δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτόν που να δικαιολογεί την επέμβαση μας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                     

 

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                     

 

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο