ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
TTOFINIS ν. THEOCHARIDES (1983) 2 CLR 363
Xαραλαμπίδης Mιχάλης ν. Nικόλαου Kωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522
Ανδρονίκου Ιωάννης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:B350
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 249/18)
15 Οκτωβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
K.P. BLUE DOLPHIN HOMES LTD
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
1. Ε. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ
2. E.A. PARASKEVAIDES HOLDING LTD
Εφεσίβλητοι
---------------
Κ. Ευσταθίου, για εφεσείουσα.
Μ. Κιτρομηλίδης, για εφεσίβλητους.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
A Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατηγορία για κλοπή από πρόσωπο που έχει συμφέρον στο κλοπιμαίο (άρθρο 255, 260, 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). Αρχικά αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο αφού ακούστηκε η μαρτυρία του διευθυντή της εφεσείουσας εταιρείας, ο οποίος ήταν και ο μόνος μάρτυρας της (ΜΚ1). Η αθωωτική αυτή απόφαση παραμερίστηκε κατ΄ έφεση, εφόσον διαπιστώθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα υπό το σύνολο της μαρτυρίας απέδωσε καταλυτική σημασία σε μια απλή λανθασμένη περιγραφή της οντότητας της παραπονούμενης/ εφεσείουσας εταιρείας (στο κατηγορητήριο η παραπονούμενη αντί DOLPHIN, είχε γραφεί ως DOLHIN). Διατάχθηκε η συνέχιση της ποινικής δίκης από την ίδια πρωτόδικη δικαστή (Κ.P. Blue Dolphin Homes Ltd v. Παρασκευαϊδης κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 67/2017, 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B89).
Όταν η υπόθεση τέθηκε για συνέχιση της πρωτόδικης διαδικασίας, η ευπαίδευτη δικαστής, αφού άκουσε τα μέρη, απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου των κατηγορουμένων/εφεσιβλήτων ότι θα έπρεπε η διαδικασία να αρχίσει εξ υπαρχής ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους κατηγορούμενους να προβάλουν το σύνολο της υπεράσπισης τους έχοντας στην πρώτη δίκη περιοριστεί μόνο στο ζήτημα της υπόστασης της παραπονούμενης εταιρείας. Αντί τούτου, προχώρησε με την κλήση των κατηγορουμένων σε απολογία, σε άλλη ημερομηνία. Αυτή τη φορά η πλευρά των κατηγορουμένων ζήτησε όπως επανακλητευθεί ο ΜΚ1 για περαιτέρω αντεξέταση, «επί του συνόλου της μαρτυρίας του» όπως τέθηκε. Τούτο γιατί την προηγούμενη φορά η αντεξέταση του είχε περιοριστεί «μόνο ως προς το ζήτημα της διάστασης του ονόματος της παραπονούμενης εταιρείας», εν όψει της θέσης της υπεράσπισης ότι η εφεσείουσα ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο. Μετά από εκτεταμένη αντιπαράθεση θέσεων και επιχειρημάτων, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ορθό, προς όφελος των κατηγορούμενων, να διατάξει την επανάκληση του ΜΚ1 προκειμένου να αντεξεταστεί περαιτέρω και ευρύτερα απ΄ ότι είχε αντεξεταστεί την πρώτη φορά ώστε οι κατηγορούμενοι να δυνηθούν να προωθήσουν τις υπερασπιστικές τους θέσεις οι οποίες δεν είχαν προβληθεί αρχικά, «κατ΄ επιλογή του δικηγόρου τους», όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση.
Ο ΜΚ1 επανακλήθηκε και αντεξετάστηκε εκ νέου, ευρύτερα. Το δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο. Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που αθώωσε ξανά, στο τελικό στάδιο, τους εφεσίβλητους. Η όλη υπόθεση αφορούσε τις διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των μερών σε σχέση με μια μεταξύ τους συμφωνία για αγοραπωλησία 8 διαμερισμάτων. Δεν θα υπεισέλθουμε στα γεγονότα και, πολύ περισσότερο, σε λεπτομέρειες. Το δικαστήριο για πολύ καλούς λόγους θεώρησε ότι επρόκειτο για υπόθεση με χαρακτήρα αστικής διαφοράς, παρά ποινικής υφής. Η εφεσείουσα στην προσπάθεια της να «ποινικοποιήσει» μια αστική διαφορά, μέσω ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, απέδωσε στους εφεσίβλητους κλοπή μηνιαίων ενοικίων για τα 8 διαμερίσματα που αγόρασε από την εφεσίβλητη 2. Διαπίστωσε σχετικά τα εξής το πρωτόδικο δικαστήριο:
«Από την απλή ανάγνωση και μόνο των πιο πάνω επίδικων άρθρων, είναι ξεκάθαρο πως για να υπάρχει κλοπή, πρέπει να υπάρχει και αντικείμενο κλοπής. Θα πρέπει δηλαδή ο κατηγορούμενος να έχει αποστερήσει από τον ιδιοκτήτη/»θύμα» της κλοπής περιουσία του, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στα πιο πάνω άρθρα. Η κατ΄ ισχυρισμό κλοπή σύμφωνα με το κατηγορητήριο διαπράχθηκε και διαπραττότανε κάθε πρώτη του μήνα, αρχής γενομένης την 1/3/2012 όταν κατ΄ ισχυρισμό εισπράχθηκε από τους Κατηγορούμενους το πρώτο ενοίκιο. Ακόμα και ΕΑΝ θεωρείτο ότι οι πράξεις των κατηγορουμένων, μπορούν να υπαχθούν εντός της έννοιας της κλοπής, ΔΕΝ υπάρχει καμία μαρτυρία ότι οι κατηγορούμενοι έχουν εισπράξει και καρπωθεί τα ποσά που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο. Ο Π. (ΜΚ1), αναφέρει ένα απλό ισχυρισμό ως προς αυτή την κατεύθυνση και ουδείς εκ των ενοικιαστών ήρθε στο Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την πληρωμή των ενοικίων στους Κατηγορουμένους. Επαναλαμβάνω, καμία μαρτυρία έχει προσφερθεί ότι οι Κατηγορούμενοι όντως εισέπραξαν τα ενοίκια. Το μόνο που έχει προσφερθεί ως προς αυτή την κατεύθυνση είναι ένας μετέωρος ισχυρισμός του μάρτυρα για την Παραπονουμένη ότι έλαβε τα ενοίκια. Τίποτε άλλο.
Από τα γεγονότα όπως αυτά έχουν παρατεθεί και ως τα ευρήματα μου δεν αποδεικνύεται το αδίκημα της κλοπής. Οι κατηγορούμενοι, αποφάσισαν να τερματίσουν τη συμφωνία που είχαν με την Παραπονουμένη. Αν ορθά έπραξαν ή όχι δεν είναι κάτι που αποφαίνεται ένα Ποινικό Δικαστήριο. Γεγονός είναι ότι, οι κατηγορούμενοι κατόπιν νομικής συμβουλής ότι έχουν αυτό το δικαίωμα, τερμάτισαν τη συμφωνία. Ακολούθησε επιστολή στους ενοικιαστές ενημερώνοντάς τους περί του τερματισμού. Μετά από την αποστολή της επιστολής προς τους ενοικιαστές των οχτώ διαμερισμάτων, ως το γράμμα της ίδιας της επιστολής, ανέμεναν είτε την παράδοση της κατοχής των διαμερισμάτων από τους ενοικιαστές είτε την υπογραφή νέου ενοικιαστηρίου εγγράφου με την Κατηγορούμενη 2 εταιρεία. Η μαρτυρία της Παραπονουμένης, προς στοιχειοθέτηση της κλοπής ουσιαστικά έγκειται στην αποστολή της επιστολής από τους κατηγορουμένους προς τους ενοικιαστές. Τα αμέσως πιο πάνω, είναι αυτονόητο, πιστεύω, ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του αδικήματος της κλοπής, όπως αυτό καταγράφεται στον ποινικό κώδικα και έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Χρυσάνθου Γρηγόρης Α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 221).
Περαιτέρω, επισημαίνω ότι στις αμέσως πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις που πραγματεύονται το αδίκημα της κλοπής, ένα από τα στοιχεία του αδικήματος αυτού, το οποίο αναλύεται εκτενώς είναι αυτό της πράξης η οποία γίνεται σκόπιμα και με πρόθεση «fraudulently». Βασικό στοιχείο του ποινικού δικαίου, με εξαίρεση τα αδικήματα αυστηρής ευθύνης, είναι η ένοχη διάνοια «mens rea). Πέραν από την ύπαρξη της αντικειμενικής υπόστασης ενός αδικήματος, προκειμένου το Δικαστήριο να προχωρήσει σε καταδίκη πρέπει να ικανοποιηθεί και για τη συνδρομή της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Ότι δηλαδή κατηγορούμενος γνώριζε και επιθυμούσε να τελέσει το αδίκημα. Στο αδίκημα της κλοπής έτσι όπως αυτό ορίζεται και καθορίζεται στο άρθρο 255 του Κεφ. 154, ο νομοθέτης εν τη σοφία του καθορίζει ότι, μεταξύ άλλων, το αδίκημα της κλοπής τελείται όταν γίνεται «χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη». Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι η αξίωση δικαιώματος καλή τη πίστη υπήρχε.»
Υπό το φως όλων των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης απολήγουν άνευ πρακτικής σημασίας και η εξέταση τους καθίσταται αλυσιτελής. Προβάλλεται συγκεκριμένα με την έφεση ότι το σχετικό άρθρο 54 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπει για κλήση ή επανάκληση μάρτυρα αποκλειστικά για να καταθέσει περαιτέρω μαρτυρία και να αντεξεταστεί ακολούθως σε νέα θέματα που ανέκυψαν απρόβλεπτα και όχι για να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στους εφεσίβλητους οι οποίοι κατ΄ επιλογή του δικηγόρου τους είχαν περιορίσει την αντεξέταση του ΜΚ1 επιλέγοντας συγκεκριμένη υπερασπιστική γραμμή. Δεν ήταν θεμιτό να τους επιτραπεί να επανέλθουν με περαιτέρω αντεξέταση με τρόπο ώστε να παραβιάζεται το αντιπαραθετικό σύστημα, αλλά και η αρχή της δίκαιης δίκης.
Όμως δεν είναι η περαιτέρω αντεξέταση του ΜΚ1 που εκθεμελίωσε την υπόθεση της εφεσείουσας, αλλά τα εγγενή και εξ υπαρχής κενά, όπως με σαφήνεια εντοπίστηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν ήταν η ποιότητα της μαρτυρίας που προσέφερε η εφεσείουσα δια του ΜΚ1, αξιολογηθείσα βεβαίως πολύ χαμηλά, αλλά η απουσία της απαιτούμενης συστατικής μαρτυρίας που ήταν ο καθοριστικός λόγος της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να υπάρχει για τη θεμελιακή αυτή διάσταση της απόφασης λόγος έφεσης.
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου της εφεσείουσας, όταν του θέσαμε το ζήτημα αυτό, ότι η αθωωτική απόφαση ήταν σε συνάρτηση και με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ1 έτσι ώστε να ήταν σχετικό το γεγονός της περαιτέρω αντεξέτασης του. Με το δέοντα όμως σεβασμό δεν είναι αυτό που προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, αλλά με απόλυτη σαφήνεια το αντίθετο.
Πριν εγκαταλείψουμε την απόφαση θεωρούμε αναγκαία την ακόλουθη παρατήρηση. Δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνεται ότι διάδικοι με διαφορές αστικής φύσεως καταφεύγουν στο μηχανισμό της ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Η άσκηση ποινικής δίωξης από ιδιώτες αναγνωρίστηκε στην Κύπρο ως δικαίωμα του θιγόμενου κατά άμεσο τρόπο από το αδίκημα, δικαίωμα το οποίο εκπηγάζει από το κοινοδίκαιο, χωρίς να έχει περιοριστεί από το Άρθρο 113 του Συντάγματος (βλ. Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 CLR 363). H παράλληλη έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης και πολιτικής αγωγής κρίθηκε ότι δεν συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522). Όμως παρατηρείται κατάχρηση στην άσκηση του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη, με αποτέλεσμα τη μεγάλη επιβάρυνση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και την πρόκληση σοβαρών καθυστερήσεων. Έφτασε η ώρα το ζήτημα να εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές και πρωτίστως από τη νομοθετική εξουσία με σκοπό να οριοθετηθούν τα πλαίσια μιας εύλογης άσκησης του δικαιώματος για ιδιωτική ποινική δίωξη.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ