ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα. Α. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-03-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Α.Σ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 156/2017, 10/3/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:B89

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 156/2017)

 

 

 10 Μαρτίου, 2021

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

Α.Σ.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Ν. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε 26 κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα. Παραπονούμενη σε όλες τις κατηγορίες ήταν η κόρη του, που γεννήθηκε το Νοέμβριο του 2001 και ήταν, κατά τους χρόνους που οι κατηγορίες αφορούσαν, δηλ. την περίοδο 2010 μέχρι 2013, 9 μέχρι 12 ετών. Όταν κατέθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο βασίστηκε στη δική της, χωρίς ενίσχυση, μαρτυρία για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα, ήταν ακόμα ανήλικη.

 

Το Κακουργιοδικείο καταδίκασε τον Εφεσείοντα σε πέντε κατηγορίες βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 1-5), σε πέντε κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13, κατά παράβαση του Άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 6-10), σε πέντε κατηγορίες αιμομιξίας, κατά παράβαση του Άρθρου 147 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 11-15), σε δέκα κατηγορίες σεξουαλική εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4, 10 και 17 του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/2007 (Κατηγορίες 16-20 και 22-26) και σε μία κατηγορία απόπειρας βιασμού κατά παράβαση του Άρθρου 146 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 21). Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 15 χρόνων στις κατηγορίες 1-5 και 6-10.

 

Προς απόδειξη των κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία συνολικά εννέα μάρτυρες, ήτοι, η Παραπονουμένη, Μ.Κ.7, η μητέρα της Μ.Κ.2, η αδελφή της Μ.Κ.4, η θεία της μητέρας της, Μ.Κ.6, ο φίλος της, Μ.Κ.8, η ψυχοθεραπεύτρια, Μ.Κ.3 και ο κλινικός ψυχολόγος, Μ.Κ.9, καθώς και οι αστυνομικοί Μ.Κ.1 και Μ.Κ.5. Ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να τηρήσει σιωπή, ενώ δεν κάλεσε οποιοδήποτε μάρτυρα προς υπεράσπιση του.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού συνόψισε τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κάθε μάρτυρα, την αξιολόγησε και κατέληξε σε αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας. Ειδικότερα, αναφορικά με τη μαρτυρία της Παραπονουμένης, ανέφερε ότι τους έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση και ότι τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία της.

 

Κατ' ακολουθία της αξιολόγησης τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ήταν ανάλογα της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας, όπου επεσήμανε ιδιαίτερα τα ακόλουθα:

 

«1.  Η παραπονούμενη (ΜΚ7) γεννήθηκε στις ... 2001 και από το 2009 διέμενε με την οικογένεια της στην ... Η μητέρα της (ΜΚ2) εργαζόταν σε δύο δουλειές και απουσίαζε πάρα πολλές ώρες από το σπίτι, με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να μένει πολλές ώρες μόνη με τον κατηγορούμενο, εφόσον η αδελφή της, ΜΚ4, είχε φύγει για σπουδές στο ... Οι σχέσεις της ΜΚ2 με τον κατηγορούμενο ήταν πολύ άσχημες, εφόσον συχνά τσακώνονταν μεταξύ τους, κυρίως γιατί αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και πολλές φορές ο κατηγορούμενος είχε κτυπήσει τόσο την ΜΚ2 όσο και την ΜΚ4. Η τελευταία φορά που η ΜΚ2 υπήρξε θύμα ξυλοδαρμού από τον κατηγορούμενο, ήταν τον Αύγουστο του 2015. Μετά από αυτό το επεισόδιο, επήλθε ο χωρισμός της ΜΚ2 με τον κατηγορούμενο και μετά από Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 3.9.2015 (Τεκμήριο 14), ο κατηγορούμενος εγκατέλειψε τη συζυγική οικία.

 

2.     Όταν η παραπονούμενη ήταν 9 χρονών, δηλαδή μετά τον Νοέμβριο του 2010, ένα βράδυ γύρω στις 10:00 μ.μ., στις γιορτές των Χριστουγέννων - όταν τα σχολεία ήταν κλειστά και φοιτούσε στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού - βρισκόταν μόνη της στο σπίτι με τον κατηγορούμενο. Μετά από μια λογομαχία και καυγά που είχε με τον κατηγορούμενο, ο οποίος σχετιζόταν με το φαγητό της, η ίδια θύμωσε και πήγε στο δωμάτιο της κτυπώντας την πόρτα του διαδρόμου και του δωματίου της. Τότε ο κατηγορούμενος μπήκε στο δωμάτιο της, άρχισε να την κτυπά και στη συνέχεια την έσπρωξε στο κρεββάτι της. Της αφαίρεσε το παντελόνι της, όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και τη βίασε. Δηλαδή χωρίς τη θέληση της, έβαλε το γεννητικό του όργανο μέσα στο δικό της και της κρατούσε τα χέρια από τους καρπούς. Κατά τη διάρκεια του βιασμού της πονούσε πάρα πολύ, και ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι και της είπε ότι δεν έπρεπε να πει τίποτα και σε κανένα και να μην «κλαφτεί στην μάμα της». Η ίδια, μετά το βιασμό της, παρατήρησε αίμα στο εσώρουχο της. Έμεινε μόνη της σε μια γωνιά του δωματίου της και έκλαιγε γιατί ένοιωθε πολύ άσχημα. Πίστευε ότι η ζωή της είχε τελειώσει, ότι δεν χρειαζόταν να κάνει οτιδήποτε πλέον στη ζωή της, ότι δεν είχε κανένα δίπλα της, κανένας δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Φοβόταν να το αναφέρει σε οποιονδήποτε ούτε και στην ΜΚ2, εφόσον αυτή απουσίαζε από το σπίτι πάρα πολλές ώρες και αυτό σήμαινε ότι θα έμενε μόνη μαζί με τον κατηγορούμενο. Έτσι φοβόταν ότι αν ο κατηγορούμενος μάθαινε ότι το είχε εκμυστηρευθεί σε οποιονδήποτε, θα την κτυπούσε και θα την βίαζε ξανά.

 

3.     Κάποιο απόγευμα του καλοκαιριού του 2011, η παραπονούμενη βρισκόταν μόνη της στο σπίτι, εφόσον η ΜΚ2 εργαζόταν, φορούσε τα τακούνια που της είχε αγοράσει ο κατηγορούμενος και έκανε φραπέ στην κουζίνα. Τότε έφτασε στο σπίτι ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε σχολάσει από τη δουλειά του, άφησε τα κλειδιά του στον πάγκο της κουζίνας, την πλησίασε και χωρίς να της πει οτιδήποτε, την κτύπησε πολύ με τα χέρια του σε διάφορα μέρη του σώματος της και ήταν πολύ νευριασμένος, όμως η ίδια δεν γνώριζε το λόγο. Ενώ την κτυπούσε, την άρπαξε από το χέρι, την τράβηξε και την πήρε στο δωμάτιο της. Την έσπρωξε στο κρεβάτι της και της αφαίρεσε το κοντό άσπρο παντελονάκι και την άσπρη κοντομάνικη φανέλα που φορούσε. Της αφαίρεσε επίσης το εσώρουχο της, όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και ξάπλωσε από πάνω της. Η ίδια προσπάθησε να τον σπρώξει αλλά δεν τα κατάφερε και σταμάτησε να αντιδρά. Ο κατηγορούμενος κρατούσε τα χέρια της με τα δικά του χέρια και εισχώρησε το γεννητικό του όργανο στο δικό της. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος φόρεσε τα ρούχα του και έφυγε από το δωμάτιο της, χωρίς να της πει οτιδήποτε, ενώ η ίδια παρέμεινε εκεί και έκλαιγε συνέχεια.

 

4.     Κάποια μέρα - χωρίς να θυμάται η παραπονούμενη αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι - ενώ αυτή βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της, της μητέρας του κατηγορούμενου, τσακώθηκε μαζί της, έφυγε από το σπίτι της και πήγε σε ένα κοντινό πάρκο. Ήταν απόγευμα και ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε σχολάσει από την εργασία του, έφτασε με το αυτοκίνητο του στο πάρκο. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, την πλησίασε και την κτύπησε με τα χέρια του στο πρόσωπο της. Στη συνέχεια την έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο, την μετέφερε στη γιαγιά της, από την οποία ζήτησε συγγνώμη, όπως της είχε επιβάλει ο κατηγορούμενος, και πήγε μαζί με τον κατηγορούμενο στο σπίτι τους. Εκεί ο κατηγορούμενος την κτύπησε ξανά και την έριξε με το ζόρι πάνω στον καναπέ. Αφαίρεσε τα ρούχα της όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και την βίασε ξανά με το ζόρι. Συγκεκριμένα, της κρατούσε τα χέρια της και εισχώρησε το γεννητικό του όργανο στο δικό της. Η ίδια έκλαιγε πολύ, κάτι όμως που δεν ενδιέφερε καθόλου τον κατηγορούμενο και συνέχιζε να την βιάζει.

 

5.     Κάποιο απόγευμα, που η παραπονούμενη δεν θυμάται αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι, αυτή βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της, με την οποία είχε τσακωθεί. Όταν σχόλασε ο κατηγορούμενος από την εργασία του, η γιαγιά της του ανέφερε ότι η ίδια δεν της συμπεριφερόταν καλά, κάτι που εκνεύρισε τον κατηγορούμενο όπως πάντα. Πολύ νευριασμένος, την μετέφερε στο σπίτι τους και απευθείας στο δωμάτιο της. Η ίδια δεν αντέδρασε καθόλου, γιατί γνώριζε ότι πάλι θα την βίαζε. Την έσπρωξε στο κρεβάτι της, της αφαίρεσε τα ρούχα της, όπως και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο, εισχώρησε το γεννητικό του όργανο στο δικό της και τη βίασε. Ο κατηγορούμενος ήταν πολύ άγριος και βίαιος και αντιλαμβανόταν ότι όταν την βίαζε «έβγαζε από μέσα του θυμό».

 

6.     Κάποια ημέρα, όταν βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της και ο κατηγορούμενος είχε σχολάσει από την εργασία του το απόγευμα, η γιαγιά της του ανέφερε πως η ίδια την είχε κτυπήσει ενώ τσακώνονταν. Μόλις ο κατηγορούμενος τη μετέφερε στο σπίτι τους, την κτύπησε πολύ. Στη συνέχεια την τράβηξε στον καναπέ. Της αφαίρεσε τα ρούχα της και το δικό του παντελόνι και εσώρουχο και εισχώρησε το γεννητικό του όργανο στο δικό της. Όπως ξάπλωνε από πάνω της, κρατούσε τα χέρια της με τα δικά του χέρια και ήταν πολύ θυμωμένος μαζί της. Η ίδια έκλαιγε αλλά αυτό δεν ενδιέφερε τον κατηγορούμενο καθόλου και την βίασε.

 

7.     Ο κατηγορούμενος αρκετές φορές στο σαλόνι του σπιτιού τους την «χούφτωνε», δηλαδή άγγιζε το στήθος της ή τον γλουτό της.

 

8.     Η τελευταία φορά που ο κατηγορούμενος προσπάθησε να βιάσει την παραπονούμενη, αυτή ήταν ηλικίας 11½ χρονών, πήγαινε στην 1η τάξη Γυμνασίου, προτού αρχίσουν οι εξετάσεις του σχολείου του Ιουνίου του 2012 και ήταν βράδυ. Σ' αυτήν του την προσπάθεια και όταν είχε βγάλει έξω το γεννητικό του όργανο, η ίδια αντέδρασε, του έδωσε ένα χαστούκι, βρήκε τη δύναμη, έφυγε από το σπίτι και πήγε στο σπίτι της φίλης της Σ. που μένει κοντά στο δικό της σπίτι. Είχε φοβηθεί πάρα πολύ, έτρεχε, έκλαιγε και διανυκτέρευσε στο σπίτι της φίλης της.

 

9.     Μετά από αυτή την τελευταία προσπάθεια του κατηγορουμένου να βιάσει την παραπονούμενη, αυτός δεν προσπάθησε ξανά να την βιάσει. Μέχρι την καταγγελία της στην Αστυνομία η παραπονούμενη δεν ήταν έτοιμη να αποκαλύψει όλα όσα της συνέβαιναν διότι αφ' ενός φοβόταν την αντίδραση του κατηγορούμενου, δηλαδή μήπως της κάνει κακό και αφ' ετέρου δεν ήθελε να στενοχωρήσει την ΜΚ2, η οποία δεν γνώριζε όλα όσα της συνέβαιναν και δεν ήθελε να νιώθει ενοχές επειδή δεν ήταν στο σπίτι μαζί της. Ο κατηγορούμενος επιπρόσθετα, την απειλούσε ότι αν αποκάλυπτε στην ΜΚ2 τους βιασμούς της, θα τις σκότωνε και τις δύο.

 

10.   Τα Χριστούγεννα του 2015, η παραπονούμενη αποκάλυψε για πρώτη φορά στο φίλο της, ΜΚ8, τους βιασμούς της από τον κατηγορούμενο. Αυτό έγινε γιατί ο ΜΚ8 την πίεζε ώστε να ολοκληρώσουν σεξουαλικά τη σχέση τους. Στις 3.1.2016 το αποκάλυψε στην ΜΚ2 με το χειρόγραφο σημείωμα της (Τεκμήριο 6). Το αποκάλυψε επίσης στην κα Κ., μητέρα κάποιου φίλου του ΜΚ8, με το όνομα Ν., ως και στη ΜΚ6. Το αποκάλυψε επίσης στην ΜΚ4 και στον ψυχολόγο της ΜΚ9.

 

.................»

 

 

Το Κακουργιοδικείο στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και των ευρημάτων που διατύπωσε, αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στη βάση των σχετικών νομοθετικών προνοιών και της νομολογίας, έκρινε τον Εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες πλην της κατηγορίας 27 και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή των 15 χρόνων για τα αδικήματα του βιασμού και της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13.

 

Η Απόφαση του Κακουργιοδικείου προσβάλλεται αναφορικά μόνο με την καταδίκη, στη βάση ενός Λόγου Έφεσης.

 

Ειδικότερα, στη βάση του μοναδικού Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα καταδίκασε τον Εφεσείοντα, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αφού η μαρτυρία της Παραπονουμένης (Μ.Κ.7) δεν ήταν τέτοιας ποιότητας και στερείτο πειστικότητας, αλλά και λογικής συνοχής ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά σε αυτή.

 

Στις λεπτομέρειες του Λόγου Έφεσης το παράπονο του Εφεσείοντα εξειδικεύεται σε συγκεκριμένα σημεία, τα οποία άπτονται και αφορούν στην αξιοπιστία της Μ.Κ. 7.

 

Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται. (Δέστε Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (δέστε Π.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (δέστε Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει δε να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (δέστε Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395),

 

Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (δέστε Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε αναφορά με το αξιόπιστο της μαρτυρίας της Παραπονουμένης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα προέβαλε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της Μ.Κ.7 ήταν τέτοιας έκτασης αδύναμη, που όχι μόνο θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να υπάρξει ενισχυτική μαρτυρία που θα οδηγούσε στην ασφαλή καταδίκη του Εφεσείοντα. Επεσήμανε, παράλληλα, ότι, αφού το ίδιο το Δικαστήριο εντόπισε στην Απόφαση του (σελ. 74-78 της Απόφασης) «αδυναμίες», όπως τις χαρακτήρισε, στη μαρτυρία της Μ.Κ.7, αυτές οι αδυναμίες θα έπρεπε να καλυφθούν με ενισχυτική μαρτυρία, εφόσον ένας από τους σκοπούς της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση αδυναμιών της μαρτυρίας ενός μάρτυρα κατηγορίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αφού κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να ενισχύει τη μαρτυρία της Παραπονουμένης, προχώρησε στην αξιολόγηση της. Διαπιστώνοντας δε ότι η μαρτυρία της Παραπονουμένης ήταν αξιόπιστη, αφού αυτοπροειδοποιήθηκε σχετικά, κατέληξε ότι μπορούσε να βασιστεί επί αυτής χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Επισημαίνεται ότι ήταν στην εξουσία του Κακουργιοδικείου να βασιστεί στη μαρτυρία της Παραπονουμένης χωρίς να υπάρχει άλλη μαρτυρία που να την ενισχύει και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω προσέγγιση. Στην παρούσα υπόθεση οι Κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων στηρίζονταν τόσο στον Ποινικό Κώδικα, ήτοι τα αδικήματα του βιασμού, απόπειρας βιασμού, της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και της αιμομιξίας, όσο και στο Ν. 87(Ι)/2007, ήτοι τα αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού. Ενόψει των προνοιών του Άρθρου 4(3) του Ν. 87(Ι)/2007, αλλά και εκείνων του Άρθρου 9 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9, δεν χρειάζετο το Κακουργιοδικείο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία με αναφορά στο γνωστό κανόνα πρακτικής σύμφωνα με τον οποίο σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα το Δικαστήριο αναζητεί ενισχυτική μαρτυρία, διατηρώντας ευχέρεια να καταδικάσει έστω και αν δεν εντοπίσει τέτοια μαρτυρία αφού, όμως, προειδοποιήσει εαυτόν για τους κινδύνους καταδίκης χωρίς ενίσχυση. (Δέστε A.F.K. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 44/2018, ημερ. 6/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:B515, Σ.Σ. v. Δημοκρατίας,  Ποιν. Εφ. αρ. 147/2016 και 148/2016, ημερ. 29/11/2019 και                Ε.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 231/2018, ημερ. 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B473).

 

Σε σχέση με την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε «αδυναμίες» στη μαρτυρία της Παραπονουμένης στις σελ. 74-78 της Απόφασης, είναι προφανές από το όλο πλαίσιο στο οποίο γίνεται η συζήτηση των εν λόγω «αδυναμιών», ότι αυτές δεν αφορούν, στην πραγματικότητα, σε αδυναμίες της μαρτυρίας της Παραπονουμένης υπό την έννοια ότι αυτές επηρεάζουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας της αλλά συνιστούν σημεία τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, αφού τα εξέτασε, κατέληξε, στη βάση εκτενούς και πλήρους αιτιολογίας που παραθέτει, ότι αυτά δεν μπορούσαν να πλήξουν την αξιοπιστία της Παραπονουμένης.

 

Υπεβλήθη από το συνήγορο του Εφεσείοντα ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία που να επιβεβαιώνει, με οποιοδήποτε τρόπο, τους ισχυρισμούς της Μ.Κ.7 περί σεξουαλικής παρενόχλησης από τον Εφεσείοντα, εντούτοις, στις σελ. 71-74 της Απόφασης, το Δικαστήριο παραθέτει στοιχεία ενίσχυσης της μαρτυρίας της στα οποία βασίστηκε για να οδηγηθεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.7 και τα οποία δεν συνιστούν ενισχυτική μαρτυρία.

 

Εξέταση του πιο πάνω ζητήματος καταδεικνύει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι η πιο πάνω θέση είναι άνευ ερείσματος. Και τούτο γιατί τα όσα παρατέθηκαν στην Απόφαση του Κακουργιοδικείου στις σελ. 71-74, υπό στοιχεία 1-9, δεν παραπέμπουν σε ενισχυτική μαρτυρία, δηλαδή μαρτυρία που τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο Εφεσείων (δέστε Meitanis v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 31), αλλά σε υποστηρικτική μαρτυρία (supportive evidence), δηλαδή μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα - στην προκείμενη περίπτωση της Παραπονουμένης - ως προς τα επίδικα ζητήματα (δέστε Hadjisavva alias Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 10/2018, ημερ. 9/11/2018 και Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. αρ. 147/2016 και 148/2016, ημερ. 20/11/2019).

 

Προβλήθηκε στο διάγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συζήτησε το ενδεχόμενο η καταγγελία της Παραπονουμένης (Μ.Κ.7) προς τη Μ.Κ.2 να μην ήταν γνήσια, αλλά να εντασσόταν στο πλαίσιο ενός προσχεδιασμού «για να βάλουν μέσα» τον Εφεσείοντα.

 

Ειδικότερα, στη σελ. 4 του διαγράμματος ο συνήγορος του Εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι «προκύπτει αβίαστα από το σύνολο της μαρτυρίας ότι έγινε ένας σκληρός κλοιός γύρω από τον εφεσείοντα που προφανώς είχε στόχο να τον απαλλαγούν τα μέλη της οικογένειας του με τη φυλάκιση του λόγω της έντονης βίας που ασκούσε σε όλα τα μέλη της οικογένειας».

 

Αυτή η θέση είχε ως υπόβαθρο τα όσα είχαν συζητηθεί στο σπίτι της                    Μ.Κ.6 την ημέρα του ξυλοδαρμού της Μ.Κ.2 από το σύζυγο της, τον Εφεσείοντα, μαζί με τη Μ.Κ.7 και την αναφορά της Μ.Κ.7, όταν έγινε συζήτηση για τη βία που ο Εφεσείων ασκούσε στη Μ.Κ.2, ότι «εν που εν ηξέρετε τι επέρασα εγώ», καθώς και την αναφορά της όταν ρωτήθηκε από τη Μ.Κ.6 αν ο Εφεσείων την είχε παρενοχλήσει, «μόνο εγώ μπορώ να τον βάλω μέσα και έχω αποδείξεις».

 

Βεβαίως, η πιο πάνω εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα προϋποθέτει μη αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Κ.6 και της Μ.Κ.2, που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχτεί, χωρίς να υπάρχει προς τούτο σχετικός λόγος έφεσης.

 

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Μ.Κ.2 δεν θα μπορούσε να παροτρύνει τη Μ.Κ.7 σε συνεννόηση και συνωμοτώντας με τη Μ.Κ.6, για να καταθέσει ψευδώς κατά του Εφεσείοντα, ως ήταν η θέση της Υπεράσπισης κατά την αντεξέτασή της (δέστε σελίδες 62-63 της Απόφασης).

 

Κατά τον ίδιο τρόπο το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Μ.Κ.6 ουδέποτε συνωμότησε με τη Μ.Κ.2 και ουδέποτε συζήτησε με αυτή για να εξεύρουν τρόπο για να καταλήξει ο Εφεσείων στη φυλακή, ως ήταν η εισήγηση της Υπεράσπισης (δέστε σελίδες 64-65 της Απόφασης).

 

Υποστηρίχθηκε από το συνήγορο του Εφεσείοντα ότι το γεγονός ότι η Μ.Κ.7 αρχικά δεν είχε κάνει αναφορά σε βιασμούς, ότι στη συνέχεια έκανε αναφορά σε ένα βιασμό και μία απόπειρα βιασμού και ότι στο τέλος έδωσε μια ολοκληρωμένη εικόνα με αναφορά σε αριθμό βιασμών, συνιστά ουσιώδη αδυναμία της μαρτυρίας της Παραπονουμένης, η οποία, εκτός του ότι δεν έτυχε συζήτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεχομένως να κλονίζει την αξιοπιστία της μαρτυρίας της.

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από το συνήγορο της Εφεσίβλητης, το πιο πάνω θέμα απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο σχολιασμού διαφόρων σημείων που, όπως ανέφερε, παρουσίαζαν «εκ πρώτης όψεως αδυναμίες», όπως προκύπτει από τα όσα καταγράφονται στις σελίδες 74 και 75 της Απόφασης.

 

Όπως προέκυψε, υπήρξε μια κλιμάκωση στην όλη διεργασία των αποκαλύψεων από μέρους της Παραπονουμένης, μέσω σταδιακής και/ή προοδευτικής παράθεσης πληροφοριών γύρω από τα σχετικά γεγονότα αρχίζοντας από απόκρυψη των γεγονότων και στη συνέχεια μέσω κάποιων αδιευκρίνιστων αναφορών που προέβη στο ότι υπέφερε από τον Εφεσείοντα. Ακολούθησε η αποκάλυψη, μέσω χειρόγραφου σημειώματος που έδωσε στη μητέρα της (Μ.Κ.2) του Τεκμηρίου 6, στις 3/1/2016, ενός βιασμού από τον πατέρα της όταν ήταν σε ηλικία 9-10 ετών. Στη συνέχεια, έγινε η καταγγελία στην Αστυνομία όπου η Παραπονουμένη έδωσε δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις, την πρώτη στις 22/1/2016 και τη δεύτερη στις 25/1/2016, στο πλαίσιο των οποίων αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό βιασμού της από τον Εφεσείοντα στα 9 της χρόνια και σε ακόμα μία ανεπιτυχή προσπάθεια του να την βιάσει στα 12 της χρόνια. Είναι μόλις στην τρίτη κατάθεση της ημερ. 23/2/2016 που η Παραπονουμένη αναφέρεται πλέον σε όλα τα περιστατικά βιασμού της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τα πιο πάνω και τη σταδιακή αποκάλυψη των γεγονότων από μέρους της Παραπονουμένης, εξήγησε, δίδοντας προς τούτο πειστικούς λόγους και αιτιολογία γιατί οι πιο πάνω επισημάνσεις δεν κλόνιζαν με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της Παραπονουμένης. Προσέγγισε μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο το θέμα αυτό, ιδιαίτερα μέσα και από τις επεξηγήσεις του Κλινικού Ψυχολόγου Μ.Κ. 9 και τα όσα αυτός είχε αναφέρει σε σχέση με τη ψυχολογική κατάσταση που η Παραπονουμένη βίωνε μετά την πρώτη αποκάλυψη της.

 

Το γεγονός ότι η Παραπονουμένη ήταν μόλις στην τρίτη κατάθεση της που προέβη σε πλήρη και λεπτομερή περιγραφή των περιστατικών βιασμού, υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα από το Κακουργιοδικείο ως στοιχείο που κατεδείκνυε με τον εμφανή τρόπο το αβάσιμο της εισήγησης της Υπεράσπισης, ότι το περιεχόμενο της κατάθεσης της ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε σκευωρίας, προσχεδιασμού και προσυνεννόησης της Παραπονουμένης με τη μητέρα της, Μ.Κ.2 και τη θεία της μητέρας της, Μ.Κ.6. Και τούτο στη βάση του απόλυτα λογικού συμπεράσματος του Κακουργιοδικείου ότι, αν ήταν έτσι τα πράγματα τότε το αναμενόμενο θα ήταν τα όσα καταγράφονταν στην τρίτη κατάθεση να αποτελούσαν εξ' αρχής το περιεχόμενο μιας και μόνο κατάθεσης.

 

Η θέση της πλευράς του Εφεσείοντα περί αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Παραπονουμένης, απομονωμένα και χωρίς τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία, δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει από την Απόφαση του Κακουργιοδικείου, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονουμένης έγινε σύμφωνα με ό,τι επιτάσσει η νομολογία, ήτοι αξιολογήθηκε σφαιρικά, όχι μόνο με βάση το περιεχόμενο της και την ποιότητα της μαρτυρίας, αλλά σε συνάρτηση και σύγκριση με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία. Υπήρξε ενδελεχής αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης καθώς και αντιπαραβολή της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Καθ' όλη την έκταση της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Παραπονουμένης γίνεται αναφορά και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων και εκτενής εξέταση των όποιων αντιφάσεων υπήρξαν στη μαρτυρία, από την οποία καταδεικνύεται ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές αντιφάσεις, είναι ορθή.

 

Υποστηρίχτηκε από το συνήγορο του Εφεσείοντα ότι, ενώ στη μαρτυρία του ο Μ.Κ.9 είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η Παραπονουμένη στη συνάντηση που είχε μαζί της στις 27/1/2016 και μετά που αυτός είδε το γράμμα, Τεκμήριο 6, που του είχε φέρει «παρουσίαζε συναισθήματα αμφιβολίας σε σχέση με τον ισχυρισμό της ότι υπέστη βιασμό από τον κατηγορούμενο», το ουσιώδες αυτό στοιχείο δεν σχολιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εξέταση του σχετικού αποσπάσματος από την Απόφαση του Δικαστηρίου στη σελίδα 54 (και όχι 53 όπως λανθασμένα αναφέρεται), ουδόλως αναδεικνύει κάτι τέτοιο. Τα συναισθήματα αμφιβολίας στα οποία γίνεται αναφορά σχετίζονταν με το γεγονός της αποκάλυψης που η Παραπονουμένη είχε κάνει μέσω του Τεκμηρίου 6 και του κατά πόσο θα έπρεπε να μην είχε προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, αισθανόμενη η ίδια ενοχή για το ότι είχε προκαλέσει συναισθηματική αναστάτωση τόσο στη μητέρα της (Μ.Κ.2) όσο και στην αδελφή της (Μ.Κ.4).

 

Ο συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Μ.Κ.7 αποκάλυψε τους βιασμούς της στην αδελφή της Μ.Κ.4, ως επίσης και στη Ψυχοθεραπεύτρια Μ.Κ.3 και Κλινικό Ψυχολόγο Μ.Κ.9, δεν ήταν αποτέλεσμα της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε.

 

Εν πρώτοις, το Κακουργιοδικείο ουδέποτε διατύπωσε εύρημα ότι η Μ.Κ.7 είχε αποκαλύψει τους βιασμούς της στη Μ.Κ.3. Καθ' όσον δε αφορά την αδελφή της Μ.Κ.4 και τον Κλινικό Ψυχολόγο Μ.Κ.9, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία που το Κακουργιοδικείο απεδέχθη, η αποκάλυψη του βιασμού έγινε αφού προηγήθηκε η αποκάλυψη στη μητέρα της μέσω του χειρόγραφου σημειώματος της (Τεκμήριο 6).

 

Η θέση της πλευράς του Εφεσείοντα, ότι βασικά το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συζήτησε, στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας, τις ευκαιρίες που η Παραπονουμένη είχε σε διάφορα στάδια να αποκαλύψει τα σχετικά γεγονότα, δεν ευσταθεί. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε, συναφώς, στον ισχυρισμό της Παραπονουμένης ότι μέχρι την καταγγελία της στην Αστυνομία, δεν ήταν έτοιμη να αποκαλύψει όλα όσα της συνέβαιναν διότι, αφενός μεν φοβόταν τον Εφεσείοντα και αφετέρου δεν ήθελε να στενοχωρήσει τη μητέρα της Μ.Κ.2. Όπως δε επεσήμανε, ο εν λόγω ισχυρισμός επιβεβαιώθηκε και από τη μαρτυρία του Κλινικού Ψυχολόγου Μ.Κ.9, ο οποίος είχε αναφέρει ότι κατά τις συναντήσεις τους - πριν την επίδικη καταγγελία - απέφευγε και ήταν αρνητική να μιλήσει για τον Κατηγορούμενο και τη σχέση τους και παρουσίαζε σταθερά έντονο άγχος και φόβο για τον Κατηγορούμενο ενώ, μετά την καταγγελία της, η Παραπονουμένη παρουσίαζε συναισθηματική αμφιβολία, επιμένοντας ότι δεν έπρεπε να είχε αποκαλύψει τους βιασμούς της διότι είχε προκαλέσει συναισθηματική αναστάτωση στη μητέρα και στην αδελφή της.

 

Η πιο κάτω περικοπή από την Απόφαση του Κακουργιοδικείου, στη σελίδα 72, είναι χαρακτηριστική και την παραθέτουμε:

 

«Ο ισχυρισμός της ΜΚ7 ότι φοβόταν τον κατηγορούμενο και γι' αυτό δεν είχε καταγγείλει νωρίτερα τους βιασμούς της, επιβεβαιώνεται από τον ΜΚ9, ο οποίος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι η παραπονούμενη κατά τις συναντήσεις τους - πριν την επίδικη καταγγελία - απέφευγε και ήταν αρνητική να μιλήσει για τον κατηγορούμενο και τη σχέση τους, και παρουσίαζε σταθερά έντονο άγχος και φόβο για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της ότι μέχρι την καταγγελία της στην αστυνομία δεν ήταν έτοιμη να αποκαλύψει όλα όσα της συνέβαιναν, διότι αφενός μεν φοβόταν τον κατηγορούμενο και αφετέρου δεν ήθελε να στενοχωρήσει τη μητέρα της ΜΚ2 και να την κάνει να νοιώθει ενοχές γιατί δεν ήταν στο σπίτι μαζί της, επιβεβαιώνεται επίσης από τη μαρτυρία του ΜΚ9, ο οποίος στη μαρτυρία του ανέφερε ότι μετά την καταγγελία της, η ΜΚ7 παρουσίαζε συναισθήματα αμφιβολίας και επέμενε ότι δεν έπρεπε να είχε αποκαλύψει τους βιασμούς της διότι είχε προκαλέσει συναισθηματική αναστάτωση στις ΜΚ2 και ΜΚ4.»

 

 

Στις λεπτομέρειες του μοναδικού Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η Μ.Κ.7 δεν μπορούσε να προσδιορίσει όχι μόνο το χρόνο, αλλά και τις εποχές διάπραξης των αδικημάτων.

 

Και αυτό το ζήτημα εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο, με παραπομπή στη μαρτυρία του Κλινικού Ψυχολόγου Μ.Κ.9, επεσήμανε ότι αυτό το γεγονός είχε επεξηγηθεί επιστημονικά. Σύμφωνα δε με το Μ.Κ.9, σε περιπτώσεις τραυματικού γεγονότος το άτομο βρίσκεται σε μία κατάσταση επιβίωσης και «μπλοκάρει» εσωτερικά πάρα πολλά συναισθήματα, έτσι ώστε να είναι ενδεχόμενο, σε μια δεδομένη στιγμή, να συγχύζει τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος, ήτοι το χώρο και το χρόνο, όχι, όμως, το ίδιο το γεγονός.

 

Η εν λόγω επιστημονική εξήγηση που δόθηκε από το Μ.Κ.9 ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του μάρτυρα.

 

Άλλο σημείο που προβάλλεται στο πλαίσιο των λεπτομερειών του μοναδικού Λόγου Έφεσης ήταν και το ότι ο ισχυρισμός της Παραπονουμένης ότι δέχτηκε κτύπημα στο πρόσωπο με αποτέλεσμα το μάτι της να είχε μαυρίσει για αρκετό καιρό, δεν επιβεβαιώθηκε αλλά διαψεύστηκε από τη Μ.Κ.2 και τη Μ.Κ. 6.

 

Και αυτό το ζήτημα έτυχε εξέτασης σε έκταση από το Κακουργιοδικείο, το οποίο στις σελίδες 77-78 της Απόφασης του, αφού ανέλυσε τη σχετική μαρτυρία, έδωσε πειστικούς λόγους γιατί το γεγονός ότι δεν είχε επιβεβαιωθεί ο πιο πάνω ισχυρισμός από τις Μ.Κ.2 και Μ.Κ.6 στη μαρτυρία τους ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν οδηγούσε και στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι αυτό δεν συνέβηκε στην πραγματικότητα.

 

Προβλήθηκε, επίσης, στις λεπτομέρειες του Λόγου Έφεσης ότι η μαρτυρία της Παραπονουμένης συγκρούετο και με το περιεχόμενο κρατικού εγγράφου, παραδεκτό γεγονός υπ' αρ. 5.

 

Ούτε και αυτό το ζήτημα παρέμεινε ασχολίαστο από το Κακουργιοδικείο, το οποίο στη σελίδα 77 της Απόφασης του, αφού εντοπίζει την αντίφαση μεταξύ του παραδεχτού γεγονότος ότι η Παραπονουμένη είχε αρνηθεί να εξεταστεί πρωκτικά και τη μαρτυρία της σύμφωνα με την οποία, ενώ είχε αντιδράσει αρχικά στην εν λόγω εξέταση, τελικά προχώρησε με αυτή, χαρακτήρισε την αντίφαση αυτή ως επουσιώδη εφόσον η Παραπονουμένη ουδέποτε είχε ισχυριστεί ότι είχε βιαστεί από τον Εφεσείοντα πρωκτικά.

 

Όπως διαπιστώνεται και σε σχέση με αυτό το ζήτημα το Κακουργιοδικείο έδωσε, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονουμένης, πειστικούς και εύλογους λόγους.

 

Για όλα τα πιο πάνω θεωρούμε την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι αυτά δεν επηρέαζαν την αξιοπιστία της Παραπονουμένης ορθή.

 

Εν κατακλείδι, δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα για να επέμβουμε στην κρίση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της Παραπονουμένης. Οι κατ΄ ισχυρισμόν αντιφάσεις και ανακολουθίες της Παραπονουμένης δεν ήταν σημαντικές ώστε να επηρεάσουν αρνητικά την αξιοπιστία. Το Κακουργιοδικείο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχοντας έναντι μας τη μοναδική ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, κατέληξε σε εύλογα επιτρεπτό εύρημα ως προς την αξιοπιστία της.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.

 

                                     

 

                              Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο