ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μαλαχτός, Χάρης Ελ. Πελεκάνου (κα), για την εφεσείουσα. Μ. Κιτρομηλίδης, για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-09-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο LOUIS TRAVEL LTD v. IDROGIOS LIA'S TRAVEL AND TOURS LTD κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 211/19, 7/9/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B302

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 211/19)

 

7 Σεπτεμβρίου, 2020

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ]

 

LOUIS TRAVEL LTD

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

 

1. IDROGIOS LIA'S TRAVEL AND TOURS LTD

2. xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Εφεσίβλητοι

---------------

 

Ελ. Πελεκάνου (κα), για την εφεσείουσα.

Μ. Κιτρομηλίδης, για τους εφεσίβλητους.

 

---------

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο η εφεσίβλητη 1 διατηρούσε τουριστικό γραφείο στην επαρχία Πάφου με διευθύντρια του γραφείου την εφεσίβλητη 2 η οποία ήταν και η μόνη διοικητική σύμβουλος της εφεσίβλητης 1.  Η εφεσίβλητη 1 δεν ήταν κάτοχος άδειας ΙΑΤΑ και γι΄ αυτό συνεργαζόταν με την εφεσείουσα για την έκδοση και πώληση εισιτηρίων για τους σκοπούς των εργασιών της.  Πλήρωνε δε την εφεσείουσα με τραπεζικές επιταγές τις οποίες υπέγραφε η εφεσίβλητη 2 ως η μόνη εξουσιοδοτημένη υπογραφέας.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσέφερε η εφεσείουσα και την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, στην πορεία προέκυψαν προβλήματα λόγω καθυστερήσεων στην εξόφληση τιμολογίων από την εφεσίβλητη 1.  Όταν η εφεσείουσα ζήτησε μέσω του διευθυντή του γραφείου της στην Πάφο, του Μ.Γ., τον Ιούνιο 2012 την εξόφληση των μέχρι τότε οφειλομένων, η εφεσίβλητη 1 πλήρωσε ένα μικρό ποσό σε μετρητά και απέστειλε στην εφεσείουσα προς εξόφληση του υπολοίπου πέντε μεταχρονολογημένες επιταγές, υπογεγραμμένες από την εφεσίβλητη 2.  Όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες παρουσιάστηκαν για πληρωμή αλλά πληρώθηκε μόνο η μία.  Οι άλλες επιστράφηκαν με ενδείξεις ότι έγινε ανάκληση πληρωμής από τον εκδότη (επιταγή τεκ.3), ανάκληση και παγοποιημένος λογαριασμός (επιταγή τεκ.4), ανάκληση και διαφορά υπογραφής (επιταγές τεκ. 5 και 6).  Κοινός λόγος, συνεπώς, ήταν η ανάκληση των επιταγών σε σχέση με τον οποίο το τί είχε αναφέρει η εφεσίβλητη 1 στην τράπεζα ήταν «οικονομικές διαφορές». 

 

Ακολούθησε ιδιωτική ποινική δίωξη με βάση το άρθρο 305 Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, για πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής από τον εκδότη της.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα στοιχειοθέτησε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, στην οποία περιλαμβάνεται το ζήτημα της έκδοσης της επιταγής και κάλεσε τους εφεσίβλητους σε απολογία. 

 

Κατόπιν τούτου, εναπόκειτο στους τελευταίους να παρουσιάσουν μαρτυρία ώστε να στοιχειοθετήσουν επί τη βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων την ύπαρξη «εύλογης αιτίας» για την ανάκληση των επιταγών.   Σε αυτό αποσκοπούσε η μαρτυρία της εφεσίβλητης 2 την οποία όμως το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη και παράλογη. 

 

Παρά ταύτα το πρωτόδικο δικαστήριο στο τέλος επανήλθε και μετά από μια πολυσέλιδη, ακόμα και επί λέξει, μεταφορά της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 2 η οποία έθετε ζήτημα ότι οι επιταγές δεν εκδόθηκαν με εντολή ή τη συγκατάθεση της, θεώρησε ότι λόγω της αντεξέτασης μαρτύρων κατηγορίας «η πραγματικότητα του γεγονότος της έκδοσης των επίδικων επιταγών κατέστη στη δίκη ένα «ζωντανό ζήτημα» προς εξέταση».  Καταληκτικά αναφερόμενο στο νομικό βάρος απόδειξης (legal burden of proof) έκρινε ότι το συστατικό στοιχείο της έκδοσης των επιταγών δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα.  Η κατάληξη του αυτή συναρτήθηκε και με το γεγονός ότι θεώρησε πως, παρά τη μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε ότι ο εν λόγω Μ.Γ. ζούσε πλέον μόνιμα στην Αφρική και δεν μπορούσε να παρουσιαστεί ως μάρτυρας για την εφεσείουσα, η τελευταία παρέβη το καθήκον που είχε ως κατήγορος να διασφαλίσει το δίκαιο χαρακτήρα της δίωξης που επέβαλλε την παρουσία του Μ.Γ. ως μάρτυρα ουσιωδών γεγονότων.  Το αποτέλεσμα ήταν η αθώωση των εφεσιβλήτων επί αμφιβολίας σε σχέση με το ζήτημα της έκδοσης των επιταγών. 

 

Εξ ου και η παρούσα έφεση με την οποία η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς και εσφαλμένα το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων ώστε να βρίσκει έδαφος το άρθρο 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και να χωρεί έφεση από την αθωωτική απόφαση.  Στην αιτιολογία των λόγων έφεσης προβάλλεται το γεγονός ότι η εφεσίβλητη 1 προέβη στην ανάκληση των επιταγών επικαλούμενη «οικονομικές διαφορές» και κανένα άλλο λόγο. Προβάλλεται επίσης ότι δεν τέθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας ότι οι επιταγές συμπληρώθηκαν χωρίς εξουσιοδότηση.  Μόνο για μια από αυτές τέθηκε στον ΜΚ1 ότι ήταν πλαστογραφημένη, ισχυρισμός που δεν υποστηρίχθηκε από την εφεσίβλητη 2, ούτε, άλλωστε, παρατέθηκε στην τράπεζα ως λόγος ανάκλησης.  Ούτε έλαβε υπόψιν το πρωτόδικο δικαστήριο, ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας παραδοχή της εφεσίβλητης 2 προς τον ΜΚ1 (διευθυντή τμήματος πωλήσεων της εφεσείουσας) όταν του ζήτησε χρόνο 15 ημερών για να εξοφλήσει τις επιταγές. 

 

Από δικής τους πλευράς οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν πλήρως την πρωτόδικη απόφαση, αφού κατ΄ αρχάς εισηγήθηκαν ότι οι λόγοι έφεσης στην πραγματικότητα αφορούν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας και δεν καλύπτονται από το άρθρο 137.  Επί της ουσίας ήταν η θέση τους ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «προέβη σε εύρημα» ότι οι επίδικες επιταγές δεν εκδόθηκαν με την εντολή ή τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης 1 και παρέπεμψαν προς τούτο στην παράγραφο 148 της πρωτόδικης απόφασης.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους ανέπτυξε συναφώς την εκδοχή τους ότι οι επιταγές, παραδοθείσες κενές και υπογεγραμμένες στον Μ.Γ. για να τις συμπληρώνει με τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης 1, τελικά συμπληρώθηκαν χωρίς τέτοια συγκατάθεση αλλά για εξόφληση υπολοίπου λογαριασμού, κάτι που δεν περιλαμβανόταν στους όρους της συμφωνίας τους.  Εν πάση περιπτώσει, εισηγήθηκε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι μέσα από την αντεξέταση των ΜΚ1 και ΜΚ3, το στοιχείο της «έκδοσης επιταγών» κατέστη «ζωντανό ζήτημα» προς εξέταση. 

 

Αρχίζοντας από τις δικαιοδοτικές πρόνοιες του άρθρου 137, συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας ότι με την έφεση δεν προσβάλλονται ευρήματα γεγονότων.  Ούτε με συγκεκαλυμμένο τρόπο στρέφεται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Το ζήτημα που τίθεται είναι αμιγώς νομικό και όντως αφορά στην πλημμελή ή μη εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. 

 

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας θα πρέπει να υποδείξουμε, με σεβασμό βεβαίως στην προσπάθεια του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ότι η απόφαση του ήταν αχρείαστα εκτεταμένη με αποτέλεσμα να περιπλακούν τα ζητήματα και τελικά, όπως θα καταλήξουμε, να οδηγηθεί σε εσφαλμένη θεώρηση των πραγμάτων.  Ο τρόπος συγγραφής της απόφασης αφορά βεβαίως τον δικαστή, ο οποίος δεν έχει περιορισμούς στην αιτιολόγηση της και στη διατύπωση της δικαστικής του κρίσης, εφόσον τούτο θα αποτελούσε αντινομία στην απεραντοσύνη του χώρου της δικαιοσύνης, όπως επιγραμματικά προσδιόρισε το ελεύθερο πνεύμα που διέπει τις δικαστικές αποφάσεις ο Γ.Μ. Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264.  Όπως αναφέρθηκε στην L. Papaphilippou & Co v. Λουκά, Πολ. Έφ. Αρ. 433/12, 27.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A198:

«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 1682»

 

Η έκταση και το βάθος της αναγκαίας αιτιολόγησης συναρτώνται με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, τηρουμένης βεβαίως της ανάγκης να πληρούνται τα συστατικά στοιχεία μιας αιτιολογημένης απόφασης όπως έχουν προσδιοριστεί περιεκτικά στην Pioneer Candy v. Tryfon & Sons (1981) 1 CLR 540:

«(a) An analysis of the evidence adduced in the light of the issues as arising and defined by the pleadings;

(b) Concrete findings as the necessary prelude to the judgment of the Court; and,

(c) A clear judicial pronouncement indicating the outcome of the case. (Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos, (1969) 1 C.L.R. 235).»

 

Τηρουμένων των περιπτώσεων όπου πράγματι απαιτείται εκτεταμένη νομική ανάλυση, ο περιεκτικός και σύντομος λόγος δεν αφαιρεί, αλλά ενισχύει, με την σαφήνεια που μεταδίδει την αναγκαία αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων και την ευκολότερη κατανόηση τους.  Επιπρόσθετα, υποβοηθά την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. 

 

Επί της ουσίας, κατ΄ αρχάς δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός  των εφεσιβλήτων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «προέβη σε εύρημα» ότι οι επιταγές δεν εκδόθηκαν με την εντολή ή τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης 1.  Ό,τι αναφέρεται στην παράγραφο 148 είναι οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης 2 για τις περιστάσεις παράδοσης των επιταγών στον Μ.Γ.  Η διαπίστωση του δικαστηρίου ήταν ότι «η διαζευκτική πιθανότητα οι επίδικες επιταγές να μην έχουν [κανονικά και κατά Νόμο] εκδοθεί από πλευράς κατηγορούμενης 1, μέσω της κατηγορούμενης 2, δεν μπορεί να αποκλεισθεί χωρίς αμφιβολία».  Τούτο, συμπληρώνει το δικαστήριο, έστω και αν η αμφισβήτηση του γεγονότος της έκδοσης των επιταγών δεν προβλήθηκε ως λόγος για την ανάκληση τους.  Έστω, ακόμα και αν οι «πλείστοι από τους κύριους και ουσιαστικούς ισχυρισμούς» της εφεσίβλητης 2 για τα γεγονότα δεν τέθηκαν στους μάρτυρες της άλλης πλευράς. 

 

Με δεδομένο το «νομικό βάρος απόδειξης» στους ώμους της εφεσείουσας, όταν οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν σε απολογία, οι τελευταίοι είχαν το «βάρος απόδειξης», στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, να καταδείξουν εύλογη αιτία για την ανάκληση των επιταγών.  Η αιτία αυτή θα έπρεπε να είναι άμεσα και αποκλειστικά συναρτημένη με τον δηλωθέντα προς την τράπεζα λόγο ανάκλησης (Ttozios Management Ltd v. Κυριάκου, Ποιν. Έφ. Αρ. 97/14, 15.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:B201).  Η απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 2 ως αναξιόπιστης και παράλογης είχε ως αποτέλεσμα την κατάρριψη της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας (Ν.C. Diamonds Co Ltd v. Γεωργίου (2000) 2 ΑΑΔ 763). 

 

Παρά ταύτα, το δικαστήριο επανήλθε στη μαρτυρία της εφεσίβλητης 2 για το ζήτημα της έκδοσης των επιδίκων επιταγών θεωρώντας ότι κατέστη κατά τη δίκη «ένα ζωντανό ζήτημα προς εξέταση», δηλώνοντας ρητά ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να κριθεί κατ΄ απομόνωση της μαρτυρίας που παρουσίασαν προς υπεράσπιση τους οι εφεσίβλητοι.  Οπότε και παρέθεσε εκτεταμένα τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης 2, τους οποίους όμως είχε απορρίψει, θεωρώντας ότι το ζήτημα παρέμενε εφόσον η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς της εφεσείουσας δεν ήταν τέτοια ώστε να μπορούσε να καταλήξει με βεβαιότητα σε εύρημα ότι είναι η εφεσίβλητη 1 που εξέδωσε τις επίδικες επιταγές.

Αποτελεί θεμελιακό αξίωμα, απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, ότι η ευνοϊκή ή αθωωτική για τον κατηγορούμενο μαρτυρία ή διαζευκτική θεωρία μπορεί να προέρχεται από την κατηγορούσα αρχή η οποία διατηρεί το νομικό βάρος απόδειξης μέχρι τέλους, έτσι ώστε να αρκεί η πρόκληση εύλογης, έστω και υποβόσκουσας αμφιβολίας (R v. Bullard [1957] AC 63, Κafalos v. The Queen 19 CLR 121, Τσέκουρας ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563, Ποινική Έφεση Αρ. 66/17, Νεοκλέους ν. Δημοκρατίας, η οποία περιλαμβάνεται στην Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, και Αργυρού ν. Ιανακίεβα, Ποιν. Έφ. Αρ. 181/16, 30.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B206). 

 

Δεν είναι όμως κατάλληλη εν προκειμένω η περίπτωση ώστε το δικαστήριο να θεωρήσει ότι η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ήταν τέτοια ώστε, παρά την αποτυχία της υπεράσπισης, να μπορούσε να διατηρεί εύλογη αμφιβολία. 

 

Κατ΄ αρχάς, εφόσον το ζήτημα αναφέρεται σε συστατικό στοιχείο του αδικήματος, η αθώωση θα αναμενόταν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο και όχι, αντιφατικά, στο τέλος (L.C.D. Domiki Ltd v. R.K.A. Kikkos Developers Ltd κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 116/11, 30.1.2015).  Βέβαια, όπως υποδείχθηκε στη Nikiforos Technologies Ltd v. Χρήστου (2014) 2 , ECLI:CY:AD:2014:B270AAΔ 287, «το επίπεδο απόδειξης βεβαίως διαφέρει στο εκ πρώτης όψεως με το τελικό στάδιο.». Όμως, μετά το εκ πρώτης όψεως στάδιο δεν είχε τεθεί οτιδήποτε άλλο ενώπιον του δικαστηρίου.  Η απορριφθείσα ως αναξιόπιστη μαρτυρία της εφεσίβλητης 2 δεν αποτελούσε αποδεικτικό υλικό (Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614).  Παρά ταύτα, στην πραγματικότητα είναι σε συνάρτηση με τη μαρτυρία αυτή που θεώρησε το δικαστήριο ότι ανέκυπτε, «ζωντανό ζήτημα» ως προς την έκδοση των επιταγών.  Ούτε ήταν ορθή η αντίληψη ότι το γεγονός πως ο Μ.Γ. δεν είχε κληθεί ως μάρτυρας συνιστούσε περίπτωση που ο κατήγορος απέστη του καθήκοντος του να παρουσιάσει όλη την ουσιώδη μαρτυρία ώστε να τίθεται θέμα παραβίασης της δίκαιης δίκης.  Το δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία για τους λόγους που ο Μ.Γ. δεν είχε κληθεί και οι δηλώσεις του είχαν μεταφερθεί ενώπιον του ως εξ ακοής μαρτυρία, υποκείμενη σε εκτίμηση ως προς τη βαρύτητα της. 

 

Με βάση τη μαρτυρία που η εφεσείουσα είχε παρουσιάσει και επί της οποίας το πρωτόδικο δικαστήριο κάλεσε σε απολογία τους εφεσίβλητους, μετά την απόρριψη της μαρτυρίας που παρουσίασαν δεν θα έπρεπε, υπό τις περιστάσεις, να είχε στο τέλος αμφιβολία να καταλήξει ότι η εφεσίβλητη 1 εξέδωσε δια της εφεσίβλητης 2 τις επίδικες επιταγές.  Ορθά σημειώνει ότι αν δεν διατηρούσε την παραπάνω αμφιβολία, κατά τα άλλα, θα κατέληγε, επί της μαρτυρίας της εφεσείουσας και έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, σε καταδίκη. 

 

Η έφεση επιτρέπεται.  Η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται.  Οι εφεσίβλητες 1 και 2 κρίνονται ένοχες ως το κατηγορητήριο.  Έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.

                                                          A.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο