ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μαλαχτός, Χάρης Μ. Χατζηδάκης με Μ. Καρπούζη (κα), για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια. Ε. Παπαλοΐζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο-Καθ΄ ου η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΗΣ ΚΑΦΑΡΙΔΗΣ amp;amp; ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 303/2015, 3/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B218

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 303/2015)

 

3 Ιουλίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΑΡΗΣ ΚΑΦΑΡΙΔΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 12.3.20

ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΗΣ

_ _ _ _ _ _

Μ. Χατζηδάκης με Μ. Καρπούζη (κα), για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

Ε. Παπαλοΐζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο-Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _


 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα - αιτήτρια κρίθηκε ένοχη σε σχέση με αδικήματα εδραζόμενα στον περί Εισπράξεως Φόρων Νόμο του 1962, Ν.31/1962 και της επιβλήθηκε χρηματική ποινή. Άσκησε έφεση στις 17.11.2015. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην ακρόαση της υπόθεσης (απόδειξη) στην απουσία της Εφεσείουσας, στερώντας της το δικαίωμα προς υπεράσπιση και παραβιάζοντας κανόνες φυσικής δικαιοσύνης (λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5). Τίθεται επίσης, μέσω του τέταρτου λόγου έφεσης, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι αυθαίρετη, μη αιτιολογημένη και προϊόν πλημμελούς απονομής της δικαιοσύνης, «.. αφού τα γεγονότα που προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκή για απόδειξη της κατηγορίας ενόψει και εκκρεμούσης της ένστασης επί της αμφισβητηθείσας επιβληθείσας φορολογίας».

 

Το περίγραμμα αγόρευσης της Εφεσείουσας καταχωρήθηκε στις 28.12.2018. Το αντίστοιχο περίγραμμα της Εφεσίβλητης δεν κατέστη δυνατό να καταχωρηθεί και ένας από τους λόγους που προβλήθηκαν προς αιτιολόγηση της καθυστέρησης, ήταν η θέση ότι τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας δεν ανευρίσκονταν. Στις 28.2.2020 ο δικηγόρος που χειρίζεται πλέον την υπόθεση για την Εφεσείουσα, ζήτησε χρόνο προκειμένου να προχωρήσει σε καταχώρηση αίτησης προς τροποποίηση των λόγων έφεσης. Σχετική αίτηση καταχωρήθηκε στις 12.3.2020 και συνιστά το αντικείμενο της παρούσας απόφασης. Αξιώνεται διάταγμα προς παροχή άδειας για τροποποίηση των υφιστάμενων λόγων έφεσης, με την προσθήκη έκτου λόγου έφεσης και για τροποποίηση των λόγων έφεσης 1, 2 και 5, ως ακολούθως:

 

«6ος Λόγος ΄Εφεσης

 

Η απόφαση ή/και διαταγή ή/και η επιβληθείσα ποινή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Φορολογική Αίτηση υπ΄ αριθμόν 4/14 είναι νομικά εσφαλμένη ή/και αυθαίρετη ή/και παράνομη ή/και αποτελεί προϊόν πλημμελούς απονομής της δικαιοσύνης.

 

Αιτιολογία 6ου λόγου Εφέσεως

 

Η ως άνω Φορολογική Αίτηση υπ΄ αριθμόν 4/14 βασίζεται στον Περί Εισπράξεως Φόρων Νόμο του 1962 (Νόμος 31/1962) και συγκεκριμένα στο άρθρο 9 του ως άνω Νόμου, στο οποίο εκτίθεται η διαδικασία για καταναγκαστική είσπραξη σε περιπτώσεις παραλήψεως πληρωμής οιουδήποτε φόρου. Ωστόσο στο ΄Αρθρο 9Α του ίδιου Νόμου αναφέρονται οι περιπτώσεις στις οποίες δεν τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9.

 

Η παρούσα περίπτωση αφορά φόρο έκτακτης αμυντικής εισφοράς επί μερισμάτων, ο οποίος οφείλεται δυνάμει του Περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου (Νόμος 117(Ι)/2002). Σύμφωνα με το ΄Αρθρο του Νόμου 31/1962 η παρούσα αποτελεί περίπτωση στην οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία που προβλέπεται στο ΄Αρθρο 9 του Νόμου 31/1962 ως ανωτέρω. Συνεπώς στην εν λόγω περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η προβλεπόμενη στον ειδικό νόμο διαδικασία.

 

Περαιτέρω βάσει του άρθρου 5(4) του Περί Εκτάκτου Εισφοράς για την ΄Αμυνα της Δημοκρατίας Νόμου (Νόμος 117(Ι)/2002), η βεβαίωση, καταβολή, είσπραξη και παρακράτηση οποιουδήποτε ποσού έκτακτης εισφοράς καθώς και οποιουδήποτε τόκου επ΄ αυτής διενεργείται σύμφωνα με τις ανάλογες διατάξεις των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων και του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου. Ωστόσο οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου 117(Ι)/2002.

 

Οπότε σε κάθε περίπτωση η ως άνω αίτηση έπρεπε να βασιστεί ή/και να περιέχει αναφορά στον ειδικό νόμο, ήτοι τον Περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο (Νόμος 117(Ι)/2002).

 

Συνεπώς πρόκειται για νομικό σφάλμα το οποίο δεν υπέπεσε στην αντίληψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και το οποίο οδήγησε σε μια απόφαση ή/και διαταγή ή/και επιβληθείσα ποινή η οποία είναι έκδηλα εσφαλμένη και αυθαίρετη εφόσον βασίστηκε σε εσφαλμένη νομική βάση».

 

(Β) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να παρέχει άδεια για τροποποίηση των λόγων ΄Εφεσης στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο ΄Εφεση, με την προσθήκη της ακόλουθης υποπαραγράφου στην αιτιολογία των λόγων έφεσης υπ΄ αριθμόν (1), (2) και (5).

 

«Με βάση τον Περί Εκτάκτου Εισφοράς για την ΄Αμυνα της
Δημοκρατίας Νόμο (Νόμος 117(Ι)/2002), και συγκεκριμένα με βάση το ΄Αρθρο 6(4) υπάρχει ενδεχόμενο καταδίκης μεταξύ άλλων και του διευθυντή της εταιρείας. Οπότε δυνητικά ο διευθυντής της εταιρείας αντιμετωπίζει την ίδια ποινή με την εταιρεία, με βάση τον ειδικό νόμο ο οποίος αποτελεί και την ορθή νομική βάση της υπό κρίση αίτησης.

 

Συνεπώς η έκδοση απόφασης ερήμην του διευθυντή της κατηγορούμενης εταιρείας και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν κατηγορούμενος, είναι αντινομική για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω».

 

 

 

 

Όπως εντοπίζεται από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, διαπιστώθηκε, κατά την προετοιμασία της ακρόασης, από τον νέο συνήγορο που εμφανίζεται εκ μέρους του Εφεσείοντα, ότι οι υφιστάμενοι λόγοι έφεσης δεν είναι επαρκείς και ότι χρήζουν περαιτέρω αιτιολόγησης. Η αντίδικη πλευρά, μέσω της ένστασής της, εισηγείται ότι η αίτηση είναι αναιτιολόγητη, καθώς δεν αποκαλύπτεται καλός λόγος για την τροποποίηση των υφιστάμενων λόγων έφεσης και την προσθήκη νέου λόγου. Προβάλλεται ακόμη ότι ο νέος λόγος που επιχειρείται να προστεθεί, είναι εντελώς ανεξάρτητος από τους υφιστάμενους λόγους έφεσης, ότι επιχειρείται η αλλαγή της ουσίας των λόγων έφεσης, ότι παρατηρείται υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και πως δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση που να δικαιολογεί την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η τροποποίηση των λόγων έφεσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, η οποία και ασκείται πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης, έννοια σύνθετη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 ΑΑΔ 140). Όπως επαναλήφθηκε και στην απόφαση Chen v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 430, το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των εκατέρωθεν δικαιωμάτων ως προς το τελέσφορο της δικαστικής διαδικασίας. Σε αστικές υποθέσεις αίτηση αυτής της μορφής μπορεί να γίνει αποδεκτή εφόσον υποβάλλεται έγκαιρα και δεν επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα του αντιδίκου. Σε ποινικές υποθέσεις λαμβάνονται επίσης υπόψη και ευρύτερα θέματα δημοσίου συμφέροντος. Συνιστά βασική αρχή ότι μια τέτοια αίτηση είναι πιο εύκολο να εγκριθεί, εφόσον υποβάλλεται εγκαίρως και εφόσον αποβλέπει στον εναρμονισμό της έφεσης με τα θέσμια και την επακριβή παρουσίαση των επιδίκων θεμάτων. Η εισαγωγή, σε καθυστερημένο χρόνο, νέων λόγων έφεσης, οι οποίοι στην ουσία αναπλάθουν την έφεση, κατά κανόνα δεν είναι επιτρεπτή, εκτός εάν δοθεί ικανοποιητική εξήγηση. Είναι σταθερή γραμμή της νομολογίας μας ότι η έγκριση αιτήματος αυτής της υφής, γίνεται ακόμη πιο δύσκολη στις περιπτώσεις που επιχειρείται προσπάθεια να προστεθούν  νέοι λόγοι, εντελώς ανεξάρτητοι από τους υφιστάμενους (Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 24, Χατζηχριστοφόρου ν. Αταλιανή (1992) 1 ΑΑΔ 1008 και Chen (ανωτέρω)).

 

Ασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, λάβαμε υπόψη τους υφιστάμενους λόγους έφεσης και τα όσα προτίθεται να εγείρει η Εφεσείουσα, μέσω των λόγων έφεσης που επιχειρεί να προσθέσει. Είναι φανερό ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον προσπάθειας προς εναρμόνιση υφιστάμενων λόγων έφεσης. Αντιθέτως, ό,τι επιδιώκεται είναι η εισαγωγή νέων λόγων, σε πολύ καθυστερημένο χρόνο και χωρίς καμιά βάσιμη αιτιολογία επί τούτου, με σκοπό την ανάπλαση της έφεσης και την ακρόασή της επί εντελώς νέας βάσης.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω διαπίστωσή μας, η αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της Αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

     

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο