ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Βανέζης ν. Ιατρικών Υπηρεσιών (1990) 2 ΑΑΔ 198
Γενικός Εισαγγελέας ν. BISCO LTD (1991) 2 ΑΑΔ 16
Σολωμού ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 324
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 14
Xρίστου N. Kυριάκος ν. Iατρικών Yπηρεσιών και Yπηρεσιών Δημόσιας Yγείας (1998) 2 ΑΑΔ 52
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:B401
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 21/2015)
26 Νοεμβρίου 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
G & A STROVOLOS PIZZA LIMITED
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ
Εφεσίβλητου
---------------
Χρίστος Ιερείδης, για την Εφεσείουσα.
Ρένα Μακρίδου (κα) για Κυριάκο Μακρίδη και Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
--------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική η χρηματική ποινή ύψους €2.800 που επιβλήθηκε στην Εφεσείουσα εταιρεία για παράβαση του περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμων του 1996 έως (Αρ. 2) του 2001. Η Εφεσείουσα είχε παραδεχτεί ότι «κατά/ή περί την 3.4.2012 και/ή μέχρι την καταχώρηση του παρόντος κατηγορητηρίου . διατηρούσε εστιατόριο στο οποίο δεν εφάρμοζε το σύστημα ασφαλείας τροφίμων με βάση τις αρχές του HACCP (ανάλυση κινδύνων και κρίσιμων σημείων ελέγχου)».
Στην ειδοποίηση της έφεσης αναφέρεται ένας μόνο λόγος έφεσης. Καταγράφεται και αιτιολογία δεύτερου λόγου έφεσης, όμως δεύτερος λόγος έφεσης δεν εμφαίνεται στην ειδοποίηση.
Κατά τον πρώτο λοιπόν λόγο έφεσης η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες, στην πλήρη συμμόρφωση της Εφεσείουσας και στις περιστάσεις της εταιρείας.
Η θέση που αναπτύσσεται στην αιτιολογία του λόγου, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψη τη συμμόρφωση της Εφεσείουσας στις πιο σοβαρές, όπως η Εφεσείουσα τις χαρακτηρίζει, κατηγορίες 2 μέχρι 6, που είχαν αποσυρθεί ως αποτέλεσμα της συμμόρφωσης της είναι αβάσιμη. Η συμμόρφωση εκείνη θα είχε σημασία μόνο εάν επιβαλλόταν ποινή σε οιαδήποτε από τις κατηγορίες εκείνες. Ουδεμία όμως σημασία θα μπορούσε να έχει σε σχέση με την κατηγορία που παρέμεινε και για την οποία επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη ποινή. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη κατηγοριών που αποσύρθηκαν συνεπεία της εκ των υστέρων συμμόρφωσης του κατηγορούμενου, δεν θα μπορούσε να προσμετρά θετικά στη γενική του εικόνα.
Ό,τι άλλο αναφέρεται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο ότι η Εφεσείουσα δεν βαρύνετο με οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη, είχε καταβάλει τα έξοδα των δικηγόρων της κατηγορούσας αρχής και ήταν μια μικρή ιδιωτική επιχείρηση για την οποία η ποινή που εν τέλει επιβλήθηκε ήταν εξοντωτική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι έλαβε υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που είχαν αναφερθεί και ειδικότερα τη μη αναφορά σε προηγούμενες καταδίκες και την παραδοχή στο στάδιο που είχε γίνει. Σημασία δεν έχει βέβαια η απλή παράθεση στην απόφαση των μετριαστικών παραγόντων που προτάσσονται από την υπεράσπιση με αναφορά ότι αυτοί λήφθηκαν υπόψη, αλλά κατά πόσο η παρουσία τους στα περιστατικά της υπόθεσης πράγματι αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή, ώστε να την καθιστά την αρμόζουσα στις περιστάσεις της υπόθεσης.
Στην αιτιολογία του «δεύτερου λόγου έφεσης» αναπτύσσεται το ζήτημα της συμμόρφωσης της Εφεσείουσας. Ότι αυτή είχε υποβάλει όλα τα σχετικά έγγραφα που απαιτούνταν για την απόκτηση του πιστοποιητικού HACCP και πως ό,τι τελικά απέμενε κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής ήταν η τυπική του έκδοση. Το ζήτημα της συμμόρφωσης της Εφεσείουσας, ως παράμετρος που άπτεται της ποινής καλύπτεται από τον πρώτο λόγο έφεσης και επομένως κρίνουμε ότι εγείρεται με την έφεση και μπορεί να εξεταστεί.
Η κατηγορία είχε ως υπόβαθρο το άρθρο 5 του Κεφαλαίου ΙΙ του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για την υγιεινή των τροφίμων που αναφερόταν στην Έκθεση Αδικήματος της κατηγορίας. Παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον Κανονισμό συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 23Γ(1α) των Νόμων. Το άρθρο 23Γ δεν αναφερόταν στην Έκθεση Αδικήματος της κατηγορίας, όμως με την έφεση δεν εγείρεται συναφές ζήτημα.
Ωστόσο, ενδεχόμενα η παράλειψη αυτή να συνέβαλε ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα να εξέλαβε ότι το αδίκημα της κατηγορίας αφορούσε σε παράβαση του άρθρου 6 των Νόμων που αναφερόταν στο κατηγορητήριο. Κατ' ακολουθία, και σε σχέση με τη προβλεπόμενη ποινή, παρέπεμψε στο άρθρο 6(2)(α) των Νόμων που προνοεί στην περίπτωση πρώτου αδικήματος ποινή φυλάκισης μέχρι 6 μήνες ή και πρόστιμο μέχρι €5.125. Η πρόβλεψη αφορά σε παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6 και ασφαλώς δεν είχε εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης. Το εδάφιο (1) του άρθρου 6 αναφέρεται στην διαπιστωθείσα κατάσταση των τροφίμων που παρασκευάζονται ή εισάγονται για να πωληθούν ή πωλούνται και περιέχουν επιβλαβείς ή δηλητηριώδεις ουσίες που τα καθιστούν επιβλαβή για την υγεία και ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση. Η ποινή για το αδίκημα που η Εφεσείουσα παραδέχτηκε ήταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 25(1), που αναφέρεται στο κατηγορητήριο και ήταν η ίδια, δηλαδή φυλάκιση μέχρι 6 μήνες ή και πρόστιμο μέχρι €5.125. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε σχέση με το άρθρο που προνοούσε για την ποινή, εν τέλει την επιμέτρησε στην ίδια αριθμητική βάση. Με ένα όμως ερωτηματικό να αιωρείται. Το άρθρο 25(1) δεν αφορά μόνο στη περίπτωση πρώτου αδικήματος. Επομένως, ότι ήταν η πρώτη φορά που η Εφεσείουσα διέπραττε τέτοιο αδίκημα είχε σημασία, σε αντίθεση με την περίπτωση αδικημάτων κατά παράβαση του άρθρου 6(1), όπου αν δεν ήταν η πρώτη φορά η προβλεπόμενη ποινή, δυνάμει του άρθρου 6(2)(β), που επίσης σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, θα ήταν φυλάκιση μέχρι 12 μήνες ή και πρόστιμο μέχρι €8.543. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι είχε λάβει υπόψη ότι είχε αναφερθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ότι «από έλεγχο στον οποίο είχε προβεί δεν εντόπισε προηγούμενες καταδίκες». Κατά πόσο η εσφαλμένη εντύπωση ότι το άρθρο 6(2) ήταν το σχετικό, οδήγησε στο να υποβαθμιστεί το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν είχε ποινικό μητρώο δεν μπορεί να διαπιστωθεί. Σημασία όμως έχει κατά πόσο, λαμβάνοντας αυτό υπόψη σε συνδυασμό με όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική.
Η εκδίκαση της έφεσης έχει καθυστερήσει λόγω απουσίας των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας. Παρά τον χρόνο που δόθηκε δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθούν και να τα έχουμε. Αυτό που αποκαλύπτεται από την πρωτόδικη απόφαση είναι ότι τόσο η απαγγελία των γεγονότων όσο και η αγόρευση για μετριασμό της ποινής δεν ήταν επαρκώς κατατοπιστικές, κατά παράβαση των υποδείξεων της νομολογίας, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις (Χρίστου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας (1998) 2 Α.Α.Δ. 52, 56). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι «η περιορισμένη πληροφόρηση ή και διατύπωση των γεγονότων που αφορούσαν στη διάπραξη του αδικήματος ουδόλως υπήρξε βοηθητική για το Δικαστήριο». Εντούτοις, δεν ζήτησε περαιτέρω πληροφόρηση και προχώρησε στην επιμέτρηση της ποινής στη βάση αδιευκρίνιστου, όπως προκύπτει, υπόβαθρου δίνοντας, όπως σημείωσε, «ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι η υγεία του κοινού τέθηκε σε κίνδυνο αφού δεν υπήρχε σε εφαρμογή σύστημα ασφάλειας τροφίμων».
Δεν ήταν τέτοια η περίπτωση, όπως υποστήριξε ενώπιον μας ο δικηγόρος της Εφεσείουσας και επιβεβαίωσε η δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον Εφεσίβλητο, παρά τα όσα διαφορετικά καταγράφονταν στο διάγραμμα που καταχωρίστηκε εκ μέρους του. Εξηγήθηκε από το δικηγόρο της Εφεσείουσας, που χαρακτήρισε το αδίκημα τυπικό, ότι η παράβαση συνίστατο στη λειτουργία του εστιατορίου της Εφεσείουσας χωρίς να υπάρχει σε ισχύ συγκεκριμένο πιστοποιητικό για το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί οι σχετικές ενέργειες και αναμενόταν η έκδοση του. Σε αυτή τη γραμμή φαίνεται να είχε κινηθεί και η αγόρευση του για μετριασμό της ποινής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού, όπως καταγράφεται στην απόφαση, είχε αναφέρει ότι η Εφεσείουσα είχε υποβάλει όλα τα σχετικά έγγραφα. Στην απουσία του σχετικού πρακτικού της πρωτόδικης διαδικασίας ζητήσαμε την ξεκάθαρη τοποθέτηση της δικηγόρου του Εφεσείοντα. Όμως, για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το κρίσιμο ζήτημα κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Κανονισμού, στο οποίο εδράζεται η κατηγορία:
«Ανάλυση κινδύνων και κρίσιμα σημεία ελέγχου
1. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν πάγια διαδικασία ή διαδικασίες βάσει των αρχών HACCP.
2. Οι αρχές HACCP που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι:
α) να εντοπίζονται οι τυχόν πηγές κινδύνου οι οποίες πρέπει να προληφθούν, να εξαλειφθούν ή να μειωθούν σε αποδεκτά επίπεδα·
β) να εντοπίζονται τα κρίσιμα σημεία ελέγχου στο ή στα στάδια στα οποία ο έλεγχος είναι ουσιαστικής σημασίας για την πρόληψη ή την εξάλειψη μιας πηγής κινδύνου ή τη μείωσή της σε αποδεκτά επίπεδα·
γ) να καθορίζονται κρίσιμα όρια στα κρίσιμα σημεία ελέγχου, με τα οποία χωρίζεται το αποδεκτό από το μη αποδεκτό όσον αφορά την πρόληψη, την εξάλειψη ή τη μείωση των εντοπιζόμενων πηγών κινδύνου·
δ) να καθορίζονται και να εφαρμόζονται αποτελεσματικές διαδικασίες παρακολούθησης στα κρίσιμα σημεία ελέγχου·
ε) να καθορίζονται τα διορθωτικά μέτρα όταν διαπιστώνεται κατά την παρακολούθηση ότι ένα κρίσιμο σημείο ελέγχου δεν βρίσκεται υπό έλεγχο·
στ) να καθορίζονται διαδικασίες, οι οποίες διεξάγονται τακτικά, για να επαληθεύεται ότι τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) λειτουργούν αποτελεσματικά, και
ζ) να καταρτίζονται έγγραφα και φάκελοι ανάλογα με τη φύση και το μέγεθος της επιχείρησης τροφίμων, ώστε να αποδεικνύεται η ουσιαστική εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ).
Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων αναθεωρούν τη διαδικασία και προβαίνουν στις απαραίτητες τροποποιήσεις της, κάθε φορά που πραγματοποιούνται αλλαγές στο προϊόν, τη μέθοδο, ή σε οποιοδήποτε στάδιο.»
Προκύπτει ότι ο Κανονισμός επιβάλλει στον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων να έχει εντοπίσει τους κινδύνους για τα τρόφιμα που διαχειρίζεται η επιχείρηση και να έχει προκαθορίσει διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου της ποιότητας τους και λήψης διορθωτικών μέτρων. Οι προβλεπόμενες υποχρεώσεις είναι μεν προληπτικού χαρακτήρα αλλά ουσιαστικές. Η τήρηση των όσων προνοούνται καθιστά τους κινδύνους γνωστούς και καθορίζεται τι πρέπει να γίνεται, πώς και πότε, ώστε να προστατεύονται τα τρόφιμα. Καθιδρύεται έτσι μια προκαθορισμένη διαδικασία πρόληψης που δημιουργεί το περιβάλλον και τις συνθήκες εκείνες κάτω από τις οποίες διαφυλάσσεται η υγιεινή των τροφίμων. Η απαίτηση για καταρτισμό εγγράφων, που προνοείται στην υποπαράγραφο (ζ) στοχεύει, όπως ρητά αναφέρεται, στην απόδειξη της ουσιαστικής εφαρμογής των μέτρων αυτών.
Δεν ήταν επομένως άστοχη η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη νομολογία που αφορά στη νομοθεσία που έχει σχέση με την προστασία της υγείας του κοινού και ότι αυτή πρέπει να τηρείται με ευλάβεια (Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Bisco Ltd κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16, 24) και ότι αυτού του είδους τα αδικήματα είναι σοβαρά ενόψει των κινδύνων που ελλοχεύουν για την υγεία του κοινού (Σολωμού ν. Της Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 324, 328, Γεωργίου ν. Της Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 14, 18, Βανέζης ν. Ιατρικών Υπηρεσιών (1990) 2 Α.Α.Δ. 198, 199 και Χρίστου, 55-6).
Αναφερόταν στο κατηγορητήριο ότι η Εφεσείουσα «διατηρούσε εστιατόριο στο οποίο δεν εφάρμοζε το σύστημα ασφαλείας τροφίμων» και το καθεστώς αυτό επικρατούσε «κατά/ή περί την 3.4.2012 και/ή μέχρι την καταχώρηση του παρόντος κατηγορητηρίου». Το κατηγορητήριο είχε καταχωριστεί την 8.10.2012. Καμιά άλλη σχετική πληροφόρηση δεν μπορούμε να αντλήσουμε σε σχέση με το τι είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν φαίνεται να είχε διευκρινιστεί και δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση για ποιο χρονικό διάστημα διήρκεσε η παρανομία και το σημαντικότερο σε τι ακριβώς συνίστατο. Ποια ή ποιες παραβιάσεις του άρθρου 5 του Κανονισμού καταλογίζονταν στην Εφεσείουσα. Σημαντικό θα ήταν να είχε διευκρινιστεί κατά πόσο οι ουσιαστικές υποχρεώσεις είχαν τηρηθεί και απλά δεν είχαν καταρτιστεί τα έγγραφα, που καταρτίστηκαν μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου ή υπήρχαν και πιο ουσιαστικές παραλείψεις ή πλήρης παραγνώριση των προνοιών του Κανονισμού. Ενώπιον μας η δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον Εφεσίβλητο ευθαρσώς ανάφερε ότι είχαν γίνει όλοι οι έλεγχοι για σκοπούς έκδοσης του σχετικού πιστοποιητικού και ό,τι παρέμενε ήταν η έκδοση του. Μάλιστα σε ερώτηση κατά πόσο συνηθίζεται να γίνεται ποινική δίωξη όταν οι σχετικοί έλεγχοι έχουν διενεργηθεί προς ικανοποίηση των αρμοδίων υπηρεσιών, απλά και μόνο γιατί δεν έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό, απάντησε θετικά.
Ήταν σημαντικό ότι κατά το χρόνο που επιβλήθηκε η ποινή είχε ήδη επέλθει συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Κανονισμός, ενδεχομένως όμως δεν είχε καταστεί σαφές κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι η παράλειψη της Εφεσείουσας αφορούσε εξ' υπαρχής μόνο στις απαιτήσεις της υποπαράγραφου (ζ) του άρθρου 5, ώστε να μπορούσε να προσδοθεί στο αδίκημα «τυπικός» χαρακτήρας.
Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στη νομολογία σε σχέση με την αντιμετώπιση αδικημάτων που αφορούν στη νομοθεσία για τα τρόφιμα και την προστασία του καταναλωτικού κοινού για να επιβεβαιώσει την αυστηρότητα με την οποία αδικήματα που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του λαού πρέπει να αντιμετωπίζονται. Απέτυχε, ωστόσο, να διαμορφώσει καθαρή εικόνα της ενώπιον του υπόθεσης, λόγω της περιορισμένης πληροφόρησης που δόθηκε. Η απουσία όμως διευκρινήσεων δεν δικαιολογούσε την επιμέτρηση της ποινής στη βάση ότι η υγεία του κοινού είχε πράγματι τεθεί σε κίνδυνο. Στην έκταση που τα γεγονότα παρέμεναν αδιευκρίνιστα, έπρεπε να επιβάλει ποινή στη βάση του πιο ευνοϊκού για την Εφεσείουσα σεναρίου. Αυτού όπως ξεκαθαρίστηκε ενώπιον μας. Αυτό ήταν το ουσιαστικότερο σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Σε αυτή τη βάση, η επιβληθείσα ποινή των € 2.800, σε σχέση με την μέγιστη προβλεπόμενη των €5125 για νομικό πρόσωπο όπως ήταν η Εφεσείουσα, δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις περιστάσεις του αδικήματος και δεν αντανακλά την απουσία προηγούμενης καταδίκης, την παραδοχή και τους μετριαστικούς παράγοντες που συνέτρεχαν προς όφελος της Εφεσείουσας, έτσι που να απολήγει έκδηλα υπερβολική ώστε να επιβάλλεται η παρέμβαση του Εφετείου.
Η επιβληθείσα ποινή αντικαθίσταται με χρηματική ποινή €500. Επιδικάζονται €2000 έξοδα της έφεσης υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.