ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B339
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟINIKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 125/2020
(ΣΧΕΤ. ΜΕ ΑΡ. 126/2020)
8 Οκτωβρίου, 2020
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
J. KALFAT,
Eφεσείοντα,
-ΚΑΙ-
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
ΠΟINIKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 126/2020
(ΣΧΕΤ. ΜΕ ΑΡ. 125/2020)
E. ALNASER,
Eφεσείοντα,
-ΚΑΙ-
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
---------------------
Aλέξανδρος Χρ. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσείοντες και στις δύο Ποινικές Εφέσεις.
Ειρήνη Σάββα (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι εφεσείοντες, μαζί με άλλα τρία πρόσωπα, αντιμετωπίζουν έξι κατηγορίες σε σχέση με λαθρεμπόριο μεταναστών, υποβοήθηση της παράνομης εισόδου σε υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας και άλλες συναφείς κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου. Στις 17.12.2019, αφού κατηγορήθηκαν και δεν παραδέχθηκαν ενοχή, το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση την 1.6.2020 και με απόφαση του ημερομηνίας 19.12.2019 διέταξε την κράτηση τους μέχρι τη δίκη τους. Η ακροαματική διαδικασία δεν άρχισε όμως την ημέρα εκείνη. Με αναφορά στο βεβαρημένο πρόγραμμα του, το Κακουργιοδικείο ανέβαλε την υπόθεση για τις 30.10.2020, παρατείνοντας μέχρι τότε και την κράτηση των εφεσειόντων και των συγκατηγορούμενων τους. Οι εφεσείοντες τελούν υπό κράτηση από τις 22.11.2019, ημερομηνία παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο.
Οι εφέσεις που έχουμε ενώπιον μας, με ταυτόσημους λόγους έφεσης, δεν είναι οι πρώτες που ασκούν οι εφεσείοντες κατά τη συνεχιζόμενη κράτηση τους. Προηγήθηκαν άλλες δύο από τον καθένα. Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό είναι επιβεβλημένη για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συνέχεια.
Οι προηγούμενες δύο εφέσεις αφορούσαν τα διατάγματα κράτησης των εφεσειόντων ημερομηνίας 19.12.2019 και 1.6.2020 αντίστοιχα, είχαν δε διαφορετική κατάληξη. Η πρώτη έφεση, η οποία στρεφόταν κατά τους λόγους που διατάχθηκε η κράτηση, απορρίφθηκε από το Εφετείο το οποίο, επικυρώνοντας την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, δεν θεώρησε ότι ενείχε οτιδήποτε μεμπτό η αποτίμηση της πιθανολόγησης καταδίκης των εφεσειόντων και των συγκατηγορουμένων τους ως παράγοντα κράτησης τους μέχρι τη δίκη. Ειδικότερα για τους εφεσείοντες, σημείωσε ότι «πηγάζει από την κατάθεση του Κατηγορούμενου 4 ότι είχαν την ευθύνη των μεταναστών από τη στιγμή επιβίβασης τους στο σκάφος» καταλήγοντας, σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο πως «η μαρτυρία από την όψη της και μόνο ιδωμένη καταδεικνύει ορατή πιθανότητα καταδίκης». Παρατήρησε, αναφορικά με το χρονικό διάστημα των 5 ½ μηνών μέχρι την ακρόαση της υπόθεσης (την 1.6.2020), ότι αυτό δεν ήταν μεγάλο.
Η δεύτερη έφεση είχε επιτυχή κατάληξη. Το Εφετείο με άλλη σύνθεση, δέχτηκε τη θέση των εφεσειόντων ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου για κράτησή τους ήταν αναιτιολόγητη και ελήφθη χωρίς να τους είχε δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν, με αποτέλεσμα να παραμερίσει την πρωτόδικη απόφαση και να διατάξει την επανεξέταση της κράτησης από το Κακουργιοδικείο το συντομότερο δυνατό. Παράλληλα, έδωσε οδηγίες όπως οι εφεσείοντες, στο μεταξύ, παραμείνουν υπό κράτηση.
Η Κατηγορούσα Αρχή κατά την επανεξέταση ενώπιον του Κακουργιοδικείου επανέλαβε το αίτημα της για κράτηση των εφεσειόντων μέχρι τη δίκη τους, για τον ίδιο λόγο όπως και προηγουμένως, δηλαδή τον κίνδυνο φυγοδικίας. Υποστηρίζοντας την αντίθετη θέση των εφεσειόντων, ότι θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι, ο ευπαίδευτος συνήγορος τους επικαλέστηκε ως νέο γεγονός, τον χρόνο που θα προστίθετο στην κράτηση τους το οποίο, κατά την εισήγησή του, παρά την πρώτη εφεσετειακή απόφαση, έθετε υποχρέωση πλέον στο Κακουργιοδικείο να εξετάσει εκ νέου τους λόγους για τους οποίους ζητείτο η κράτηση καθώς και το μαρτυρικό υλικό και τη δύναμη του, «έστω και ακροθιγώς», σε συσχετισμό με την πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων. Άλλος παράγοντας που έπρεπε να συνεκτιμηθεί, κατά την εισήγηση, ήταν ο χρόνος που απαιτείτο για την εκδίκαση της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι 5 κατηγορούμενοι εκπροσωπούνται από 5 διαφορετικούς δικηγόρους.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, στο πλαίσιο που έθεσε η εκπρόσωπος της και ο συνήγορος των εφεσειόντων, σε συσχετισμό με την ενώπιον του μαρτυρία. Κατέληξε ότι η μαρτυρία, η οποία από την προηγούμενη απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου παρέμεινε η ίδια, καταδείκνυε πιθανότητα καταδίκης, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν είχε τεθεί «οποιοσδήποτε άλλος λόγος για επανεξέταση του ζητήματος» εκτός από τον περαιτέρω χρόνο που αναγκαστικά με την αναβολή της υπόθεσης θα παρέμεναν υπό κράτηση οι εφεσείοντες. Ειδικότερα για το ζήτημα του χρόνου, σημείωσε:
«Δεν παραγνωρίζουμε ότι οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν στις 10.11.2019 και η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 13.12.2019 όπως και τον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την ημερομηνία που την ορίσαμε στις 30.10.2020 κατά την οποία και συμπληρώνονται περισσότεροι από έντεκα μήνες στους οποίους οι κατηγορούμενοι θα βρίσκονται υπό κράτηση. Όμως οι λόγοι για τους οποίους αποφασίσαμε την κράτηση των κατηγορουμένων είναι κατά την κρίση μας ισχυροί και ο χρόνος κράτησης των κατηγορούμενων για τόσο διάστημα χωρίς να παραγνωρίζουμε και τον χρόνο που θα σπαταληθεί για την ακρόαση της υπόθεσης δεν είναι τόσο μεγάλος έχοντας υπόψη το πολύ βεβαρυμμένο πρόγραμμα του Δικαστηρίου».
Η απόφαση αυτή, αντικείμενο των ενώπιον μας εφέσεων, προωθείται, ουσιαστικά, στη βάση δύο λόγων έφεσης, ότι το Κακουργιοδικείο: (α) άσκησε πλημμελώς την εξουσία του να διατάξει την κράτηση των εφεσειόντων μέχρι τις 30.10.2020, λαμβάνοντας ως μέτρο κρίσης τον χρόνο που μεσολαβεί και το βεβαρημένο πρόγραμμα του Κακουργιοδικείου «και όχι ανεξάρτητα τον χρόνο από μόνο του»˙ και (β) άσκησε πλημμελώς τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει την περαιτέρω κράτηση των εφεσειόντων, βασιζόμενο ουσιαστικά στην προηγούμενη απόφαση της πλειοψηφίας, χωρίς να επανεξετάσει τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του η οποία, ως ισχυρίζονται, καταδείκνυε σοβαρές αδυναμίες στην απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν, έπρεπε δηλαδή να επανεξετάσει «το αδύναμο της μαρτυρίας και σε συνδυασμό με τον χρόνο που όρισε την υπόθεση για έναρξη της ..».
Κατά την ημερομηνία επανεξέτασης της κράτησης των εφεσειόντων, λοιπόν, δεν τέθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ενώπιον του Κακουργιοδικείου, εκτός του θέματος της επιμήκυνσης του χρόνου κράτησης. Αυτό, ουσιαστικά, ήταν το μόνο ζήτημα που καλείτο να αποτιμήσει το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της άσκησης της κρίσης του για την παράταση της κράτησης των εφεσειόντων. Αυτό, όμως, με τα δεδομένα της υπόθεσης, δεν συνεπαγόταν την πορεία που ακολούθησε το Κακουργιοδικείο, δηλαδή την εκ νέου εξέταση του μαρτυρικού υλικού. Το Κακουργιοδικείο, προφανώς, παρανόησε το σκεπτικό της δεύτερης εφεσειακής απόφασης, ότι:
«.η προηγούμενη κρίση και το διάταγμα για κράτηση μέχρι την 1.6.2020, έστω και αν επικυρώθηκε κατ' έφεση, δεν μπορούσε να αποτελέσει, άνευ ετέρου, χωρίς καμία άλλη εξέταση και αιτιολόγηση, τη βάση για παράταση της κράτησης για το λόγο ότι το Κακουργιοδικείο είχε αναβάλει την υπόθεση για λόγους έλλειψης χρόνου.»
Στο σκεπτικό του Εφετείου αντικατοπτρίζεται η πάγια νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία η επιμήκυνση κράτησης υποδίκου ή κατηγορουμένου παρατεινόμενης της ακρόασης της υπόθεσης εναντίον του, για λόγους που δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπής διεξαγωγή της δίκης, συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός το οποίο χρήζει αποτίμησης στο πλαίσιο της άσκησης της κρίσης του Δικαστηρίου για παράταση της κράτησής του (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν Γεωργίου κ.ά (2010) 2 ΑΑΔ 1). Υπενθυμίζεται ότι το ενδεχόμενο επιμήκυνσης της κράτησης λόγω του χρονικά παρατεταμένου της δίκης, όταν οι λόγοι δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπής διεξαγωγή της, επενεργεί υπέρ της απόλυσης κατηγορούμενου με όρους που το δικαστήριο ήθελε κρίνει πρόσφορους για την απονομή της δικαιοσύνης (Φωτεινή Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1).
Κρίθηκε λοιπόν με τη δεύτερη εφετειακή απόφαση ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε προσδώσει οποιαδήποτε σημασία στο νέο στοιχείο, της επιμήκυνσης του χρόνου κράτησης των εφεσειόντων, ως στοιχείο που επενεργούσε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του - και τίποτε περισσότερο. Όλα τα άλλα θέματα, τα οποία εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της απόφασης του ημερομηνίας 19.12.2019, εφόσον τα δεδομένα παρέμειναν αναλλοίωτα, καλύπτονταν από το δεδικασμένο της πρώτης εφετειακής απόφασης η οποία επικύρωσε την εν λόγω απόφαση του Κακουργιοδικείου. Συνεπώς, δεν ήταν έργο του Κακουργιοδικείου να τα επανεξετάσει ως προς τη στοιχειοθέτηση του λόγου για τον οποίο ζητήθηκε η κράτηση των εφεσειόντων από την Κατηγορούσα Αρχή, με βάση το μαρτυρικό υλικό και τη δύναμή του, ούτε βέβαια είναι δικό μας.
Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων περί υποχρέωσης Δικαστηρίου, επιλαμβανομένου αιτήματος για επέκταση της κράτησης, να επανεξετάσει «έστω και ακροθιγώς» το μαρτυρικό υλικό, φαίνεται να στηρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σπανού κ.ά ν Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 281:
«Να προστεθεί εδώ ότι εφόσον πρόκειτο για νέα διαταγή κράτησης, η επανεξέταση όλων των δεδομένων δεν θα ήταν άτοπη, το δε Εφετείο δύναται να επανεκτιμήσει, έστω και ακροθιγώς, όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνουν και το μαρτυρικό υλικό. Η εξέταση του μαρτυρικού υλικού πράγματι αποκαλύπτει ένα δεδομένο το οποίο δυνητικά επενεργεί υπέρ των εφεσειόντων που έχουν το τεκμήριο της αθωότητας υπέρ τους και αυτό είναι ότι η μοναδική μαρτυρία που φαίνεται να τους εμπλέκει είναι αυτή του ισοβίτη Κίτα που δυνατόν να είχε δικούς του λόγους να εξυπηρετήσει. Δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία που να εμπλέκει αυτόνομα και ουσιωδώς τους εφεσείοντες και αυτό το στοιχείο δεν μπορεί να παραγνωριστεί .».
Προκύπτει, ωστόσο, από τη νομολογία ως πάγια αρχή ότι διαταγή για κράτηση που δεν εφεσιβάλλεται δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο άλλης έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία που δεν έχουν, στο μεταξύ, μεταβληθεί (βλ. Μιχαηλίδης ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 306, Ψύλλας ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388 και Ντούμα ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1). Η ίδια αρχή ισχύει όταν διαταγή για κράτηση εφεσιβάλλεται και επικυρώνεται κατ' έφεση, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Θεωρούμε ότι το υπό αναφορά απόσπασμα από τη Σπανού δεν καθιέρωσε άλλη, διαφορετική αρχή δικαίου, παρά μόνο επανέλαβε ουσιαστικά την ίδια αρχή, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το Εφετείο, έχοντας σημειώσει ότι προεξάρχον πάντοτε κριτήριο είναι η διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη του, παρατήρησε ότι οι εφεσείοντες, οι οποίοι τελούσαν υπό κράτηση στη βάση πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων, είχαν ενστεί στα δύο προηγούμενα διατάγματα κράτησης τους, συνεπώς η περαιτέρω κράτηση τους έπρεπε να είχε «εξεταστεί και ιδωθεί αυτοτελώς στο σύνολο των δεδομένων που ήταν πλέον ενώπιον του Κακουργιοδικείου τα οποία.δεν περιελάμβαναν στοιχειοθέτηση του κινδύνου μη προσέλευσης των εφεσειόντων στη δίκη τους». Η μόνη δε μαρτυρία που υπήρχε εναντίον των εφεσειόντων προερχόταν από κατάδικο ο οποίος «δυνατό να είχε δικούς του λόγους να εξυπηρετήσει». Δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία που να ενέπλεκε αυτόνομα και ουσιωδώς τους εφεσείοντες, στοιχείο που κατά το Εφετείο δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί.
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στο θέμα του χρόνου, προσεκτική ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει το αβάσιμο του παραπόνου των εφεσειόντων, ότι διατάσσοντας την κράτηση τους το Κακουργιοδικείο έλαβε ως μέτρο κρίσης το βεβαρημένο πρόγραμμα του. Το βεβαρημένο πρόγραμμα του Κακουργιοδικείου ουσιαστικά καθόρισε την επιλογή της νέας ημερομηνίας ακρόασης. Δοθείσας δε αυτής, το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε με τη χρονική διάσταση, ως παράγοντα ο οποίος θα μπορούσε να επενεργήσει με ροπή αντίθετη προς την κράτηση. Συνεκτίμησε τα δεδομένα - από τη μια πλευρά το μέγεθος του χρόνου της κράτησης και από την άλλη ότι η κράτηση αποφασίστηκε για λόγους που κατά την κρίση του ήταν «ισχυροί», καταλήγοντας υπέρ της κράτησης των εφεσειόντων. Υπενθυμίζουμε ότι στους λόγους αυτούς, πέραν των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου με βάση το μαρτυρικό υλικό, που επικυρώθηκαν κατ' έφεση, ήταν και το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν καταφθάσει στη Δημοκρατία με σκάφος που μετέφερε μετανάστες παράνομα, δεν είχαν δεσμούς με τη Δημοκρατία.
Στην κρινόμενη περίπτωση, δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και, συνεπώς, οι εφέσεις πρέπει να απορριφθούν. Αναμένεται από το Κακουργιοδικείο ότι θα αρχίσει την ακρόαση της υπόθεσης στις 30.10.2020 όπως έχει εκ νέου προγραμματιστεί.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου