ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D83
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 109/2020)
10 Μαρτίου 2021
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
Σ.Γ.
Εφεσείοντας
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Βασίλης Μπίσας, για τον Εφεσείοντα.
Άντρη Κωνσταντίνου (κα) με Λουΐζα Σίγαρ (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων παραδέχτηκε 53 κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής κακοποίησης της παραπονούμενης, αδικήματα που διαπράχτηκαν την περίοδο 18.11.2006 μέχρι 30.9.2015. Η παραπονούμενη, που γεννήθηκε τον Αύγουστο του 2001, ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους πέντε μέχρι 14 χρόνων, ενώ ο Εφεσείων, που γεννήθηκε το 1992, 14 μέχρι 23 χρόνων. Οι κατηγορίες αφορούν 46 περιστατικά κατά τα οποία ο Εφεσείων πρόβαλε πορνογραφικό υλικό στην παραπονούμενη στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, τη χάιδευε στο στήθος και στα γεννητικά όργανα, άγγιζε το γεννητικό του όργανο στα γεννητικά της όργανα και την εξανάγκαζε να του αγγίζει τα γεννητικά του όργανα και να του κάνει πεοθηλασμό.
Κατά την περίοδο 18.11.2006 - 12.7.2007 (Κατηγορίες 1 και 2) ίσχυε ο περί Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμος του 2000 (Ν.3(Ι)/2000). Το άρθρο 3(1)(γ) απαγόρευε τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή κακοποίηση ανηλίκων και το άρθρο 3(2)(β) προνοούσε για το αδίκημα ποινή φυλάκισης μέχρι 20 χρόνια. Ο Ν.3(Ι)/2000 καταργήθηκε την 13.7.2007 από τον περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμο του 2007 (Ν.87(Ι)/2007), που ίσχυε κατά την περίοδο 13.7.2007 - 3.7.2014 (Κατηγορίες 3-39). Το άρθρο 10 προνοούσε ότι όποιος εκμεταλλεύεται σεξουαλικά παιδί είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 20 χρόνια. Ο Ν.87(Ι)/2007 καταργήθηκε την 4.7.2014 από τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014 (Ν.91(I)/2014) που ίσχυε κατά την περίοδο 4.7.2014 - 30.9.2015 (Κατηγορίες 40-46 και 49-55) που αφορά επτά περιστατικά, που στο κάθε ένα διαπράχτηκαν δύο αδικήματα. Ο Εφεσείων προκαλούσε να γίνει η παραπονούμενη μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων μέσω προβολής πορνογραφικού υλικού (άρθρο 6(1)) και την εξανάγκαζε να συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη μαζί του, όπως περιεγράφηκε πιο πάνω (άρθρο 6(4)(γ)). Η ουσιώδης διαφοροποίηση που επέφερε ο Ν.91(I)/2014 αφορά στη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή. Εφόσον η παραπονούμενη εξακολουθούσε να ήταν κάτω των 13 χρόνων όταν διαπράττονταν τα αδικήματα των Κατηγοριών 40-42 (και των Κατηγοριών 49-51 που παρέλειψε να αναφέρει το Κακουργιοδικείο) (άρθρο 6(7)) και σε κάθε περίπτωση, γινόταν χρήση εξαναγκασμού (Κατηγορίες 40-46), ο Εφεσείων υπόκειτο σε δια βίου φυλάκιση (άρθρο 6(4)(γ)).
Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης σε όλες τις κατηγορίες, με μεγαλύτερη αυτή της φυλάκισης για επτά χρόνια στις Κατηγορίες 40-46, όπου η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή ήταν η δια βίου φυλάκιση.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή με δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης εισηγείται ότι ήταν προϊόν λανθασμένης νομικής, νομολογιακής καθοδήγησης και λανθασμένης προσέγγισης των γεγονότων με αποτέλεσμα να ήταν εσφαλμένη ως θέμα αρχής.
Η εισήγηση του Εφεσείοντα εδράζεται στο γεγονός ότι όταν άρχισε να αδικοπραγεί ήταν και ο ίδιος ανήλικος, 14 χρόνων. Παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι επεσήμανε το γεγονός δεν του απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα. Ακόμα, παρά το ότι το Κακουργιοδικείο ανάφερε ότι η υπόθεση διαχωριζόταν από άλλες υποθέσεις κακοποίησης ανηλίκων όπου εντοπίζεται μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ θύτη και θύματος και άσκηση πίεσης και εξαναγκασμού λόγω κατάχρησης θέσης εξουσίας, ούτε και σε αυτά απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα.
Εφόσον καταγράφεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι οι πιο πάνω παράμετροι έχουν ληφθεί υπόψη, η βασιμότητα του παραπόνου του Εφεσείοντα μπορεί να διαπιστωθεί μόνο με αναφορά στην επιβληθείσα ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης. Μόνο εάν ήθελε διαφανεί ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική, θα μπορεί να τεκμηριωθεί ότι κάποιες παράμετροι που αναφέρθηκε ότι λήφθηκαν υπόψη στην πραγματικότητα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν λήφθηκαν υπόψη στον κατάλληλο βαθμό.
Οδηγούμαστε έτσι στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική λαμβανομένων υπόψη, όπως ο Εφεσείων αναφέρει, των συνθηκών τέλεσης των αδικημάτων και των προσωπικών του περιστάσεων. Στην αιτιολογία του λόγου διακρίνονται τέσσερα σημεία: Ότι η περίπτωση δεν ήταν από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοποίησης ανηλίκων. Ότι η διαφορά της ηλικίας του Εφεσείοντα και της παραπονούμενης ήταν μόνο εννέα χρόνια και ότι για μια μεγάλη περίοδο κατά την οποία διαπράττονταν τα αδικήματα ήταν και ο ίδιος ανήλικος. Περαιτέρω ότι παραδέχτηκε τις κατηγορίες και ότι ήταν λευκού του ποινικού μητρώου. Ουσιαστικά και ο Εφεσείων προωθεί την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης στα πλαίσια των παραμέτρων του δεύτερου.
Αγορεύοντας ο δικηγόρος του μας παράπεμψε σε αριθμό αποφάσεων για τέτοια αδικήματα, συσχετίζοντας τις ποινές που είχαν εκεί επιβληθεί με το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν παραδεχτεί τις κατηγορίες και ότι η διαφορά της ηλικίας τους και των θυμάτων τους ήταν μεγάλη, για να εισηγηθεί ότι στην περίπτωση του Εφεσείοντα η ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων θα ήταν η αρμόζουσα.
Η αναφορά σε ποινές που έχουν επιβληθεί σε άλλες περιπτώσεις για το ίδιο ή συναφές αδίκημα μπορεί να είναι χρήσιμη, εφόσον τα γεγονότα που έχουν σημασία προσομοιάζουν (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, 130-1). Στην προκειμένη περίπτωση, οι περιστάσεις των υποθέσεων που ο Εφεσείοντας επικαλέστηκε προς υποστήριξη της θέσης του είτε παρουσιάζουν καταλυτικές διαφορές ή και αφορούσαν λιγότερο σοβαρά περιστατικά.
Θα αρκούσε ίσως να σημειώσουμε ενδεικτικά ότι η αναφερθείσα Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.184/2015, όπου υπήρχαν τα στοιχεία που επισημαίνει ο δικηγόρος του Εφεσείοντα και είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων, αφορούσε μεμονωμένο περιστατικό, όπου ο ηλικίας 63 χρόνων κατηγορούμενος με το 13 χρόνων κορίτσι, όρθιοι φιλιόντουσαν, γλείφονταν στον λαιμό, αγκαλιάζονταν και ο κατηγορούμενος έπιανε τα οπίσθια και άλλα μέρη του σώματος της ανήλικης. Δεν χωρεί σύγκριση με την συνεχιζόμενη για εννέα σχεδόν χρόνια κακοποίηση της παραπονούμενης στην υπό εκδίκαση περίπτωση, όπου ο Εφεσείων κατ' επανάληψη εξανάγκαζε την παραπονούμενη, από πολύ πιο τρυφερή ηλικία, να του κάνει πεοθηλασμό.
Αν ήταν να αναζητήσουμε κάποια υπόθεση που να προσομοιάζει περισσότερο στην παρούσα, θα υποδεικνύαμε την Η.Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 50/2018 και 137/2018, ημερ. 8.4.2020, όπου ποινή φυλάκισης επτά χρόνων αυξήθηκε από το Εφετείο σε 10 χρόνια, με αναφορά ότι φυλάκιση επτά χρόνων θα ήταν κατάλληλη σε περίπτωση παραδοχής.
Το ίδιο το έγκλημα, η βαρύτητα των πράξεων και τα κατάλοιπα στο θύμα, είναι, στην απουσία εξαιρετικών άλλων περιστάσεων, τα κυρίαρχα στοιχεία στην επιμέτρηση της ποινής. Εκθέτουμε συνοπτικά τις περιστάσεις των αδικημάτων, όπως προκύπτουν μέσα από τα γεγονότα όπως παρατέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στις παραμέτρους που άπτονται του ζητήματος της ποινής.
Προκύπτει ότι πέραν της εκμετάλλευσης της πολύ τρυφερής ηλικίας της παραπονούμενης, που εκλάμβανε ότι επρόκειτο για κάποιο παιγνίδι, εκεί όπου το κορίτσι πρόβαλλε αντιστάσεις, στο να του κάνει πεοθηλασμό, ο Εφεσείων την εξανάγκαζε, επέμενε και θύμωνε μαζί της και κάποιες φορές την κτύπησε. Αναφέρεται στη ΧΧΧ ΧΧΧ Χαμπτέχ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.71/2020, ημερ.28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23, ότι: «Στις περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, είναι επιβαρυντικό στοιχείο η επίδειξη του ανδρικού γεννητικού οργάνου του δράστη και η χρησιμοποίηση του προσεγγίζοντας το ή, χειρότερα, αγγίζοντας το στο σώμα του παιδιού». Και ακόμα πιο επιβαρυντικό στοιχείο στην παρούσα περίπτωση ο εξαναγκασμός σε πεοθηλασμό. Επίσης επιβαρυντικό στοιχείο ήταν στην προκειμένη περίπτωση η πολύ μικρή ηλικία της παραπονούμενης, που προσδίδει στο αδίκημα τέτοια απαξία ώστε θα πρέπει αυτό να αντανακλάται και στο ύψος της ποινής (Ν.Σ.).
Η ηλικία του Εφεσείοντα είχε και αυτή τη σημασία της, στις ορθές της παραμέτρους, όπως διασαφηνίστηκαν από το Κακουργιοδικείο. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, ενώ τα αδικήματα άρχισαν να διαπράττονται όταν ο Εφεσείων ήταν ηλικίας 14 χρόνων και συνέχιζαν να διαπράττονται για πέντε χρόνια ενώ εξακολουθούσε να ήταν και αυτός ανήλικος, συνεχίζονταν για ακόμη τέσσερα χρόνια μετά την ενηλικίωση του. Και είναι για τα αδικήματα της περιόδου αυτής που επιβλήθηκαν οι πιο ψηλές ποινές.
Εννέα σχεδόν χρόνια διήρκεσε το μαρτύριο της παραπονούμενης στα χέρια του Εφεσείοντα, που τερματίστηκε λόγω της αντίδρασης της ιδίας, αντιλαμβανόμενη πλέον από την ηλικία των 12 χρόνων τη φύση των ενεργειών του, οπόταν τον απέφευγε και δεν απαντούσε στα μηνύματα που αυτός συνέχιζε να της αποστέλλει.
Είναι σε αυτή την ηλικία που, έχοντας συνειδητοποιήσει το τί συνέβαινε, άρχισε να αυτοτραυματίζεται αρνούμενη να επισκεφτεί ψυχολόγο. 35 φορές έκοψε με λεπίδα τα χέρια της και το μηρό της. Μετά την καταγγελία, η παραπονούμενη παραπέμφτηκε σε κλινική ψυχολόγο. Διαπιστώθηκε ότι είχε επηρεαστεί η αναπτυξιακή της πορεία και παρουσίαζε συναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς. Διαγνώστηκε με διαταραχή μετατραυματικού στρές, ενώ παράλληλα παρουσίαζε καταθλιπτικά συμπτώματα όπως συχνό κλάμα, θλίψη και αίσθημα απαισιοδοξίας. Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο χρειαζόταν ατομική θεραπεία από ψυχολόγο.
Κάτω από αυτές, τις επιβαρυντικές περιστάσεις καθίσταται πρόδηλο ότι το Κακουργιοδικείο κάθε άλλο παρά παραγνώρισε τα στοιχεία μετριασμού της ποινής που κατάγραψε στην απόφαση του, για να καταλήξει στην ποινή της επταετούς φυλάκισης.
Έλαβε υπόψη του τις προσωπικές του περιστάσεις, που δεν παρουσίαζαν οτιδήποτε το εξαιρετικό για σκοπούς μετριασμού της ποινής, προσεγγίζοντας ορθά την επιμέτρηση της, με αναφορά στην αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα παραπέμποντας σε χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Λευκαρίτης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.135/2014, ημερ.22.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B531, όπου αναφέρθηκε ότι:
«Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά.»
Θα προσθέταμε ότι στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων προέχει η στιβαρή αντιμετώπιση του εγκλήματος και η προσπάθεια καταστολής τους μέσω αποτρεπτικών ποινών (Ρ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.253/2017, ημερ.28.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:B66) και επαναλαμβάνουμε τα όσα σχετικά ειπώθηκαν στη Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.178/2017, ημερ.24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457:
«η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».
Επιβαλλόταν συνεπώς η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες (Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.59/2016, ημερ.23.3.2017).
Το Κακουργιοδικείο απέδωσε τη δέουσα σημασία και στην παραδοχή του Εφεσείοντα, επισημαίνοντας ότι παραδέχτηκε νωρίς στη διαδικασία της ακρόασης και αφού είχε ακουστεί ένας μάρτυρας αστυνομικός και προτού χρειαστεί να κληθεί να μαρτυρήσει η παραπονούμενη.
Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, 937 και Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 6/2014, ημερ.21.11.2014), η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, 556, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691, Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47, Mixaylov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, 182 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785, 791-2).
Στον καθορισμό της ποινής το Κακουργιοδικείο ορθά καθοδηγήθηκε ότι αυτή θα έπρεπε να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίσει το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα και τις προσωπικές του περιστάσεις. Για να καταλήξει στη φυλάκιση των επτά χρόνων είναι βέβαιο ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε κατά τρόπο ουσιαστικό υπόψη όλους του μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν. Είναι η κατάληξη μας ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική. Βρισκόταν εντός του μέτρου και στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και αντικατοπτρίζει την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.