ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μαλαχτός, Χάρης Σταύρος Σταυρινίδης, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-03-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ amp;amp; ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ PODGY ΛΤΔ κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 3/2020, 29/3/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B109

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 3/2020)

 

 

29 Μαρτίου 2021

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

1.   ΠΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ & ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ PODGY ΛΤΔ

2.   xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εφεσειόντων

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΙΟΥ

Εφεσίβλητου

---------------

 

Κώστας Ευσταθίου και Γιώργος Στυλιανού, για τον Εφεσείοντες.

Σταύρος Σταυρινίδης, για τον Εφεσίβλητο.

--------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

--------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Εφεσείουσα 1 εταιρεία και ο Εφεσείοντας 2, διευθυντής της, καταδικάστηκαν σε πέντε κατηγορίες κατά παράβαση του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96.  Η υπόθεση αφορά σε κατασκευές μέσα σε τεμάχιο στα δημοτικά όρια του Εφεσίβλητου Δήμου Γερίου, ιδιοκτησίας της Εφεσείουσας 1.  Καταδικάστηκαν ότι ανήγειραν σε αυτό κατοικία, βοηθητική οικοδομή και τοίχο περίφραξης, χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή (Κατηγορίες 1, 4 και 16, αντίστοιχα).  Περαιτέρω, καταδικάστηκαν για την κατοχή και χρησιμοποίηση των εν λόγω υποστατικών, χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή (Κατηγορίες 13 και 10, αντίστοιχα). 

 

Επιβλήθηκαν σε αμφότερους χρηματικές ποινές στις κατηγορίες 1, 4, 10 και 16, ενώ εκδόθηκαν και διατάγματα κατεδάφισης τόσο της κατοικίας όσο και της βοηθητικής οικοδομής και του τοίχου περίφραξης και διατάγματα τερματισμού της χρήσης των υποστατικών. 

 

Τις καταδίκες τους προσβάλλουν με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, ενώ με τον τρίτο προσβάλλουν την επιβληθείσα ποινή, στην έκταση που αφορά στην έκδοση διατάγματος κατεδάφισης «της οικίας των».

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η διαδικασία της ποινικής υπόθεσης «είχε καταστεί μολυσμένη κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης» κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του, με αποτέλεσμα η ίδια η καταδικαστική απόφαση να προσβάλλει την αρχή της δίκαιης δίκης.  Η ουσία του λόγου, όπως προκύπτει από την αιτιολογία του, συνίσταται στο ότι ο Εφεσίβλητος καταχράστηκε τη διαδικασία και καταδίωξε τους Εφεσείοντες προκειμένου να εξασφαλίσει αθέμητα την επιβολή όρων και ρυμοτομίας εναντίον τους.  Προβάλλεται ακόμα η θέση ότι ο Εφεσίβλητος δια του Δημάρχου του προέβηκε σε προσπάθειες «ανεπίτρεπτου επιρροής και επηρεασμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και της διαδικασίας (course of justice), ουσιαστικώς είχαν προπηλακίσει το Δικαστήριο διαστρέφοντας τη διαδικασία».

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι η καταδικαστική απόφαση λήφθηκε κατά νομικό λάθος, νομική πλάνη ή και εσφαλμένη καθοδήγηση προς το νόμο και τους κανόνες απόδειξης.  Κατά τους Εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχτεί τη μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσίβλητου, η οποία, ούτως ή άλλως, δεν αποκάλυπτε τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν.  Η μαρτυρία ήταν κατά κύριο λόγο εξ ακοής, αδύναμη και ασαφής και συνίστατο σε ανεπίτρεπτες κρίσεις και συμπεράσματα.

 

Η έφεση αναφορικά με την ποινή περιορίζεται στο διάταγμα που εκδόθηκε για την κατεδάφιση «της οικίας των εφεσειόντων».  Αναμφίβολα δεν προσβάλλεται το διάταγμα κατεδάφισης του τοίχου περίφραξης, ενώ είναι συζητήσιμο κατά πόσο η βοηθητική οικοδομή περιλαμβάνεται στην έννοια της οικίας του Εφεσείοντα 2.  Προβάλλεται ότι το σχετικό διάταγμα κατεδάφισης αποτελούσε δυσανάλογη και μη δικαιολογημένη ποινή στη βάση ότι αποτελούσε την οικία των Εφεσείοντων.  Προβάλλονται και άλλες βάσεις, με τις οποίες, όμως, αμφισβητείται η διάπραξη των σχετικών αδικημάτων για τα οποία οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν.

 

Η θέση για ανεπίτρεπτη επιρροή και επηρεασμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και της διαδικασίας, εδράζεται στο γεγονός της αποστολής από το Δήμαρχο Γερίου επιστολής ημερ.19.12.2018 προς τον τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Έχουμε διέλθει διεξοδικά την επιστολή και διαπιστώνουμε ότι αυτή συνιστά παράπονο για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης που η παρούσα έφεση αφορά, που είχε καταχωριστεί τον Μάϊο του 2015.  Αναφέρεται ότι η εκδίκαση της είχε αναβληθεί για 14 φορές.  Για να υποστηρίξει ότι η υπόθεση θα έπρεπε να εκδικαστεί το συντομότερο, ο Δήμαρχος αναφέρει ότι:

 

«Παλαιότερα έχουν συμβεί τροχαία δυστυχήματα εξαιτίας της θέσης του παράνομου τοίχου, ο κίνδυνος για πρόκληση και άλλων δυστυχημάτων είναι συνεχής και τελευταία έχει γίνει ακόμα μεγαλύτερος γιατί αυθαίρετα έχουν τοποθετηθεί σιδερένια πασαλλάκια παρεμποδίζοντας την ομαλή κυκλοφορία οχημάτων με τον ισχυρισμό του ιδιοκτήτη ότι ο χώρος του ανήκει.

 

Ο δρόμος αυτός είναι πολυσύχναστος, χρησιμοποιείται από εκατοντάδες γονείς οι οποίοι καθημερινά μεταφέρουν τα παιδιά τους προς και από το Λύκειο Λατσιών αλλά και από πολλούς άλλους συνδημότες μας.

 

Δεν εξετάζω αν έχει δίκαιο ο Δήμος για τη διαφορά μας, εξετάζω όμως αν η δικαιοσύνη απονέμεται στην ώρα της.  Γιατί, τι να την κάνω την απονομή δικαιοσύνης αν ω μη γένετο προκληθεί δυστύχημα κι έχουμε τραυματισμούς ή και θανατηφόρα;  Θα απολογηθεί το Δικαστήριο στην οικογένεια των επηρεαζόμενων;»

 

 

Δεν απάντησε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Δήμαρχο.  Απάντησε ο Διοικητικός Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, προς τον οποίο ο Δήμαρχος είχε κοινοποιήσει την επιστολή.  Στην επιστολή του ημερ.20.12.2018 προς τον Δήμαρχο, ο Διοικητικός Πρόεδρος αναφέρει ότι, παρά τις προσπάθειες που είχαν γίνει για να εκδικαστεί η υπόθεση πιο νωρίς, αυτό δεν είχε καταστεί δυνατό, σημειώνοντας ότι οι διαβεβαιώσεις που είχε από την Δικαστή ενώπιον της οποίας εκκρεμούσε η υπόθεση ήταν ότι, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η ακροαματική διαδικασία θα άρχιζε την 22.3.2019, που ήταν ήδη ορισμένη για ακρόαση.

 

Η εκδίκαση της υπόθεσης πράγματι άρχισε την 22.3.2019.  Αίτημα των Εφεσείοντων για αναβολή απορρίφθηκε.  Η απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με την έφεση.  Ούτε γίνεται επίκληση της ως γεγονός στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 ή αλλού στην έφεση.  Αυτή προβάλλεται για πρώτη φορά στην αγόρευση των δικηγόρων των Εφεσειόντων ως σημείο παραβίασης της δίκαιης δίκης.  Απορρίπτουμε εκ προοιμίου την επιμέρους θέση.  Δεν μπορεί απόφαση που δεν προσβάλλεται ως εσφαλμένη, να εξετάζεται κατά πόσο παραβιάζει τη δίκαιη δίκη.

Δεν είναι ασύνηθες, διάδικοι που αισθάνονται ότι η υπόθεση που τους αφορά, ποινικής ή αστικής φύσης, καθυστερεί να εκδικαστεί, να απευθύνονται, συνήθως προς το Διοικητικό Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπου είναι καταχωρημένη η υπόθεση τους και να παραπονούνται για την καθυστέρηση, ζητώντας την επίσπευση της εκδίκασης της.  Κάποιοι, έστω σπάνια, απευθύνονται ακόμα και στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Πλείστοι δεν παραλείπουν να αναφέρονται και στην ουσία της υπόθεσης τους για να αναδείξουν την συνεχιζόμενη ταλαιπωρία τους και γιατί η υπόθεση τους θα πρέπει να εκδικαστεί σύντομα ή και κατά προτεραιότητα άλλων υποθέσεων.

 

Όποτε μια προγραμματισμένη για ακρόαση υπόθεση αναβάλλεται το Δικαστήριο οφείλει να παρέχει πλήρη αιτιολογία για την αναβολή της και η αιτιολόγηση της αναβολής θα έπρεπε να ήταν το τέλος στο ζήτημα.  Και χωρίς να επικροτούμε την τακτική της αποστολής επιστολών παραπόνου, αντίθετα, δεν θεωρούμε ότι τέτοιου περιεχομένου επιστολές συνιστούν παρέμβαση στις δικαστικές διαδικασίες, είτε αυτές προέρχονται από απλούς ιδιώτες, είτε εκπροσώπους νομικών προσωπικοτήτων, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, που είναι διάδικοι στις διαδικασίες στις οποίες αναφέρονται.

Δεν διαπιστώνουμε ότι διαταράχτηκε η εικόνα της αντικειμενικής αμεροληψίας του πρωτόδικο Δικαστηρίου και βρίσκουμε εντελώς αδικαιολόγητη τη θέση των Εφεσειόντων ότι δόθηκε η εντύπωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε μετατραπεί σε αντίδικο ή εχθρικό προς αυτούς.

 

Επικαλούνται ακόμα οι Εφεσείοντες ότι η αρχή της δίκαιης δίκης παραβιάστηκε γιατί ο Εφεσίβλητος χρησιμοποίησε την ποινική διαδικασία καταδιώκοντας τους, προκειμένου να εξασφαλίσει αθέμητα την επιβολή όρων και ρυμοτομίας εναντίον τους.

 

Έχει καταστεί σαφές ότι τον Εφεσίβλητο ανησυχούσε η παρουσία του τοίχου περίφραξης, που κατά τη θέση του είχε ανεγερθεί στο χώρο ρυμοτομίας και σειρά από πασσαλάκια που οι Εφεσείοντες είχαν τοποθετήσει πέραν του τοίχου περίφραξης και που, κατά τον Εφεσίβλητο, συνιστούσαν οδικό κίνδυνο.  Ο Εφεσίβλητος πιεζόταν από τους δημότες του για το ζήτημα.  Τους δημότες προδήλως δεν ενδιέφερε η κατοικία και η βοηθητική οικοδομή, ενδότερα στο επίδικο τεμάχιο. 

 

Η ρυμοτομία επιβάλλεται κατά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας που προηγείται της άδειας οικοδομής και φαίνεται ότι επιθυμία του Εφεσίβλητου ήταν να υποβληθεί σχετική αίτηση από την Εφεσείουσα 1, ώστε να επιβληθεί και η σχετική ρυμοτομία και να επιλυθεί έτσι το ζήτημα της ασφάλειας του δρόμου.  Ο Εφεσίβλητος είχε με επιστολή του ημερ.17.2.2016 καλέσει τους Εφεσείοντες να υποβάλουν τέτοια αίτηση, χωρίς οι τελευταίοι να το πράξουν.  

 

Το πρόβλημα, που φαίνεται να επιτάθηκε με την τοποθέτηση των πασσάλων, έφερε στο προσκήνιο τις παρανομίες στο τεμάχιο, με τον Εφεσίβλητο να καταχωρεί την επίδικη ποινική υπόθεση.  Ο Εφεσίβλητος ως η αρμόδια αρχή έκαμε αυτό που όφειλε να πράξει προς επιβολή του νόμου.  Η ποινική δίωξη, με κατηγορίες όπως αυτές που απαγγέλθηκαν στους Εφεσείοντες, είναι η κατεξοχή οδός που ακολουθείται από τις αρμόδιες αρχές για την επιβολή της σχετικής νομοθεσίας.  Οι Εφεσείοντες  που, όπως η δίκη ανέδειξε, παρανόμησαν δεν δικαιολογούνται να παραπονούνται.

 

Δεν έχει καταδειχτεί με οιονδήποτε τρόπο ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν δίκαιη δίκη και ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο έφεσης, με την αγόρευση των δικηγόρων τους, οι Εφεσείοντες υποβάλουν ότι δεν αποδείχτηκε η ανέγερση παράνομης οικοδομής και ότι υφίσταται τέτοια.  Επίσης ότι δεν αποδείχτηκε ποιός ήταν ο χρόνος της παράβασης.  Ακόμα, αναφέρεται ότι δεν αποδείχτηκε η «αρμοδία αρχή».

 

Οι καταδίκες των Εφεσειόντων βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στη μαρτυρία της τεχνικού, που κατά τους ουσιώδης χρόνους, εκτελούσε χρέη τεχνικού στην Τεχνική Υπηρεσία του Εφεσίβλητου Δήμου.  Αυτή προέβηκε σε επιτόπια έρευνα την 24.10.2014  και διαπίστωσε την ύπαρξη τόσο της κατοικίας, όσο και της βοηθητικής οικοδομής και του τοίχου περίφραξης.  Για κανένα δεν είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής.  Επομένως δεν ήταν δυνατό, κατά νόμο, να είχε εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης τους.

 

Το επίδικο τεμάχιο βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων του Εφεσίβλητου Δήμου, που από το 2012 που δημιουργήθηκε είναι και η αρμόδια αρχή.[1]  Μέχρι το 2012, όταν η τοπική αρχή ήταν Κοινοτικό Συμβούλιο, αρμόδια αρχή ήταν ο Έπαρχος Λευκωσίας.[2] 

 

Παλαιότερα στο επίδικο τεμάχιο υπήρχε υποστατικό εκτροφής χοίρων. Γι' αυτό υπήρχε άδεια οικοδομής του 1969 και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης του 1973.  Λόγω της οχληρίας που προκαλούσε και κατόπιν συμφωνίας, οι ιδιοκτήτες του αποζημιώθηκαν και το κατεδάφισαν.  Ότι το υποστατικό εκτροφής χοίρων κατεδαφίστηκε, πληροφορήθηκε η μάρτυρας από άλλο υπάλληλο του Εφεσίβλητου και το περιεχόμενο σχετικού σημειώματος ημερ.24.6.1996 στο φάκελο του τεμαχίου.  Ό,τι παρέμεινε ήταν μια μικρή αυθαίρετη αποθήκη από τσιμεντομπλόκς και τσίγκους στην οποία προστέθηκαν και άλλα κτίσματα για να διαμορφωθεί έτσι η κατοικία του Εφεσείοντα 2.

 

Η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι η κατοικία του Εφεσείοντα 2 είναι μέρος των αδειούχων υποστατικών που δεν είχαν κατεδαφιστεί.  Η μάρτυρας απέρριψε την θέση.  Υπέδειξε ότι τα εγκεκριμένα σχέδια αφορούσαν υποστατικό εκτροφής χοίρων.  Ήταν ανοιχτά υποστατικά με κάποια στέγαστρα και περίφραξη και δεν είχαν καμιά σχέση με κατοικήσιμο χώρο.  Η μάρτυρας δεν είχε εισέλθει στην επίδικη κατοικία αλλά προέβηκε στις παρατηρήσεις της από το δημόσιο δρόμο και γειτνιάζον με το επίδικο τεμάχιο.

 

Το παράπονο των Εφεσείοντων ότι εσφαλμένα προσμέτρησε για τις καταδίκες τους εξ' ακοής μαρτυρία είναι ανεδαφικό.  Σύμφωνα με το άρθρο 24(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9: «η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής».   Η υπεράσπιση δεν ζήτησε να αντεξετάσει οιονδήποτε πρόσωπο αναφορικά με λεχθέντα του, που μετέφερε στο Δικαστήριο η μάρτυρας τεχνικός,[3] ούτε πρόσφερε οιαδήποτε μαρτυρία σε ότι αφορά την επιτόπου κατάσταση, αλλά ούτε και υποστήριξε ότι εκδόθηκε ποτέ άδεια οικοδομής ή πιστοποιητικό τελικής έγκρισης αναφορικά με την κατοικία, την βοηθητική οικοδομή ή τον τοίχο περίφραξης.

 

Τα επιμέρους ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που οδήγησαν στις καταδίκες των Εφεσείοντων παρέμειναν αδιάσειστα.

 

Σύμφωνα με το Κατηγορητήριο, όπως είχε τροποποιηθεί, η ανέγερση της κατοικίας και του τοίχου περίφραξης είχαν γίνει σε άγνωστη ημερομηνία στον Εφεσίβλητο «κατά ή περί την 14/2/07 και μέχρι 15/4/15», ενώ της βοηθητικής οικοδομής «κατά ή περί την 15/4/15».

 

Τόσο η κατοικία, όσο και η βοηθητική οικοδομή και ο τοίχος περίφραξης είχαν ανεγερθεί πριν από την 24.10.2014 που η τεχνικός προέβηκε σε επιτόπια έρευνα και διαπίστωσε την ύπαρξη τους και περιλαμβάνεται στην ευρύτερη χρονική περίοδο που τελειώνει την 15.4.2015 που αναφέρεται στις κατηγορίες.  Η ημερ.14.2.2007, που επίσης αναφέρεται στην Κατηγορία 1 και στην Κατηγορία 16, είναι η ημερομηνία σημειώματος του Βοηθού Επαρχιακού Επόπτη στο οποίο αναφέρεται ότι ανεγειρόταν περίφραξη.  Όπως περαιτέρω διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στο σχετικό φάκελο, η κατοικία είχε ήδη ανεγερθεί.  Το ίδιο και η βοηθητική οικοδομή.  Έτσι, ενώ ο τοίχος περίφραξης ανεγέρθηκε «κατά ή περί την 14/2/07 και μέχρι 15/4/15» η κατοικία και η βοηθητική οικοδομή είχαν ανεγερθεί πιο πριν και εκτός της περιόδου που αναφέρεται στις σχετικές Κατηγορίες 1 και 4 αντίστοιχα.  Αυτό που προέκυπτε από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ήταν ότι η κατοικία και η βοηθητική οικοδομή είχαν ανεγερθεί μετά την κατεδάφιση του υποστατικού εκτροφής χοίρων, γεγονός για το οποίο καταρτίστηκε σχετικό σημείωμα ημερ.24.6.1996. 

 

Επομένως, οι Εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να καταδικαστούν στις Κατηγορίες 1 και 4.  Ακυρώνουμε ως αποτέλεσμα τις καταδίκες τους στις Κατηγορίες 1 και 4.  Θα μπορούσαν όμως οι Εφεσείοντες να καταδικαστούν σε κατηγορίες για τις ενέργειες που τους καταλογίζονταν στις Κατηγορίες 1 και 4 με άλλο χρόνο διάπραξης του αδικήματος που η κάθε μια αφορούσε, δηλαδή «κατά ή περί την 24.6.1996 και μέχρι την 24.10.2014».

 

Το άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 παρέχει την εξουσία στο Εφετείο «να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σ' αυτόν ποινή ανάλογα.».  Κατηγορία με ταυτόσημη έκθεση αδικήματος αλλά με διαφορετικές λεπτομέρειες αδικήματος από αυτές του κατηγορητηρίου συνιστά διαφορετικό ποινικό αδίκημα στην έννοια του άρθρου 145(1)(γ), που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο σύμφωνα με το άρθρο 85(4) του Κεφ.155 (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, 467 και Issa and Another v. Republic (1989) 2 C.L.R. 39).

 

Η εξουσία που παρέχεται στο Εφετείο δυνάμει του άρθρου 145(1)(γ) του Κεφ.155 προσομοιάζει προς την αντίστοιχη εξουσία που παρέχεται στο δικάζον δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 85(4).  Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται, με πρωταρχική φροντίδα τη διαφύλαξη της δίκαιης δίκης και την ανάγκη αποκλεισμού της πιθανότητας δυσμένειας στον κατηγορούμενο που μπορεί να προκύψει από την υποκατάσταση της κατηγορίας με νέα (Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Κυριάκου και Γεώργιος Μ. Πικής, «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο» 2η έκδ., 2013, 328-9).

 

Κρίνουμε ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις των άρθρων 145(1)(γ)  και 85(4) του Κεφ.155.  Η τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη νέων κατηγοριών με τις ίδιες λεπτομέρειες όπως στις Κατηγορίες 1 και 4, με την διαφορά όσον αφορά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, δεν θα επιφέρει την όποια δυσμένεια στους Εφεσείοντες και ούτε θα έχει επηρεαστεί η υπεράσπιση τους με οποιοδήποτε τρόπο.  Η γραμμή της υπεράσπισης τους ήταν ότι δεν ανήγειραν την κατοικία ή τη βοηθητική οικοδομή, αλλά ότι αυτές ήταν μέρος του αδειούχου υποστατικού εκτροφής χοίρων.  Δεν ήταν ποτέ το ζήτημα πότε ακριβώς, μετά την κατεδάφιση του αδειούχου υποστατικού, πραγματοποιήθηκε η ανέγερση τους.

 

Επομένως προβαίνουμε στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη δύο νέων κατηγοριών 17 και 18 πανομοιότυπων με τις υφιστάμενες Κατηγορίες 1 και 4 στις οποίες όμως ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος σε κάθε κατηγορία να είναι «κατά ή περί την 24.6.1996 και μέχρι την 24.10.2014» και καταδικάζουμε τους Εφεσείοντες στις Κατηγορίες 17 και 18.

 

Κρίνουμε ότι είναι ορθό να επιβάλουμε και επιβάλλουμε τις ίδιες χρηματικές ποινές στις Κατηγορίες 17 και 18 όπως είχαν επιβληθεί στις Κατηγορίες 1 και 4 αντίστοιχα, εφόσον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της έφεσης (€350 στην Κατηγορία 17 και €125 στην Κατηγορία 18 στον κάθε Εφεσείοντα).  Κατά πόσο είναι ορθό να διατάξουμε στην Κατηγορία 17 την κατεδάφιση της κατοικίας και στην Κατηγορία 18 την κατεδάφιση της βοηθητικής οικοδομής, συναρτάται με το λόγο έφεσης 3, που αφορά στα ίδια διάταγμα που εκδόθηκε και στις Κατηγορίες 10 και 13.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο πιο κάτω απόσπασμα από την Έπαρχος Λάρνακας ν. Marinakis Developers Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ.173/2014, ημερ.24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B112, μέσα από το οποίο αναδύεται η ορθή διάσταση του ζητήματος:

 

«Είναι θεμελιωμένο ότι, η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, παράνομα ανεγερθείσης οικοδομής, ανάγεται στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά έχοντας υπόψιν, ως πρωταρχικό παράγοντα, τη διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας και την αποκατάσταση της νομιμότητας (Δέστε Μάριος Ανδρέα Σωφρονίου Λτδ v. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369).  Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί στις περιπτώσεις που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη, σε τέτοιο βαθμό, που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής να συνιστά τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος (Δέστε Αδελφοί Λαμπριανίδη και άλλοι v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390).  Λόγο μη έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης συνιστά και το γεγονός ότι το διάταγμα κατεδάφισης θα επηρεάσει και δικαιώματα τρίτων, οι οποίοι δεν έχουν κατηγορηθεί και δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου στην ποινική δίωξη αναφορικά με αδικήματα που διαπράττονται δυνάμει του Κεφ. 96 (Δέστε Πυριλλή (ανωτέρω) [(2004) 2 Α.Α.Δ. 607]). Δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 3 του Κεφ. 96, όπως ρητά προνοείται στο άρθρο 20 του ιδίου Νόμου, υπάρχει όταν ο Κατηγορούμενος συνεχίζει να έχει κατοχή της παράνομης οικοδομής (Δέστε Σταυρινίδης v. Δήμου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 429).»

 

 

 

Τόσο η κατοικία όσο και η βοηθητική οικοδομή, δεν ήταν οικοδομές που παρουσίαζαν επουσιώδης παρεκκλίσεις, αλλά, όπως διαπιστώθηκε παράνομες οικοδομές στην ολότητα τους.  Ορθά λοιπόν κρίθηκε ότι τυχών άρνηση έκδοσης σχετικού διατάγματος κατεδάφισης θα ισοδυναμούσε με ενθάρρυνση της συνέχισης της παρανομίας.  Ούτε παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, όπως υποστήριξαν οι δικηγόροι των Εφεσείοντων.

 

Κρίνουμε επομένως ορθό να διατάξουμε στην Κατηγορία 17 την κατεδάφιση της κατοικίας και στην Κατηγορία 18 την κατεδάφιση της βοηθητικής οικοδομής, εντός δύο μηνών από σήμερα, εκτός εάν στο μεταξύ εξασφαλιστεί η σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή, στη βάση των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας και για τους ίδιους λόγους που η κατεδάφιση είχε διαταχτεί και από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Ως αποτέλεσμα, οι καταδίκες στις Κατηγορίες 10, 13 και 16 και οι επιβληθείσες σε αυτές ποινές επικυρώνονται.  Οι καταδίκες των Εφεσείοντων στις Κατηγορίες 1 και 4 ακυρώνονται.  Οι Εφεσείοντες καταδικάζονται στις Κατηγορίες 17 και 18 και επιβάλλονται σε αυτούς οι χρηματικές ποινές και εκδίδονται διατάγματα ως ανωτέρω.

 

Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμένει.  Επιδικάζονται €1500.- έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσείοντων.

 

 

 

 

 

Π. Παναγή, Π.

 

 

 

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] Άρθρο 3(2)(α) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96. 

[2] Άρθρο 3(2)(β) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96. 

[3] Το άρθρο 26(1) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9, προνοεί ότι: «Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο