ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B22
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟINIKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 33/2020
28 Ιανουαρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ,Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ.]
xxx LECUVLAD,
Eφεσείοντα,
- v -
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
---------------------
Ηλίας Χρίστου για Ηλίας Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε.,για τον Εφεσείοντα.
Στέλλα Πίπη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή,Π.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορία για χρήση μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας, κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(α) και άλλων προνοιών του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Τρίτου) Νόμου του 2000,(Ν.96(Ι)/2000)(ο Νόμος)(1η κατηγορία). Tο κατηγορητήριο περιλάμβανε και δεύτερη κατηγορία την οποία ο εφεσείων παραδέχτηκε.
Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντα στην 1η κατηγορία. Κατά το στάδιο της ακρόασης αποσύρθηκε ο 2ος από τους τρεις λόγους έφεσης που περιλαμβάνονται στο εφετήριο.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από τροχαίο ατύχημα που επισυνέβη την 1.7.2018, στο οποίο ενεπλάκη αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, η Αστυνομία διαπίστωσε ότι η ασφάλεια σε σχέση με το επίδικο όχημα είχε ακυρωθεί στις 3.5.2018, από την ασφαλιστική εταιρεία με την οποία ο εφεσείων είχε ασφαλιστικό συμβόλαιο. Η ασφαλιστική εταιρεία προέβη σε αυτή την ενέργεια έχοντας διαπιστώσει ότι ο εφεσείων δήλωσε αναληθώς, κατά τη σύναψη του ασφαλιστικού συμβολαίου, ότι δεν είχε εμπλακεί προηγουμένως σε τροχαίο ατύχημα. Ακολούθως, στις 26.4.2018 απέστειλε στον εφεσείοντα συστημένη επιστολή δίδοντας του επταήμερη προειδοποίηση ότι θα προχωρούσε σε ακύρωση του ασφαλιστικού συμβολαίου, όπως και έπραξε με τη λήξη της περιόδου αυτής στις 3.5.2018.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι ουδέποτε παρέλαβε την προειδοποιητική επιστολή της ασφαλιστικής εταιρείας, θέση η οποία υποστηρίχθηκε από τη μαρτυρία ταχυδρομικού επιθεωρητή στο Επαρχιακό Ταχυδρομικό Γραφείο Λάρνακας, ο οποίος κλήθηκε για την υπεράσπιση. Αποδεχόμενο δε τη μαρτυρία του τελευταίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ανάλογο εύρημα. Στη βάση των δεδομένων αυτών, ο εφεσείων εισηγήθηκε πρωτοδίκως ότι δεν είχε ακυρωθεί το ασφαλιστικό συμβόλαιο και βρισκόταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο της 1ης κατηγορίας. Τη θέση αυτή επανέλαβε, ουσιαστικά και κατ' έφεση, με τον 1ο λόγο έφεσης.
Το άρθρο 3(1) του περί Μηχανοκινήτων Οχη΅άτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νό΅ου του 2000, (Ν.69(Ι)/2020) προβλέπει:
«3.(1) Τηρου΅ένων των διατάξεων του Νό΅ου αυτού, απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να -
(α) Χρησι΅οποιεί ΅ηχανοκίνητο όχη΅α σε οδό, εκτός αν βρίσκεται σε ισχύ, σχετικά ΅ε τη χρήση του από το πρόσωπο αυτό, τέτοιο ασφαλιστήριο που αφορά ευθύνη έναντι τρίτου σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του Νό΅ου αυτού·
[..]»
Για να αποδειχθεί λοιπόν η 1η κατηγορία, η κατηγορούσα αρχή έφερε το βάρος να αποδείξει ότι δεν βρισκόταν σε ισχύ το ασφαλιστήριο που είχε εκδοθεί προς όφελος του εφεσείοντα. Προς τούτο έδωσε μαρτυρία υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρείας, ότι προτού προχωρήσει στην ακύρωση του συμβολαίου, η ασφαλιστική εταιρεία όφειλε βάσει του όρου 9 του ασφαλιστικού συμβολαίου, να αποστείλει στον ασφαλιζόμενο εφεσείοντα, «επταήμερη προειδοποιητική επιστολή» με συστημένο ταχυδρομείο, όπως και έπραξε.
Με την εκκαλούμενη απόφαση θεωρήθηκε ότι ο εφεσείων, ο οποίος, μέχρι το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, δεν αμφισβήτησε το γεγονός της ακύρωσης του συμβολαίου και πως ό,τι αμφισβητήθηκε «ήταν πρώτον ότι ο λόγος που επικαλείται η ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση του συμβολαίου δεν ισχύει και δεύτερον ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της επιστολής ακύρωσης». Κρίθηκε δε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αν η ακύρωση έγινε αντισυμβατικά, αυτό ξέφευγε «εντελώς» από τα επίδικα θέματα και από τη δικαιοδοσία του. Αυτό δεν ήταν ορθό. Εάν στα πλαίσια αστικών διαφορών ο Εφεσείων καταδείκνυε ότι η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούταν να τον καλύψει για ζημιές που θα είχε προκαλέσει σε τρίτους, θα ήταν ότι πιο παράδοξο, στη βάση των ίδιων γεγονότων, να είχε καταδικαστεί στη σχετική κατηγορία. Αποδεχόμενο στη συνέχεια τη μαρτυρία της υπαλλήλου της ασφαλιστικής εταιρείας, το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η ασφαλιστική εταιρεία είχε ακυρώσει το συμβόλαιό της με τον εφεσείοντα από τον Απρίλιο 2018 και, συνακόλουθα, δεν καλυπτόταν την 1.7.2018 από ασφάλεια για ευθύνη έναντι τρίτου.
Όμως, βασική θέση του εφεσείοντα, όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία του, ήταν πως δεν έλαβε οποιαδήποτε επιστολή και το ασφαλιστήριο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Αποτέλεσε δε εισήγηση του συνηγόρου του, κατά την τελική του αγόρευση, ότι δεν αποδείχθηκε η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα εφόσον δεν έλαβε προειδοποιητική επιστολή, ούτε πληροφορήθηκε για την ακύρωση του ασφαλιστήριου συμβολαίου. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση αυτή του εφεσείοντα, ούτε επίσης κατά πόσο τα διαβήματα στα οποία προέβη η ασφαλιστική εταιρεία κατ' επίκληση του όρου 9 του συμβολαίου ήταν σύμφωνα με τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Προσέγγισε το ζήτημα του τερματισμού του ασφαλιστήριου συμβολαίου αποκλειστικά στη βάση της αξιοπιστίας της μάρτυρος, υπαλλήλου της ασφαλιστικής εταιρείας, κρίνοντας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της, ότι αποδείχθηκε ο τερματισμός του.
Η κατηγορούσα αρχή, εφόσον για την απόδειξη της υπόθεσης της, βασιζόταν στην εκπλήρωση όρου του ασφαλιστήριου συμβολαίου, όφειλε να προσκομίσει το σχετικό έγγραφο. Στην απουσία δε οποιασδήποτε δικαιολογίας για την μη προσκόμισή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να επιτρέψει την προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας αναφορικά με το περιεχόμενό του. Η μη προσκόμιση του εγγράφου δημιούργησε αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα των ενεργειών από πλευράς της ασφαλιστικής εταιρείας προς ακύρωση του ασφαλιστήριου συμβολαίου κατ΄ επίκληση συγκεκριμένου όρου του και ιδιαίτερα της προειδοποιητικής επιστολής, για την οποία δεν είχε λάβει γνώση ο εφεσείων. Η αμφιβολία αυτή θα πρέπει επομένως να επενεργήσει υπέρ του εφεσείοντα.
Συνακόλουθα, ο εφεσείων θα πρέπει να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την καταδίκη. Θα προσθέσουμε μόνο ότι, ανεξάρτητα από τη συμβατική διάσταση του θέματος, η γνωστοποίηση προειδοποίησης σε ασφαλιζόμενο για σκοπούμενη ακύρωση ασφαλιστήριου συμβολαίου έχει σημασία λόγω και των υποχρεώσεων που δημιουργεί το άρθρο 13 του Νόμου για τον ασφαλιζόμενο σε περίπτωση ακύρωσης, το οποίο προβλέπει:
«13.-(1) Σε περίπτωση που -
(α) [..]
(β) το ασφαλιστήριο ακυρώνεται ΅ε α΅οιβαία συγκατάθεση ή δυνά΅ει οποιασδήποτε πρόνοιας του ασφαλιστηρίου, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου το πιστοποιητικό αυτό εκδόθηκε πρέπει, ΅έσα σε σαράντα οκτώ ώρες από της ισχύος της ακύρωσης του ασφαλιστηρίου αυτού, να επιστρέψει το πιστοποιητικό στον ασφαλιστή ή, αν το πιστοποιητικό χάθηκε ή καταστράφηκε, να προβεί σε ένορκη δήλωση προς το σκοπό αυτό.
(2) Πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου αυτού θα είναι ένοχο αδική΅ατος κατά παράβαση του Νό΅ου αυτού.»
Ενόψει της κατάληξής μας, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε επί του θέματος, ούτε να ασχοληθούμε με τον 3ο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία του άρθρου 3(3) του Νόμου από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 1η κατηγορία.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου