ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B360
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 226/2016
(σχ. με 236/2016, 237/2016 και 152/2017)
20 Οκτωβρίου, 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 226/2016
P. TSVETKOV PELOV
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - -
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 236/2016
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσα
v.
D. YORDANOV STAVCHEV
Εφεσίβλητου
- - - - - -
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 237/2016
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσα
v.
P. TSVETKOV PELOV
Εφεσίβλητου ,
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 152/2017
Π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - -
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/4/2019 ΓΙΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
- - - - - -
Χρίστος Πουτζιουρής με την ασκούμενη δικηγόρο Τατιάνα Σωτηρίου (κα), για τον Αιτητή - Εφεσείοντα στην υπ. αρ. έφεση 152/2017
Θανάσης Παπανικολάου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ' ης η Αίτηση - Εφεσίβλητη, Δημοκρατία στην υπ' αρ. έφεση 152/2017
Θανάσης Αθανασίου, για τον Εφεσείοντα στην υπ' αρ. Έφεση 226/2016 και Εφεσίβλητο στην υπ. αρ. έφεση 237/2016
Κάτια Πιερούδη (κα), για τον Εφεσίβλητο στην υπ' αριθμό Έφεση 236/2016
------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος 3/Αιτητής αντιμετώπιζε πρωτόδικα ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας/Αμμοχώστου μαζί με τους Εφεσείοντες P. και D., Κατηγορούμενους 1 και 2, την Ποινική Υπόθεση 6776/2016 για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας, συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας, κλοπής από κατοικία και περιαγωγής σε κατάσταση ανικανότητας για αντίσταση με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος.
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 κατόπιν παραδοχής τους σε όλες τις κατηγορίες καταδικάστηκαν στις 9/11/2016 σε πολυετείς ποινές φυλάκισης από 2 μέχρι 13 χρόνια, οι οποίες να συντρέχουν.
Ο Αιτητής δεν παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση εναντίον του προχώρησε σε ακρόαση. Με την απόφαση του ημερομηνίας 22/5/2017, το Κακουργιοδικείο τον έκρινε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε στις 13/6/2017 ποινές φυλάκισης από 3 μέχρι 15 χρόνια, οι οποίες να συντρέχουν. Τόσο η καταδίκη του όσο και το μέγεθος της ποινής αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης υπ.' αριθμό 152/2017.
Ο Κατηγορούμενος 1, καταχώρησε επίσης την έφεση υπ' αρ. 226/2016 κατά της ποινής του ως υπερβολικής, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε τις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 237/2016 και 236/2016 κατά της ποινής των Κατηγορουμένων 1 και 2 αντίστοιχα, ως έκδηλα χαμηλές.
Εκκρεμούσης της ακρόασης των εφέσεων, ο Αιτητής υπέβαλε στις 23/4/2019 την υπό κρίση αίτηση για:
«Α. Άδεια και/ή Διάταγμα το οποίο να επιτρέπει την προσκόμιση στην κατ' έφεση διαδικασία νέας και/ή περαιτέρω μαρτυρίας μέσω της κλήτευσης των μαρτύρων που εμφαίνονται στο «Παράρτημα Α» της παρούσας αίτησης για να μαρτυρήσουν οτιδήποτε γνωρίζουν για την ανωτέρω υπόθεση και να παρουσιάσουν οποιαδήποτε έγγραφα έχουν στην κατοχή τους και ή πληροφορίες ένεκα της θέσης τους και του αξιώματος τους και ή του λειτουργήματος τους και που αναφέρονται λεπτομερώς στην ένορκη δήλωση του αιτητή.
Β. Άδεια και/ή διάταγμα το οποίο να επιτρέπει την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας του εφεσείοντος σε σχέση με τα γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του αιτητή και που του τα έχει αναφέρει μετά την καταδίκη του αιτητή, ο ΜΚ7 στις Κεντρικές Φυλακές.»
Το Παράρτημα Α αναφέρεται σε 6 μάρτυρες δηλαδή 1) τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας 2) τον Αρχηγό Αστυνομίας, 3) τον εφεσείοντα, 4)τον Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών, 5) τον αρμόδιο υπάλληλο του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας και 6) τον ιατροδικαστή Ν. Χαραλάμπους, για να δώσουν μαρτυρία ως προς τα εξής:
Ο μεν πρώτος για να καταθέσει, όλες τις αιτήσεις αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων μαζί με τις Ενόρκους Δηλώσεις που τις υποστήριζαν και τον Φάκελο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 10883/2014 στην οποία Κατηγορούμενη ήταν η E. Marciova. Ο δεύτερος να καταθέσει όλα τα έγγραφα σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του ΜΚ7 και όλα τα σχετικά με τις ποινικές υποθέσεις του ΜΚ7 και της E. Marciova. Ο εφεσείων να μαρτυρήσει για όσα δηλώνει στην ένορκη του δήλωση. Ο τέταρτος να μαρτυρήσει για τις επισκέψεις του ΜΚ8 και του Δημόσιου Κατήγορου, Παπανικολάου, στον ΜΚ7 στις Κεντρικές Φυλακές. Ο πέμπτος για τα προβλήματα υγείας του δικηγόρου Γιώργου Γεωργίου που τον οδήγησαν στο θάνατο και ο έκτος για το θάνατο της Daniela Rosca και τους τραυματισμούς της.
Σύμφωνα με τις Ένορκες Δηλώσεις του εφεσείοντα που συνοδεύουν την αίτηση, ημερ. 22/4/2019 και 19/5/2020, η ανάγκη προσκόμισης της νέας μαρτυρίας προέκυψε μετά από συνομιλία του στο χώρο των Φυλακών με τον πρώην συγκατηγορούμενο του, εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 226/2016, που κλήθηκε ως ΜΚ7 κατά την πρωτόδικη διαδικασία (στο εξής ο «ΜΚ7»). Όπως, κατά τη θέση του, τον πληροφόρησε ο ΜΚ7, δεν είχε άλλη επιλογή από του να μαρτυρήσει εναντίον του μετά από απειλές που δέχθηκε από την Αστυνομία ότι θα προέβαινε σε σύλληψη της πρώην συζύγου του, που ήταν φυγόδικος σε υπόθεση ναρκωτικών, δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με αποτέλεσμα το ανήλικο παιδί τους να παραμείνει εκτεθειμένο. Επίσης ότι ο ΜΚ7 διατηρούσε σχέσεις με την E. Marciova, με την οποίαν είχε διευθετήσει την αναχώρηση τους από την Κύπρο για την επόμενη μέρα της διάπραξης των αδικημάτων, γεγονός που ο ΜΚ8, αστυνομικός εξεταστής, απέκρυψε από τον εφεσείοντα και το δικηγόρο του. Είναι εισήγηση του ότι με την επιπρόσθετη μαρτυρία προτίθεται να αποδείξει ότι ο ΜΚ7 σε πολλά σημεία της μαρτυρίας του ενώπιον του Κακουργιοδικείου ψεύδετο, όπως ότι ο ίδιος ο εφεσείων του υπέδειξε την κατοικία και το αυτοκίνητο του θύματος ενώ τα γνώριζε από την πρώην σύζυγο του, που ήταν γειτόνισσα με το θύμα αλλά και ο ΜΚ7 τα γνώριζε προσωπικά ως γείτονας του θύματος. Αποδίδει περαιτέρω στον ΜΚ7 ότι μαρτύρησε ψευδώς ως προς την καταγωγή της Marciova και την εμπλοκή της στα αδικήματα και ότι απέκρυψε την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του. Θα προωθήσει δε τη θέση ότι ο ΜΚ8 και ο δημόσιος κατήγορος σε συνεργασία μεταξύ τους έπραξαν τα πάντα για να καταδικαστεί, ότι ο δικηγόρος του ήταν ασθενής κατά τη διάρκεια της δίκης, γεγονός που επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του και άλλα γεγονότα περίπου της ίδιας σημασίας.
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του εφεσίβλητου, Γενικού Εισαγγελέα, του ΜΚ7 και του πρώην συγκατηγορούμενου του, εφεσίβλητου στην Ποινική Έφεση 236/2016, επικαλούμενοι ότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία για επιτυχία της αίτησης. Εισηγούνται ότι πρόκειται για μαρτυρικό υλικό που δεν προέκυψε εκ των υστέρων αλλά ήταν στη διάθεση του Εφεσείοντα/Αιτητή από την αρχή μέχρι το τέλος της δικαστικής διαδικασίας, απ' όπου θα μπορούσε με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας να εντοπιστεί και να προσκομιστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, εφόσον ο εφεσείων είχε πλήρη πρόσβαση στον Αστυνομικό Φάκελο. Ειδικά για τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, αυτά είχαν παραδοθεί στην υπεράσπιση και χρησιμοποιήθηκαν κατά την ακρόαση ως τεκμήρια ενώ σ' όσον αφορά την E. Marciova, συμβία του ΜΚ7, από τα στοιχεία της Αστυνομίας αυτή δεν συνδέετο με τα αδικήματα που εξέταζε η Αστυνομία. Τονίζουν ότι εκείνο που ζητείται ουσιαστικά με την αίτηση είναι το επανάνοιγμα της υπόθεσης και η διεξαγωγή δεύτερης δίκης. Προβάλλουν περαιτέρω θέμα καταχρηστικότητας της αίτησης και ότι προσκρούει στη δικαιοδοσία του Ποινικού Εφετείου το οποίο δεν κρίνει πρωτογενώς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τέλος ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης που δεν δικαιολογείται. Από την άλλη, ο ΜΚ7 στην Ένορκη Δήλωση του που συνοδεύει την ένσταση του αρνείται την συνομιλία με τον εφεσείοντα στο χώρο των Φυλακών, που του αποδίδει ο τελευταίος, όπως και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που χαρακτηρίζει ως εκ των υστέρων σκέψεις.
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 και στο άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960). Υπάρχει πλούσια νομολογία ως προς την εμβέλεια των πιο πάνω νομοθετημάτων και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για παρουσίαση περαιτέρω μαρτυρίας στο Εφετείο. Στην υπόθεση Ζαρή ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 193/2010, ημερομηνίας 11/5/2015 έγινε εκτενής ανάλυση των πιο πάνω άρθρων και της νομολογίας και αποφασίστηκαν τα εξής:
«Οι πρόνοιες του άρθρου 146(β) και (γ) του Κεφ. 155 συναρτώνται με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 25(3) του Ν. 14/60. Το εν λόγω εδάφιο διεύρυνε τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακούει μαρτυρία κατ΄ έφεση. Η ερμηνεία και εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 25(3) εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την Philippos Charalambous v. Sotiris Demetriou (1961) CLR 14. Ηταν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι με το υπό αναφορά νομοθέτημα δεν διευρύνεται ριζικά η εξουσία επέμβασής του σε ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασισμένα στην αξιοπιστία μαρτύρων, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη μετέπειτα απόαση Kkolis v. The Republic (1961) CLR 53, επιβεβαιώθηκε ότι το υπό εξέταση εδάφιο δεν παρέχει απεριόριστη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις. Ακολούθησαν οι αποφάσεις Simadiakos v. The Police (1961) CLR 64, Christodoulides v. The Police (1968) 2 CLR 226, Vrahimis v. The Police (1970) 2 CLR 2 CLR 120 και Varnava v. The Police (1973) 2 CLR 317, όπου επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση και δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι με τη θεσμοθέτηση του άρθρου 25(3) επήλθε ουσιαστική αλλαγή ως προς την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων σε αναφορά με τη θεώρηση ευρημάτων γεγονότων. Τονίστηκε ότι τα εν λόγω ευρήματα ανάγονται στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το άρθρο 25(3) δεν σκόπευε στη μεταβολή της θέσης αυτής.
Το βάρος απόδειξης ότι παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή του άρθρου 25(3) παραμένει στο μέρος που προσβάλλει τα ευρήματα και εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο διάδικο ο οποίος προωθεί εισήγηση για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου να πείσει για την αναγκαιότητα αυτή (HadjiAntoni v. Vassiliadou (1961) CLR 103). Στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 294, επιβεβαιώθηκε προηγούμενη νομολογία σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση με αναφορά σε γεγονότα τα οποία έλαβαν χώραν μεταγενέστερα της δίκης. Ως προς τα κριτήρια που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, καθοδηγητική είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 8, όπου, αφού γίνεται εκτεταμένη ανασκόπηση της σταθερής επί του θέματος νομολογίας, καθορίζεται ότι οι προϋποθέσεις είναι:
«(α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.
(β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.
(γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.»
Προκύπτει ως κοινή συνισταμένη του δικαστικού λόγου που καλύπτει το σύνολο της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 25(3) ότι η εξουσία επανακρόασης μαρτύρων σπάνια χρησιμοποιείται, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η εισαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρουσίαση μαρτυρίας κατ΄ έφεση και, κατά κανόνα, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται επεξήγηση της παράλειψης προσαγωγής της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα πρέπει δε, προκειμένου να γίνει δεκτή η παροχή τέτοιας μαρτυρίας, να φαίνεται ότι θα μπορούσε να είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης.»
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Κονναρής ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 184/2019, ημερομηνίας 16/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B248.
Εξετάσαμε την αίτηση υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των εκατέρωθεν εισηγήσεων των δικηγόρων των διαδίκων στις γραπτές αγορεύσεις τους, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των Ενόρκων Δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και ενστάσεις. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων έχει καθορίσει στην αίτηση του γενικά τη μαρτυρία που επιθυμεί και αναμένει να δοθεί από τον κάθε μάρτυρα.
Είναι κατάληξη μας ότι η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει. Η πιο πάνω νομολογία καθιστά σαφές ότι το αρμόδιο Δικαστήριο για εισαγωγή και αξιολόγηση στη συνέχεια της μαρτυρίας είναι το πρωτόδικο, ενώ η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί επιπρόσθετη μαρτυρία περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία που έρχεται στο φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης, η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπιστεί. Στην παρούσα περίπτωση όλα τα στοιχεία που προτίθεται να παρουσιάσει ο εφεσείων ως επιπρόσθετη μαρτυρία, εξαιρουμένης της προφορικής ομολογίας του ΜΚ7 στον εφεσείοντα, ήταν υπαρκτή και στη διάθεση της υπεράσπισης καθ' όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Κακουργιοδικείο, και δεν πρόκειται για μαρτυρία που προέκυψε εκ των υστέρων. Η κατ' ισχυρισμόν προφορική ομολογία του ΜΚ7 προς τον εφεσείοντα στους χώρους των Κεντρικών Φυλακών, ότι πιέστηκε από την Αστυνομία να μαρτυρήσει ψέματα, θέση την οποία αρνείται κατηγορηματικά ο ΜΚ7 στην Ένορκη Δήλωση του, που τοποθετείται χρονικά μετά την καταδίκη του, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως όχημα για το επανάνοιγμα της υπόθεσης και επανεκδίκασή της. Η επιδίωξη αυτή του εφεσείοντα είναι ιδιαίτερα εμφανής από το περιεχόμενο της μαρτυρίας που προτίθεται να εισάξει, ιδιαίτερα του μέρους που αναφέρεται στα προβλήματα υγείας του δικηγόρου του κατά τη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, τα οποία προφανώς γνώριζε ή στα ευρήματα του ιατροδικαστή από την εξέταση του θύματος ή στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, που κατατέθηκαν μάλιστα ως τεκμήρια κατά τη δίκη και ήταν στη διάθεση της υπεράσπισης για αντεξέταση, όπως και αντεξετάστηκαν επ' αυτών ορισμένοι μάρτυρες και στις επισκέψεις του δημόσιου κατήγορου και του ΜΚ8 στις Φυλακές, επί των οποίων αντεξετάστηκε ο τελευταίος.
Σ' όσον αφορά τη συνομιλία με τον ΜΚ7, ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση διαφαίνεται ότι ο ΜΚ7 ήταν ένας από τους κύριους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ο οποίος ενέπλεξε τον εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων. Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας τη μαρτυρία του ΜΚ7 τον έκρινε καθόλα αξιόπιστο και στηρίχθηκε στη μαρτυρία του προβαίνοντας σε σχετικά ευρήματα, στη βάση των οποίων καταδίκασε τον εφεσείοντα. Αυτήν την συγκεκριμένη αξιολόγηση αποσκοπεί μεταξύ άλλων να προσβάλει με την επιπρόσθετη μαρτυρία ο εφεσείων, προβάλλοντας διάφορες κατ' ισχυρισμόν τοποθετήσεις του ΜΚ7, επί διαφόρων επουσιωδών, θεμάτων, ότι έρχονται σε αντίθεση με τις τοποθετήσεις του πρωτόδικα. Είναι προφανής και ο λόγος που επιθυμεί να κληθεί ο εφεσείων ως ένας από τους επιπρόσθετους μάρτυρες, ώστε να αναφερθεί στην κατ' ισχυρισμό συνομιλία. Ο εφεσείων είχε τόσο το δικαίωμα αντεξέτασης του ΜΚ7 πρωτόδικα το οποίο και άσκησε όσο και το δικαίωμα να δώσει ένορκη μαρτυρία αλλά προτίμησε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Εκτός του ότι το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε εκ νέου αξιολόγηση της αξιοπιστίας του ΜΚ7 ή της υπόλοιπης μαρτυρίας που αφορά η αίτηση, είναι η άποψη μας ότι η επικαλούμενη ως νέα μαρτυρία δεν ενέχει την βαρύτητα εκείνη ώστε να ασκήσει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της έφεσης. Ο εφεσείων δεν έδωσε σαφείς ενδείξεις ούτε ως προς το αξιόπιστο, ούτε ως προς την σχετικότητα των θεμάτων που ήγειρε, ειδικά σ' όσα σχετίζονται με την πρώην σύζυγο του ΜΚ7, ή τη συμβία του, στα οποία έδωσε έμφαση.
Σ' όσον αφορά την υπόλοιπη μαρτυρία επαναλαμβάνουμε ότι ήταν αντικειμενικά διαθέσιμη και μπορούσε να εντοπιστεί με τα κατάλληλα στη διάθεση της υπεράσπισης διαβήματα, αν η Αστυνομία αρνείτο να την παραδώσει. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το εξαιρετικό που να μπορούσε ακόμη και αν αυτό επιτρέπετο από τη νομολογία μας, να θεωρηθεί ότι συνιστά εξαίρεση στον κανόνα, ούτε μας υποδείχθηκε εξάλλου (βλ. Λοϊζίδης ν. Γενικό Εισαγγελέα (2014) 2 (Α) ΑΑΔ 89, ECLI:CY:AD:2014:B104).
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι ο εφεσείων απέτυχε να στοιχειοθετήσει τις προϋποθέσεις που έθεσε η νομολογία για προσαγωγή επιπρόσθετης μαρτυρίας στο Εφετείο.
Για τους ανωτέρω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.