ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Αιτητής-Εφεσίβλητος 2 εμφανίζεται προσωπικά CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΕΛΛΗΝΑ κ.α., ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 86/19, 9/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B237

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 86/19

 

09 IΟΥΛΙΟΥ 2020

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ

ΚΑΙ

 

                             1.  XXX ΕΛΛΗΝΑ

                             2.  XXX ΛΟΗ

                             3.  XXX ΠΑΥΛΟΥ

                             4.  XXX ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

--------------------

 

Αίτηση ημερ. 12.5.2020

 

Αιτητής-Εφεσίβλητος 2 εμφανίζεται προσωπικά

Όλγα Σοφοκλέους (κα) για την Καθ΄ ης η Αίτηση - Εφεσείουσα, για Γ.Ε.

--------------------------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η  απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

-------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.    Ο Αιτητής/Εφεσίβλητος 2, αιτείται με την υπό εξέταση αίτηση του τις ακόλουθες θεραπείες:

 

"1.   Δήλωση τον Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η διαδικασία της παρούσας υπόθεσης έχει καθυστερήσει.

 

2.    Δήλωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος πού συνολικά διέρρευσε θεωρείται εκτός τoυ εύλογου διαστήματος μέσα στο οποίο θα έπρεπε να εξακριβωθεί η ποινική ευθύνη του εφεσίβλητού 2 - αιτητή.

 

3.    Απόφαση ή/και διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου διατάπον την απόρριψη της Ποινικής Έφεσης αρ. 86/2019 εις ότι αφορά τον εφεσίβλητο 2- αιτητή.

 

4.    Οιαδήποτε άλλη Θεραπεία ήθελε το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει δίκαιη ή / και εύλογη υπό τις περιστάσεις."

 

Η Αίτηση στηρίζεται σε Ένορκη Δήλωση του Αιτητή ημερ. 12.5.2020 όπου προβάλλεται ότι η ανακριτική διαδικασία άρχισε στις 30.3.2015 και η ποινική υπόθεση με αριθμό 2282/2016 καταχωρήθηκε στις 2.2.2016.  Ο ίδιος συνελήφθη στις 18.1.2016 και εξεδόθη εναντίον του Διάταγμα κράτησης του για 14 ημέρες για σκοπούς ανάκρισης.  Στις 17.3.2016 η άνω ποινική υπόθεση παραπέμφθηκε για εκδίκαση από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού.  Ακολούθως προβάλλεται ότι η άνω ποινική υπόθεση "αποφασίστηκε στις 15 Μαΐου 2019 και ότι η συνολική εκκρεμοδικία διάρκησε 38 μήνες περίπου".  Ακολούθησε η καταχώρηση της Ποινικής Έφεσης με αριθμό 86/2019 υπό του Γενικού Εισαγγελέα η οποία δεν έχει ακόμα οριστεί. Θεωρεί ως εκ τούτου ότι ο συνολικός χρόνος που διέρρευσε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, 51 σχεδόν μήνες, είναι εκτός του εύλογου διαστήματος μέσα στο οποίο θα έπρεπε να εξακριβωθεί η ποινική του ευθύνη.

 

Ο Καθ΄ ου η Αίτηση/Εφεσείων, καταχώρησε ένσταση όπου προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι:

 

"1.   Η αίτηση στερείται οποιασδήποτε νομικής βάσης, είναι απαράδεκτη και/ή ασκείται καταχρηστικά και/ή για αλλότριους σκοπούς.

2.    Η καθυστέρηση στην εκδίκαση Ποινικών Εφέσεων δεν αποτελεί λόγο απόρριψής των.

3.    Η ποινική ευθύνη και/ή η έλλειψη αυτής έχει ήδη επιδικαστεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν είναι απαγορευτικό για τη Δημοκρατία να ασκήσει 'Εφεση εναντίον της αθωωτικής απόφασης, λόγω του χρόνου που μεσολάβησε, είτε για την καταχώρηση της 'Εφεσης, είτε για την εκδίκαση της υπόθεσης.

4.    Εάν αυτό που αναζητεί ο Αιτητής είναι η επίσπευση της διαδικασίας ακρόασης της Ποινικής 'Εφεσης 86/19, μπορεί να προβεί στα κατάλληλα διαβήματα γι ' αυτό.

5.    Όσα επικαλείται ο Αιτητής είναι θέματα που ενδεχομένως να συζητηθούν κατά την ακρόαση της Έφεσης."

 

Λαμβάνοντας υπόψιν ότι η αίτηση και η παρουσίαση της έγινε από τον ίδιο τον αιτητή ο οποίος δεν είναι νομικός, δεν θα εξετάσουμε αυστηρά την αίτηση του αναφορικά με την νομική της βάση.  Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να πούμε ότι και η ένσταση δεν είναι υπό τις περιστάσεις η αναμενόμενη. Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την ουσία της αίτησης.

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ)  διασφαλίζουν το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός εύλογου χρόνου.  Σκοπείται με αυτόν τον τρόπο η υπογράμμιση της σπουδαιότητας απονομής της Δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της.  Περαιτέρω οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι προστατεύονται από μακρά  αβεβαιότητα για την τύχη τους (Βλ. H. v. France (1990) 12 E.H.R. 74,  Stogmuller v. Austria [1979-80] 1 E.H.R.R. 155).

 

Το τι είναι "εύλογος χρόνος" και τι πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν προκειμένου να κριθεί αυτός, έχουν εξεταστεί τόσο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αλλά και από τα κυπριακά Δικαστήρια. Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223 λέχθηκαν:

 

«Το εύλογο διάστημα αποφασίζεται με καθιερωμένα κριτήρια όπως, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για εκείνον που υποβάλλει το αίτημα, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του αιτούντος. Στη Σειρά «Θεσμικά Κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης» των Donna Gomien, David Harris, Leo Zwaak, σε επιμέλεια και μετάφραση των Γαβριήλ Αμίτση και Έφης Τσατσαρέλη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά: 

 

'Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας είναι προφανώς αντικειμενικό γεγονός, εφόσον βέβαια είναι γνωστά  τα χρονικά της ορόσημα, υπεισέρχονται όμως και άλλοι παράγοντες όταν χρειάζεται να εκτιμηθεί ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο εφάρμοσαν ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

 

α. την πολυπλοκότητα της υπόθεσης

β. τη σημασία για τους αιτούντες

γ. τη στάση των αρχών

δ. τη συμπεριφορά του ίδιου του αιτούντα.'

 

Στην ανάλυση που ακολουθεί, και σε αναφορά με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, επισημαίνεται πως αυτή σχετίζεται ταυτόχρονα με θέματα πραγματικών περιστατικών και δικαίου, όπως η φύση και σοβαρότητα των συγκεκριμένων ζητημάτων και παραβάσεων, ο αριθμός των ζητημάτων και των αξιόποινων πράξεων που μελετώνται στην ίδια υπόθεση, η φυσική και χρονολογική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σε σχέση δε με τη σημασία που το ζήτημα έχει για τον αιτούντα, σημειώνεται πως εφαρμόζεται γενικά πιο αυστηρό κριτήριο όταν πρόκειται για ποινικές διαδικασίες, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προφυλάκιση. Η συμπεριφορά δε αυτού που επικαλείται το δικαίωμα, εδώ του εφεσίβλητου, μη συνεργασίας ή κωλυσιεργίας λαμβάνεται επίσης υπόψη.

 

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στις εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (Νο.13), αναφορικά με το άρθρο 6 της Σύμβασης, όπου γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις, στις οποίες η επίμαχη χρονική περίοδος κρίθηκε εύλογη ή μη ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά στην κάθε υπόθεση. Και αυτή ποικίλλει. Ειδικότερα, στο σύγγραμμα των D.J.Harris, M.O΄ Boyle, C.Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, διαβάζουμε τα εξής:

 

'The reasonableness of the length of proceedings in both criminal and non-criminal cases depends on the particular circumstances of the case. There is no absolute time limit.  Factors that are always taken into account are the complexity of the case, the conduct of the applicant and the conduct of the competent administrative and judicial authorities. No particular factor is conclusive; the approach must be to examine them separately and then to assess their cumulative effect. Although particular instances of delay attributable to the state may not seem unreasonable, they may be such when taken together. No margin of appreciation doctrine is applied, at least expressly, when determining the reasonableness of the time taken; the European Court simply makes its own assessment of the length of time taken. When it does so, it must bear in mind that Article 6 can only require such expedition as is consistent with the proper administration of Justice. 

 

As to the first of the three factors listed above, a case may be complicated for many reasons, such as the volume of evidence, the number of defendants or charges, the need to obtain expert evidence or evidence from abroad, or the complexity of the legal issues involved.'

 

Σε μετάφραση:

 

'To εύλογο του χρόνου της δικαστικής διαδικασίας τόσο στις ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Δεν υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Παράγοντες που πάντοτε λαμβάνονται υπόψη είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του αιτητή και η συμπεριφορά των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Κανένας ειδικός παράγοντας δεν είναι καθοριστικός. Η ορθή προσέγγιση είναι, η εξέταση πρώτα των παραγόντων ξεχωριστά και μετά να υπολογιστούν οι σωρευτικές τους επιπτώσεις.  Μολονότι, ειδικές περιπτώσεις αργοπορίας που βαρύνουν την πολιτεία μπορεί να μη φαίνονται εύλογες, δυνατόν να κριθούν εύλογες, αν οι πιο πάνω παράγοντες προσμετρήσουν. Δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρχή αναφορικά με το χρονικό τούτο διάστημα, τουλάχιστον ρητά, όταν υπολογίζεται το εύλογο του χρόνου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απλά υπολογίζει το ίδιο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν δε το κάνει αυτό, πρέπει να έχει υπόψη του ότι το Άρθρο 6 απαιτεί μόνο τέτοια ταχύτητα η οποία θα είναι συμβατή με τον ορθό τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης'.»

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν περιορίζεται στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης και στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Έχει αναφερθεί και σε άλλους παράγοντες. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι το τί διακυβεύεται για τον κατηγορούμενο. Ως εκ τούτου χρειάζεται ειδική επιμέλεια σε υποθέσεις που αφορούν στην απασχόληση του κατηγορουμένου, την πολιτική υπόσταση του, την ψυχική του υγεία ή τον τίτλο του επί της ακίνητης ιδιοκτησίας ή όπου είναι θέμα τροχαίου ατυχήματος.

 

Στο πιο πάνω σύγγραμμα υποδεικνύεται ότι σε όλες τις υποθέσεις όπου η διαδικασία κράτησε πάνω από 8 χρόνια ή περισσότερο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχεδόν πάντοτε διαπίστωνε παραβίαση του αρ. 6(1). Στο άλλο άκρο - σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συγγραφείς - σε υποθέσεις όπου τα γεγονότα συνηγορούσαν υπέρ μιας συγκεκριμένης ανάγκης για επιτάχυνση, περίοδος 2 ετών κρίθηκε μη εύλογος (H. v. U.K. A120 [1987]). Ανάμεσα σ' αυτά τα άκρα - συμπληρώνουν οι ευπαίδευτοι συγγραφείς στη σελ. 229 - το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι μερικές υποθέσεις που διήρκεσαν 6 ή 7 χρόνια δεν συνεπάγοντο παραβίαση του αρ. 6(1) όπου υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που το δικαιολογούσαν (Vernillo v. France A198 [1991] - 7 χρόνια: σφάλμα των μερών) και έκρινε διαδικασίες που κράτησαν 3 με 5 χρόνια σε άλλες υποθέσεις ότι πήραν μη εύλογο χρόνο (Foti v. Italy A56 [1982] - 3 χρόνια).  Οι ευπαίδευτοι συγγραφείς καταλήγουν ως εξής στη σελ. 230:

 

"Whatever the approach, one would expect that whenever a period of unjustifiable and other than de minimis delay can be attributed to the state, the Court would find a breach of Article 6. In fact, however, it does not always do so. Although it requires periods when little or nothing has happened in order find a breach, the Court has been prepared to tolerate some proven instances of delay provided the overall length of the proceedings is not clearly excessive given the number of stages of proceedings in the case."

 

Σε μετάφραση:

 

«Οποιαδήποτε και να είναι η προσέγγιση, ένας θα ανέμενε ότι οσάκις μια περίοδος αδικαιολόγητης και άλλης από de minimis καθυστέρησης μπορεί να αποδοθεί στην Πολιτεία, το Δικαστήριο θα διαπιστώσει παραβίαση του αρ. 6. Ωστόσο ως γεγονός δεν το πράττει πάντοτε. Αν και χρειάζεται περιόδους όπου έγιναν λίγα ή τίποτε για να διαπιστώσει παραβίαση, το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να ανεχθεί ορισμένες αποδεδειγμένες περιπτώσεις καθυστέρησης νοουμένου ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν είναι σαφώς υπερβολική δεδομένου του αριθμού των σταδίων της διαδικασίας στην υπόθεση.»

 

Στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου αρχίζει από την ημερομηνία της διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την ημερομηνία της τελικής εκδίκασης της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας της εφέσεως (Eckle v. Federal Republic of Germany [1983] 5 E.H.R.R. 1).

 

Όπως έχει νομολογηθεί το αντικείμενο του Άρθρου 30.2 δεν είναι η παραγραφή των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων στην πολιτική δίκη ή της ποινικής ευθύνης του Κατηγορουμένου, αλλά ο καθορισμός του πλαισίου για την έγκυρη διαπίστωση τους (βλ. Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 A.A.Δ. 232).  Συνεπώς η αίτηση του Αιτητή/Εφεσίβλητου για εκδίκαση του εγειρόμενου υπ΄ αυτού θέματος στο στάδιο αυτό και όχι στα πλαίσια της διαδικασίας της Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Πέραν όμως του πιο πάνω που είναι απόρροια των αρχών της νομολογίας, θα προσθέταμε ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί λόγω και των ελλειπών στοιχείων που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει και τα οποία είναι ανεπαρκή  προκειμένου το Εφετείο να καταλήξει στα 4 κριτήρια όπως αυτά έχουν αναλυθεί πιο πάνω.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,  Δ.

 

                                                            Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                            Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο