ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μαλαχτός, Χάρης Δ. Λοχίας για Ε.Χρ. Πουργουρίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Μ. Μασούρα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 45/2019, 3/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B219

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 45/2019)

 

3 Ιουλίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Δ. Λοχίας για Ε.Χρ. Πουργουρίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μασούρα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων - κατηγορούμενος, 39 ετών, κρίθηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορίες κατοχής παιδικής πορνογραφίας, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων 2 και 8(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 (ο Νόμος). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερες αυτές των τεσσάρων χρόνων στις κατηγορίες 34 και 36 επί του κατηγορητηρίου, οι οποίες αφορούσαν στην κατοχή παιδικής πορνογραφίας, αρχείων φωτογραφίας και βίντεο με παιδικό πορνογραφικό υλικό που απεικόνιζε ρεαλιστικές εικόνες των γεννητικών οργάνων παιδιών κάτω των 13 ετών και παιδιά κάτω των 13 ετών που συμμετέχουν σε πράξεις σεξουαλικού χαρακτήρα.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων συνοψίσθηκαν, για σκοπούς ποινής, από το Κακουργιοδικείο ως ακολούθως:

 

«Στις 08.08.2016 το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έλαβε πληροφορία από το πρόγραμμα CPS -Child Protection System ότι ο κάτοχος χρήστης του ip. Address XXX.134 κατέβαζε αρχεία με παιδικό πορνογραφικό υλικό.  Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι ο χρήστης και κάτοχος του πιο πάνω ip. Address κατά τον επίμαχο χρόνο ήταν ο κατηγορούμενος.

 

Στις 14.08.2016 και μεταξύ των ωρών 10:20-11:45 διενεργήθηκε έρευνα στην οικία του κατηγορούμενου στο XXX από τους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 επί του κατηγορητηρίου  και άλλα μέλη της Αστυνομίας, δυνάμει δικαστικού εντάλματος.  Κατά την έρευνα ο Μ.Κ.2 διενήργησε προκαταρκτικό έλεγχο στο φορητό υπολογιστή μάρκας ACER, S/N XXX604BO1601 στην παρουσία του κατηγορούμενου.  Κατά τον προκαταρκτικό έλεγχο, ο Μ.Κ.2 εντόπισε 160 αρχεία βίντεο και 110 αρχεία φωτογραφίας με παιδικό πορνογραφικό υλικό.  Ο Μ.Κ.3 συνέλαβε τον κατηγορούμενο για το αυτόφωρο αδίκημα της κατοχής παιδικής πορνογραφίας, του επέστησε την προσοχή του στο νόμο και αυτός απάντησε, «παραδέχομαι».

 

Κατά την έρευνα, εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν αριθμός Τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:

 

1.            Σκληρός δίσκος μάρκας Seagate με S/XXX6FO (Τεκμήριο 1)

2.            Σκληρός δίσκος μάρκας HITACHI με S/N XXXJXH (Τεκμήριο 2)

3.            Φορητός υπολογιστής μάρκας ACER με S/N

                XXX604BO1601 (Τεκμήριο 12).

 

Την ίδια μέρα, ήτοι στις 14.08.2016, ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού όπου του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση.  Στην κατάθεση του, παραδέχτηκε πως γνώριζε τι ήταν το παιδικό πορνογραφικό υλικό, πως κατέβαζε παιδικό πορνογραφικό υλικό μέσω του λογισμικού προγράμματος Peer2Peer Lemonwire χρησιμοποιώντας τη λέξη κλειδί PTHC (preteen hard core - σκληρό προεφηβικό) και ότι φύλαγε το εν λόγω υλικό σε φάκελο στον υπολογιστή του.

 

Την επόμενη μέρα, ήτοι στις 15.08.2016, ο Μ.Κ.3 συνέλαβε με δικαστικό ένταλμα τον κατηγορούμενο. Του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και αφού του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο, αυτός απάντησε «όχι».

 

 

Στις 19.01.2017 o M.K.2 παρέδωσε στο Μ.Κ.3 ένα σκληρό δίσκο στον οποίο είχε εξαγάγει όλα τα αρχεία εικόνας και βίντεο που υπήρχαν στα Τεκμήρια που παραλήφθηκαν από την κατοικία του κατηγορούμενου (συνολικός αριθμός αρχείων φωτογραφίας 927.133 και αρχείων βίντεο 2387). Μεταξύ των ημερομηνιών 21.01.2017 με 24.03.2017, μέσω του λογισμικού προγράμματος Net Clean, o M.K.3 ξεκαθάρισε ποια αρχεία αφορούσαν παιδικό πορνογραφικό υλικό. Στις 24.03.2017, ο Μ.Κ.3 παρέδωσε στο Μ.Κ.2, το σκληρό δίσκο με την κατηγοριοποίηση του υλικού παιδικής πορνογραφίας προς συνέχιση των εξετάσεων του.  Στις 28.03.2017, ο Μ.Κ.2 παρέδωσε στο Μ.Κ.3 την έκθεση με τα ευρήματα του καθώς και όλα τα Τεκμήρια που είχαν κατασχεθεί.

 

Στις 18.07.2017, ο Μ.Κ.3 κατηγόρησε γραπτώς τον κατηγορούμενο και αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, αυτός παραδέχτηκε τη διάπραξη των αδικημάτων.»

 

 

 

 

Το Κακουργιοδικείο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, αναφέρθηκε στο σκοπό του Νόμου, στην έξαρση που παρατηρείται σε τέτοιας φύσεως αδικήματα, στη σοβαρότητα των κατηγοριών - σημειώνοντας ότι η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας με παιδιά κάτω των 13 ετών, αντιμετωπίζεται με ποινή φυλάκισης διά βίου - και στην προσέγγιση των Δικαστηρίων ως προς το ύψος των ποινών που επιβάλλονται, όπως σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας έχει καθορισθεί (Γενικός Εισαγγελέας ν. Jason Niland, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 18/2017, ημερ. 14.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B79, Γενικός Εισαγγελέας ν. Άδωνης Νικολάου, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 185/2016, ημερ. 20.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B118 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Andrii Tvardorsky, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 95/2017, ημερ. 26.3.2018).

 

Η πλευρά του Εφεσείοντα προσβάλλει την πρωτόδικη κατάληξη επί της ποινής, την οποία χαρακτηρίζει ως έκδηλα υπερβολική. Στην αιτιολογία του μοναδικού λόγου έφεσης τίθεται ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν έδωσε την δέουσα βαρύτητα σε παράγοντες μετριαστικούς της ποινής του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, εσφαλμένα έλαβε υπόψη του κάποια στοιχεία και/ή γεγονότα ως επιβαρυντικούς της ποινής παράγοντες. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η ποινή του Εφεσείοντα κατέστη έκδηλα υπερβολική.»

 

΄Ηταν η σχετική προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι εάν ήθελε κριθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε ορθά τα ενώπιόν του δεδομένα, «... τότε σίγουρα η ποινή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί έκδηλα υπερβολική.». Πλην όμως, είναι η θέση του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε καθότι: (α) δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην παραδοχή του Εφεσείοντα, (β) δεν συνεκτίμησε στα ορθά πλαίσια τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα και ιδίως το ψυχολογικό του ιστορικό και (γ) δεν προσέδωσε τη δέουσα, βαρύνουσα σημασία,  στο διαρρεύσαν διάστημα μεταξύ του χρόνου διάπραξης των αδικημάτων και επιβολής της προσβαλλόμενης ποινής.

 

Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ρίκκος Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, υπενθυμίζονται οι αρχές που διέπουν το ζήτημα ενεργοποίησης της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επανακαθορισμό επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου επί επιβληθείσας πρωτοδίκως ποινής, επαναλαμβάνονται στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 5.10.2016, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.»»

 

 

 

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).

 

Ως προς το πρώτο παράπονο του Εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο, κατά την εξέταση των μετριαστικών παραγόντων, σημείωσε την άμεση παραδοχή του κατηγορούμενου, αναφέροντας, ταυτόχρονα, ότι «. δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι το παράνομο υλικό εντοπίσθηκε από την Αστυνομία στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του και στους σκληρούς δίσκους του.». Θέτει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι τα πιο πάνω δεν συνιστούν ορθό τρόπο προσέγγισης της παραδοχής ενός κατηγορούμενου και ότι δεν υπάρχει κανόνας δικαίου, ούτε και ανάλογη νομολογιακή αρχή, που να καθιερώνει ότι ένα πρόσωπο που συλλαμβάνεται επ΄ αυτοφώρω δεν μπορεί να επικαλεσθεί ως μετριαστικό παράγοντα την παραδοχή του.

 

Δεν εντοπίζουμε να παρείσφρησε σφάλμα αρχής στην αντίκριση του θέματος από το Κακουργιοδικείο. ΄Ο,τι εξάγεται από  το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης είναι πως η παραδοχή του κατηγορούμενου λήφθηκε υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, χωρίς να παραβλέπονται όμως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το παράνομο υλικό εντοπίσθηκε, οι οποίες παρείχαν μηδαμινά περιθώρια αντίδρασης (Niland ανωτέρω) και χωρίς αμφιβολία οδηγούσαν στη σύνδεση του Εφεσείοντα με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε και, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος.

 

Οι προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντα επίσης λήφθηκαν υπόψη στα ορθά πλαίσια από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ηταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορού του κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι με βάση το τραυματικό παρελθόν του κατηγορούμενου και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, αυτός θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως άτομο με μειωμένη υπαιτιότητα. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε αυτό τον ισχυρισμό και κατέληξε ότι στην ενώπιόν του υπόθεση δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία προς τεκμηρίωσή του. Προχωρώντας, πρόσθεσε ότι η σεξουαλική κακοποίηση που ο κατηγορούμενος είχε υποστεί σε παιδική ηλικία, «.. η οποία τον στιγμάτισε, τον καθιστούσε καλύτερο γνώστη, από οποιοδήποτε άλλο μέσον άνθρωπο του εξευτελισμού που δέχεται το θύμα και ήταν ένας επιπρόσθετος λόγος που αυτός θα έπρεπε να απόσχει από τέτοιες παράνομες ενέργειες που μοναδικό σκοπό έχουν την εκμετάλλευση ανυπεράσπιστων παιδιών.». Η αναφορά αυτή του Δικαστηρίου είναι, κατά τον συνήγορο, εντελώς αυθαίρετη και λήφθηκε ως επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος του Εφεσείοντα.

 

Με όλο το σεβασμό, δεν εντοπίζουμε η πρωτόδικη προσέγγιση να επενέργησε αρνητικά εις βάρος του Εφεσείοντα, αφού τα όσα, ως ανωτέρω, κατέγραψε το Κακουργιοδικείο, δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε κατά τρόπο εσφαλμένο το διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της επιβολής ποινής, επίσης δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό.

 

Κατ΄ αρχάς, αφορά διάστημα δυόμισι περίπου ετών και σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης μεγάλο μέρος του αφορούσε στη μελέτη του τεράστιου αριθμού αρχείων για τον εντοπισμό του παιδικού πορνογραφικού υλικού και την κατηγοριοποίησή του. Επρόκειτο για περίπλοκη υπόθεση και, σε ό,τι αφορούσε την πορεία της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε ιδιαίτερη καθυστέρηση. Σημειώνουμε, επί του προκειμένου, ότι οι πλείστες αναβολές δόθηκαν κατόπιν αιτημάτων της υπεράσπισης. Εν πάση δε περιπτώσει, η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε μεταξύ του χρόνου ολοκλήρωσης του ανακριτικού έργου και της καταχώρησης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν ήταν βαρύνουσας σημασίας ή τέτοιας μορφής που να δικαιολογεί οποιοδήποτε παράπονο (Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562). Ούτως ή άλλως, η καθυστέρηση, ως μετριαστικός παράγοντας, συναρτάται και με τη μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη, αλλά και με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543). Στην ενώπιόν μας περίπτωση, δεν τεκμηριώθηκε να έχουν μεταβληθεί οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του κατηγορούμενου - Εφεσείοντα σε τέτοιο βαθμό, που να δικαιολογείται οποιαδήποτε επίκληση του χρόνου που διέρρευσε, ως παράγοντα αποφασιστικής σημασίας προς μετριασμό της ποινής, ούτε και τέθηκε ζήτημα παραβίασης της ως άνω συνταγματικής πρόνοιας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κατ΄ επανάληψη την ευκαιρία να καταγράψει τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της μορφής. Στην απόφαση Niland (ανωτέρω), τονίστηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και επαναλαμβάνουμε:

 

«Με το Νόμο, Ν.91(Ι)/2004, εισάγονται αυστηρότερες ποινές για τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας. Αναγνωρίζεται ότι αυτής της μορφής τα εγκλήματα συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιακών δικαιωμάτων των παιδιών, όσον αφορά την προστασία και τη φροντίδα, που είναι αναγκαίες για την ευημερία τους. Η Κυπριακή Δημοκρατία, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 34 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία έχει υπογράψει και κυρώσει, ανέλαβε την υποχρέωση προστασίας των παιδιών από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής κακοποίησης. Συνεπώς, η εισαγωγή αυστηρότερων ποινών από το Νόμο προέκυψε ως επιτακτική, αφού τέτοιας φύσεως αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση και επιφέρουν ολέθριες συνέπειες.

 

........................................................................

 

Η αναχαίτηση των υπό αναφορά εγκληματικών  συμπεριφορών, απότοκο των οποίων είναι η σύνθλιψη του ψυχικού κόσμου των παιδιών, ο εξευτελισμός της προσωπικότητας των οποίων  συνεχίζει με την προβολή του εν λόγω πορνογραφικού υλικού,  καθιστά αδήριτη ανάγκη την καταφυγή των Δικαστηρίων σε επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν ήταν ορθή πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο λευκό ποινικό μητρώο και στις προσωπικές συνθήκες. Προέχει η διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών. Η δε παραδοχή, ήταν  περιορισμένης σημασίας, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη αφενός ότι δεν ήταν άμεση και αφετέρου τα μηδαμινά περιθώρια αντίδρασης.»

 

 

 

 

Υπό το πρίσμα όλων των πιο πάνω, η ενώπιόν μας έφεση κρίνεται ως εντελώς ανεδαφική. Είναι φανερό από την έκταση της ποινής η οποία επιβλήθηκε τελικά, ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του, στον υπέρτατο επιτρεπτό βαθμό, όλους τους σχετικούς μετριαστικούς παράγοντες.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                              

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο