ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χρ. Χριστοφόρου, για εφεσείοντα. Ε. Μανώλη (κα), για εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο KNOWLES v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 99/2020, 14/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B437

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2020)

 

14 Δεκεμβρίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx xxx KNOWLES

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εφεσίβλητη

---------

Χρ. Χριστοφόρου, για εφεσείοντα.

Ε. Μανώλη (κα), για εφεσίβλητη.

 

--------- 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας βρέθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε τέσσερις κατηγορίες για απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8(2)(6) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014.  Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές 18 μηνών και δύο ετών φυλάκισης. 

 

Με την παρούσα προσβάλλει τις ποινές ως έκδηλα υπερβολικές, υποβάλλοντας διαζευκτικά ότι θα έπρεπε να ανασταλούν, εν όψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υπόθεσης. 

 

Το επίκεντρο της θέσης της υπεράσπισης συνίσταται στον ισχυρισμό, τον οποίο η άλλη πλευρά δεν αμφισβήτησε, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο τα επίμαχα αρχεία παιδικής πορνογραφίας είχαν περιέλθει στην κατοχή του εφεσείοντα.  Ειδικότερα ο μη αμφισβητηθείς ισχυρισμός ήταν ότι ο εφεσείοντας είχε αγοράσει ένα σκληρό δίσκο στον οποίο χωρίς να το γνωρίζει υπήρχαν τα εν λόγω αρχεία.  Όταν τα εντόπισε, έχοντας πλέον γνώση περί τίνος επρόκειτο,  τα άνοιξε και τα είδε.  Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι «είδε τις εφαρμογές, γνώριζε τι ήταν και τις άνοιξε, όμως αμέσως τις διέγραψε».  Όμως σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και δεν αμφισβητήθηκαν από την υπεράσπιση, η πρώην αρραβωνιαστικιά του εφεσείοντα τον είχε εντοπίσει σε τρεις περιπτώσεις να παρακολουθεί τέτοιο υλικό από ηλεκτρονικές συσκευές.  Όπως δε δέχθηκε, διευκρινιστικά, ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του επρόκειτο για τρεις διαφορετικές περιπτώσεις και για δύο, τελικά, συσκευές που είχε αγοράσει, ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή από την Αγγλία και ένα σκληρό δίσκο από την Εσθονία, με 119 αρχεία παιδικής πορνογραφίας ο πρώτος και 93 αρχεία παιδικής πορνογραφίας ο δεύτερος. 

 

Παρέμεινε όμως η θέση της υπεράσπισης ότι ο εφεσείοντας δεν είχε προηγούμενη γνώση για το περιεχόμενο δύο συσκευών και ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν μια συγκεκριμένη ημέρα μόνο και ακολούθως το υλικό διεγράφη από τον εφεσείοντα.

 

Αν και δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς κατηγορούσας αρχής το τυχαίο αυτό της απόκτησης, παράγοντας που προσμέτρησε μετριαστικά, η περίπτωση δεν θα μπορούσε, όπως εισηγήθηκε η υπεράσπιση, να υποβιβαστεί ως οριακή, εφόσον ο εφεσείοντας σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, έχοντας γνώση του υλικού στο οποίο αποκτούσε πρόσβαση, αντί ως ανύποπτος νομοταγής πολίτης να μην πράξει τούτο και να ειδοποιήσει αμέσως την Αστυνομία για το τι τυχαία, ως ο ισχυρισμός του, ανακάλυψε στους σκληρούς δίσκους ή φορητούς υπολογιστές που αγόρασε, προχώρησε και παρακολούθησε τέτοιο επαίσχυντο υλικό.  Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν «τον αριθμό των αρχείων στο κάθε επίπεδο» αναφερόμενο στα επίπεδα βαθμού σοβαρότητας όπως αυτά διαμορφώθηκαν στη νομολογία (R. v. Oliver and others (2003) 2 Cr.App.R 28,   Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. ΑΡ. 71/2017, ημερ. 27.9.2017)).  Σημειώνεται επίσης ότι περιλαμβάνονταν και παιδιά ηλικίας κάτω των 13 ετών, εξ ου και οι σοβαρότερες κατηγορίες για τις οποίες επιβλήθηκε ποινή δύο ετών.  Με αυτή του τη συμπεριφορά επέλεξε να καταστεί χρήστης παιδικής πορνογραφίας ακόμα και σε σχέση με παιδιά τόσο τρυφερής ηλικίας.

 

Εν κατακλείδι, είναι φανερό ότι το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε στα σωστά πλαίσια και σύμφωνα με τη δική του αρμοδιότητα και κρίση τον τρόπο που απέκτησε το υλικό ο εφεσείοντας, τρόπος που αντιδιαστέλλει την περίπτωση από εκείνη της οργανωμένης αναζήτησης, ή την περίπτωση όπου επιδεικνύεται ψηλό επίπεδο προσωπικού ενδιαφέροντος, ή εξειδικευμένη μεθοδολογία ή άλλοι τρόποι ενέργειας και συμπεριφοράς που αναγνωρίστηκαν ως επιβαρυντικοί παράγοντες.  Εξίσου όμως συνεκτίμησε, από την άλλη, στα σωστά  επίσης πλαίσια την καθόλα απαράδεκτη επιλογή του εφεσείοντα να προχωρήσει εν πλήρη πλέον γνώση στην παραβίαση μιας νομοθεσίας, η σπουδαιότητα της οποίας έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Όπως ελέχθη στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Niland, Ποιν. Έφ. Αρ. 18/2017, ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79 αυτής της μορφής τα εγκλήματα συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των παιδιών και πρόκειται για αδικήματα που βρίσκονται σε έξαρση και επιφέρουν ολέθριες συνέπειες.  Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών αποτελεί αδήριτη ανάγκη.  Η απαράδεκτη έξαρση που παρατηρείται σε τέτοιας φύσεως εγκλήματα έχει ξανά πρόσφατα αναγνωριστεί και στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 45/2019, ημερ. 3.7.2020.

 

Στην τελευταία αυτή απόφαση είχαμε επίσης την ευκαιρία να επαναλάβουμε τις αρχές επί τη βάσει των οποίων ενεργοποιείται η εξουσία επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή, παραπέμποντας στα όσα είχαν λεχθεί στην Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 53/2017 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465:

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ECLI:CY:AD:2014:B327, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:B779, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»»

 

 

Έχοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω δεν θεωρούμε ότι η ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο ήταν έκδηλα υπερβολική.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                                   Α. Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

 

 

 

 

/φκ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο