ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Αγαπητός, για τον Εφεσείοντα. Μ. Αβρααμίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-10-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 149/2019, 20/10/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B358

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

20 Οκτωβρίου, 2020

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

(ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 149/2019)

            

 

Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Eφεσίβλητης.

 

 

 

Π. Αγαπητός, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Αβρααμίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Πούγιουρου.

 

 



 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων, κατόπιν ακρόασης, κρίθηκε ένοχος στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 23343/2015, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις κατηγορίες της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορίες 1 και 3), της δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του ίδιου Νόμου (κατηγορία 2) και της κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του ίδιου Νόμου (κατηγορία 4) και του επιβλήθηκε συνολικά η ποινή του προστίμου των €1.550,00 και της εγγύησης €500,00.

 

    Ο εφεσείων θεώρησε εσφαλμένη τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή, τις οποίες προσέβαλε με την υπό κρίση έφεση με                     12 λόγους. Κατά την ακρόαση απέσυρε το λόγο έφεσης 11 που αφορούσε στην ποινή.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, κατέληξε στα εξής ευρήματα:

 

″Ο κατηγορούμενος είναι υιός του ΜΥ1 και της ΜΥ2 και αδελφός με τον ΜΥ3 και εργαζόταν στον ΟΣΕΛ όπου ο πατέρας του ΜΥ1 ήταν εκ των διευθυντών. Ο κατηγορούμενος απολύθηκε από την εργασία του στον ΟΣΕΛ 25/6/2015. Ο πατέρας του κατηγορούμενου προέβη σε καταγγελίες εναντίον άλλων διευθυντών του ΟΣΕΛ μεταξύ των οποίων και ο ΜΚ3. Καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον όλων των διευθυντών συμπεριλαμβανομένου και του ΜΥ1.

 

Την 9/7/2015 ο ΜΚ3 ενώ ήταν μέσα στο υποστατικό που λειτουργεί ως γραφείο του γκαράζ της εταιρείας ΟΣΕΛ στο Αρεδιού και μιλούσε με τον Κ. Πέτρου (ΜΚ6) και τον Α. Κασουλίδη άκουσαν ένα δυνατό χτύπημα στο λυόμενο που βρισκόντουσαν και βγαίνοντας από την πλαϊνή πόρτα ο ΜΚ3 είδε τον κατηγορούμενο να κρατά ένα μεγάλο λοστό/λιβέρι και να χτυπά με δύναμη πάνω στο λυόμενο. Ακολούθως ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς το μέρος του ΜΚ3 συνεχίζοντας να χτυπά πάνω στο λυόμενο και ερχόμενος προς το μέρος του ανύψωσε το λιβέρι και εκείνη την ώρα μπήκε μπροστά ο αδελφός του Ρ. ο οποίος του έπιασε το χέρι με το οποίο κρατούσε το λιβέρι και είπε στον ΜΚ3 «φύε όταν τον απολύσετε επέλλανε τέλια». Ο ίδιος ο ΜΚ3 αποχωρώντας από την κύρια πόρτα άκουσε χτύπημα στο λυόμενο και σπάσιμο γυαλιών, αλλά δεν είδε τίποτε γιατί εκείνη τη στιγμή έφευγε. Ο ΜΚ6 ο οποίος επίσης άκουσε τα χτυπήματα και το σπάσιμο γυαλιών βγήκε έξω από τη σπασμένη πόρτα μετά που ο ΜΚ3 μπήκε μέσα στο γραφείο με σκοπό να αποχωρήσει και είδε τον κατηγορούμενο να κρατά το λιβέρι χωρίς όμως να κάνει οτιδήποτε.

 

Την 17/7/2015 ο ΜΚ3 ενώ βρισκόταν στο γκαράζ μιλώντας με τον υπεύθυνο του γκαράζ Κ. Πέτρου (ΜΚ6), ο κατηγορούμενος πήγε προς το μέρος του κρατώντας ένα κάλαθο τον οποίο έριξε προς το μέρος του χωρίς να τον χτυπήσει. Ακολούθως του ανέφερε τι γυρεύει εκεί και ότι είναι ανεπιθύμητος και πρέπει να φύγει και μετά γύρισε προς τον Π. Παπακυριακού και του απηύθυνε τις φράσεις που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Ακολούθως επενέβησαν τα δύο αδέλφια του Ρ. και Ο. και του είπαν, «Έλα τζια έννεν τωρά η ώρα τους εννα έρτει η ώρα τους», και τον μετέφεραν στα γραφεία και ο ίδιος ο μάρτυρας μπήκε στο όχημα του και έφυγε.

 

Επίσης με την κατάθεση του Τεκμήριο 6 ο ΜΚ3 έδωσε τη συγκατάθεση του για έρευνα των υποστατικών διευκρινίζοντας ότι έλαβε και εξουσιοδότηση από τον Πρόεδρο Ι. Ιορδάνους, παρόλο που ως η θέση του και ο ίδιος ως διευθυντής συντήρησης μπορούσε από μόνος του να δώσει κατάθεση δεδομένου του ότι ήταν στο γραφείο συντήρησης που έγινε η ζημιά.

 

Ο κατηγορούμενος ανακρίθηκε και για τις δύο υποθέσεις ως το Τεκμήριο 11 και κατηγορήθηκε γραπτώς για όλα τα αδικήματα στις 22/7/2015 ως το Τεκμήριο 5.″

 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του και μετά από τη δέουσα καταγραφή της νομικής πτυχής των κατηγοριών, παραπέμποντας σε αγγλική και κυπριακή νομολογία και συγγράμματα, έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων σε όλες τις κατηγορίες, στις οποίες και καταδίκασε τον εφεσείοντα.

 

    Με τους λόγους έφεσης 1-10 ουσιαστικά αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ με τον 12ο η καταδίκη του εφεσείοντα στην πληρωμή των εξόδων της Κατηγορούσας Αρχής εκ €470.

 

    Σ' όσον αφορά τους λόγους έφεσης 1-10 εισηγείται ότι λανθασμένα και υπό το κράτος νομικής πλάνης το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα. Πιο συγκεκριμένα, ότι στην κατηγορία της κακόβουλης ζημιάς δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας ως προς το ότι προκλήθηκε η ζημιά για την οποία κατηγορείτο και ότι ήταν εσκεμμένη. Σ' όσον αφορά την κατηγορία της κοινής επίθεσης απουσίαζαν βασικά τεκμήρια της υπόθεσης, τα οποία κατ' ισχυρισμό χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως ο κάλαθος τον οποίο πέταξε ο εφεσείων προς το μέρος του παραπονούμενου (Μ.Κ. 3) σε σχέση με την κατηγορία 1. Δεν κλήθηκαν επίσης ουσιαστικοί μάρτυρες που φέρεται να ήταν παρόντες στα επεισόδια. Το Δικαστήριο λανθασμένα επίσης έκρινε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία της δημόσιας εξύβρισης, αφενός λόγω αντιφάσεων στη μαρτυρία των Μ.Κ. 1, Μ.Κ. 3 και Μ.Κ. 6 ως προς το ακριβές λεκτικό των ύβρεων και αφετέρου της μη στοιχειοθέτησης του χώρου στον οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, ως δημόσιου. Προβάλλει επίσης θέμα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, αστυνομικού εξεταστή, αποδίδοντας του παραλείψεις και πλημμελή εξέταση της υπόθεσης, εκείνης των Μ.Κ. 1, αυτόπτη μάρτυρα στο επεισόδιο της 17/7/2015 και Μ.Κ. 3, καθώς και του Μ.Κ. 6, την οποία αποδέχθηκε παρά τις σοβαρές αντιφάσεις που παρουσίαζε.

 

    Λανθασμένα επίσης απέρριψε την εκδοχή των μαρτύρων υπεράσπισης ότι η καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα στην Αστυνομία διαπνέετο από αλλότρια κίνητρα, ενόψει προηγούμενων διαφορών του με το Μ.Κ. 3 και ότι η καταγγελία ήταν ψευδής.

 

    Είναι νομολογιακά γνωστό ότι το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους μέσα στο Δικαστήριο από το εδώλιο του μάρτυρα. Αν από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιασθεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν αυθαίρετη ή ολότελα λανθασμένη, ενόψει αδιαμφισβήτητων στοιχείων της μαρτυρίας που δυνατόν να οδηγήσουν τρίτο συνετό πρόσωπο σε αντίθετη κρίση ή ότι τα ευρήματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει παραμερίζοντας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταλήγοντας το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα (βλ. Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 655, Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 156/2016, ημ. 25/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:B414, Σάββα ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 120/2017, ημερ. 25/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B481 και Pricopi ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 147/2019, ημερ. 20/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:B157).

 

    Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες δια ζώσης κατά τη διάρκεια της δίκης και να αξιολογήσει τη μαρτυρία τους, σε συνάρτηση με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό.

 

    Έκρινε αξιόπιστο τον παραπονούμενο, Μ.Κ. 3, αποδεχόμενο την εκδοχή του, τόσο για τα γεγονότα των επεισοδίων που έλαβαν χώρα στις 9/7/2015, όσο και στις 17/7/2015. Όπως διαπίστωσε, η μαρτυρία του Μ.Κ. 3 συνήδε με εκείνη των Μ.Κ. 1 και Μ.Κ. 6, την οποία αποδέχθηκε παρά τις μικροαντιφάσεις που επισήμανε στη μαρτυρία του τελευταίου.

 

    Απέρριψε δε την εκδοχή του εφεσείοντα στην ανώμοτη δήλωση του ότι όλα όσα του αποδίδονται ήταν ψευδή, προσδίδοντας στο Μ.Κ. 3 αλλότρια κίνητρα λόγω διαφορών του με την οικογένεια του. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και τη μαρτυρία των Μ.Υ. 1 και  Μ.Υ 2, γονέων του εφεσείοντα, που προώθησαν την ίδια εκδοχή με τον εφεσείοντα, σημειώνοντας την απουσία τους από το χώρο των επεισοδίων, καθώς και του Μ.Υ. 3, που αρνείτο οποιαδήποτε εμπλοκή του εφεσείοντα στα αδικήματα, προσθέτοντας ότι η μαρτυρία του δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια.

 

    Στο διάγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντα επαναλαμβάνει ουσιαστικά όλες τις εισηγήσεις που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Δίνει έμφαση σε θέματα που άπτοντο λεπτομερειών από τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως προς επουσιώδη μάλιστα θέματα, τα οποία όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πολυσέλιδη απόφαση του επισήμανε και εξετάζοντας τα θεώρησε ότι δεν επηρέαζαν καθ' οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία τους.

 

    Σ' όσον αφορά την κακόβουλη ζημιά στην πόρτα του λυόμενου γραφείου, από την ενώπιον του μαρτυρία και το ίδιο το Τεκμήριο 4, είχε ικανοποιηθεί ότι επρόκειτο για την πόρτα που υπέστη ζημιά λόγω της παράνομης συμπεριφοράς του εφεσείοντα, παραπέμποντας στη μαρτυρία που το οδήγησε στη διαπίστωση του αυτή.

 

    Σ' όσον αφορά τον κάλαθο που έριξε προς το μέρος του Μ.Κ. 3, που αφορά η κατηγορία 3, έκρινε ότι η παράλειψη προσκόμισης του ως τεκμηρίου ή η ασαφής αναφορά του Μ.Κ. 5, αστυφύλακα, ως προς το χρώμα του, ήταν επουσιώδες θέμα ενόψει της υπόλοιπης μαρτυρίας που υποστήριζε το γεγονός της επίθεσης.

 

    Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν αυθαίρετες αλλά προέρχοντο από τη μαρτυρία ενώπιον του, την οποία είχε αποδεχθεί.

 

    Για την κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης και την εισήγηση του εφεσείοντα ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι ο χώρος στον οποίο διαπράχθηκε το συγκεκριμένο αδίκημα ήταν δημόσιος, συστατικό στοιχείο του αδικήματος, το Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 25, Anthony Castelow and another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362), διαπίστωσε ότι οι φράσεις που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, εκστομίστηκαν από τον εφεσείοντα σε συγκεκριμένο μέρος του Σταθμού λεωφορείων του ΟΣΕΛ νωρίς το πρωΐ, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία κινείτο πάρα πολύς κόσμος, επιβάτες και οδηγοί, κυρίως οδηγοί. Συνεπώς έκρινε ότι το συμβάν της δημόσιας εξύβρισης έλαβε χώρα σε δημόσιο μέρος, εξ ου και τον καταδίκασε στη συγκεκριμένη κατηγορία.

 

 

 

 

 

    Σύμφωνα με το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα:

 

″Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.″

 

 

 

    Το άρθρο 99 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 493, όπου στη σελ. 499 αναφέρονται τα εξής ως προς την έννοια του δημόσιου χώρου:

 

″Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το γραφείο της παραπονούμενης δεν ήταν κλειστό για το κοινό, μάλιστα δε, ήταν παρόντα τουλάχιστον τρία άλλα άτομα, συνεργάτες και υπάλληλοί της, οι οποίοι ασχολούνταν με την εργασία τους. Το υποστατικό της παραπονούμενης ως επαγγελματικός χώρος ήταν ανοικτό για το γενικό κοινό και συνεπώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιος χώρος για τους σκοπούς του συγκεκριμένου αδικήματος (Νίκη Μιχαήλ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 362). Το κοινό είχε πρόσβαση στο κατάστημα και συνεπώς το ίδιο το κατάστημα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 4 και ως δημόσιος χώρος.″

 

 

 

    Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουμε ότι η διαπίστωση του ότι ικανοποιούντο όλα τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας της δημόσιας εξύβρισης, ήταν ορθή.

 

    Παραπονείται επίσης ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας ο Κασουλίδης, στο όνομα του οποίου έκαμε αναφορά ο Μ.Κ. 3, ότι βρισκόταν εντός του λυόμενου γραφείου όταν έγιναν τα επεισόδια της 9/7/2015. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με αυτή την πτυχή της υπεράσπισης και έκρινε ότι «δεδομένης και της λοιπής μαρτυρίας» η παράλειψη της Αστυνομίας να του λάβει κατάθεση δεν επηρέαζε την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, συμπληρώνοντας ότι εναπόκειτο στον εφεσείοντα να τον καλέσει ως μάρτυρα, αν θεωρούσε τη μαρτυρία του σημαντική. Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής σε συνοπτική δίκη είναι να διαθέσει προς την υπεράσπιση όλη την αξιόπιστη μαρτυρία της. Ακόμη και αν δεν την καλέσει, αποτελεί δικαίωμα της υπεράσπισης να καλεί μάρτυρα, το όνομα του οποίου υπάρχει στο κατηγορητήριο (βλ. xxx Evgeni v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 273/2017, ημερ. 22/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B154).

 

    Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής παραμένει στη βάση του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, να διαθέσει στον κατηγορούμενο όλες τις καταθέσεις και έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης.

 

    Στην παρούσα περίπτωση δεν λήφθηκε καν κατάθεση από τον Κασουλίδη. Σ' όσον αφορά την αξία της μαρτυρίας του, ανατρέχοντας στα πρακτικά και στα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Κασουλίδης τοποθετείται από το Μ.Κ. 3 να βρίσκεται εντός του λυόμενου γραφείου και να μη θυμόταν αν το πρόσωπο αυτό βγήκε καθόλου στον εξωτερικό χώρο, όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα. Δεν επρόκειτο αφενός, για μαρτυρία που ήταν στη διάθεση της Κατηγορούσας Αρχής και δεν την παρουσίασε, αλλ' ούτε και με τα δεδομένα που παρουσίασε ο        Μ.Κ. 3 θα ήταν βοηθητική είτε για την Κατηγορούσα Αρχή, είτε για την υπεράσπιση. Συνεπώς, η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να τον καλέσει ως μάρτυρα εκτός του ότι δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτό, δεν τεκμηριώθηκε να επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο στην υπεράσπισή του εφεσείοντα.

 

    Σ' όσον αφορά τις αιτιάσεις του εφεσείοντα, ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία που να εμπλέκει τον εφεσείοντα στο αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως άμεση μαρτυρία αυτή του Μ.Κ. 2, εντοπίζοντας όμως και περιστατική μαρτυρία, όπως το κίνητρο του εφεσείοντα συνεπεία της πρόσφατης απόλυσης του από τον ΟΣΕΛ, τις οικογενειακές διαφορές του με τους διευθυντές του ΟΣΕΛ, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία που παραθέτει λεπτομερώς στην απόφαση. Παραπέμποντας σε νομολογία ως προς την αξία της περιστατικής μαρτυρίας (βλ. Μαμαλικόπουλος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 25/2014, ημερ. 20/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:D411, Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1990)                     2 Α.Α.Δ. 102, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104), έκρινε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως διαγράφοντο από τη μαρτυρία, οδηγούσαν στη μόνη λογική κατάληξη ότι ο εφεσείων ήταν ο δράστης του αδικήματος της κακόβουλης ζημιάς. Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου προέρχετο από την ενώπιον του μαρτυρία την οποία ορθά αξιολογώντας κατέληξε στα ευρήματα του, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης μας.

 

    Συνολικά κρίνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτό ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο που να δικαιολογεί την επέμβαση μας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας συντελέστηκε με αρκούντως ικανοποιητικό τρόπο και ορθά οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα στα αδικήματα που αντιμετώπιζε.

 

    Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1-10 που αφορούν στην καταδίκη είναι έκθετοι σε απόρριψη.

 

    Παρέμεινε να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 12, με τον οποίο προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντα στην πληρωμή των εξόδων της διαδικασίας εκ €470. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία, μη λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του συνθήκες, ότι δηλ. ήταν νυμφευμένος με δύο ανήλικα παιδιά και είναι ο μόνος συντηρητής της οικογένειας, καθώς και το λευκό ποινικό του μητρώο.

 

    Σύμφωνα με το άρθρο 168 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον κατηγορούμενο, επιπρόσθετα άλλης ποινής, να καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας, το δε ποσό που συλλέγεται καταβάλλεται στο δημόσιο ταμείο. Η άσκηση της εξουσίας αυτής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει (βλ. Nicolaou ν. The Police (1969) 2 C.L.R. 84 και σύγγραμμα Γ.Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, σ. 367). Η διαταγή καταβολής των εξόδων συνιστά μέρος της ποινής, η οποία επιβάλλεται. Οι προσωπικές περιστάσεις και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και λήφθηκαν υπόψη μαζί με άλλους ελαφρυντικούς παράγοντες κατά την επιβολή ποινής.

 

    Δεν τέθηκε κανένα ικανό στοιχείο ενώπιον μας που να κατατείνει σε λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η υπόθεση Τσιάκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, επί της οποίας ο εφεσείων στηρίζει την εισήγηση του, με όλο το σεβασμό προς το συνήγορο του είναι άσχετη με το υπό εξέταση θέμα.

 

    Στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης μας και ο λόγος έφεσης 12 θα πρέπει να απορριφθεί.

 

 

 

 

 

 

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ

 

 

 

                                                Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο