ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:B210
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 36/19
1η IΟΥΛΙΟΥ 2020
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
SAFWAN xxx
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑΣ
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ
--------------------
Στ. Αλβάνης για Χρίστο Αδάμου, για τον Εφεσείοντα
Π. Αβρααμίδης, για την Εφεσίβλητη
--------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της Κατοχής Αρχαιοτήτων χωρίς να ειδοποιήσει και εφοδιάσει τον Διευθυντή Αρχαιοτήτων με κατάλογο των τοιούτων Αρχαιοτήτων κατά παράβαση των άρθρων 2, 33(1)(3) και 34 των Περί Αρχαιοτήτων Νόμου ΚΕΦ. 31 όπως τροποποιήθηκε.
Η κατοχή υπό του Εφεσείοντα τριών οινοχόων της κλασσικής περιόδου και το γεγονός ότι αυτός παρέλειψε να ειδοποιήσει και εφοδιάσει τον Διευθυντή Αρχαιοτήτων με κατάλογο στον οποίο θα τις περιέγραφε όπως ο Νόμος ορίζει, δεν αμφισβητείται. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι πρόκειται περί Αρχαιοτήτων. Εκείνο που ο Εφεσείοντας αμφισβητεί, όπως και πρωτόδικα αμφισβήτησε, είναι ότι το Άρθρο 33(3) του ΚΕΦ. 31 δεν δημιουργεί αδίκημα αυστηρής/απόλυτης ευθύνης αλλά θα πρέπει να αποδειχθεί η εγκληματική πρόθεση του κατηγορουμένου, στοιχείο το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, εσφαλμένα τον έκρινε ένοχο στην κατηγορία που αντιμετώπιζε χωρίς να αποδειχθεί η εγκληματική του πρόθεση (mens rea).
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Αστυνομία στις 4 Απριλίου 2015, στα πλαίσια ερεύνης δυνάμει δικαστικού εντάλματος ερεύνης στο διαμέρισμα διαμονής του Εφεσείοντα, βρήκε σε ερμάρι γραφείου τρεις οινοχόες της ακόσμητης κεραμικής που χρονολογούνται στην κλασσική περίοδο 6ου με 5ου π.Χ. αιώνα. Τα αγγεία αυτά εμπίπτουν στον Περί Αρχαιοτήτων Νόμο και η κατοχή τους χωρίς την άδεια του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων απαγορεύεται.
Να σημειωθεί ότι η εκδοχή του Εφεσείοντα ότι δεν γνώριζε ότι οι τρεις οινοόχες είναι αρχαιότητες εισήχθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο με ανώμοτη δήλωση στην οποία όμως το Δικαστήριο απέδωσε "μηδενική αξία". Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλεται και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει.
Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου "Αρχαιότητα" σημαίνει:
"αρχαιότητα" σημαίνει κάθε αντικείμενο είτε κινητό είτε τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας, το οποίο αποτελεί έργο αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, γραφικής, ζωγραφικής ή οποιασδήποτε γενικά τέχνης, το οποίο έχει με ανθρώπινη ενέργεια παραχθεί, λαξευθεί, γραφεί, ζωγραφισθεί ή γενικά κατασκευασθεί με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε ύλη πριν από τα τελευταία εκατόν χρόνια και το οποίο βρέθηκε, ανακαλύφθηκε ή ανασκάφηκε στην Κύπρο, περιλαμβανομένων των θαλασσίων ζωνών της Κύπρου, και περιλαμβάνει κάθε τέτοιο αντικείμενο ή μέρος του το οποίο έχει προστεθεί, ανακατασκευασθεί, αναπροσαρμοσθεί ή υποκατασταθεί μεταγενέστερα:
Νοείται ότι για έργα εκκλησιαστικής ή λαϊκής τέχνης μεγάλης αρχαιολογικής ή καλλιτεχνικής ή ιστορικής σημασίας, αντί του χρονολογικού οροσήμου των εκατόν χρόνων, θα λογίζεται το έτος 1940 μ.Χ., ανεξάρτητα από τον τόπο κατασκευής ή προέλευσής τους"
Το Άρθρο 33 του Νόμου:
"33.-(1) Κάθε πρόσωπo τo oπoίo κατέχει αρχαιότητες κατά τηv ημερoμηvία έvαρξης ισχύoς τoυ Νόμoυ αυτoύ εvτός περιόδoυ έξι μηvώv από της 1ης Ioυλίoυ 1973, θα εφoδιάζει τo Διευθυvτή με κατάλoγo πoυ περιγράφει τέτoιες αρχαιότητες.
(2) .................
(3) Μετά τηv πάρoδo της χρovικής περιόδoυ τωv έξι μηvώv όπως αvαφέρθηκε πιo πάvω oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo έχει στηv κατoχή τoυ oπoιαδήπoτε αρχαιότητα η oπoία δεv έχει περιληφθεί σε oπoιoδήπoτε κατάλoγo πoυ παρασχέθηκε δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ, εκτός αv αυτό ικαvoπoιήσει τo Δικαστήριo ότι έχει απoκτήσει αυτή vόμιμα δυvάμει τωv όρωv τoυ Νόμoυ αυτoύ, είvαι έvoχo πoιvικoύ αδικήματoς και υπόκειται σε χρηματική πoιvή που δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000) και oπoιαδήπoτε αρχαιότητα αvαφoρικά με τηv oπoία έχει διαπραχτεί τo πoιvικό αδίκημα θα δημεύεται."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα με παραπομπή στην Harding v. Price (1948) 1 All E.R. 283 εισηγήθηκε ότι η επιβολή καθήκοντος ενημέρωσης του Διευθυντή Αρχαιοτήτων για κατοχή αρχαίων προϋποθέτει γνώση ότι τα αντικείμενα αποτελούν αρχαιότητες. Η γνώση αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Η ένοχη σκέψη μπορεί να αποδειχθεί είτε με άμεση είτε με περιστατική μαρτυρία, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης. Στην προκειμένη υπόθεση σύμφωνα με την εισήγηση του ο Εφεσείων/Κατηγορούμενος δεν γνώριζε ότι τα αντικείμενα ήταν αρχαία.
Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσίβλητο ο οποίος υποστήριξε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
"Είναι σαφές ότι το άρθρο που ισχύει στην παρούσα περίπτωση είναι το 33(3) του Νόμου το οποίο, κατά την άποψη μου δημιουργεί αδίκημα αυστηρής απόλυτης ευθύνης αν αποδειχθεί ότι κάποιο πρόσωπο κατέχει αρχαιότητες και δεν έχει λάβει άδεια από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων να τις κατέχει. Το πρόσωπο αυτό έχει εκείνο το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι κατείχε τις αρχαιότητες νόμιμα."
To Privy Council στην υπόθεση Lim Chin Aik (1963) Appeal Cases 160 και το House of Lords στην Warner v. Metropolitan Police Commissioner (1968) 52 Cr. Ap. Rep. 373 ενέκριναν ως locus classicus το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του D. Wright στην Sherras v. De Rutzen (1895) 1 QB 918.
"There is a presumption that mens rea.. is an essential ingredient in every offence; but that presumption is liable to be displaced either by the words of the statute creating the offence or by the subject-matter with which it deals, and both must be considered."
Συναφώς, προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο ένα αδίκημα αυστηράς ευθύνης έχει δημιουργηθεί ή όχι από ένα Νόμο, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί το λεκτικό της διάταξης και έπειτα σε περίπτωση αμφιβολίας από τη φύση του νομοθετήματος όπως και το πρόβλημα το οποίο το νομοθέτημα σκοπεί να επιλύσει. (Βλ. Hailis v. The Police (1982) 2 C.L.R. 99, Island & Tours Ltd v. Κ.Ο.Τ. (1995) 2 Α.Α.Δ. 196)
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, και εξετάζοντας το λεκτικό της διάταξης, Άρθρο 33, καταδεικνύεται, κατά τη γνώμη μας, η δημιουργία αδικήματος αυστηρής ευθύνης. Δεν ενυπάρχει οτιδήποτε στην πρόνοια που να οδηγεί ότι για τη διάπραξη του αδικήματος της κατοχής αρχαιοτήτων άνευ άδειας του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων απαιτείται η απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης (mens rea). Περαιτέρω, είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα που ήθελε ο νομοθέτης να επιλύσει με την ποινικοποίηση της πιο πάνω πράξης είναι η προστασία των αρχαιοτήτων που είναι θέμα κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συναφώς ήταν ορθό στην κατάληξη του ότι πρόκειται περί αδικήματος αυστηρής ευθύνης.
Πέραν όμως των πιο πάνω ακόμη και αν η εισήγηση του Εφεσείοντα είναι ορθή, ότι δηλαδή η εγκληματική πρόθεση (mens rea) είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος και πάλι η καταδίκη του ήτο αναπόφευκτη.
Με την απόδειξη των στοιχείων ότι επρόκειτο περί Αρχαιοτήτων, η κατοχή τους από τον Εφεσείοντα και τέλος η μη περίληψη τους σε κατάλογο όπως ορίζει ο Νόμος σε συνδυασμό ότι η ανώμοτη μαρτυρία του απερρίφθη θα οδηγούσε και πάλι σε καταδίκη του. Όλα αυτά τα στοιχεία ιδωμένα στο σύνολο τους σωρευτικά θα οδηγούσαν και πάλι στην ίδια κατάληξη ως τη μόνη δυνατή.
H Harding v. Price (1948) 1 All E.R. 283 στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα δεν βοηθά τον τελευταίο στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Εκεί αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"If a statute contains an absolute prohibition against the doing of some act, as a general rule mens rea is not a constituent of the offence, but there is all the difference between prohibiting an act and imposing a duty to do something on the happening of a certain event. Unless a man knows that the event has happened, how can he carry out the duty imposed? If the duty be to report, he cannot report something of which he has no knowledge."
Εκεί το Δικαστήριο αποδέκτηκε, από την προσφερθείσα μαρτυρία, ότι ρυμουλκούμενο υπ' αυτού trailer κτύπησε σε σταθμευμένο όχημα. Εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε την εκδοχή του Εφεσείοντα και το σημείο αυτό δεν εφεσιβλήθηκε. Συναφώς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η πιο πάνω απόφαση στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.
Πέραν όμως των ανωτέρω, το αδίκημα υπό εξέταση διεπράχθη στις 4.4.2015 ήτοι πολύ μετά τους έξι μήνες που προβλέπεται από την παράγρ. 1 του Άρθρου 33. Σύμφωνα με το Άρθρο 33(3) μετά την πάροδο των έξι μηνών, απαγορεύεται η κατοχή αρχαιότητας που δεν έχει περιληφθεί σε οποιοδήποτε κατάλογο, δηλαδή μιλούμε για απόλυτη απαγόρευση κατοχής αρχαιότητας και συμφώνως της Harding (άνω) ως γενικός κανόνας η εγκληματική πρόθεση (mens rea) δεν είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
Η έφεση, ως αποτέλεσμα, απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ