ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Fotiou Bros Shipping Ltd και Άλλοι (2013) 1 ΑΑΔ 95
Ιωάννου Αντώνης (Αρ. 2) (2013) 1 ΑΑΔ 2249
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XINHUI , Πολιτική Αίτηση Αρ. 5/2019, 31/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:D29
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΗ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/19, 14/19, 4/3/2019, ECLI:CY:AD:2019:D71
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ALABDALLA, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2020, 28/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:D76
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ALABDALLA , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2020, 11/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D100
Στυλιανού Ανδρέας Κωστάκη ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646
Δημοσθένους Κλεάνθης ν. Τύχωνα Τύχωνος (2013) 2 ΑΑΔ 22
Κακαράντζας Γεώργιος (Αρ. 1) (2015) 2 ΑΑΔ 1, ECLI:CY:AD:2015:D40
Τρύφωνος Ανδρέας (2016) 2 ΑΑΔ 343, ECLI:CY:AD:2016:D208
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΚΑΡΑΝΤΖΑ, Ποινική Αίτηση Αρ. 12/2018, 19/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:D406
L.C.A DOMIKI LIMITED , Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2018, 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ DESIGNSIDE LTD, Ποινική Αίτηση Αρ. 19/2018, 20/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:D504
Αγγελίδης, ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 17/2018, 6/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:D527
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 5/19, 3/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:D127
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ XXX, ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 10/19, 6/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:D166
ΛΟΥΚΑΙΔΗΣ ν. ΘΩΜΑ κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 5/2019, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B335
ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 10/20, 12/1/2021, ECLI:CY:AD:2021:D4
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2015) 3 ΑΑΔ 634, ECLI:CY:AD:2015:C812
ESSAM MOAWAD IBRAHIM MOAWAD, Αίτηση Αρ. 2/2015, 10/3/2015, ECLI:CY:AD:2015:D171
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2021:D93
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2021
9 Μαρτίου, 2021
[Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Φ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ Α. ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ
Κατήγορων
-ν-
1. χχχ Β. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
2. LIGHERAGE & TRANSPORT
COMPANY LIMITED
Κατηγορουμένων
...........
Ο κ. Φ. Χατζηιωάννου, για τους αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι προτιθέμενοι ιδιώτες κατήγοροι («οι αιτητές»), με επίκληση και το άρθρο 43 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, επιδιώκουν διά μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 19.2.21 («η αίτηση»), την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την καταχώριση «. του Κατηγορητηρίου Αρ. 3209/2021 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εντός 15 ημερών από την σύνταξη του .».
Αφορμή για την τρέχουσα διαδικασία έδωσε η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 23.2.21 («η πρωτόδικη απόφαση»), να αρνηθεί την έγκριση καταχώρισης τού ως άνω κατηγορητηρίου/Τεκμήριο 4 («το κατηγορητήριο»).
Το κατηγορητήριο εμπεριέχει τέσσερεις ξεχωριστές κατηγορίες. Η κατηγορία 1 (με νομική βάση τα άρθρα 255, 262 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154), αφορά σε «Κλοπή και/ή οικειοποίηση από την Κατηγορούμενη 1 €585.000 προϊόν πώλησης ακινήτου με αριθμό εγγραφής 2/42575, Τμήμα 2», ενώ οι κατηγορίες 2-4 αφορούν (με νομικό βάθρο το άρθρο 125(1) και (5) του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 και το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154), στο αδίκημα της μη συγκρότησης ετήσιας γενικής συνέλευσης για τα έτη 2018 (βλ. κατηγορία 2), 2019 (βλ. κατηγορία 3) και 2020 (βλ. κατηγορία 4).
Κατά τα άλλα, όσα πρόσθετα περιστοιχίζουν την αίτηση περιέχονται στη συνοδευτική αυτής ένορκη δήλωση («η ένορκη δήλωση»), ως εξής:
«........................................................................................................................................
10.Αναφορικά με το ότι οι Κατήγοροι δεν νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν το παρόν Κατηγορητήριο είναι η θέση μας ότι το θέμα αυτό δεν εξετάζεται στο παρόν στάδιο, αλλά μετά που το Δικαστήριο θα ακούσει μαρτυρία κατά την ακροαματική διαδικασία, καθώς αφορά πραγματικά γεγονότα. Εν πάση περίπτωση, οι κατήγοροι είναι μέτοχοι της Κατηγορούμενης 2 Εταιρείας, πράγμα που γνωρίζουν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2. Καταθέτω ως Τεκμήριο 5 αντίγραφο της έρευνας για τις πληροφορίες της Κατηγορούμενης Εταιρείας που μεταξύ άλλων αναγράφονται όλοι οι μέτοχοι της και ως Τεκμήριο 6 το διάταγμα Διαχείρισης του αποβιώσαντα του Κατήγορου 1. Επίσης, για το θέμα του άμεσου επηρεασμού των δικαιωμάτων των Κατήγορων αναφορικά με την πρώτη κατηγορία οι Κατήγοροι είναι μειοψηφία της Κατηγορούμενης 2 Εταιρείας και αυτό εξετάζεται κατά την ακρόαση του κατηγορητηρίου, για αυτό άλλωστε η LIGHTERAGE & TRANSPORT COMPANY LIMITED μπήκε ως Κατηγορούμενη 2 βάση της αρχής Foss ν Harbottle [1843] 2 Hare 461 γιατί αυτή έχει το άμεσο συμφέρον να κατηγορήσει την Κατηγορούμενη 1, αλλά υπάρχει ισχυρισμός ότι η εταιρεία ελέγχεται από την οικογένεια της Κατηγορούμενης 1 και ούτως η αλλιώς είναι επίδικο θέμα εξέτασης κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης. Όπως είχα προαναφέρει, η Ιωάννου Αντώνης (ανωτέρω) αφορούσε γραμματέα της ΣΠΕ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ και εδώ εγκρίθηκε η άδεια καταχώρησης του κατηγορητηρίου που επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Περαιτέρω, εκδικάστηκε κανονικά και η ιδιωτική ποινική στην ΚΡ BLUE DOLHIN HOMES LTD ν. ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗ κ.α. (βλ. ανωτέρω). Στις υποθέσεις Γεωργίου v. Berriman, Αρ. Υποθέσεων: 418/2015, 419/2015 και 420/2015, 5/8/2019 και Γεωργίου ν. Berriman, Αρ. Υπόθεσης: 2305/15, 29/6/2018 κρίθηκε μεταξύ άλλων ότι οι κατήγοροι θα έπρεπε να αποδείξουν ότι είναι μειοψηφία για να ενεργοποιηθεί η αρχή της Foss ν Harbottle (βλ. ανωτέρω) έτσι ώστε να αποδείξουν το δικαίωμα τους για ιδιωτική ποινική. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στη παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να δοθεί η άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση και να προχωρήσει η υπόθεση κανονικά για εκδίκαση, πως άλλωστε θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η αρχή της Foss ν Harbottle (βλ. ανωτέρω). Άλλωστε όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και οι κατήγοροι έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και να ακουσθούν. Το ίδιο ισχύει για τις κατηγορίες 2-4 του Τεκμηρίου 1.
11.Για τις κατηγορίες 2-4 του Τεκμηρίου 1 είναι ποινικά αδικήματα βάση του άρθρου 125 (1) και (5) που δίνει δικαίωμα στους μετόχους να καταχωρήσουν την ιδιωτική ποινική εναντίον της Εταιρείας και των διευθυντών της. Με λίγα λόγια έχουν άμεσο συμφέρον οι Κατήγοροι και αυτό προνοοείται από την ίδια την νομοθεσία. Προς υποστήριξη ότι οι κατήγοροι έχουν δικαίωμα ιδιωτικής ποινικής παραπέμπω και στο άρθρο 380 του ΚΕΦ. 113 που δίνει δικαίωμα καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής εναντίον της εταιρείας και των διευθυντών της. Με άλλα λόγια είναι φανερό ότι έχουν δικαίωμα οι Κατήγοροι να καταχωρήσουν ιδιωτική ποινική.
...................................................»
Άκουσα με προσοχή τον ευπαίδευτο δικηγόρο των αιτητών πριν από λίγο να υποστηρίζει προφορικώς (και με επάρκεια),την αποδοχή της αίτησης.
Αποκλίνω από τις θέσεις των αιτητών.
Εξηγώ.
Όντως, το ζήτημα που εν προκειμένω απασχολεί, διέπεται από το άρθρο 43 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Το κατηγορητήριο πρέπει να εγκριθεί από δικαστή πριν από την καταχώριση του. Ο δικαστής, μετά τη θεώρηση του κατηγορητηρίου (και του υλικού που βρίσκεται νομίμως ενώπιον του), μπορεί να το εγκρίνει, διατάσσοντας την καταχώριση του ή μπορεί να αποστεί από την έγκριση του. Ευλόγως, ο δικαστής μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει κατηγορητήριο εάν αυτό είναι συνταγμένο με τρόπο που να παραβιάζει ουσιωδώς τους κανόνες που διέπουν (μεταξύ άλλων) τη σύνταξη κατηγορητηρίων, κατά τις προβλέψεις των άρθρων 38 και 39 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Εφόρου Φορολογίας, Ποιν. Αίτ. 9/19, ημ. 26.3.19, Αναφορικά με την Αίτηση της Designside Ltd, Ποιν. Αίτ. 19/18, ημ. 20.11.18, Αναφορικά με την Αίτηση του Κακαράντζα, Ποιν. Αίτ. 12/18, ημ. 19.9.18, Αναφορικά με την Αίτηση του Κακαράντζα, Ποιν. Αίτ. 2/15, ημ. 29.1.15).
Η αίτηση που εισάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο έπειτα από άρνηση παραχώρησης άδειας καταχώρισης κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει την έννοια της έφεσης. Συνεπώς, το Δικαστήριο, ως Ανώτατο, μπορεί να κρίνει και πρωτογενώς και εξ ιδίων την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα και δύναται, αναλόγως, να ασκήσει τη δική του ευχέρεια, διατάσσοντας καταχώριση του κατηγορητηρίου. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 43 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριανού, Ποιν. Αίτ.10/20, ημ. 12.1.21, ECLI:CY:AD:2021:D4, Αναφορικά με την Αίτηση του Αγγελίδη, Ποιν. Αίτ. 17/18, ημ. 6.12.18).
Τούτων δοθέντων, περνώ στο διά ταύτα.
Αρχίζω από την κατηγορία 1.
Είναι γεγονός - και ορθώς το έθιξε ο κ. Χατζηιωάννου - ότι το άρθρο 269 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 δεν αναφέρεται ως νομική βάση τής κατηγορίας 1 στην Έκθεση Αδικήματος και έτσι, αυστηρώς εξ αυτής της άποψης, η προβληματική περί έλλειψης δικαιοδοσίας τού Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να αποδεχθεί την καταχώριση του κατηγορητηρίου καθίσταται ως θεωρητικής και μόνον σημασίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου (Αρ 2) (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2249, 2254).
Μολαταύτα, οι λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 1 προσδιορίζουν, όχι μόνον την ιδιότητα της κατηγορούμενης 1 ως «.διευθύντρια της Κατηγορούμενης 2 .», αλλά εστιάζουν συν τω χρόνω και στην ιδιοποίηση (ως ενιαία ή και ως διαζευκτική πράξη) από την κατηγορούμενη 1, ποσού €585.000 (ως του προϊόντος πώλησης τού αναφερόμενου ακινήτου). Αυτή η σύνταξη, δοσμένων των συστατικών στοιχείων της κλοπής (υπό το άρθρο 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.155), κρίνεται υπό τις περιστάσεις ως αχρείαστη και (δυνητικώς), ως κρισίμως συγχυστική (και πιθανώς άδικη) σε πολλαπλά επίπεδα (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2021, παρ. B4.2, B4.10, B4.34-B4.47).
Τούτο δικαιολογεί μη έγκριση της κατηγορίας 1.
Υπάρχει και κάτι ακόμη.
Η κατηγορία 1 - και τούτο στην απουσία άλλων διασαφήσεων - φαίνεται να αφορά σε ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε κατά ή περί το 2017, χωρίς να δικαιολογείται και αιτιολογείται το τι αντικειμενικώς εκλαμβάνεται (ή θα μπορούσε να εκληφθεί) ως καθυστέρηση στην καταχώριση του κατηγορητηρίου (εν έτη 2021).Τούτο, ως σχετική μεταβλητή για ό,τι ενεστώτως ενδιαφέρει, έπρεπε να απασχολήσει τους αιτητές για να παράσχουν τουτέστιν (και δικαίως), τη δυνατότητα ανάλογης δικαστικής κρίσης στα γεγονότα της περίπτωσης και στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι θεμιτό και επιτρεπτό σε αυτό το στάδιο (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση St Raphael Private Hospital Ltd, Ποιν. Αίτ. 3/20, ημ. 29.5.20, Αναφορικά με την Αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Ποιν. Αίτ. 30/19, ημ. 26.11.19, ECLI:CY:AD:2019:D487, Αναφορικά με την Αίτηση ΧΧΧ, Ποιν. Αίτ. 10/19, ημ. 6.5.19, Αναφορικά με την Αίτηση του Αγγελίδη, Ποιν. Αίτ. 17/18, ημ. 6.12.18, Αναφορικά με την Αίτηση της Designside Ltd, Ποιν. Αίτ. 19/18, ημ. 20.11.18, Αναφορικά με την Αίτηση της LCA Domiki Limited, Ποιν. Αίτ. 14/18, ημ. 2.10.18), ECLI:CY:AD:2018:D424.
Αυτά, αναφορικώς προς την κατηγορία 1.
Σε σχέση προς τις υπόλοιπες κατηγορίες (2-4) - και εκτός των άλλων που αναφέρω κατωτέρω ως ζήτημα ευρύτερης αρχής (υπό την αίρεση πάντοτε και του άρθρου 380 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 που προβλέπει πως καμιά διάταξη στο νομοθέτημα σχετικώς προς την έγερση ποινικών διαδικασιών από ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν εκλαμβάνεται πως αποκλείει πρόσωπο από το να εγείρει ή διεξάγει τέτοιες διαδικασίες) - ό,τι προβάλλει ως αξιοσημείωτο είναι πως τα αδικήματα που συγκροτούν τις κατηγορίες 2-4, δεν περικλείουν σαφή ημερομηνία διάπραξης, εκτός και αν κατά μια (αδόκιμη για ό,τι τώρα μέλει) ερμηνευτική διεργασία, τούτη θα μπορούσε να εκληφθεί ότι προσδιορίζεται με αναφορά στα αντίστοιχα έτη μη σύγκλισης ετήσιας γενικής συνέλευσης, ή και στις πρόνοιες του άρθρου 125 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113.
Τούτα - και παρ' όλες τις πρόνοιες του άρθρου 39(ζ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, που προβλέπει ότι «. δεν είναι αναγκαίο ή δεν χρησιμοποιείται βεβαιότητα ή λεπτομέρεια αναφοράς σχετικά . με χρόνο ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, στο κατηγορητήριο μεγαλύτερη από αυτή που είναι εύλογα επαρκής για το σκοπό παροχής ειδοποίησης στον κατηγορούμενο για αυτά .» - δεν απαρτίζουν, ως εκ του τρόπου αποτύπωσης τους, ικανοποιητική διαχείριση των πραγμάτων εκ πλευράς αιτητών. Αντιθέτως, συγκροτούν διακριτή απόκλιση από τα δικονομικώς ελαχίστως απαραίτητα, κατά τις αρχές που έχω παραθέσει. Η συζητούμενη αυτή πτυχή, σαφώς δεν μπορεί να αποτμηθεί και από το ότι (ως παρουσιάζεται στην όψη του), το κατηγορητήριο αναδύει (ένεκα των εκείθεν χρονικών οριοθετήσεων των αποδιδόμενων αξιόποινων συμπεριφορών) και θέματα παραγραφής των αδικημάτων (στις κατηγορίες 2-4), με βάση το άρθρο 88 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, έκφανση που επίσης άπτεται των όσων κειμένως αναλύονται (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση της Amsteso Electric Ltd, Ποιν. Αίτ. 14/19, ημ. 9.5.19, Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριανού και Κυλίλη, Ποιν. Αίτ. 5/19, ημ. 3.4.19).
Αυτά και για τα περί των κατηγοριών 2-4.
Μια διττή παρέκβαση, πριν από την κατακλείδα.
Πρώτον, καταγράφθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, πως «. ουδεμία βλάβη και κανένας άμεσος επηρεασμός των δικαιωμάτων των Παραπονουμένων αποκαλύπτεται με τις προτεινόμενες κατηγορίες που να καθιστά τους Παραπονούμενους «το θύμα» των φερόμενων εγκληματικών πράξεων που αποδίδονται με αυτές στους Κατηγορούμενους ώστε να νομιμοποιούνται στην έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης για τις εν λόγω κατηγορίες». Η διαπίστωση του ευπαίδευτου δικαστή, στην έκταση που φαίνεται να έγινε βάσει του περιεχομένου τού κατηγορητηρίου, κατοπτρίζει σωστά την εικόνα ως τέτοια. Όμως - και επιτρεπτώς στο πλαίσιο που συναφώς εξετάζεται τώρα το πράγμα - στην παράγραφο 10 της ένορκης δήλωσης παρέχεται επαρκές έρεισμα για διάφορη προσέγγιση από εκείνη στην πρωτόδικη απόφαση.
Δεύτερον, έγιναν αναφορές στην πρωτοδίκη απόφαση και για το ότι «. δεν προκύπτει από την έκθεση ή τις λεπτομέρειες αδικήματος έκαστης κατηγορίας ότι η παρούσα πρόκειται για περίπτωση γνήσιας άσκησης δικαιώματος ιδιωτικής δίωξης». Τούτο, προτρέπει εδώ στη διευκρίνηση - δίχως πάντως υποβιβασμό των προβληματισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί της υφιστάμενης κατάχρησης στην άσκηση του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη, με παρεπόμενο τη μεγάλη επιβάρυνση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και την πρόκληση σοβαρών καθυστερήσεων, κάτι που «. δικαιολογεί εξέταση του από τις αρμόδιες αρχές και πρωτίστως από τη νομοθετική εξουσία με σκοπό να οριοθετηθούν τα πλαίσια μιας εύλογης άσκησης του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη .» (βλ. KP Blue Dolphin Homes Ltd v ΕΑ Paraskevaides Holding Ltd, Ποιν. Έφ. 249/14, ημ. 15.10.20) - ότι (κατά κανόναν), δεν τεκμαίρεται άνευ ετέρου και απολύτως, αλλότριος σκοπός ή κίνητρο εκ της καταχώρισης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, της οποίας μάλιστα (ως συνάγεται να είναι και η επίμαχη περίπτωση μια που καμιά σχετική αναφορά έγινε από τους αιτητές), δεν προηγήθηκε καταγγελία από τον παραπονούμενο προς τις αρμόδιες αστυνομικές και διωκτικές της Δημοκρατίας (βλ. κατ' αναλογίαν, Γιαννή και Άλλων ν Chrigesa Constructions & Developments Ltd και Άλλου, Ποιν. Έφ. 110/15, ημ. 5.4.17, ECLI:CY:AD:2017:B127, Αναφορικά με την Αίτηση του Τρύφωνος, Ποιν. Αίτ. 15/15, ημ. 18.4.16, ECLI:CY:AD:2016:D208, Αναφορικά με την Αίτηση Fotiou Bros Shipping Ltd (2013) 1(Α) ΑΑΔ 95,103-105, Δημοσθένους ν Τύχωνος (2013) 2 ΑΑΔ 22, 30-37, Στυλιανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, 665-666). Στην Χαραλαμπίδης ν Κωμοδρόμου (2002) ΑΑΔ 522, 533-537, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε κατά πλειοψηφίαν ότι:
«. το δικαίωμα του πολίτη - θύματος να προβεί σε ιδιωτική ποινική δίωξη δεν συναρτήθηκε στην Ttofinis με την καταγγελία της παράβασης στις αστυνομικές αρχές ή την άρνηση ή απροθυμία τους να την προωθήσουν. Πέραν τούτου, ο εντεινόμενος ρυθμός των σχετικών παραπόνων δεν επιτρέπει στην αστυνομία να ασχοληθεί με το σύνολο των περιπτώσεων. Για αυτό και αφήνεται η δίωξη στα χέρια των ίδιων των παθόντων, όπως προκύπτει από τις υποθέσεις που έρχονται ενώπιόν μας.
Ως προς την παραπάνω παρατήρηση του Λόρδου Diplock, δεν φαίνεται από τα συμφραζόμενα να τέθηκε σαν όρος της δίωξης. Το σχετικό απόσπασμα από την Gouriet είναι από τη σελίδα 97:
«In English public law every citizen still has the right, as he once had a duty (though of imperfect obligation), to invoke the aid of courts of criminal jurisdiction for the enforcement of the criminal law by this procedure. It is a right which nowadays seldom needs to be exercised by an ordinary member of the public, for since the formation of regular police forces charged with the duty in public law to prevent and detect crime and to bring criminals to justice and the creation in 1879 of the office of Director of Public Prosecutions, the need for prosecutions to be undertaken (and paid for) by private individuals has largely disappeared; but it still exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law.»
Στην Τtofinis υπογραμμίστηκε ότι το ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του νόμου καθώς και το συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους. Αναφορικά με τις συνταγματικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα των διώξεων και τις εξουσίες των αστυνομικών αρχών που τους παρέχει ο νόμος, η απόφαση του Πική, Π., διευκρινίζει ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής δίωξης παραμένει ανεπηρέαστο.
«There is nothing in the Constitution neutralising the position at common law as regards private prosecutions. On the contrary, Article 113.2 is an empowering enactment conferring wide powers upon the Attorney-General with regard to prosecution, in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities. Likewise, the power conferred upon Police authorities to prosecute under s.17(2) and s.19 of the Police Law-Cap. 285, is not exclusive but supplementary to the right of the victim of crime to prosecute the suspect. Not every individual has the right of private prosecution. Only victims of crime have this right. Unlike the Roman Law, the common law never recognised actio popularis in any sphere. »
Υπέβοσκε πράγματι, όπως επισημάνθηκε, μια διαφορετική αντίληψη (από διαφορετικές συνθέσεις του Εφετείου) αναφορικά με περιπτώσεις επιταγών που ήταν αντικείμενο αγωγής και, παράλληλα, ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Στη Νεοφύτου (ημερ. 4.6.99) αντιμετωπίστηκε απευθείας το ερώτημα που αφορά κατάχρηση της διαδικασίας. Το επιχείρημα ωστόσο για μια τέτοια διαπίστωση δεν κατίσχυσε. Το δικαστήριο το απέρριψε γιατί, όπως στην ουσία έκρινε, στην ποινική διαδικασία βρίσκεται στην πλάστιγγα το θέμα ενοχής ή αθωότητας. Και σε περίπτωση καταδίκης το θέμα τιμωρίας. Κρίθηκε ότι το ελατήριο του κατήγορου ήταν στοιχείο άσχετο, αφού αυτό «δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του (κατηγόρου)». Είναι πιστεύουμε αυτό το πνεύμα της απόφασης. Στη μεταγενέστερη υπόθεση Ταμείο Πρόνοιας Σ.Ε.Κ., επιβάλλοντας ποινή στον εφεσίβλητο, αφού ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το Εφετείο δεν έλαβε καθόλου υπόψη το γεγονός πως υπήρχε παράλληλη αστική διαδικασία. Είναι όμως σωστό να λεχθεί ότι δεν υπήρξε συζήτηση επί του θέματος.
Οι υποθέσεις Βασιλείου και Μ. & Μ. Λοΐζου Λτδ., ήταν μεταγενέστερες (εκδόθηκαν στις 24.2.00 και 29.12.00 αντίστοιχα). Η Νεοφύτου, που σχολιάστηκε και στις δύο, δεν ακολουθήθηκε. Για το λόγο ότι η υπόθεση εκείνη δεν εξετάστηκε, υπό το πρίσμα της προηγούμενης νομολογίας μας, με την οποία, όπως ελέχθη, συγκρούεται. Στη Βασιλείου παρατίθεται και απόσπασμα από την αντεξέταση του κατηγόρου στην οποία ρητά παραδέχεται ότι σκοπός και των δύο διαδικασιών που κίνησε κατά του εκδότη των επιταγών ήταν η είσπραξη της οφειλής. Αφού αναλύθηκε η νομολογία αποφασίστηκε ότι:
«Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.»
Είναι φανερό πως έπαιξε καταλυτική επίδραση η δήλωση του κατηγόρου αναφορικά με τα ελατήρια του. Όμως, κατά τη γνώμη μας, το πώς εκείνος βλέπει το σκοπό της διαδικασίας δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Σημασία έχει, όπως διευκρινίζει η Τtofinis και η παραπάνω αγγλική νομολογία, ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του, άσχετα από οποιαδήποτε ελατήρια του που δεν λείπουν και από άλλης φύσεως διώξεις. Η αντίδραση του κατηγόρου στη Βασιλείου βρίσκεται μέσα στο συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, αλλά αυτό δεν προσδιορίζει το δικαίωμα ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας. Αυτή καθαυτή η δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων είπε ουσιαστικά ότι επιδίωκε την τιμωρία του εφεσιβλήτου και όχι την ικανοποίηση της απαίτησης. Διερωτόμαστε αν μια τέτοια απάντηση, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή, θα διέσωζε τη διαδικασία. Θα καθιερώναμε όμως τότε ένα πλασματικό κριτήριο. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια αιτιολογικά στηρίγματα της Βασιλείου είναι η αγγλική νομολογία, η οποία αφορά σε πτωχευτικές και άλλες διαδικασίες στις οποίες κατεστάλη η έκδηλη επιδίωξη παράλληλου ωφελήματος, παντελούς ξένου και ανεξάρτητου από τη φύση ή το σκοπό ή τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διάκριση με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής.
Προλογίζουμε τη συνέχεια με ό,τι ανέφερε ο Λόρδος Denning στην Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 1 W.L.R. 478, μιλώντας για τη δικαστική διαδικασία στη σελίδα 489:
«It is abused when it is diverted from its true cause so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end. »
Την επίσης σχετική υπόθεση D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, παραθέτει και σχολιάζει ως εξής ο Archbold στη σελίδα 1/439:
«In D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, the Divisional Court reiterated the exceptional nature of an order staying proceedings on the ground of abuse of process and stated that such an order should never be made where there were other ways of achieving a fair hearing of the case, still less where there was no evidence of prejudice to the defendant. »
Κατά ποίον τρόπον εδώ, φαίνεται τόσο έντονα ώστε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της καταστολής, η προκατάληψη σε βάρος του εφεσίβλητου ή κατά μείζονα λόγο αποτελεί εκβιαστικό μέτρο η ποινική δίωξη. Δεν βλέπουμε πώς πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να αφεθεί ατιμώρητος ο παραβάτης (δεν αναφερόμαστε σ' αυτή την περίπτωση για την οποία δεν εκφράζουμε άποψη) επειδή λήφθηκε προηγουμένως απόφαση εναντίον του, η οποία δεν εκτελέστηκε. Έχοντας μάλιστα υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο εμπόριο σχετικά με τις ακάλυπτες επιταγές, που περιγράψαμε στην αρχή. Φυσικά ο φόβος της τιμωρίας είναι συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου. Δε συνιστά όμως κατάχρηση. Δε συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό προς τους συναδέλφους μας με τις υποθέσεις Βασιλείου και Λοΐζου Λτδ. Η προσέγγιση υπήρξε, κατά τη γνώμη μας, λανθασμένη».
Εν κατακλείδι.
Κρίνοντας ως (εν πάση περιπτώσει) ορθή την απόληξη στην πρωτόδικη απόφαση (πλην των αιρέσεων που εξέφρασα), αποφαίνομαι (και πρωτογενώς), ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης. To κατηγορητήριο, ως επιχειρήθηκε να καταχωρισθεί, παραβίαζε καταφανώς τους κανόνες που συναπαρτίζουν τη διατύπωση κατηγορητηρίων (βλ. κατ' αναλογίαν, Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριανού και Κυλίλη, Ποιν. Αίτ. 5/19, ημ. 3.4.19, Αναφορικά με την Αίτηση του Κακαράντζα, Ποιν. Αίτ. 2/15, ημ. 29.1.15).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ