ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B451
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020)
23 Δεκεμβρίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
xxx ΑΡΓΥΡΗ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Λ. Σίγαρ (κα.) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Π. Παναγή, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει, μαζί με άλλο ένα φυσικό πρόσωπο, τον Α.Φ., ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά σε εμπρησμό κατά παράβαση των άρθρων 315(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα κάτι που το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να σημειώσει με αναφορά στην προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή φυλάκισης των 14 ετών. Η δεύτερη αφορά σε συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων ο Εφεσείων μαζί με τον Α. Φ., μεταξύ 20.7.2020 - 4.8.2020, συνωμότησαν για να διαπράξουν το κακούργημα του εμπρησμού, το οποίο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας τελικά διέπραξαν στις 4.8.2020 στο Καϊμακλί της επαρχίας Λευκωσίας. Συγκεκριμένα φέρονται να έθεσαν εσκεμμένα και παράνομα φωτιά στο μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής xxx x30.
Στις 10.11.2020 ο Εφεσείων μαζί με τον συγκατηγορούμενο του Α. Φ. απάντησαν στις κατηγορίες. Ο Εφεσείων δήλωσε μη παραδοχή και στις δύο κατηγορίες ενώ ο συγκατηγορούμενος του δήλωσε παραδοχή στην πρώτη κατηγορία και μη παραδοχή στη δεύτερη κατηγορία. Το Κακουργιοδικείο όρισε για ακρόαση την υπόθεση «όσον αφορά και τους δύο κατηγορουμένους στη δεύτερη κατηγορία και όσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο στην πρώτη κατηγορία στις 10.2.2021 και ώρα 9.00 π.μ.. Την ίδια ημέρα παραμένει για σκοπούς ενδεχομένως γεγονότων και ποινής για τον πρώτο κατηγορούμενο στην πρώτη κατηγορία».
Η Κατηγορούσα Αρχή μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία ζήτησε όπως και οι δυο κατηγορούμενοι συνεχίσουν να τελούν υπό κράτηση «ενόψει της πιθανότητας φυγοδικίας τους, αλλά και της πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων». Ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα δεν έφερε ένσταση στην κράτηση του εν αντιθέσει με τον Εφεσείοντα, ο οποίος τότε εκπροσωπείτο από συνήγορο. Υπεράσπιση και Κατηγορούσα Αρχή αγόρευσαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο, στις 11.11.2020, εξέδωσε την απόφαση του. Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη Νομολογία, βρήκε, για τους λόγους που παραθέτει, και αφού έλαβε υπόψη του και τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα, ότι υπάρχει πιθανότητα μη προσέλευσης του στη δίκη. Όσον αφορά στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση του Εφεσείοντα, επειδή υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων σε περίπτωση που αυτός αφεθεί ελεύθερος, το Κακουργιοδικείο με αναφορά και πάλι στη Νομολογία και έχοντας ενώπιον του το ιδιαίτερα βεβαρημένο ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα βρήκε ότι «το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι η ισχυρή εντύπωση για ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος 2 αφεθεί ελεύθερος». Για να καταλήξει, αφού έλαβε υπόψη του, και ορθά, και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Εφεσείων τελεί υπό κράτηση και θα συνεχίσει να τελεί μέχρι την ημερομηνία της δίκης του (Κυπριανού ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 ΑΑΔ, 167), «ότι η διακριτική μας ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της κράτησης του κατηγορουμένου 2 στη βάση αμφοτέρων των πυλώνων που έχουν εξεταστεί».
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την απόφαση του Κακουργιοδικείου την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας προσωπικά έφεση. Ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η έφεση παρατίθεται αυτολεξεί: «Κρατούμε παράνομα γιατί η αστινομία δεν έρχετε να πιάσι κατάθεση του συκατιγορούμενου μου». Ο Εφεσείων ενώπιον μας δήλωσε πως δεν επιθυμούσε υπηρεσίες συνηγόρου και ότι θα υποστήριζε ο ίδιος την έφεση του, πράγμα που έπραξε. Με αναφορά στις οικογενειακές-προσωπικές του περιστάσεις, η θέση του ουσιαστικά ήταν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης με την εμπεριστατωμένη αγόρευση της και με αναφορά στη Νομολογία, υποστήριξε ως ορθή την απόφαση του Κακουργιοδικείου για να καταλήξει ως εξής: «Εν πάση περιπτώσει ακόμη και αν το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου περί πιθανότητας φυγοδικίας ήθελε κριθεί εσφαλμένο, τούτο δεν επηρεάζει ή εξαλείφει το συμπέρασμα περί πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων, η οποία προκύπτει έκδηλα από το ποινικό μητρώο και από μόνη της είναι ικανή να δικαιολογήσει την κράτηση».
Ως γνωστό, το ενδεχόμενο κράτησης συναρτάται με οποιονδήποτε από τους τρεις πιο κάτω παράγοντες:
(α) την πιθανότητα μη προσέλευσης ενός κατηγορούμενου στη δίκη
(β) την πιθανότητα διάπραξης του ίδιου ή άλλου αδικήματος
(γ) τη δυνατότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Τα Δικαστήρια, όταν εξετάζουν αιτήματα κράτησης, θα πρέπει να καθοδηγούνται από την αρχή ότι κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος εκτός εάν καταδικαστεί από αρμόδιο Δικαστήριο. Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, αναφέρεται ότι ο κανόνας ότι οι υπόδικοι αφήνονται ελεύθεροι, κάμπτεται μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι. Ως ζήτημα γενικής αρχής, η οποία κατοχυρώνεται και συνταγματικά, ένας υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος με εγγύηση στις περιπτώσεις όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στο Δικαστήριο για να δικαστεί. Ανάγκη περιορισμού του πολίτη πρέπει να διαπιστώνεται δικαστικά σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και να επιβάλλεται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης (Ανδρέας Καραγιώργης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92 και Μωϋσίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ, 138). Το Κακουργιοδικείο είχε υπόψη του και τα πιο πάνω, τα οποία και κατέγραψε στην απόφαση του.
Όσον αφορά στην πιθανότητα καταδίκης δεν θα πούμε πολλά. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως στο στάδιο αυτό δεν τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του και μόνο (Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ, 32, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ, 54, Ευριπίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ, 337, Κουννάς κ.α. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ, 790 και Στέλιος Καλλή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 114/15, ημερ. 19.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:B437). Εδώ, στη βάση συγκεκριμένης κατάθεσης, ημερ. 27.9.2020, ο Εφεσείων φέρεται να παρότρυνε τον συγκατηγορούμενο του να προβεί στη διάπραξη του αδικήματος για να εκδικηθεί συγκεκριμένο πρόσωπο με το οποίο φέρεται να είχε οικονομικές διαφορές. Στη βάση αυτής της παρότρυνσης, ο συγκατηγορούμενος φέρεται να έχει διαπράξει τον εμπρησμό του αυτοκινήτου. Είναι γνωστό ότι ενοχοποιητική κατάθεση από συγκατηγορούμενο μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζεται αίτημα κράτησης εκκρεμούσης της δίκης (Houssein v. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ, 34, 39). Εδώ η κατάθεση του συγκατηγορουμένου ενοχοποιεί τον Εφεσείοντα, κάτι που παραδέχθηκε και ο τότε ευπαίδευτος συνήγορος του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε ορθά το θέμα με αναφορά στη Νομολογία, για να καταλήξει πως η πιθανότητα καταδίκης του Εφεσείοντα δεν προκύπτει μόνο από την κατάθεση του συγκατηγορουμένου του αλλά και από άλλο μαρτυρικό υλικό στο οποίο παραπέμπει. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει έδαφος για παρέμβαση μας σ΄ αυτό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Να σημειώσουμε εδώ πως ενώπιον μας ο Εφεσείων παρέπεμψε σε μια ένορκη δήλωση ημερ. 22.10.2020 στην οποία προέβη ο συγκατηγορούμενος του. Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, ο συγκατηγορούμενος του ενόρκως λέγει ότι η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία ημερ. 27.9.2020 δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, γιατί εκείνη την ημέρα ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Στην Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 165/20 και 166/20, απόφαση ημερ. 22.10.2020, επαναλαμβάνεται, με αναφορά σε προηγούμενη απόφαση του Εφετείου, πως η πιθανότητα καταδίκης δεν επιδέχεται «ποσοτικών διαβαθμίσεων». Τα ίδια ισχύουν και εδώ.
Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε αν το Κακουργιοδικείο ορθά αποφάσισε ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων σε περίπτωση που ο Εφεσείων αφεθεί ελεύθερος.
Στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, 130, επαναλαμβάνεται ότι η πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος είναι δυνατό να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα για την απόφαση του Δικαστηρίου, αφού κάθε παράγων εξετάζεται χωριστά και η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος κράτησης. Μάλιστα, με αναφορά στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ, 7, λέχθηκε ότι η άποψη ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η Νομολογία, περιλαμβανομένης και της πιθανότητας επανάληψης αδικημάτων, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στη λογική ούτε στη Νομολογία.
Συνοψίζοντας, αυτό που προκύπτει από τη Νομολογία, είναι ότι δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία σε σχέση με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Αρκεί να δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα στη βάση του συνόλου του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Φενερίδης (1998) 1(Δ) ΑΑΔ, 2101, Πατατάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ, 46 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 113/15 (Σχ. με 115/15), απόφαση ημερομηνίας 02.06.2015).
Εδώ ο Εφεσείων βαρύνεται με αρκετές προηγούμενες καταδίκες, ως λεπτομερώς καταγράφονται στο ποινικό του μητρώο. Στην τελευταία προηγούμενη καταδίκη του, είχαν ληφθεί υπόψη και αρκετές άλλες ποινικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, έχει τις ακόλουθες προηγούμενες καταδίκες:
1. Αριθμός Υπόθεσης 28817/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορά σε διάρρηξη κατοικίας και κλοπής.
2. Αριθμός Υπόθεσης 20439/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορά σε παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α.
3. Αριθμός Υπόθεσης 7521/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορά σε παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, και σε κάπνισμα φυτού κάνναβης.
4. Αριθμός Υπόθεσης 13432/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορά σε παράνομη μεταφορά εκρηκτικών υλών, σε κακόβουλη ζημιά σε περιουσία, και σε παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία.
5. Αριθμός Υπόθεσης 19260/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορά σε παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και σε κάπνισμα φυτού κάνναβης. Στην εν λόγω υπόθεση λήφθηκαν υπόψη οι εξής υποθέσεις: (α) η 3619/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε απειλή, άσκηση βίας στην οικογένεια, χρήση δημοσίου δικτύου επικοινωνιών με σκοπό την πρόκληση ενόχλησης, παρενόχλησης και/ή άσκοπης ανησυχίας σε άλλο πρόσωπο, (β) η 8952/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και σε κάπνισμα φυτού κάνναβης, (γ) η 12749/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε κλοπή ηλεκτρισμού και δόλια ιδιοποίηση ενέργειας, (δ) η 9235/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε διάρρηξη κτιρίου και κλοπή, (ε) η 12207/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία αφορούσε σε κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α, (στ) η 6146/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε κλοπή, (ζ) η 15825/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, (η) η 14787/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε κλεπταποδοχή, σε παράνομη κατοχή περιουσίας και σε παράνομη κατοχή και χρήση ναρκωτικών, (θ) η 18736/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε κλοπή και παράνομη κατοχή περιουσίας, (ι) η 19908/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε απειλή, (κ) η 5/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, (λ) η 11635/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε βαριά σωματική βλάβη, αντίσταση κατά νόμιμης σύλληψης, και επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης, (μ) η 19974/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε κλοπή και κλεπταποδοχή, (ν) η 8031/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε παράνομη κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α, (ξ) η 7828/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε κλοπή και (ο) η 7483/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία αφορούσε σε εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως το περιεχόμενο του ποινικού μητρώου του Εφεσείοντα ομιλεί από μόνο του και δεν χρειάζεται εμείς να προσθέσουμε, ο,τιδήποτε άλλο. Εκείνο που θα πούμε σε γενικές γραμμές είναι ότι από το ποινικό του μητρώο, προκύπτει ροπή αυτού προς το σοβαρό έγκλημα αφού, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 2014-2018, έχει διαπράξει σωρεία ποινικών αδικημάτων που αφορούν σε ναρκωτικά, σε μεταφορά εκρηκτικών υλών, σε κακόβουλη ζημιά σε περιουσία, σε άσκηση βίας στην οικογένεια, σε κλοπές και διαρρήξεις, σε απειλή, σε βαριά σωματική βλάβη, σε εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος, σε επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξεως κλπ.. Να σημειώσουμε ακόμη ότι μέχρι και το Μάρτιο του 2020 εξέτιε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν στις 31.5.2019, στα πλαίσια της Υπόθεσης 19260/18, οι οποίες μάλιστα άρχισαν να υπολογίζονται από τις 5.9.2018. Τα σοβαρά αδικήματα της υπόθεσης που αντιμετωπίζει τώρα ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, φέρεται να τα διέπραξε τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2020, δηλαδή σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα μετά την απόλυση του.
Ορθά λοιπόν το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων σε περίπτωση που αυτός αφεθεί ελεύθερος, και ορθά συνεκτίμησε και εξισορρόπησε όλους τους σχετικούς παράγοντες, για να καταλήξει, ασκώντας διακριτική εξουσία, υπέρ της κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τον άλλο λόγο, τον κίνδυνο φυγοδικίας, για τον οποίο ο Εφεσείων επίσης διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.