ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
GEORGHIOS KYPRIANOU ν. THE REPUBLIC (1971) 2 CLR 158
COSTAS CHRISTODOULOU KATSIARIS ν. REPUBLIC (1975) 2 CLR 17
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 200
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Bίκτωρα Mενελάου Iωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Tόκκαλλου (2001) 2 ΑΑΔ 95
Urgur Mehmet ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 189
Ιωσήφ άγγελος ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930
Π.Σ. ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 468, ECLI:CY:AD:2014:B426
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 168/2016, 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B176
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ν. ΒΡΥΩΝΗΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 92/2017, 93/2017, 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:B336
Ε. Γ. ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 221/2017, 15/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B428
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ v. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2019, 15/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B241
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΣΩΚΡΑΤΗ ΑΝΔΡΕΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 29/2022, 23/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:B262
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 229/2019, 16/1/2020, ECLI:CY:AD:2020:D18
ΑΝΘΙΑ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 90/2021, 26/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:B526
ΑΝΔΡΕΑ ΑΠΕΡΓΗ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.64/2023, 22/6/2023, ECLI:CY:AD:2023:B224
ΑΠΟΛΛΟ ΒΙΝΣΙ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2021, 27/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B367
ACHRAF κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 156/2021, 15/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:B154
ECLI:CY:AD:2020:B352
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 78/2019)
15 Οκτωβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
Μ. Ι. ΜΙΧΑΗΛ
Εφεσίβλητος
---------------
Ε. Μανώλη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα.
Αν. Κωνσταντίνου (κα) για κ. Κ. Κωνσταντίνου, για τον εφεσίβλητο.
--------------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στον εφεσίβλητο επιβλήθηκε, κατόπιν παραδοχής, ποινή φυλάκισης 12 μηνών για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, η εκτέλεση της οποίας αναστάληκε. Η σωματική βλάβη αφορούσε τραυματισμό στον αριστερό οφθαλμό του παραπονούμενου, ο οποίος αντιμετώπιζε ήδη σοβαρό πρόβλημα, αφού είχε προηγουμένως υποβληθεί σε μεταμόσχευση κερατοειδούς.
Ο Γενικός Εισαγγελέας με την παρούσα έφεση εισηγείται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, τόσο αναφορικά με το ύψος της, όσο και λόγω της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή.
Ο παραπονούμενος είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο του σε χώρο στάθμευσης για άτομα με ειδικές ανάγκες. Ο εφεσίβλητος του έκανε παρατήρηση. Ακολούθησε έντονη συζήτηση μεταξύ τους. Ο παραπονούμενος, παρά την προσπάθεια του εφεσίβλητου να τον εμποδίσει κατέβηκε από το αυτοκίνητο του, πιάστηκαν στα χέρια, άρχισαν να αλληλοσπρώχνονται και ενώ αρχικά οι παρευρισκόμενοι τους χώρισαν, ο παραπονούμενος χτύπησε τον εφεσίβλητο στο πρόσωπο με αποτέλεσμα και αυτός να τραυματιστεί. Ακολούθως είναι ο εφεσίβλητος που κατάφερε γροθιά στο μάτι του παραπονούμενου, τραυματίζοντας τον με το κλειδί του αυτοκινήτου που έτυχε να βρίσκεται στα χέρια του. Δεν είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει το κλειδί για να πλήξει με αυτό τον παραπονούμενο στο μάτι, αλλά το κρατούσε επειδή λίγο πριν είχε κατεβεί από το αυτοκίνητο του.
Η σοβαρότητα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος είναι έκδηλη ως εκ της προβλεπόμενης ποινής των επτά χρόνων φυλάκισης. Όπως έχει λεχθεί στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 95:
«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»
Έχει και πρόσφατα υποδειχθεί ότι τέτοιας φύσεως αδικήματα «τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια.» (Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 221/17, 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428).
Δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτοδίκου δικαστηρίου η σοβαρότητα του αδικήματος στην οποία και αναφέρθηκε.
Όμως έδωσε, παράλληλα, τη δέουσα σημασία στις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έλλειψη προσχεδιασμού και την απώλεια αυτοελέγχου υπό συνθήκες πρόκλησης. Όπως αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603:
«Η συναισθηματική φόρτιση (ένταση), κάτω από την οποία λειτουργεί ο δράστης του εγκλήματος, προσμετρά ως μετριαστικός παράγοντας - (βλ., μεταξύ άλλων, Georghios Kyprianou v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 158· Costas Christodoulou Katsiaris v. Republic (1975) 2 C.L.R. 17· Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, 238· Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 208). Ο λόγος έγκειται στην αποδυνάμωση, κάτω από την ένταση, των μηχανισμών αυτοελέγχου, που τείνουν να καταστείλουν την οργή και να μετριάσουν το πάθος.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε κάτω από συνθήκες έντασης και πρόκλησης κατά τρόπο μεμονωμένο σε μια κατά τα άλλα σύννομη πορεία στη ζωή του. Ήταν ηλικίας 63 ετών, οικογενειάρχης με παιδιά και εγγόνια, συνταξιούχος, με λευκό ποινικό μητρώο. Τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με καρδιακές αρρυθμίες και κατά τις τελευταίες δικασίμους δεν ήταν σε θέση να παρουσιαστεί γιατί είχε υποστεί σοβαρό καρδιακό επεισόδιο και ήταν κλινήρης. Βέβαια η εξατομίκευση της ποινής δεν εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του εγκλήματος ή την ανάγκη για καταστολή του και αποτροπή. Έχει όμως τη σημασία της, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.
Έλαβε επίσης υπόψιν το πρωτόδικο δικαστήριο την παραδοχή και την απολογία του εφεσίβλητου αλλά και τον χρόνο που είχε παρέλθει από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής (5 χρόνια και 7 μήνες). Η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται ουσιωδώς η αποτρεπτική λειτουργία της ποινής. Τα δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν ώστε τέτοιας φύσεως υποθέσεις να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση ώστε να δίδεται το αποτρεπτικό μήνυμα (Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 189).
Το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν αρμόδιο να επιμετρήσει την ποινή έχοντας και διακριτική ευχέρεια να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της εφόσον, κατά την κρίση του, τούτο θα εδικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου. Τα όρια επέμβασης του Εφετείου σε πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή έχουν κατ΄ επανάληψη διευκρινιστεί από τη νομολογία. Όπως έχει πολύ πρόσφατα ξαναλεχθεί, επέμβαση χωρεί μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική ή όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Αστυνομία ν. Αναστάση, Ποιν. Έφ. Αρ. 114/19, 11.7.2020). Σκοπός δεν είναι ο επανακαθορισμός της ποινής (Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13, 5.10.2016).
Δεν διαπιστώνουμε αντικειμενικό έρεισμα για επέμβαση σε ότι αφορά το ύψος της ποινής, ούτε και σφάλμα αρχής. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξισορρόπησε αφενός τη σοβαρότητα του αδικήματος και αφετέρου τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης του. Συνυπολόγισε και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου και ιδιαίτερα την πάροδο τόσο μεγάλου χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολη της ποινής. Πέραν τούτου, είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να διατάξει αναστολή εκτέλεσης της ποινής εφόσον τηρούνταν οι προϋποθέσεις του σχετικού Νόμου (Ν. 95/1972 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 186(Ι)/2003) και ειδικότερα εάν αυτό εδικαιολογείτο από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου. Όπως έχει υποδειχθεί στη Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Έφ. Αρ. 92/2017, 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B336:
«Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στα πλαίσια αυτά, το Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες, έχοντας υπόψη την εγκληματική συμπεριφορά του αδικοπραγούντος από τη μια και τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.
Η ευχέρεια που παρέχει ο Νόμος για αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ευρεία, με το εκδικάζον Δικαστήριο να έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930), περιλαμβανομένης της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός αν αυτό έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας, (Δημοκρατίας ν. Παναγιώτη Κυριάκου Ποιν. Έφ. 168/2016, ημερομηνίας 19.4.2018, Κ.Π. ν. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2014:B426, Ποιν. Εφ. 207/13, ημερομηνίας 25.6.2014), ECLI:CY:AD:2014:B426.»
Ούτε σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνουμε κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ