ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 190
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Parris David ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186
Αντωνίου Σίμος Αμβροσίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766
Α. Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 140
Σιακαλλής Σοφοκλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 146
Χαραλάμπους Χριστόφορος ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 ΑΑΔ 370
Αθανάση Παπανδρέας ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 867, ECLI:CY:AD:2016:B470
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:B312
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 181/2019)
7 Σεπτεμβρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΜΑΚΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Γ. Α. Νεάρχου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, σε έξι κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, Ν.87(Ι)/2007 (κατηγορίες 1-6 επί του κατηγορητηρίου) και σε δέκα κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6(4)(α) και (γ) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορίες 7-16 επί του κατηγορητηρίου).
Αυτό που ουσιαστικά καταλογιζόταν στον κατηγορούμενο - Εφεσείοντα, όπως με λεπτομέρεια περιγράφεται στο κατηγορητήριο, ήταν ότι, σε διαφορετικές περιπτώσεις, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 17.3.2012 και 17.3.2017, εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά την S.N. από την Ινδία, καταχρώμενος τη θέση εξουσίας που είχε πάνω της και, με τη χρήση εξαναγκασμού, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με το υπό αναφορά παιδί.
Σύμφωνα με το αδιαμφισβήτητο μέρος της μαρτυρίας, η παραπονούμενη, ΜΚ7, γεννήθηκε στις 17.3.2007 και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διέμενε με την αλλοδαπή μητέρα της και με την αδελφή της, η οποία αντιμετωπίζει κινητικά και άλλα πολλά προβλήματα υγείας, στην Κύπρο. Κατοικούσαν σε οικία σε περιοχή της Λευκωσίας, ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα, 82 ετών, ο οποίος κατοικούσε σε άλλη οικία, στην ίδια όμως αυλή, μαζί με την σύζυγό του. Η μητέρα της παραπονούμενης, ΜΚ3, εργαζόταν ως καθαρίστρια στην οικία του Εφεσείοντα, έναντι του μηνιαίου ενοικίου.
Ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, κατά τον χρόνο που αποτυπώνεται στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο κατηγορούμενος σε διαφορετικές περιπτώσεις, χωρίς η παραπονούμενη να θέλει και παρά τις αντιδράσεις της, μη μπορώντας να τον αποφύγει και/ή να λάβει βοήθεια από κανένα, επανειλημμένα την χαΐδευε στο στήθος και στα γεννητικά όργανα και τοποθετούσε το δάκτυλό του στον κόλπο της. Σε κάποιες περιπτώσεις, εντός του 2013, αυτό συνέβαινε και όταν την έπαιρνε περίπατο με την μοτοσυκλέτα του. Αυτή η συχνά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά συνεχίστηκε μέχρι και την 17.3.2017. Στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας της παραπονούμενης, το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι έκνομες ενέργειες του Εφεσείοντα κάλυπταν, τουλάχιστον, δεκαέξι διαφορετικές περιπτώσεις.
Με βάση τα πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο προχώρησε στην παράθεση της νομικής πτυχής, προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο οι ενέργειες του Εφεσείοντα ενέπιπταν εντός των νομοθετικών προνοιών των προαναφερθέντων Νόμων 87(Ι)/2007 και 91(Ι)/2014. ΄Ηταν η τελική του κρίση, ότι οι επαναλαμβανόμενες πράξεις του Εφεσείοντα στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα που κάλυπτε το κατηγορητήριο και, ως απόρροια, ο Εφεσείοντας κρίθηκε ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στο σύνολο των κατηγοριών που αντιμετώπιζε. Ακολούθως, σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινές φυλάκισης 2½ ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1-6, τριών ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 2-15 και δύο ετών στην κατηγορία 16, διατάσσοντας όπως όλες οι πιο πάνω ποινές συντρέχουν.
Ο Εφεσείοντας προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο σε σχέση με την καταδίκη στις κατηγορίες 2-16, όσο και σε σχέση με τις ποινές που του έχουν επιβληθεί. Σημειώνεται ότι, σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, επανέλαβε ενώπιόν μας, ότι οι λόγοι έφεσης δεν την καλύπτουν, καθότι είναι παραδεκτό ότι ο Εφεσείοντας διέπραξε το αδίκημα που του αποδίδεται, ότι δηλαδή σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ 17.3.2012 - 17.3.2013, εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά την παραπονούμενη, ηλικίας τότε πέντε ετών, δηλαδή τη χαΐδεψε στα γεννητικά όργανα και στο στήθος και έβαλε το δάκτυλό του στον κόλπο της.
Μεγάλο μέρος των λόγων έφεσης (λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 6), κινείται ουσιαστικά γύρω από την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της μαρτυρίας του θύματος και αυτή της μητέρας της. Προβάλλεται, μέσα από την αιτιολογία των υπό αναφορά λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία της παραπονούμενης, αγνοώντας ουσιώδεις αντιφάσεις και αποκλείοντας μαρτυρία, η οποία παρουσιάστηκε εκ μέρους της Κατηγορίας, η οποία ερχόταν σε σύγκρουση με τη μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος. Κατά ταυτόσημο τρόπο τίθεται ότι ο αποκλεισμός μέρους της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονούμενης ήταν αντινομικός και αναιτιολόγητος, εδραζόμενος στην υποκειμενική εντύπωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει συσχέτιση και αντιπαραβολή με αντικειμενικές θέσεις. Όπως με λεπτομέρεια αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, η βάση της αμφισβήτησης της πρωτόδικης κρίσης επί του ζητήματος της αξιοπιστίας, εδράζεται σε διαφορετικές εκδοχές ως προς τις λεπτομέρειες και τα γεγονότα που παρέθεσε η παραπονούμενη αρχικά στην οπτικογραφημένη κατάθεσή της και μετέπειτα στα όσα κατέθεσε κατά τη μαρτυρία της και αντεξεταζόμενη στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας. Αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αντικρουόμενες θέσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης, ούτε και οποιεσδήποτε λογικοφανείς ενδείξεις ότι, τα διάφορα συμβάντα που ανέφερε, αποτελούν φαντασίωσή της.
Προτού όμως ενδιατρίψουμε περαιτέρω επί των εξεταζομένων λόγων έφεσης, παρεμβάλλουμε, το εδραιωμένο πλέον αξίωμα, ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρά μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή όπου οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη ή όταν κριθεί πως τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία. Καθήκον του Εφετείου είναι να εξετάσει εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια που ορίζει η νομολογία στην πορεία αξιολόγησης της ενώπιόν του μαρτυρίας, έργο, κατ΄ εξοχήν, του δικάζοντος Δικαστηρίου. Όπως συνοψίζονται οι επί του θέματος αρχές στην υπόθεση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Επανερχόμενοι στην πρωτόδικη προσέγγιση σε σχέση με τα προβαλλόμενα με τους λόγους έφεσης παράπονα, ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε καμία περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέλαβε ως δεδομένη την αξιοπιστία της παραπονούμενης, αποκλείοντας κάθε άλλη μαρτυρία η οποία συγκρουόταν με αυτήν.
Το Κακουργιοδικείο, τόνισε εξ αρχής, με παραπομπή στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 21(1) του Νόμου 91(Ι)/2014, ότι για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων δεν είναι πλέον αναγκαία η ενίσχυση της μαρτυρίας ανηλίκου. Κατέγραψε στη συνέχεια, στις σελίδες 52-53 της απόφασής του:
«Όμως έχοντας υπόψη τη σπουδαιότητα του περιεχομένου της μαρτυρίας της αλλά και της ίδιας της φύσης των αδικημάτων που ο Κ αντιμετωπίζει, η οποία καλύπτεται από το στοιχείο της σεξουαλικής υφής, παρακολουθήσαμε την Παραπονούμενη με μεγάλη προσοχή, κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της και προσεγγίσαμε τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου με καχυποψία. Βρισκόμενοι σε συνεχή εγρήγορση, θελήσαμε σε κάθε στάδιο να βεβαιωθούμε ότι τα όσα η Παραπονούμενη κατέθετε δεν καθοδηγούντο από αλλότρια κίνητρα, παρόλο που καμία σχετική επί τούτου συγκεκριμένη θέση τέθηκε από την υπεράσπιση. Επιπρόσθετα, αξιολογώντας την, αποτιμήσαμε με προσοχή την κάθε περίπτωση παράλειψης αναφοράς της σε γεγονότα και στοιχεία στην οπτικογραφημένη κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και και τα οποία παρέθεσε, κατά τη μαρτυρία της, στη δίκη. Είχαμε κατά νουν και την ευρύτερη νομική αρχή ότι το γεγονός πως ένας μάρτυρας παραλείπει, κατά τη γραπτή του κατάθεση προς την Αστυνομία (ή σε άλλη γραπτή ή προφορική του δήλωση οποιασδήποτε μορφής), να αποτυπώσει όλα όσα γνωρίζει σε σχέση με το τι καταθέτει, δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε απόρριψη της μαρτυρίας του, η οποία επιβάλλεται να προσεγγίζεται στο σύνολό της με ιδιαίτερη προσοχή και εγρήγορση.
Διαπιστώσαμε, ότι στην πορεία της εξέτασης και σε όλα τα στάδια της αντεξέτασης της, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ή δισταγμό, με φυσικότητα, αμεσότητα αλλά και με παραστατικότητα έδιδε λεπτομερείς απαντήσεις παραθέτοντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Δεν διακρίναμε προσπάθεια υπερβολής ή παραποίησης των γεγονότων. Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκάλεσε η αθωότητα και η παιδική αφέλεια με την οποία περιέγραψε τα γεγονότα.
Από το σύνολο της μαρτυρίας της Παραπονούμενης εκείνο που αναδύεται είναι από τη μια η αγωνία ενός παιδιού να περιγράψει με σαφήνεια τα όσα της συνέβαιναν και βίωνε η ίδια από τον Κ, αλλά και το ότι και τα άλλα παιδάκια που την επισκέπτοντο εβρίσκοντο σε κίνδυνο και τις προσπάθειές της να τα προστατέψει από τον Κ, και από την άλλη η ανάγκη της οικογένειάς της για διαμονή λόγω των οικονομικών και άλλων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Με αυθεντικότητα περιέγραψε τα όσα της συνέβαιναν αρχικά όταν ήταν σε ηλικία 5 χρόνων και τις προσπάθειές της ίδιας αλλά και μετά από συμβουλές της μητέρας της να αποφεύγει τον Κ χωρίς όμως πάντα να το καταφέρνει. Παράλληλα, δεν υπάρχουν ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία της ούτε και οποιεσδήποτε λογικοφανείς ενδείξεις ότι τα διάφορα συμβάντα που ανέφερε αποτελούν φαντασίωσή της. Δεν δίστασε σε κανένα σημείο να απαντήσει ούτε προσπάθησε να αποφύγει να δώσει απαντήσεις και εξηγήσεις. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις οι απαντήσεις της φαινομενικά να μην ήταν σαφείς όμως αυτό δεν οφειλόταν σε έλλειψη αξιοπιστίας αλλά στην πολυπλοκότητα των ερωτήσεων που καλείτο να απαντήσει.»
Όπως δε εντοπίζεται, στις αμέσως επόμενες σελίδες της πρωτόδικης απόφασης, το Κακουργιοδικείο εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή τους ισχυρισμούς, που η πλευρά του Εφεσείοντα θέτει και σήμερα ενώπιόν μας, περί ουσιαστικών αντιφάσεων στη μαρτυρία της παραπονούμενης, σε σχέση με γεγονότα που αφορούν τον αριθμό των παρενοχλήσεων, που ισχυρίστηκε ότι υπέστη και τις συνθήκες που τις περιέβαλλαν. Στα πλαίσια αυτά, το Κακουργιοδικείο, με εκτενείς αναφορές στην μαρτυρία της παραπονούμενης, τεκμηριώνει την προσέγγισή του περί ανυπαρξίας ουσιαστικών αντιφάσεων. Είναι επιβεβλημένη, παρά την έκτασή τους, η παράθεση των σχετικών αποσπασμάτων, όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση, προκειμένου να γίνει ευκολότερα κατανοητή η ορθότητα της όλης προσέγγισης του Κακουργιοδικείου επί των εξεταζόμενων λόγων έφεσης:
«E. Ναι. Επίσης S.N. μου θέλω να σου πω ότι μετά το πρώτο περιστατικό που λέεις ότι σε πείραξε ο παππούς τζιαί είπες το της μητέρας σου, δεν ήσουν ποτέ ξανά μόνη με τον παππού. Διότι είπε σου η μάμα σου δεν θα είσαι ξανά μόνη με τον παππού. Συμφωνείς;
A. Ναι».
Η απάντησή της «Ναι» ως ορθά επεσήμανε η κα Πασιαρδή στην αγόρευσή της δεν καλύπτει όλο το φάσμα της ερώτησης που υπεβλήθη και δεν ξεκαθαρίζεται σε τι απαντά «Ναι» η μάρτυρας. Διαφωνούμε με τη θέση της Υπεράσπισης ότι η Παραπονούμενη ξεκαθαρίζει ότι μόνο μία φορά συνέβηκε η κακοποίησή της αφού σε άλλο σημείο της αντεξέτασής της εξηγεί με λεπτομέρεια τις ώρες που τα διάφορα περιστατικά λάμβαναν χώρα.
"E. Ωραία. S.N. είπες ότι ο παππούς σου έκαμε κάποια πράγματα που δεν είναι καλό να κάμνουν οι μεγάλοι στα παιδιά και ότι ο παππούς τα έκανε αυτά τα πράγματα καθημερινά είπες, έτσι τους είπες, ότι καθημερινά, "κάθε μέρα έκαμνε μου τα", θυμάσαι που είπες κάτι τέτοιο στην Αστυνομία;
A. Ναι.
E. Είπες επίσης ότι τα έκαμνε αυτά τα πράγματα το πρωί και μετά τους είπες ότι κάποιες φορές ήταν μεσημέρι και κάποιες απόγευμα. Θυμάσαι;
A. Ναι.
E. Θέλω να μου εξηγήσεις S.N. μου πώς γίνεται να τα έκαμνε αυτά τα πράγματα ο παππούς το πρωί τις καθημερινές είτε και το μεσημέρι τις καθημερινές αφού το πρωί μέχρι και η ώρα 4:00 εσύ ήσουν στο σχολείο, άρα πώς γίνεται να ήσουν στο σχολείο και ο παππούς σπίτι;
A. Τα Σαββατοκυρίακα το πρωί τζιαί το απόγευμα ή το μεσημέρι όταν σχολάνω που το σχολείο.
E. Πες μας ξανά τη θέση σου για να την καταλάβουμε ποια είναι;
A. Το πρωί εν τα Σαββατοκυρίακα τζιαί το απόγευμα όταν είχα σχολείο τζιαί ερχόμουν σπίτι.
E. Μετά τις 4:00 δηλαδή.
A. Ναι.
E. Άρα αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά του καθημερινά που το Σαββατοκυρίακο, της καθημερινής από το Σαββατοκυρίακο ποιες μέρες είναι όταν είναι καθημερινή τζιαί ποιες όταν είναι Σαββατοκυρίακο, αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά;
A. Ναι.
E. Άρα τούτο που λες κάθε μέρα, τις καθημερινές ήταν απόγευμα και τα Σαββατοκυρίακα πρωί;
A. Ναι.
E. Μήπως ήταν λάθος εκείνες οι αναφορές σου ότι ήταν καθημερινά S.N. μου;
A. Ναι.
E. Συγγνώμη;
A. Ναι νομίζω».
Διαφωνούμε επίσης με τη θέση της Υπεράσπισης ότι μόνο μια φορά και ένα περιστατικό συνέβη μεταξύ του Κ και της Παραπονούμενης και μετά σταμάτησε να βρίσκεται μόνη με τον Κ. Όπως προκύπτει τόσο από την κυρίως εξέτασή της αλλά και την αντεξέτασή της τα διάφορα περιστατικά κακοποίησής της εγίνοντο σχεδόν καθημερινά και η ίδια παρά τις προσπάθειές της να μην βρίσκεται με τον Κ αυτός σε διάφορες περιπτώσεις την ξεγελούσε. Όπως ανέφερε παραστατικά στην οπτικογραφημένη της κατάθεση:
"M: εεμ έπαιζα στον κήπο μου μόνη μου τζιαι ξαφνικά, εν τω ήξερα ότι έκαμνε έτσι ξαφνικά ήρτε ο παππούς πίσω που το σπίτι μου τζιαι έπιασε μου το σιέρι απότομα και με πήρε πίσω από το σπίτι, τζιαι είπε μου να κατεβάσω τα ρούχα μου, δηλαδή το παντελόνι μου ή την φούστα μου το βρακάκι μου. Τζιαι είπα του όι τζιαι εβούρησα τζιαι εξαναέπιαμε απότομα τζιαι εκατέβασε μου τζιήνος τα ρούχα μου τζιαι καθημερινά εγινόταν συχνά
Α: Ναι
Μ: Εγινόταν καθημερινά τζιαι μιαν ημέραν . μιαν ημέρα επειδή επήεν με την μοτοσυκλέτα του σε στο περίπτερο ήθελε να πάω τζιαι εγώ, αλλά εν τω ήξερα ότι εμπορούσε να το κάμει ξανά τζιαι επήα. Σαν εκαθόμουν σαν επηέννα μεν έτζιησε μου δαμέ που κάμνουμε πιπί πάλε χωρίς να μου φκάλει τα ρούχα μου τζιαι έτζιηζε με σαν.. ερωτευτικά στην πλάτη μου ε τζιαι τζιαι τούτο γινόταν κάθη μέρα, κάθε μέρα, ε εν μου άρεσε πολλά που μου έκαμνε τζιαι όταν επήα στην μάμμα μου να της το πω ότι μάμμα πονώ, είπε μου που πονείς τζιαι είπα της ότι πονώ τζιαμέ που κάμνουμε πιπί τζιαι τζιαι είπα ερώτησε με γιατί τζιαι είπα της επειδή ο παππούς κάμνει μου έτσι πράματα, εννοώ τζιήζει μου δαμέ τζιαι η μάμμα μου επήεν στην γυναίκα του τζιαι είπε ότι κάμνει έτσι πράματα ο άντρας της τζιαι εν πιστεύκει εν επίστευκε η γυναίκα της τον άντρα της τζιαι ο άντρας της ελαλούσεν ψέματα ότι έν το έκαμνε τζιαμέ έκαμνε το δαμέ ασπούμε επείραζε με δαμέ τζιαι είπε η μάμμα μου όι αφού πονεί δαμέ εν τζιαι μπορώ να δείξω που πονώ δαμέ τζιαι τούτο γινόταν κάθε μέρα τζια εφώναζα την μάμμα μου εφώναζα μάμμα τζιαι εν ερχόταν επειδή ετζιημ.. εεε ετζιημόταν με την αδελφή μου μέσα στο δωμάτιο της τζιαι ήταν κλειστό κλειστή η πόρτα εεμ τζιαι αυτά. Τζιαι ε α τζιαι εγινόταν εγίνετ εγινόταν το ίδιο με την μάμμα μου αλλά κάπως διαφορετικά εεμ μιαν ημέρα σαν έκαμνε μπάνιο η μάμμα μου αντί να φ.. αντί να φύει είδ. έκατσε τζιαι είδε στο στοο που το παράθυρο ότι η μάμμα μου έκαμνε μπάνιο τζιαι το ίδιο με την φίλη μου αλλά ήταν στην τουαλέτα. Τούτο το πράμα αλλά έγινε τζιαι στην αδελφή μου μιαν ημέρα επειδή εν το . ήρτε έτσι ο παππούς έτσι σπίτι μου εν η. όταν ήμουν μικρή νομίζω τζιαι έτζιησε τζιαι στην αδελφή μου έτσι δαμέ έτσι. Τζιαι είδ. τζιαι τούτο που φ.. που έχω ανησυχώ είναι ότι επειδή η μάμμα μου είπε μου άμα το μάθουν ότι είπαμεν το σε κάποιον ότι ο παππούς κάμνει μου έτσι πράματα εν να μας δκιώξουν που το σπίτι τζιαι εν έχουμε λεφτά ασπούμε να πάμε σε άλλο σπίτι τζιαι ανησυχώ πολλά για τουτο.. συγνώμη.. στα την τελευταία φορά που μου το έκαμε ήταν στα γενέθλια μου μόνο απλά έτζιησε με στο στήθος μου τζιαι στην φίλη μου έπιας.. έπιαντην από το μα εχαίδεψε την σαν ερω.ερωτευτικά τζιαι εν τη άφηκε ασπούμε να βουρήσει να φύει. Επειδή εφοούτουν φοάτουν πολλά. Ναι, ναι αυτά. Τίπ..
Και πιο κάτω επεξηγώντας:
«Α. Λοιπόν Λοιπόν, είπες μου ότι τούτο το πράμα εξεκίνησε που ήσουν πέντε χρονών τζιαι ότι άγγιζε σε στο στήθος έπιασε.. μάλλον την πρώτη φορά είπες μου ότι έπιασε σε που το χέρι τζιαι επήρε σε πίσω που το σπίτι τζιαι είπε σου να κατεβάσεις τα ρούχα σου τζιαι είπες του όι τζιαι μετά εκατέβασε τα ο ίδιος
Μ: Τα δικα μου
Α: Τα δικά σου, ναι σωστά λοιπόν όταν μου λέεις επήρε σε πίσω δηλαδή πού ακριβώς;
Μ: Ετράβησε με ακριβώς πίσω που το σπίτι μου τζιαμέ
Α: Ναι
Μ: Εν ήθελε να το κάμει μπροστά σε ούλους
Α: Πού.. είσιε κάποιους άλλους τζιαμέ δηλαδή;
Μ: Όι επειδή που τον δρόμο μου περνούν αυτοκίνητα τζιαι αθρώποι τζιαι μπορούν να δουν
Α: Α τζιαι πήρε σε πίσω που το σπίτι τζιαι έκαμε τούντο πράμα.
Μ: Ναι
Α: Τζιαι που εκατέβασε τα ρούχα έγινε κάτι άλλο μετά; Που σου κατέβασε τα ρούχα σου;
Μ: όι απλά έτζιηζε με δαμέ που κατουρούμε
Α: Μμ. Περίγραψε λύο τούτο το άγγιγμα που μου λέεις S.N. μου δηλαδή πώς σε άγγιζε;
Μ: Τι εννοείς;
Α: Πώς σε άγγιζε, είπες μου άγγιζε σε, δηλαδή τι έκαμε ακριβώς;
Μ: Έβαλε το δάκτυλο του;
Α: Πού έβαλε το δάκτυλο του;
Μ: Εδώ που κατουρούμε
Α: Τα ζιαι τι ένοιωσες εσύ;
Μ: Ε ένοιωθα ασπούμε εν τω ήθελα τζιαι ένοιωθα πόνο.
Α: Ναι;
Μ: εε είπα του σταμάτα, εμ είμουν νευριασμένη τζιήντην ώρα τζιαι ένοιωθα σάμπως τζιαι ήταν να τον δέρω αλλά εννεν καλό να δέρνουμεν κάποιο μεγάλο ασπούμε τζιαι εφώναξα αμέσως την μάμμα μου, αλλά η μάμμα μου τζιαι ετζιημόταν τζιημόταν
Α: Ναι
Μ: τζιαι το άλλο ένοιωθα λύπη επειδή η μάμμα μου ετζιημόταν μέσα τζιαι εν μπορ. εν ήταν κανένανς να με βοηθήσει τζιαμέ τζιαι τούτον εγινόταν καθημερινά γιατί ε το σπίτι του κανονικά εν γεμάτο με μπύρες βότκα ΄τσι πράματα τζιαι μια μέρα επήα σπίτι του με την μάμμα μου τζιαι έκαμε μου ασπούμε εχαίδεψε με δαμέ πάλε στο στήθος μου τζιαι στην κοιλιά μου ερωτευτικά παλέ
Α: Ναι
Μ: Ναι τζιαι που τζιήντη στιγμή είπε μου η μάμμα μου να μεν τον κοντεύκω δηλαδή όποτε τον θωρώ να βουρώ να έρμουμε μέσα στο σπίτι ναι. Κάθε μέρα τούντες μέρες, φων.. λαλεί μου να έρκουμε κοντά του έτσι έλα δα να με βοηθήσεις, έλα να παίξουμε έτσι πράματα τζιαι βουρώ τζιαι εν πηαίνω κοντά του
Α: Είπες μου S.N. μου ότι έγγιζε σε ερωτευτικά είπες μου
Μ: Ναι
Α: Δηλαδή τι εννοείς, εξήγα μου λύο να καταλάβω
Μ: Εε ασπούμε έπιανε μου έτσι έτσι ασπούμε έπιανε μου τα μαλλάκια μου τζιαι έκαμνε μου τα έτσι, έτσι πράματα, τζιαι το σιέρι μου έτσι
Α: Ναι. Τζιαι είπες μου ότι τούντο πράμα εγίνετουν κάθε μέρα
Μ: Ναι
Α: Πές μου λίγο πε.., έτσι ποιάν ώρα της ημέρας εγίνετουν τούντο πράμα
Μ: Το πρωί
Α: Το πρωί;
Μ: Τζιαι το μεσημέρι επειδή κάθε πρωί η ώρα εννιά εν ηξέρω μεσημέρι τζιαι απόγευμα πίνει μπύρα έτσι πράματα τζιαι γι αυτό το κάμνει
Α: Ναι
Μ: Εεμ ότ.. σιγά, σιγά όταν μεγάλων.. όταν μεγάλωνα, δηλαδή όπως τωρά, εε προσπαθεί να κάμνει τάχα μου εεμ περπατά σιγά ασπούμε έχει κάποιο πρόβλημα, ασπούμε πάει να ππέσει για να έρκουμε κοντά του τζιαι να ασπούμε να μου κάμνει έτσι κακά πράματα να με τζιήζει ερωτευτικά
Και πιο κάτω ανέφερε και τα εξής:
«Μ: Εε, έλεε μου να σιωπήσω, επειδή εφώναζα την μάμμα μου αλλά ετζιημόταν, εκοιμόταν μέσα τζιαι ήταν νομίζω κλειστή η πόρτα επειδή έπαιζα έξω τζιαι ελαλούσε μου να σιωπήσω, για μα μεν έρτει ασπούμε κάποιος ναι
Α: Ναι τζιαι είπες μου ότι εγίνετουν πρωί, μεσημέρι τζιαι απόγευμα
Μ: Ναι
Α: Δηλαδή ..
Μ: Ναι μερικές φορές πρωί, μερικές φορές μεσημέρι, μερικές φορές απόγευμα.
Α: Α ήταν εν εισιε κάποια συγκεκριμένη.. κάποτε εγίνετουν πρωί, κάποτε μεσημέρι τζιαι κάποτε απόγευμα
Μ: Ναι
Α: Ντάξει. Εε. Εντάξει, εγώ S.N. μου εν έχω κάτι άλλο που θέλω να σε ρωτήσω. Εεμ το μόνο που θέλω να μου πεις είπες μου, μάλλον ανάφερες μου το να δώ αν εκατάλαβα σωστά είπες μου ότι κάποιος σας είπε, κάποιος σου είπε να με ντο πεις γιατί ήταν να σας..
Μ: Η γιαγιά
Α: Η γιαγιά; Γιατί ήταν;
Μ: Γιατί έκαμνε έτσι τζιαι άμα το μάθει ότι έκαμνε μου έτσι όταν ήμουν μικρή εν να μας δκιώξουν που το σπίτι τζιαι έν έχουμε λεφτά ασπούμε να πάμε σε άλλο σπίτι
Α: Δηλαδή για να καταλάβω το σπίτι τούτο που μένετε εννεν δικό σας;
Μ: εννεν δικό μας
Α: Ποιού εν που είναι;
Μ: Εν τζιήνους
Α: Του παππού τζιαι της γιαγιάς;
Μ: Ναι
Α: Α Τζιαι είπε σου ότι αν το έλεες ήταν να σας δκιώξουν που τζιήνο το σπίτι;
Μ: Ναι»
Θέσεις τις οποίες επαναλαμβάνει κατά την αντεξέτασή της.»
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης, καθοριστικής για την καταδίκη του Εφεσείοντα, έλαβε χώραν από το Κακουργιοδικείο με γνώμονα όχι τις επιμέρους διαφορές της, αλλά τα ουσιαστικά επίδικα θέματα που κάλυπτε σε συσχέτιση με το γεγονός ότι αφορούσε υπόθεση σεξουαλικής υφής. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθά καθοδηγούμενο από την επί του θέματος νομολογία (Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766, Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 146), σημείωσε ότι σε σεξουαλικές παρενοχλήσεις που εκδηλώνονται επί ανηλίκων προσώπων, δεν μπορεί να ανευρεθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς, δεδομένου ότι τα θύματα βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών και μετατραυματικών εμπειριών, που αναμφίβολα επηρεάζουν τη δυνατότητά τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος.
Ούτε και εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στον αποκλεισμό μέρους της μαρτυρίας της ΜΚ3, μητέρας της παραπονούμενης. Η εν λόγω μάρτυρας κρίθηκε κατά βάσιν αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο. Οι όποιες διαφορές εντοπίστηκαν σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, δεν έγιναν αποδεκτές, όχι διότι, ως το παράπονο του Εφεσείοντα, χρησιμοποιήθηκε η μαρτυρία της παραπονούμενης ως άξονας ή ως μέτρον κρίσης και ελέγχου της αξιοπιστίας της ΜΚ3, αλλά για τους λόγους που με λεπτομέρεια αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, σελίδες 40 και 41:
«Η ΜΚ3, μητέρα της Παραπονούμενης, μας έκανε πολύ καλή εντύπωση και κρίνεται κατά βάση αξιόπιστη. Παρακολουθώντας την στο εδώλιο του μάρτυρα, άφησε την εντύπωση ενός μονογονιού που ενδιαφερόταν για τα παιδιά της και προσπαθούσε εναγωνιωδώς να τα βοηθήσει, να τα στηρίξει και να τα μεγαλώσει, αφού ιεραρχούσε τα πλέον σημαντικά θέματα για την επιβίωση τους. Έτσι ως διαφάνηκε, για εκείνην, το πιο σημαντικό στον ουσιώδη χρόνο ήταν τα παιδιά της να έχουν τόπο διαμονής και φαγητό. Στα πλαίσια αυτά και μη έχοντας άλλη εναλλακτική λύση καθοδηγούσε την Παραπονούμενη να αποφεύγει τον Κ πιστεύοντας ότι το παιδί μπορούσε να αποφύγει ή να αποτρέψει τις διάφορες ενέργειες του Κ, και να μην αναφέρει οτιδήποτε γι΄ αυτή την κατάσταση σε τρίτους, ενώ η ίδια υπερασπιζόταν το παιδί αντιμετωπίζοντας τον Κ ή αναφέροντας αυτά που εσυνέβαιναν στη σύζυγο του για να τα αποτρέψει. Τις θέσεις αυτές η ΜΚ3 δεν δίστασε να τις αναφέρει στο Δικαστήριο αλλά και τη ΜΚ5 όταν πληροφορήθηκε για την αναφορά που έγινε στο σχολείο σε σχέση με τις ενέργειες του Κ. Ως εκ τούτου οι όποιες διαφορές εντοπίζονται στη μαρτυρία της, ως προς τη συχνότητα και τη χρονική διάρκεια των διαφόρων περιστατικών μεταξύ της κόρης της και του Κ, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η αναφορά της δε κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της ότι δεν άφηνε ποτέ την Παραπονούμενη μόνη με τον Κ και ή ότι η Παραπονούμενη δεν της ανέφερε ότι έγινε αυτό ξανά, αναιρείται, τόσο από τη θέση της ότι δεν ήταν πάντα με την Παραπονούμενη, όσο και από το ότι η Παραπονούμενη της παραπονείτο ότι κάποτε ο Κ την τραβούσε από το χέρι, και η ίδια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν ο Κ άγγιξε ξανά την Παραπονούμενη, ενώ τον είχε δει να την προσεγγίζει με σκοπό να την αγγίξει. Επιπρόσθετα δεν μπορούμε να δεχθούμε τη θέση της ότι ποτέ δεν άφηνε μόνη της την Παραπονούμενη ή την μικρότερη της θυγατέρα έχοντας υπόψη ότι ως μονογονιός που είχε τη φροντίδα και της μικρής της κόρης, η οποία είχε διάφορα ιατρικά προβλήματα, αλλά και ως εργαζόμενη στο σπίτι του Κ, ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να ήταν πάντα μαζί τους. Δεν μπορούμε επίσης να δεχθούμε και τα όσα ανέφερε για τα άλλα παιδιά φίλων της που κατά καιρούς πρόσεχε.
Κάποια άλλα σημεία που η υπεράσπιση εγείρει ότι διαψεύδουν τα όσα η Παραπονούμενη ανέφερε δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Ενδεικτικά αναφέρουμε την απάντηση της ΜΚ3 για το κατά πόσο κάποιος, κοιτάζοντας από το παράθυρο της τουαλέτας, μπορούσε να δει ένα παιδί, απάντηση η οποία δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να κοιτάξει από το συγκεκριμένο παράθυρο, και πρόσωπο που βρίσκεται εντός του σπιτιού να τον δει. .»
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω και με καθοδήγηση τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι η κατάληξή μας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια προς ανατροπή της πρωτόδικης αξιολόγησης των μαρτύρων. Το Κακουργιοδικείο, αξιολόγησε τη μαρτυρία στο σύνολό της και με λεπτομερή αιτιολόγηση κατέληξε στις εκτιμήσεις του. Κατά προέκταση, οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Στα πλαίσια της ανακριτικής κατάθεσης του Εφεσείοντα, (τεκμήριο 3), του υποβλήθηκε ερώτηση ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχαν στα χέρια τους οι ανακριτικές αρχές σε κάποιες περιπτώσεις και ενώ έπαιρνε βόλτα την παραπονούμενη με τη μοτοσικλέτα του, την άγγιζε στα γεννητικά της όργανα. Παραθέτουμε την απάντησή του και τις δύο ερωτήσεις που ακολούθησαν:
«Απάντηση: Εντζιηζα της ναι νάκκουρι πας τα σιειλη γιατί έθελε τζιαι άρεσκε της. Τούτο εγίνετουν ως πριν 4 - 5 χρόνια.
16. Ερώτηση: Όταν λες «έντζιηζες της νάκκουρι πας τα σιειλη τι εννοείς; Απάντηση: Ναι έκαμνα το που κάτω που το βρακούοι της άννοιε τζιαμέ τζιαι έκαμνα της το για να γελά.
17. Ερώτηση: Τι γινόταν όταν έκαμνες αυτό που ανέφερες στις απαντήσεις 15 και 16; Απάντηση: Τούτη η μιτσιά έλάλε μου τζιήσε μου τζιαι αρέσκει μου τζιαι για αυτό το έκαμνα.»
Το Κακουργιοδικείο, αξιολογώντας τις εν λόγω απαντήσεις, επισήμανε ότι αποτελούν παραδοχή και επιβεβαιώνουν τα όσα η παραπονούμενη ανέφερε σε σχέση με τις βόλτες με τη μοτοσικλέτα και το γεγονός ότι οι παρενοχλήσεις δεν περιορίζονταν στη μια και μόνο φορά.
Παραπονείται η πλευρά του Εφεσείοντα, μέσω του όγδοου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και αντινομικά, δέχθηκε ως ενισχυτικό των ισχυρισμών της παραπονούμενης το μέρος αυτό της ανακριτικής κατάθεσης.
Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην αξιολόγηση της εν λόγω κατάθεσης. Είναι στοιχειώδες πως και τη θεληματική ομολογία το Δικαστήριο την αξιολογεί σε συσχετισμό προς την υπόλοιπη μαρτυρία. Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο είχε κάθε ευχέρεια να αποδεχτεί, όπως και έπραξε, κάποια μέρη της κατάθεσης, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους και ιδίως το μέρος που συνιστούσε άμεσα ή έμμεσα παραδοχή ή δήλωση κατά του συμφέροντος του Κατηγορούμενου, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές θέσεις της παραπονούμενης, όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ακροαματική διαδικασία (Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 190, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 370).
Ο τέταρτος λόγος έφεσης, αφορά αμιγώς νομικό ζήτημα και ειδικότερα την αποδοχή ως μαρτυρίας της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης, τεκμήριο 4. ΄Εχει ως πραγματικό υπόβαθρο το γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί, σύμφωνα με το τυπικό που προβλέπεται από τα άρθρα 9 και 10 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, Ν.95(Ι)/2001 και το άρθρο 43 του Ν.91(Ι)/2014, συγκατάθεση του προσώπου που είχε τη γονική μέριμνα, προς λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης από την ανήλικη - παραπονούμενη.
Κατ΄ ακολουθία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, άρθρο 9(3)(γ) του Ν. 95(1)/2001, το Δικαστήριο δεν θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση της κυρίως εξέτασης μάρτυρα ο οποίος χρήζει βοηθείας, εκτός εάν τηρήθηκαν οι κανόνες λήψης της που αναφέρονται στο άρθρο 10 του Νόμου. Το άρθρο 10(δ) προβλέπει ότι σε περίπτωση ανηλίκου προσώπου τη συγκατάθεση δίνει το πρόσωπο που έχει τη γονική του μέριμνα.
Όπως είναι αποδεκτό, τα σχετικά έγγραφα πριν τη λήψη της κατάθεσης δεν είχαν υπογραφεί από τη μητέρα της παραπονούμενης, αλλά από την ΜΚ4 κοινωνική λειτουργό, τεκμήρια 10 και 11. Προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι νομοθετικές πρόνοιες επιβάλλουν υποχρέωση στο Δικαστήριο να μην αποδεχτεί μαρτυρία, η οποία λήφθηκε χωρίς την τήρηση των κανόνων λήψης οπτικογραφημένης κατάθεσης.
Το Κακουργιοδικείο είχε αποδεχτεί τις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής - Εφεσίβλητης, ότι η μητέρα του θύματος ήταν ενήμερη για το ότι θα λαμβανόταν οπτικογραφημένη κατάθεση από την κόρη της και είχε συγκατατεθεί στο γεγονός αυτό. Η μαρτυρία αυτή (σελίδες 38, 39 και 44 των πρακτικών), παρέμεινε αναντίλεκτη. Σύμφωνα δε με την ΜΚ4 (σελίδα 62 των πρακτικών), η μητέρα ήταν θετική στο να ληφθεί κατάθεση από την παραπονούμενη κόρη της και είχε επισκεφθεί και τον χώρο όπου λαμβανόταν η επίδικη κατάθεση. Με συμπληρωματική δε κατάθεσή της (΄Εγγραφο Γ(2)), δήλωνε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε δώσει την προφορική της συγκατάθεση για να ληφθεί οπτικογραφημένη κατάθεση από την κόρη της. Οι αναφορές της αυτές δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέτασή της.
Το ερώτημα βεβαίως που προκύπτει, είναι κατά πόσον η ως άνω παραβίαση της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης 10(δ), που προβλέπει για την καταγραφή της δήλωσης του προσώπου που δίδει τη συγκατάθεση στη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης, θα έπρεπε, υπό τις συνθήκες, να οδηγήσει στην απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπό αναφορά οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης παραπονούμενης. Παρεμβάλλουμε στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 9(2) του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου:
«9.—(1) ................................
(2) Το Δικαστήριο δε θα αποδέχεται την οπτικογραφημένη κατάθεση ή μέρος της αν, κατά τη γνώμη του, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, η αποδοχή της δε θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Στην απόφαση Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186, το ζήτημα αφορούσε στη δεκτότητα μαρτυρίας που είχε εξασφαλισθεί κατά τρόπο παράνομο, ήτοι πόρισμα και μαρτυρία ιατροδικαστή, που προέκυψε ως αποτέλεσμα δεύτερης νεκροψίας, η οποία έλαβε χώραν χωρίς την άδεια του Θανατικού Ανακριτή, κατά παράβαση των διαλαμβανομένων στις σχετικές πρόνοιες, άρθρο 12, του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφάλαιο 153.
Μετά από εκτενή ανάλυση της επί του θέματος νομολογίας, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε, σελ. 225-226 της απόφασης, ότι οι αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου που σχετίζονται με τη δεκτότητα μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε με τρόπο παράνομο, τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο, με μόνη επιφύλαξη την εξασφάλιση της μαρτυρίας κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι η μαρτυρία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία, δεν την καθιστά απαράδεκτη. Αντιθέτως, όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική αξία, τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της. Ένα κομμάτι μαρτυρίας, δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο, επειδή είναι ενοχοποιητικό. Τέτοιος επηρεασμός υπάρχει, αν η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη. Συνεπώς, ο δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο» της δίκης.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως, τελικά, παρέμεινε χωρίς αντίκρουση, ικανοποιήθηκε ουσιαστικά η νομοθετική επιταγή για παροχή της αναγκαίας συγκατάθεσης. Πέραν τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς επηρεασμού, υπό την πιο πάνω έννοια και με δεδομένη την υπερίσχυση του συμφέροντος της δικαιοσύνης, όπως οι περιστάσεις της υπόθεσης καθόριζαν. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η οπτικογραφημένη κατάθεση της παραπονούμενης λήφθηκε υπό τις συνθήκες που έχουμε ήδη παραθέσει, δεν αποτελεί παράγοντα που οδηγούσε σε δυσμενή επηρεασμό του Εφεσείοντα, τέτοιο που υπερίσχυε της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας.
΄Αλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι οι πρόνοιες που αφορούν στη λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης στις περιπτώσεις μαρτύρων οι οποίοι χρήζουν βοήθειας, δυνάμει του υπό αναφορά περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, σκοπό έχουν την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων αυτών, εν προκειμένω των ανηλίκων και τη διαμόρφωση και κατοχύρωση ενός ασφαλούς πλαισίου εμπιστοσύνης και προστασίας του θύματος.
Συμπληρώνουμε, προς ολοκλήρωση του υπό εξέταση λόγου έφεσης, ότι η υπόθεση Α.Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 140, στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, δεν παρέχει ασφαλή καθοδήγηση ως προς το ζήτημα της αποδοχής μαρτυρίας κατά παράβαση νομοθετικής διάταξης. Μεταξύ άλλων λόγων, αφορούσε και λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης. Επί του θέματος, το Εφετείο ασχολήθηκε, παρεμφερώς (σελίδες 144-145), σε σχέση με τη λήψη της από αστυνομικό του αντίθετου φύλου από το θύμα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν. 119(Ι)/2000. Καταγράφεται η διαπίστωση και μόνο ότι στην υπόθεση δεν τηρήθηκε η πιο πάνω ρητή πρόνοια του άρθρου 9, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση ως προς την εξέταση των συνεπειών της παράλειψης αυτής.
Ως αποτέλεσμα, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, είναι έκθετος σε απόρριψη.
Ο έβδομος λόγος έφεσης, εδράζεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε συναντήσεις με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, προτού αυτή κληθεί να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι συναντήσεις αυτές δεν περιορίζονταν σε διαδικαστικά θέματα και πως παρατηρείται παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.
Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας μας πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη, απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (Παπανδρέα Αθανάση (ανωτέρω)).
Η αρχή της ισότητας των όπλων, βασίζεται στην εξισορρόπηση και συνεπάγεται ότι οποιοδήποτε μέρος της διαδικασίας - η οποία, ως λέχθηκε, εξετάζεται στο σύνολό της - πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του στο Δικαστήριο κάτω από συνθήκες που δεν το θέτουν σημαντικά σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (Parris (ανωτέρω)).
Τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, δεν αφήνουν περιθώρια αποδοχής της, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, θέσης περί παραβίασης της αρχής της ισότητας των όπλων. Όπως ορθά προσέγγισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι συναντήσεις που έλαβαν χώραν, δεν ξέφυγαν από τα επιτρεπτά όρια, αφού κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από την ενώπιόν του μαρτυρία. Κατά προέκταση, ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης, όπως διασαφηνίζεται στην αιτιολογία του, συνδέεται με τον ένατο λόγο έφεσης και καλύπτει το ζήτημα της επιβληθείσας ποινής. Προβάλλεται ότι, λανθασμένα και αντινομικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τα ευρήματα της κλινικής ψυχολόγου, ΜΚ8, και ειδικότερα ότι το θύμα παρουσιάζει οξεία διαταραχή μετατραυματικού στρες. Εδράζεται το παράπονο στη θέση ότι το αναπτυξιακό ιστορικό, στοιχείο απαραίτητο για κατάληξη σε πόρισμα, λήφθηκε από νοσηλευτική λειτουργό η οποία δεν κλήθηκε ως μάρτυρας και δεν καταδείχθηκε, κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι η εν λόγω λειτουργός κατέγραψε ορθά τα όσα της λέχθηκαν από τη ΜΚ3, μητέρα της παραπονούμενης. Με τον ένατο λόγο έφεσης προωθείται η εισήγηση ότι οι επιβληθείσες ποινές, σε μια εκάστη των κατηγοριών, είναι έκδηλα υπερβολικές, αφού λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα, ότι επρόκειτο για περίπτωση επαναλαμβανόμενης σεξουαλικής κακοποίησης.
Οι λόγοι έφεσης 5 και 9 θα εξετασθούν σε μια ενότητα, τονίζοντας όμως, εξ αρχής, ότι η κατάληξή μας, ως προς την απόρριψη των λόγων έφεσης που αφορούσαν την καταδίκη σε όλες τις κατηγορίες, εκθεμελιώνει το βασικό υπόβαθρο στήριξης του παραπόνου περί έκδηλα υπερβολικών ποινών, το οποίο εδράζεται στην απουσία επαναλαμβανόμενης σεξουαλικής κακοποίησης.
Παρά τα πιο πάνω, σημειώνεται ότι το Κακουργιοδικείο ανέλυσε σε έκταση τη μαρτυρία της ΜΚ8, στις σελίδες 42-50 της απόφασης και έδωσε πειστικές εξηγήσεις ως προς την αποδοχή της διάγνωσής της. Προσθέτουμε μόνο ότι τα όσα κατέθεσε η μάρτυρας δεν αντικρούσθηκαν, ούτε και της υποβλήθηκε ότι η μη λήψη του ιστορικού από την ίδια, ενόψει μάλιστα και της ψυχοδιαγνωστικής συνέντευξης που είχε με την παραπονούμενη, επηρέασε στην αξιολόγησή της.
Εν πάση περιπτώσει, η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας, μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής, από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).
Τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιακών δικαιωμάτων των παιδιών, όσον αφορά την προστασία και την φροντίδα, που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους. Το Κακουργιοδικείο αναλογίστηκε τη σοβαρότητα των κατηγοριών στις οποίες κλήθηκε να επιβάλει ποινή. Ορθά αντίκρυσε το σύνολο των ενώπιόν του δεδομένων κατά την επιμέτρηση της ποινής και έλαβε υπόψη του όλους τους παράγοντες, προσδίδοντάς τους τη βαρύτητα που τους αρμόζει, στα όρια που η νομολογία επιτάσσει. Ορθά καθοδηγούμενο, επέβαλε τις αρμόζουσες ποινές και, με καταγραμμένη την αιτιολογημένη του κρίση, δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης στο Εφετείο.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται στην ολότητά τους και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΦ.