ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B381
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 158/19)
6 Νοεμβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσίβλητη
-----------
Εφεσείων προσωπικά.
Ε. Κληρίδου (κα), για την εφεσίβλητη.
------------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Ο εφεσείων είχε αντιμετωπίσει πρωτόδικα τρεις κατηγορίες για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση των άρθρων 122(β) και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου ο εφεσείων με την αποστολή τριών επιστολών, δύο προς τον Γενικό Εισαγγελέα ημερ. 4.1.2016 (1η κατηγορία) και 11.3.2016 (2η κατηγορία), αντιστοίχως και μια στον Γενικό Εισαγγελέα με κοινοποίηση στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.3.2016 (3η κατηγορία), προέβη σε πράξεις που ήταν ενδεχόμενες να επηρεάσουν δικαστική διαδικασία ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και συγκεκριμένα την εκδίκαση μιας αίτησης του, ημερ. 20.10.2014, που εκκρεμούσε στα πλαίσια των Εφέσεων 3/2005 και 9/2005.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας ο εφεσείων ανέφερε στις εν λόγω επιστολές ότι ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε ενεργήσει ανήθικα σε δύο προηγούμενες υποθέσεις και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αποσυρθεί από την εκδίκαση της έφεσης. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας, ανέφερε ότι άλλος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίκαζε την αίτηση είχε ενεργήσει ανήθικα με αποτέλεσμα να μην έχει δίκαιη δίκη. Σύμφωνα, τέλος, με την 3η κατηγορία, ανέφερε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο «έκλεψε τα χρήματα του» με το να μην ακυρώσει ένα εκδοθέν διάταγμα μεσεγγύησης.
Η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε ως μάρτυρα τον εξεταστή της υπόθεσης υπαστυνόμο Γ. Γεωργιάδη (ΜΚ1) και την πρωτοκολλητή Α΄ στο Τμήμα Ποινικών και Πολιτικών Εφέσεων και Εφέσεων του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου (ΔΟΔ) κα Μ. Ελευθερίου ((ΜΚ2). Η μαρτυρία τους ήταν τυπικής φύσεως και αφορούσε κυρίως την κατάθεση των επιστολών που οδήγησαν στην καταγγελία και δίωξη του κατηγορούμενου. Ο τελευταίος κατέθεσε ενόρκως παρουσιάζοντας διάφορα έγγραφα ως τεκμήρια.
Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι εκκρεμούσε αίτηση του εφεσείοντα στα πλαίσια των εν λόγω εφέσεων και συνεπώς υφίστατο δικαστική διαδικασία εν τη εννοία του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα.[1] Δεν αμφισβητήθηκαν ούτε οι εν λόγω επιστολές. Ήταν όμως η θέση του εφεσείοντα ότι δεν είχε σκοπό τον επηρεασμό της δικαστικής διαδικασίας, όπως ήταν εξ αρχής η θέση του όταν ανακρινόμενος είχε κατηγορηθεί γραπτώς. Σκοπός του, ισχυρίστηκε, ήταν να δικαιωθεί από τα δικαστήρια και όχι να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας υπόψιν τόσο το περιεχόμενο των επίδικων επιστολών, όσο και τις εξηγήσεις που έδωσε ενόρκως ενώπιον του ο εφεσείοντας, έκρινε ότι η προαναφερθείσα θέση του δεν συνάδει με τα όσα έγραψε στις επίδικες επιστολές. Σημειώνουμε χαρακτηριστικά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα στην ανακριτική του κατάθεση, τον οποίο ορθά απέρριψε το δικαστήριο, ότι «όταν έγραψε immorally δεν το έγραψε με την έννοια της λέξης «ανήθικα», αλλά εννοούσε ότι δεν ήταν σωστή η απόφαση του (συγκεκριμένου δικαστή)». Είναι εμφανές, συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι με τις επιστολές του επεδίωκε την αλλαγή σύνθεσης του ΔΟΔ με τις καταγγελίες για ανηθικότητα των δικαστών που ήταν μέλη της σύνθεσης του δικαστηρίου. Αντί να προβεί σε αίτημα εξαίρεσης του δικαστή, στον οποίο αναφερόταν, προέβη στην αποστολή επιστολών αποδίδοντας του, ατεκμηρίωτα, ανηθικότητα και άλλες μομφές, ακόμη και για «κλοπή των χρημάτων του». Σημείωσε το δικαστήριο ότι στην επιστολή του ημερ. 4.1.2016 είχε αναφέρει τη λέξη «immorally» (ανήθικα) πέντε φορές σε σχέση με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τον εν λόγω δικαστή και άλλους δικαστές που εν τω μεταξύ αφυπηρέτησαν. Αναφέρεται σε «κλοπή» των χρημάτων του τουλάχιστον δύο φορές με τη συνέργεια δικαστών, υπαινισσόμενος προς τον Γενικό Εισαγγελέα να ενεργήσει με τρόπο ανάλογο με τη διαδικασία παύσης του πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με τους αναφερόμενους δικαστές. Προφανώς η αναφορά του αυτή αφορούσε την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, Αίτηση Αρ. 1/2015, ημερ. 24.9.2015, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ως ασκούν την αρμοδιότητα του Συμβουλίου που προβλέπεται από το Άρθρο 153.8(1) (2) (3) του Συντάγματος επιλαμβανόμενο αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έκρινε τον καθ΄ ου η αίτηση ως υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του. Στην επιστολή ημερ. 11.3.2016 αναφέρει σε σχέση με τον εν λόγω δικαστή ότι ενεργεί «immorally» και καλεί τον Γενικό Εισαγγελέα να επέμβει γιατί ο εν λόγω δικαστής δεν μπορεί να θεωρείται αμερόληπτος. Στην επιστολή ημερ. 29.3.2016 αναφέρει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ήθελε να τον δικαιώσει για λόγους που γνωρίζει ο Γενικός Εισαγγελέας. Ισχυριζόταν ότι η αίτηση του δεν δικαζόταν για λόγους που αναφέρονται στην επιστολή ημερ. 4.1.2016, ενώ προήδρευε δικαστής που θα την απέρριπτε. Καλούσε τον Γενικό Εισαγγελέα να λάβει μέτρα, αφού είναι «ο άνθρωπος ο οποίος παίρνει κλέφτες ενώπιον της δικαιοσύνης είτε αυτοί είναι μεγαλοδικηγόροι ή δικαστές».
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με τις παραπάνω θέσεις ο εφεσείοντας είχε πρόθεση να επηρεάσει την υπό εξέλιξη δικαστική διαδικασία. Αναφέρθηκε στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 122(β) του Ποινικού Κώδικα και έχουν ερμηνευθεί στην υπόθεση Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 249. Παρέθεσε, προς τούτο, τα αναφερθέντα στην υπόθεση εκείνη σε σχέση με την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος ως ακολούθως:
«Η λέξη «calculated», που μεταφράστηκε με τη λέξη «προορισμένη», έχει στη συνηθισμένη της τώρα χρήση την έννοια της στόχευσης, δηλαδή του υπολογισμού στον οποίο προβαίνει κανείς ώστε η πράξη του να επιφέρει συγκεκριμένο, επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ωστόσο, στο κοινό δίκαιο δεν είχε νομικώς αυτή την έννοια. Είχε την έννοια του απλού ενδεχομένου. Ήταν συνώνυμη με το «tending or likely to».
[.]
Φαίνεται λοιπόν ότι στην προκείμενη περίπτωση, πράξη «προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να .....» είναι πράξη που έχει εξ αντικειμένου κάποια τάση. Σύμφωνα δε με τα υπόλοιπα που συμπληρώνουν το actus reus, η τάση αυτή πρέπει να είναι «.... να παρεμποδίσει ή καθ' οιονδήποτε τρόπον επηρεάσει οιανδήποτε δικαστικήν διαδικασίαν ....». Το actus reus δεν είναι λοιπόν η οποιαδήποτε πράξη. Είναι η πράξη με τη συγκεκριμένη τάση. Πρέπει, επομένως, να ερμηνεύσουμε και την έννοια της παρεμπόδισης και του επηρεασμού.
Θεωρούμε ότι η σύγχρονη Αγγλική αντιμετώπιση περιπτώσεων όπου ακόμα προβλέπεται αυστηρή ευθύνη, παρέχει χρήσιμο σημείο αναφοράς, ένα μέτρο σύγκρισης. Έχουμε συγκεκριμένα υπόψη τις περιπτώσεις ποινικής καταφρόνησης με δημοσιεύματα. Αυτές ρυθμίστηκαν με το Contempt of Court Act 1981 ύστερα από την υπόδειξη, στην οποία προέβη η Επιτροπή Phillimore λίγο πιο πριν, ότι η απαγόρευση ανεπιθύμητης παρέμβασης (interference) θα πρέπει να αφορά σε δυσμενή επηρεασμό και παρακώληση (prejudice and obstruction) της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του εν λόγω νομοθετήματος, ακόμα και ο αυστηρός κανόνας ευθύνης αμβλύνεται. Ισχύει μόνο εφόσον δημιουργείται ουσιαστικός κίνδυνος - ερμηνεύτηκε να μη σημαίνει μεγάλος - ότι η πορεία της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη διαδικασία θα εμποδιστεί ή θα επηρεαστεί σοβαρά: «..... substantial risk that the course of justice in the proceedings in question will be seriously impeded or prejudiced». Αυτά βέβαια προσδιορίζουν το actus reus. Mens rea δεν χρειάζεται εκεί. Ο δράστης είναι ένοχος εφόσον πρόκειται για εκούσια πράξη, όπως την προσδιορίζει η διάταξη, ανεξάρτητα από πρόθεση. Βλέπουμε λοιπόν ότι, ακόμα και σε περιπτώσεις αυστηρής ευθύνης, απαιτείται πλέον ο εξ αντικειμένου κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού ή παρακώλησης της δικαιοσύνης. Δεν θα μπορούσαμε εμείς, ερμηνεύοντας τη δική μας διάταξη, στη βάση γενικών αρχών παρόμοιων με εκείνων που υποθεμελιώνουν το Αγγλικό νομοθέτημα, να αποκλίνουμε προς το αυστηρότερο. Αυτά σε ό,τι αφορά την αντικειμενική υπόσταση.»
Και σε ότι αφορά στην υποκειμενική υπόσταση το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στα ακόλουθα από την Ακκελίδου:
«Ειδική πρόθεση δεν χρειάζεται. Θα χρειαζόταν μόνο εφόσον προβλεπόταν ρητά. Δεν συμβαίνει εδώ αυτό. .
Εν προκειμένω, δεν απαιτείται παρά μόνο βασική πρόθεση. Η οποία, γενικά, θα πρέπει να συνοδεύει την κάθε πτυχή του actus reus, εκτός όπου ο δράστης γνώριζε πως η πράξη του ήταν ηθικά μεμπτή αλλά δεν έχουμε εδώ τέτοια περίπτωση.
Η έννοια της πρόθεσης μπορεί να οριστεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα και με τη μορφή που προσλαμβάνει. Για τις ανάγκες της προκείμενης περίπτωσης θεωρούμε πως εξυπηρετεί η συνοπτική περιγραφή την οποία βρίσκουμε στο σύγγραμμα Archbold on Criminal Pleading, Evidence and Practice 39η έκδοση, παράγραφος 1441e. Συνίσταται στα εξής: Πρόθεση του δράστη είναι να επιφέρει ό,τι επάγεται η πράξη του (α) όταν το επιθυμεί, ανεξάρτητα από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς να επέλθει· και (β) όταν προβλέπει ότι πιθανώς να επέλθει, είτε το επιθυμεί είτε όχι. Και βέβαια η πρόθεση δεν συναρτάται με το ελατήριο: Πρόκειται και πάλι για κανόνα του κοινού δικαίου που εξηγείται με λεπτομέρεια στη Hyam v. D.P.P. [1974] 2 All E.R. 41. Βρίσκεται και στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 9 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154:
«Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την ποινική ευθύνη.»
Πρόθεση, για να την εξηγήσουμε με απλά λόγια, σημαίνει ένοχη σκέψη. Δηλαδή, να έχει κατά νου ο δράστης τι θα επιφέρει με την πράξη του ή τουλάχιστον την πιθανότητα των επιπτώσεων. Τα εξωτερικά ή αντικειμενικά στοιχεία της περίπτωσης παρέχουν συχνά το έρεισμα της κατάληξης ως προς την πρόθεση. Δεν προεξοφλούν όμως το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο περί πρόθεσης να επιφέρει κανείς τις φυσιολογικές επιπτώσεις των πράξεων του. Είναι απαραίτητη η δικαστική κρίση, στη βάση της μαρτυρίας, ότι έτσι σκεφτόταν ο ίδιος ο δράστης. Όχι ότι έτσι θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος αν ήταν στη θέση του δράστη. Η πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην R. v. G and Another [2003] 4 All ER 765, σε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο στην περίπτωση αλόγιστης συμπεριφοράς, παρέχει ισχυρή επιβεβαίωση αυτής της επισήμανσης. Υπήρξε λοιπόν πρωτοδίκως εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση ως προς την υποκειμενική υπόσταση αφού το Δικαστήριο εξέτασε την περίπτωση αποκλειστικά «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων».
Έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψιν το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, διαφοροποιώντας την κρίση του αναφορικά με τις κατηγορίες 2 και 3 αφενός και την κατηγορία 1 αφετέρου ως ακολούθως:
«37. Ως προς τις κατηγορίες 2 και 3 καταλήγω ως ακολούθως:
(1) Η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) των αδικημάτων, που εδώ είναι οι επιστολές 11/3/2016 και 21/3/2016, προδήλως συνοδευόταν από την πρόθεση παρέμβασης στη διαδικασία αφού επιδιωκόταν η διαφοροποίηση της σύνθεσης του Δευτεροβάθμιου οικογενειακού Δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος στρεφόταν κατά του Δικαστή Ναθαναήλ, τον οποίο ήθελε να εμποδίσει από το να εκδικάσει την αίτηση που εκκρεμούσε προς εκδίκαση, αποδίδοντας του ανηθικότητα (2η κατηγορία) και επεδίωξε εκτροπή, της διαδικασίας ευρύτερα, αφού καλούσε τον Γενικό Εισαγγελέα να προβεί σε διώξεις «είτε αυτοί είναι μεγαλοδικηγόροι είτε δικαστές» και την «κλοπή» των χρημάτων του (3η κατηγορία).
(2) Αυτή ακριβώς η νοητική κατάσταση, συνιστά την υποκειμενική υπόσταση (mens rea) των αδικημάτων η οποία, συνόδευε κάθε πτυχή της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) των αδικημάτων.
38. Επισημαίνω ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να κριθεί και ένοχος για καταφρόνηση του Δικαστηρίου, λόγω επιδειχθείσας ασέβειας, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του άρθρου 44(1)(ια) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/1960, όπως τροποποιήθηκε.
39. Όσον αφορά την 1η κατηγορία, κρίνω ότι, παρά την προσβλητική συμπεριφορά και φρασεολογία του κατηγορουμένου, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα που του καταλογίζεται. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μετείχε στη σύνθεση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου που εκδίκαζε την αίτηση ημερ. 20/10/2014. Μετείχε στη σύνθεση που εκδίκασε τις εφέσεις 3/2005 και 9/2005, οι οποίες είχαν ολοκληρωθεί. Οι λεπτομέρειες της κατηγορίας αναφέρονται σε ενδεχόμενο επηρεασμό της διαδικασίας, με απαίτηση του κατηγορούμενου όπως «αποσυρθεί» από την εκδίκαση. Δεν τίθετο ζήτημα απόσυρσης του από τη σύνθεση που εκδίκαζε την αίτηση αφού δεν ήταν μέλος της, ούτε ζητείτο κάτι τέτοιο από τον κατηγορούμενο, παρά την προσβλητική συμπεριφορά που επέδειξε. Η αναφορά του για εξαίρεση αφορούσε τον Δικαστή Ναθαναήλ. Για τον ίδιο λόγο δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί για καταφρόνηση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 44(1)(ια) του Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε.»
Συνεπακόλουθα έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3, αθωώνοντας και απαλλάσσοντας τον από την κατηγορία 1.
Ακολούθησε η παρούσα έφεση η οποία καταχωρίστηκε από τον εφεσείοντα αυτοπροσώπως, όπως αυτοπροσώπως είχε χειριστεί και την πρωτόδικη διαδικασία. Ο πρώτος λόγος είναι προδήλως αβάσιμος, εφόσον με αυτόν παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία 1, ενώ, ως άνω, είχε αθωωθεί από την κατηγορία 1. Με τους υπόλοιπους τέσσερις λόγους εγείρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε και τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία 2 διότι η επιστολή του ημερ. 11.3.2016 δεν στάλθηκε στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι παραβιάστηκε η δικαστική διαδικασία, διότι ο Προέδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου «ο οποίος τον κατηγόρησε στον Γενικό Εισαγγελέα» δεν προσήλθε ως μάρτυρας στο δικαστήριο και διότι τα τεκμήρια που ο ίδιος παρουσίασε δεν καταχωρίστηκαν με τη σωστή διαδικασία και δεν τα έλαβε υπόψιν του το δικαστήριο (τρίτος λόγος έφεσης), ότι το δικαστήριο παραβίασε τα συνταγματικά του δικαιώματα διότι δεν αιτιολόγησε την απόφαση του (τέταρτος λόγος έφεσης) και διότι εξέδωσε ερήμην του δικαστικό ένταλμα με αρ. 2919/19 στην υπόθεση αρ. 463/17 (που είναι η υπό έφεση διαδικασία) με αποτέλεσμα να πρέπει να πληρώσει το πρόστιμο που του επιβλήθηκε και ανέρχεται στο ποσό των €1.230 μέχρι συγκεκριμένης ημερομηνίας διαφορετικά θα υπόκειται σε σύλληψη και φυλάκιση (πέμπτος λόγος έφεσης).
Στο περίγραμμα αγόρευσης που καταχώρισε και υιοθέτησε στην τελική αγόρευση του, ανέφερε ότι με τις επιστολές του είχε ζητήσει από τον Γενικό Εισαγγελέα «να αναλάβει στο Ανώτατο Δικαστήριο» τις ενδιάμεσες αιτήσεις του στις εν λόγω εφέσεις διότι παραβιάζονταν τα συνταγματικά του δικαιώματα της δίκαιης δίκης με το να προεδρεύει της εκδίκασης τους ένας δικαστής που κατά την κρίση του δεν ήταν αμερόληπτος. Η αποστολή των επιστολών του ήταν δικαιολογημένη διότι ήταν φανερό ότι από πέντε προηγηθείσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις εφέσεις και αιτήσεις του δεν έτυχε δίκαιης δίκης από το Ανώτατο Δικαστήριο, Στη συνέχεια απαριθμεί διάφορες αποφάσεις του ΔΟΔ. Ακολούθως δε, αναπτύσσει εν εκτάσει τα παράπονα εναντίον του πρώην δικηγόρου του.
Στην πραγματικότητα ο εφεσείοντας με την αγόρευση του δεν προώθησε και δεν υποστήριξε τους λόγους έφεσης οι οποίοι έμειναν, ως εκ τούτου, ατεκμηρίωτοι. Εν πάση περιπτώσει έχοντας υπόψιν το περιεχόμενο των επιστολών δεν έχουμε αμφιβολία για την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Δεν θα επαναλάβουμε τις επιστολές και τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που παρατίθενται επί λέξει και εξετάστηκαν σχολαστικά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο εάν ο εφεσείων είχε λόγο να ζητήσει εξαίρεση οποιουδήποτε δικαστή θα μπορούσε να το πράξει. Αντ΄ αυτού, απέστειλε τις επίμαχες επιστολές, ενέργεια που ενείχε συγκεκριμένη τάση ώστε να υπάρχει ο εξ αντικειμένου κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού ή παρακώλυσης της δικαιοσύνης, έχοντας και συγκεκριμένη πρόθεση περί τούτου. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος υπό το φως της Ακκελίδου (βλ. και Λουκαϊδης ν. Θωμά κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 5/19, 19.7.2019). Δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ
[1] "δικαστική διαδικασία" περιλαμβάνει κάθε διαδικασία που διεξάγεται ή που ασκείται ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή ερευνητικής επιτροπής ή προσώπου, που δύνανται να πάρουν ένορκη μαρτυρική κατάθεση, ανεξάρτητα αν λαμβάνουν ή όχι τέτοια ένορκη μαρτυρική κατάθεση.