ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B108
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 3/2019)
29 Μαρτίου 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
xxx ΝΤΑΝΤΙΝΑΚΗ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Ανδρέας Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα.
Αντώνης Αντωνίου, δημόσιος κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων παραδέχτηκε δύο κατηγορίες και καταδικάστηκε σε άλλες τέσσερεις από το Κακουργιοδικείο (Κατηγορίες 7, 8, 9 και 15). Αθωώθηκε στις υπόλοιπες 14 που περιλαμβάνονταν στο Κατηγορητήριο. Ποινή του επιβλήθηκε μόνο στις Κατηγορίες 7 και 8. Με την έφεση του, προσβάλλει ως εσφαλμένη την καταδίκη του στις Κατηγορίες 7, 8 και 9 και τις επιβληθείσες ποινές στις Κατηγορίες 7 και 8 ως έκδηλα υπερβολικές. Διατείνεται ακόμα ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης (λόγος έφεσης 8) που εφόσον ευσταθεί θα πρέπει να οδηγεί στην ακύρωση της καταδίκης του και στην Κατηγορία 15.
Καταδικάστηκε για απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή (άρθρο 290 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154) επί το ότι σε άγνωστο χρόνο, μεταξύ 23.8.2017 και 21.9.2017, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων απαίτησε από την Μ.Τ., με σκοπό την κλοπή του, το ποσό των €600, απειλώντας την ότι αν δεν του έστελνε το ποσό θα έστελνε γυμνές φωτογραφίες της στην οικογένεια της (Κατηγορία 7). Στη βάση των ίδιων γεγονότων και επειδή η Μ.Τ. δεν είχε υποχρέωση να του αποστείλει το ποσό, καταδικάστηκε για το αδίκημα της απειλής (άρθρο 91(γ) του Κεφ.154) (Κατηγορία 8). Τα ίδια γεγονότα στοιχειοθέτησαν και το αδίκημα της αποστολής δια δημοσίου δικτύου επικοινωνιών απειλητικού μηνύματος (άρθρο 149(6)(α) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν112(Ι)/2004)) (Κατηγορία 9). Τέλος καταδικάστηκε για ακόμα ένα αδίκημα αποστολής δια δημοσίου δικτύου επικοινωνιών απειλητικού μηνύματος, την 22.9.2017, την φορά αυτή προς τον αδελφό της Μ.Τ., ότι θα κοινοποιούσε «στη δουλειά» και «στο χωριό» γυμνές φωτογραφίες της Μ.Τ. (Κατηγορία 15).
Η μαρτυρία της Μ.Τ., που ήταν το παραπονούμενο πρόσωπο στις Κατηγορίες 7, 8 και 9, κρίθηκε αναξιόπιστη και «στο σύνολο της απορριπτέα». Η καταδίκη του Εφεσείοντα στις κατηγορίες αυτές εδραιώθηκε στη βάση των μηνυμάτων που αντάλλασσαν μέσω κινητού τηλεφώνου και που παρουσιάστηκαν εκτυπωμένα ως τεκμήριο στη δίκη, με τα οποία ο Εφεσείων την απειλούσε με τον πιο πάνω τρόπο να του δώσει χρήματα. Όπως είχε διαπιστώσει το Κακουργιοδικείο, ο Εφεσείων δεν αναφερόταν σε οποιοδήποτε ποσό, σε οιονδήποτε από τα μηνύματα του. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι το ποσό που ζητούσε ο Εφεσείων ήταν €600 και όχι €6000 όπως αναφερόταν στις Λεπτομέρειες Αδικήματος και στις τρείς κατηγορίες. Ότι το ποσό που ο Εφεσείων απαιτούσε ήταν €600, εξήγαγε από το περιεχόμενο της κατάθεσης του ιδίου του Εφεσείοντα στην Αστυνομία. Είχε εκεί προβάλει τη θέση ότι είχε πληρώσει για λογαριασμό της Μ.Τ. €800 και η τελευταία του είχε επιστρέψει €200. Προέκυπτε κατ' αυτό τον τρόπο ότι το ποσό που απαιτούσε ήταν το υπόλοιπο ποσό των €600.
Ο λόγος έφεσης 1 μεταφέρει το εξής απόσπασμα από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου: «Προκύπτει, με βάση την παραδοχή του κατηγορούμενου, ότι το ποσό που απαιτούσε δια των πιο πάνω μηνυμάτων ήταν €600. Το κατά πόσο ο ισχυρισμός του ευσταθούσε ή όχι παρέμεινε μετέωρος. Ήταν στον ίδιο να αποδείξει τον ισχυρισμό που πρόβαλε.» και στη βάση του, ο Εφεσείων προβάλλει τη θέση ότι το σχετικό εύρημα ήταν εσφαλμένο και αντινομικό και πως αυτό καθιστά την καταδίκη του στις Κατηγορίες 7, 8 και 9 ακροασφαλή.
Διακρίνουμε τρία ζητήματα στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1. Το πρώτο είναι ότι η κατηγορούσα αρχή είχε αποτύχει να αποδείξει το ποσό της απαίτησης, που προβάλλεται ως βασικό στοιχείο των Κατηγοριών 7, 8 και 9. Το δεύτερο είναι ότι το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, επιφορτίζοντας τον Εφεσείοντα με το βάρος να αποδείξει ότι η απαίτηση του αφορούσε καλόπιστη αξίωση. Το τρίτο είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, εφόσον η παραπονούμενη είχε κριθεί εντελώς αναξιόπιστη, η θέση του Εφεσείοντα ότι το ποσό των €600 του οφειλόταν, όπως είχε αναφέρει στην κατάθεση του και υιοθετήσει με την ανώμοτη του δήλωση, εσφαλμένα δεν θεωρήθηκε ως καλόπιστη αξίωση. Έπρεπε δηλαδή να γίνει δεχτή η θέση του αυτή.
Στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, 112-3, στην οποία παρέπεμψε το Κακουργιοδικείο, εξηγήθηκε ότι μπορεί να προσδοθεί διαφορετική βαρύτητα σε διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορούμενου. Αναφέρθηκε ότι:
«Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan [Findlay Duncan 73 Crim. App R.359] αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.»
Σε αυτά τα πλαίσια κινήθηκε το Κακουργιοδικείο. Η προβαλλόμενη στην κατάθεση του εκδοχή του Εφεσείοντα είχε δύο παραμέτρους. Ότι απαιτούσε το ποσό των €600 και ότι το ποσό αυτό του οφειλόταν νομίμως. Το Κακουργιοδικείο έδωσε βαρύτητα και σημασία στην πρώτη, θεωρώντας προδήλως την δεύτερη ως δικαιολογία του για την συμπεριφορά του και δεν την αποδέχτηκε. Ότι ο Εφεσείων υιοθέτησε την θέση αυτή στην ανώμοτη του δήλωση, σε συνδυασμό με την απόρριψη της μαρτυρίας της Μ.Τ., δεν επέβαλλε στο Κακουργιοδικείο να αποδεχτεί ότι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, όπως δεν θα ήταν υπόχρεο έτσι να την αποδεχτεί ακόμα και αν ο Εφεσείων έδινε ένορκη μαρτυρία και πρόβαλλε την θέση αυτή.
Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι το ποσό που απαιτούσε ο Εφεσείων ήταν €600 ήταν εύλογη και επιτρεπτή στη βάση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού. Εύλογη και επιτρεπτή ήταν και η κατάληξη του να μην δώσει βαρύτητα στην προβαλλόμενη θέση ότι ο Εφεσείων είχε να λαμβάνει €600 από την Μ.Τ. και να μην καταλήξει σε θετικό εύρημα ότι η Μ.Τ. του χρωστούσε €600.
Όμως, το καταλυτικό ζήτημα είναι κατά πόσο, δοθείσης της απαίτησης καταβολής του ποσού των €600, εναπόκειτο στον Εφεσείοντα να τεκμηριώσει ότι επρόκειτο για καλόπιστη αξίωση, όπως το Κακουργιοδικείο αποφάσισε, για να καταλήξει ότι τέτοιος ισχυρισμός «δεν μπορεί ούτε βρίσκει πρόσφορο έδαφος». Εμπλέκεται εδώ ο λόγος έφεσης 2.
Ο Εφεσείων στην κατάθεση του στην Αστυνομία είχε επικαλεστεί ότι είχε καταβάλει για λογαριασμό της Μ.Τ. €800 σε κάποιο τοκογλύφο και ανάφερε στον ανακριτή της υπόθεσης το μικρό του όνομα και ότι ήταν «στο δρόμο Δεκέλειας». Τον τοκογλύφο επισκέφτηκαν γιατί η Μ.Τ. χρειαζόταν χρήματα. Η Μ.Τ. κατά την αντεξέταση της αποδέχτηκε ότι μαζί με τον Εφεσείοντα είχαν επισκεφθεί ένα πρόσωπο στο δρόμο Δεκέλειας, κοντά σε ένα ξενοδοχείο. Το πρόσωπο αυτό είχε ζητήσει να του επιδείξουν τους τίτλους χωραφιών που η Μ.Τ. είχε πάρει μαζί της για να αποφασίσει κατά πόσο θα μπορούσε να τους δώσει μετρητά σε αντάλλαγμα. Η θέση της ήταν ότι τα χρήματα που ήθελαν να εξασφαλίσουν ήταν για τον Εφεσείοντα, που της είχε παραστήσει ότι απειλείτο από τον υπόκοσμο για οφειλή του. Ο Εφεσείων είχε, κατά την εκδοχή του πληρώσει στον τοκογλύφο €800 για να διενεργηθούν εκτιμήσεις των χωραφιών, ενώ η μαρτυρία της Μ.Τ. ήταν ότι ο τοκογλύφος δεν τους είχε ζητήσει χρήματα.
Το Κακουργιοδικείο, μετά την αξιολόγηση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού, κατάληξε σε εύρημα ότι ο λόγος που η Μ.Τ. και ο Εφεσείων είχαν επισκεφτεί τον τοκογλύφο ήταν γιατί η Μ.Τ. είχε δικές της οικονομικές υποχρεώσεις προς τρίτους. Αναφέρεται με έμφαση στην απόφαση ότι: «είναι προφανές ότι τα χρήματα τα ζητούσε άμεσα και αγωνιωδώς για δικούς της προσωπικούς λόγους, ασύνδετους χρονικά και άσχετους με τον κατηγορούμενο».
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η Αστυνομία είχε την υποχρέωση να διερευνήσει την εκδοχή του για την εμπλοκή του τοκογλύφου και να παρουσιάσει την αλήθεια στη δίκη (Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 459, 476-7). Με το υπόβαθρο αυτό, με τον λόγο έφεσης 2, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι: «Η αποδεκτή μαρτυρία του [εξεταστή] ότι ζήτησε συγκεκριμένα στοιχεία από τον κατηγορούμενο αναφορικά με τον τοκογλύφο, ζητώντας του να τον πάρει αλλά αυτός δεν το έκαμε, αφαιρεί κάθε υπόβαθρο, όπως και στην Τούμπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 430, για ισχυρισμό περί καλόπιστης αξίωσης δικαιώματος», είναι εσφαλμένο και αντινομικό και παραβιάζει το δικαίωμα του σε δίκαια δίκη, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.
Η Εφεσίβλητη αποδέχτηκε, με την ενώπιον μας αγόρευση του δημόσιου κατήγορου, ότι ο Εφεσείων δεν είχε το νομικό βάρος να αποδείξει οτιδήποτε. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι: «Ήταν στον ίδιο να αποδείξει τον ισχυρισμό που πρόβαλε.» δεν ήταν η καλύτερη διατύπωση, αλλά αυτό, εισηγήθηκε, δεν επηρέασε την κατάληξη επί του σημείου. Ο Εφεσείων, υποστήριξε, είχε ένα μαρτυρικό βάρος («evidential burden») να προβάλει κάποια μαρτυρία η οποία να μπορεί να δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία. Ήταν η θέση της Εφεσίβλητης ότι ο Εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος και η μαρτυρία του απορρίφθηκε. Σημειώνουμε βέβαια ότι, σε κάθε περίπτωση, ο Εφεσείων δεν είχε δώσει μαρτυρία κατά τη δίκη.
Την ίδια προσέγγιση είχε και ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, επικαλούμενος απόσπασμα από την Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 25 και 29/2014, ημερ.20.9.2018, (από την απόφαση του αδελφού Τ. Θ. Οικονόμου, Δ. στην 29/2014) ότι:
«Η αναφορά στην απόρριψη της εκδοχής που προέβαλε ο Κ.2 δεν έχει την έννοια ότι η υπεράσπιση είχε το βάρος ν' αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου κι όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του (Woolmington v D.P.P. 25 Cr. App. R. 72, Charitonos and Others v. The Republic CLR 40). Η υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία (Ayres v. The Republic (1971) 2 CLR 40) ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt), χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή (Woolmington (ανωτ.), Αttorney General v. Hassan (1971) 2 CLR 316, R. V Murtagh and Kennedy, 39, Cr. App. R. 72, 83, Koutras v The Republic (1976) 2 CLR 13, Fournaris v. The Republic (1978) 2 CLR 20). Η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία μόνο στο βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ακλόνητη και επαρκώς ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη (Kafalos v. The Queen 19 CLR 121).»
Το άρθρο 290 του Κεφ.154 στο οποίο εδράζεται η Κατηγορία 7 προνοεί ότι: «Όποιος με σκοπό κλοπής πολύτιμου πράγματος απαιτεί αυτό από άλλο, με απειλές ή βία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.». Αυτό προσομοιάζει με το άρθρο 30[1] του Larceny Act 1916 της Αγγλίας, που έχει καταργηθεί από το Theft Act 1968 (Τούμπας και Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.189/2019, ημερ. 20.10.2020). Κοινό στοιχείο στα αδικήματα είναι ο σκοπός της κλοπής. Στον Archbold's Criminal Pleading Evidence & Practice, 32nd Ed., 1949, 673, αναφέρεται ότι το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο, στην περίπτωση που τα χρήματα δίδονταν, θα μπορούσε να λεχθεί ότι αυτά κλάπηκαν, δηλαδή είχαν αποκτηθεί δόλια και χωρίς απαίτηση δικαιώματος (claim of right) που έγινε με καλή πίστη. Μνημονεύεται η R v. Bernhard [1938] 2 K.B. 264; 26 Cr. App. R. 137, όπου αποφασίστηκε ότι ένας έχει απαίτηση δικαιώματος, εφόσον έντιμα επικαλείται αυτό που ο ίδιος πιστεύει να είναι νόμιμη απαίτηση του, ακόμα και αν πρόκειται για απαίτηση που δεν ευσταθεί, είτε κατά νόμο, είτε στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης.
Ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος επιδιώκει να πάρει αυτό που πιστεύει ότι δικαιούται δεν είναι σχετικός παράγοντας. Άλλωστε εφόσον οι απειλές ή η βία είναι απαραίτητα στοιχεία για τη διάπραξη του αδικήματος, τότε αν όποτε υπήρχαν απειλές ή βία πάντοτε στοιχειοθετείτο το αδίκημα του άρθρου 290 του Κεφ.154, η πρόνοια «με σκοπό κλοπής» δεν θα είχε σημασία. Αυτό εξηγεί η Χαραλάμπους με παραπομπή στην απόφαση του αγγλικού εφετείου στη Regina v. Skivington (1967) 2 WLR 665, όπου ανατράπηκε η καταδίκη του εφεσείοντα που με την απειλή μαχαιριού είχε αποσπάσει από τον εργοδότη του τους μισθούς που του οφείλονταν. Παρενθετικά και προς άρση τυχών παρερμηνείας εξηγούμε ότι αναφερόμαστε στη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου αδικήματος και όχι άλλων που ενδεχομένως διαπράττονται κάτω από τέτοιες περιστάσεις. Επαναλαμβάνουμε εδώ ότι το άρθρο 30 του Larceny Act 1916 έχει καταργηθεί από το Theft Act 1968 και τώρα το ανάλογο αδίκημα του εκβιασμού (blackmail) έχει διαφορετικές προϋποθέσεις τέλεσης.[2]
Εφόσον o σκοπός κλοπής είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος του άρθρου 290 του Κεφ.154, εναπόκειτο στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι ο Εφεσείοντας δεν δικαιούτο το απαιτούμενο ποσό των €600 και στην περίπτωση που η Μ.Τ. του το έδιδε θα στοιχειοθετείτο το αδίκημα της κλοπής. Και αυτό συνήθως αποδεικνύεται με την αξιόπιστη μαρτυρία του θύματος των απειλών. Ήταν επομένως εσφαλμένη η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ότι: «Ήταν στον ίδιο να αποδείξει τον ισχυρισμό που πρόβαλε.» που οδήγησε και στην κατάληξη ότι: «Το κατά πόσο ο ισχυρισμός του ευσταθούσε ή όχι παρέμεινε μετέωρος». Παρερμηνεύτηκε, ενδεχομένως, η Τούμπας, λεκτικό από την οποία χρησιμοποίησε το Κακουργιοδικείο. Η ουσιαστική διαφορά ήταν ότι στη Τούμπας υπήρχε η αξιόπιστη μαρτυρία του παραπονούμενου ότι δεν όφειλε το ποσό και είναι με αυτό το υπόβαθρο που είχε αναφερθεί ότι: «Ο ισχυρισμός για καλόπιστη αξίωση δικαιώματος που πρόβαλαν οι εφεσείοντες ως επιχείρημα προς ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος».
Το άρθρο 91(γ) του Κεφ.154 στο οποίο εδράζεται η Κατηγορία 8 προνοεί ότι: «Όποιος με σκοπό υποκίνησης οποιουδήποτε προσώπου για να διενεργήσει πράξη την οποία αυτό δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει ή για να παραλείψει πράξη την οποία αυτό έχει νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, απειλεί άλλον ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία του ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Ανάλογο ζήτημα εγείρεται και σε σχέση με το αδίκημα του άρθρου αυτού. Η απουσία νομικής υποχρέωσης να διενεργήσει το θύμα την πράξη την οποία απειλείται για να διενεργήσει είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Εδώ δεν υπεισέρχεται η υποκειμενική θεώρηση του δράστη ως προς την ύπαρξη νόμιμης υποχρέωσης (όπως κατά την Bernhard στο αδίκημα του εκβιασμού) όμως το ζήτημα δεν επηρεάζει εδώ το αποτέλεσμα. Ήταν υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει ότι η Μ.Τ. δεν είχε νομική υποχρέωση να αποπληρώσει στον Εφεσείοντα το ποσό των €600. Και πάλι, αυτό συνήθως αποδεικνύεται με την αξιόπιστη μαρτυρία του θύματος των απειλών.
Δεν ήταν όμως τέτοια η υπό εκδίκαση περίπτωση, όπου η μαρτυρία της Μ.Τ. κρίθηκε αναξιόπιστη και «στο σύνολο της απορριπτέα». Ούτε υπήρχε άλλη μαρτυρία που μπορούσε να θεμελιώσει εύρημα ότι η Μ.Τ. δεν χρωστούσε €600 στον Εφεσείοντα. Ούτε βέβαια αναζητήθηκε σε αυτή την έννοια από το Κακουργιοδικείο, εφόσον είχε εκληφθεί ότι εναπόκειτο στον Εφεσείοντα να αποδείξει ότι είχε να λαμβάνει και δικαιούταν το ποσό αυτό από την Μ.Τ. Ο Εφεσείων είχε εγείρει το ζήτημα και δεν ήταν το βάρος στους ώμους του να αποδείξει ότι είχε καλόπιστη αξίωση έναντι της Μ.Τ. για το ποσό των €600, ούτε βέβαια ότι η Μ.Τ. είχε νομική υποχρέωση να του το καταβάλει. Το βάρος ήταν στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των κατηγοριών και δεν το πέτυχε σε σχέση με τις Κατηγορίες 7 και 8.
Η Κατηγορία 9, στην οποία επίσης καταδικάστηκε ο Εφεσείων, δεν εμπεριέχει ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος τον σκοπό της απόκτησης οιασδήποτε περιουσίας και τίποτα από όσα εγέρθηκαν με τους λόγους έφεσης 1 και 2 και αναλύθηκαν πιο πάνω δεν επηρεάζουν την καταδίκη στην κατηγορία αυτή, στην οποία επανερχόμαστε στη συνέχεια εξετάζοντας το λόγο έφεσης 4.
Καταλήγουμε ότι ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει και οι καταδίκες του Εφεσείοντα στις Κατηγορίες 7 και 8 παραμερίζονται, όπως και οι ποινές που επιβλήθηκαν σε αυτές. Ως εκ του αποτελέσματος παρέλκει η εξέταση των λόγων έφεσης 5 και 6 που αφορούν στις επιβληθείσες στις κατηγορίες αυτές ποινές, όπως και του λόγου έφεσης 7 που αφορά στην τροποποίηση, όπως αναφέρεται της Κατηγορίας 7. Επιτυγχάνει και ο λόγος έφεσης 2, χωρίς όμως να απολήγει στο ότι, για τους λόγους που εγέρθηκαν, παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε δίκαια δίκη.
Ο λόγος έφεσης 3 έχει αποσυρθεί οπόταν παραμένει η εξέταση των λόγων έφεσης 4 σε σχέση με την Κατηγορία 9 και του λόγου έφεσης 8 σε σχέση με τις Κατηγορίες 9 και 15, για τις οποίες, παρόλο που δεν επιβλήθηκε ποινή ο Εφεσείων δικαιωματικά διατηρεί ενδιαφέρον.
Με τον λόγο έφεσης 4, προβάλλεται ότι η Κατηγορία 9 πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος, δηλαδή του ευρήματος του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων απειλούσε την Μ.Τ. Όπως η αιτιολογία του περιορίστηκε κατά την αγόρευση του δικηγόρου του, παραμένει ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα παραγνώρισε συγκεκριμένο μήνυμα της Μ.Τ. με το εξής περιεχόμενο: «Θέλεις να σου δώσω τα λεφτά μην με απειλείς. Δεν γίνονται έτσι αυτά έλεος . σου είπα είμαι σεμινάριο. Γιατί που ρώτησα αν σε ξέρει κανένας στον Ερμή και Σαλαμίνα δεν ξέρει κανένας άνθρωπος του Ερμή που έχω πολλά κοντινά μου άτομα . που έρχονται και σπίτι μ. Αλλά αυτά θα τα πούμε από κοντά με τον Γιάννη.». Κατά την αγόρευση του ο δικηγόρος του Εφεσείοντα περιορίστηκε στην επανάληψη παραγράφου της αιτιολογίας ότι εφόσον η Μ.Τ. κρίθηκε αναξιόπιστη τα μηνύματα δεν είχαν αποδεικτική αξία «Κάτι το οποίο φαίνεται και από την μεταγενέστερη απάντηση της παραπονούμενης που λέει ότι θα τα πει από κοντά με τον Γιάννη που υποτίθεται ότι την απειλεί».
Δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα στο λόγο έφεσης 4, ούτε στην επιχειρηματολογία που αναπτύχτηκε γύρω από αυτόν, τον οποίο και απορρίπτουμε.
Με το λόγο έφεσης 8 προβάλλεται η θέση ότι ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία. Στην αιτιολογία του λόγου επιρρίπτει στην Αστυνομία ότι εσκεμμένα απέκρυψε μαρτυρία πριν την καταχώριση της υπόθεσης και έτσι παραπέμφθηκε σε δίκη Κακουργιοδικείου για βιασμό της Μ.Τ. και παρέμεινε υπό κράτηση. Αναφέρεται στα μηνύματα που αντάλλασσε με την Μ.Τ. Στην αγόρευση του ο δικηγόρος του επικεντρώθηκε σε άλλο ζήτημα, ότι ο Εφεσείων είχε σε τρείς περιπτώσεις προτού συλληφθεί καταγγείλει ο ίδιος στην Αστυνομία ότι η Μ.Τ. του όφειλε συγκεκριμένο ποσό.
Ο Εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη Κακουργιοδικείου και είναι γεγονός ότι παρέμεινε υπόδικος μέχρι και την καταδίκη του για περίοδο 16 μηνών. Αντιμετώπιζε κατηγορίες βιασμού της Μ.Τ., στη βάση της καταγγελίας της τελευταίας για τις οποίες και αθωώθηκε, αφού η Μ.Τ. κρίθηκε αναξιόπιστη. Αναφερόμενος στα μηνύματα που αντάλλασσε με την Μ.Τ., ενδεχομένως αυτό που θα ήθελε να υποστηρίξει είναι ότι τα μηνύματα θα καταδείκνυαν ότι η Μ.Τ. παρουσιαζόταν αναξιόπιστη. Όμως, η αξιοπιστία της Μ.Τ. κρίθηκε μετά που αυτή τέθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης και δεν μας έχει υποδειχτεί ότι υπήρχαν τέτοια δεδομένα που θα έπρεπε να οδηγήσουν την Αστυνομία στην απόρριψη της καταγγελίας της ή μέρους της ώστε να καταχωριστεί υπόθεση που να μην περιλάμβανε κατηγορίες για βιασμό. Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.
Παραμένουν οι καταδίκες στις Κατηγορίες 9, 15, 17 και 19 στις οποίες δεν είχαν επιβληθεί ποινές. Το Κακουργιοδικείο δεν επέβαλε ποινή στην Κατηγορία 9 εφόσον εδραζόταν στα ίδια γεγονότα με τις Κατηγορίες 7 και 8. Όμως, στην ίδια βάση, δεν επέβαλε ποινή ούτε στην Κατηγορία 15 που τον βρήκε ένοχο, αλλά ούτε και στις Κατηγορίες 17 και 19 που ο Εφεσείοντας είχε παραδεχτεί, παρά το γεγονός ότι ο αποδέχτης των απειλών στις Κατηγορίες 15 και 17 ήταν ο αδελφός της Μ.Τ., ενώ στην Κατηγορία 19 κάποια άλλη κοπέλα και οι κατηγορίες αυτές αφορούσαν άλλη ημερομηνία από αυτές των Κατηγοριών 7, 8 και 9. Οι Κατηγορίες 15, 17 και 19, όπως και η Κατηγορία 9, αφορούσαν αδικήματα κατά παράβαση του άρθρου 149(6)(α) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν112(Ι)/2004), που προνοεί χρηματική μόνο ποινή.[3] Η επιβολή χρηματικής ποινής δεν ενδείκνυται να συνδυάζεται με ποινή φυλάκισης, ιδιαίτερα όταν η φυλάκιση είναι μακρά. Επομένως, η επιλογή να μην επιβληθούν ποινές στις Κατηγορίες 15, 17 και 19 ήταν τελικά ορθή.
Έτσι, παρά την ύπαρξη νομολογίας (Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 184/2015, ημερ.13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72) που θα μας επέτρεπε, μετά την ακύρωση των καταδικών στις Κατηγορίες 7 και 8, να επιβάλαμε ποινή στην Κατηγορία 9, δεδομένου ότι ο Εφεσείοντας έχει ήδη εκτίσει την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο, δεν θα ήταν ορθή η επιβολή σε αυτόν οιασδήποτε χρηματικής ποινής.
Τέλος, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής στις Κατηγορίες 7 και 8 δεν φαίνεται να είχε ληφθεί υπόψη, δεν καταγράφεται ότι λήφθηκε υπόψη και ούτε αντανακλάται στη ποινή που είχε επιβληθεί, ότι ο Εφεσείοντας για 16 μήνες ήταν υπό αγωνία, αντιμετωπίζοντας σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου από τις πλέον σοβαρές κατηγορίες που προβλέπονται στο νόμο, για βιασμούς, από τις οποίες τελικά αθωώθηκε. Το ζήτημα δεν εγειρόταν στους σχετικούς λόγους έφεσης, ωστόσο θεωρούμε ορθό να καθοδηγήσουμε, αναφέροντας ότι τέτοιες παράμετροι πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη και να έχουν μετριαστικό αντίκτυπο στις ποινές που επιβάλλονται.
Η έφεση επιτυγχάνει ως ανωτέρω και οι καταδίκες του Εφεσείοντα στις Κατηγορίες 7 και 8 παραμερίζονται, όπως και οι ποινές που του επιβλήθηκαν σε αυτές.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] «Every person who with menaces or by force demands of any person anything capable of being stolen with intent to steal the same shall be guilty of felony and on conviction thereof liable to penal servitude for any term not exceeding five years.»
(a)that he has reasonable grounds for making the demand; and
(b)that the use of the menaces is a proper means of reinforcing the demand.»
[3] «Πρόσωπο το οποίο- (α) αποστέλλει δια δημόσιου δικτύου επικοινωνιών, μήνυμα ή οτιδήποτε άλλο, το οποίο είναι κατάφωρα προσβλητικό ή/και άσεμνου ή αισχρού ή απειλητικού χαρακτήρα, ή (β) . , είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700).»