ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μαλαχτός, Χάρης Ε. Παπαλοΐζου (κα), για τον Εφεσείοντα. Στ. Μαυρομάτης, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-07-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ v. ΣΤΑΥΡΟΥ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 264/2018 και 265/2018, 3/7/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:B217

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 264/2018 και 265/2018)

 

3 Ιουλίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 264/2018)

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσείων,

ν.

 

xxx ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητου.

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 265/2018)

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσείων,

ν.

 

STILVI GENERAL CLEANERS (LARNACA) LIMITED,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Ε. Παπαλοΐζου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Στ. Μαυρομάτης, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στην απόφαση xxx Ροδοσθένους ν. Aqua Masters Plc, Ποινική ΄Εφεση 138/2017, ημερ. 4.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:B268, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ενδιατρίψει σε πρόνοιες του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007 (ο Νόμος), τονίζοντας ότι σκοπός θέσπισής του είναι η προστασία των εργοδοτουμένων και, πιο συγκεκριμένα, η διασφάλιση του δικαιώματός τους προς λήψη του μισθού και των ωφελημάτων που δικαιούνται με βάση τη συμφωνία που διέπει την εργασιακή τους σχέση. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου:

 

«"μισθός" σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμές·»

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, η Εφεσίβλητη εταιρεία και ο Εφεσίβλητος, υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής της εταιρείας, αντιμετώπιζαν κατηγορίες εδραζόμενες στον υπό αναφορά Νόμο. Συγκεκριμένα, η εταιρεία την κατηγορία της μη πληρωμής μηνιαίου μισθού σε μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό και ο Εφεσίβλητος διευθυντής της την κατηγορία της παρακίνησης για μη πληρωμή μηνιαίου μισθού σε μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό. Ως διαλαμβάνουν οι σχετικές λεπτομέρειες των αδικημάτων, η μη πληρωμή αφορούσε στον 13ο μισθό εργοδοτούμενου για το έτος 2013, καθαρού ύψους €909.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εντόπισε ότι η ουσία της υπόθεσης έγκειτο στο κατά πόσο η Εφεσίβλητη εταιρεία κατέβαλλε γενικά και είχε υποχρέωση να καταβάλλει για το 2013 τον προαναφερόμενο 13ο μισθό στον παραπονούμενο. Η θέση της υπεράσπισης ήταν ότι η εταιρεία δεν κατέβαλλε 13ο μισθό, αλλά εθελοντικό, για την ίδια, φιλοδώρημα. Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα και, συνακόλουθα αθώωσε και απάλλαξε τους Εφεσίβλητους από τις αντίστοιχες κατηγορίες:

 

«Με βάση τη μαρτυρία ενώπιόν μου, ο παραπονούμενος λάμβανε τις παροχές  από την εργοδότριά του εταιρεία κάθε Δεκέμβριο, αυτές ισοδυναμούσαν περίπου με 1 μισθό, αλλά σημειώνω ότι τις λάμβανε πάντα, υπογράφοντας αποδείξεις ότι τις λάμβανε ως φιλοδώρημα. Δεν υπήρξε ρητή συμφωνία για καταβολή 13ου μισθού. Το Τεκμήριο 15 είναι απόδειξη για το έτος 2007 και το Τεκμήριο 16 είναι δέσμη 5 αποδείξεων για τα έτη 2008-2012. Σε αυτά γίνεται αναφορά για λήψη φιλοδωρήματος. Μπορεί ο ίδιος ο παραπονούμενος ουσιαστικά να αδιαφορούσε για το πώς θα λεγόταν η παροχή και να τον ενδιέφερε μόνο να την λάμβανε, αλλά ως φιλοδώρημα του δινόταν, ως φιλοδώρημα υπέγραφε ότι την λάμβανε στις αποδείξεις για την καταβολή του ποσού και δεν αντέδρασε παρά μόνο όταν σταμάτησε να του δίνεται η παροχή και έχασε την εργασία του. Αυτά είναι καθοριστικά στοιχεία για τον προσδιορισμό της φύσης της εν λόγω παροχής.

 

Ο ίδιος ο παραπονούμενος επίσης στην κατάθεσή του Τεκμήριο 6 αναφέρεται σε φιλοδώρημα σε παρένθεση, όπου αναφέρεται σε 13ο μισθό. Ακόμη και η συλλογική σύμβαση Τεκμήριο 7, η οποία δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική αξία, εφόσον δεν είναι υπογεγραμμένη και έληξε το 2004, πριν την πρόσληψη του παραπονούμενου στην εταιρεία το 2006, αναφέρεται σε «αναλογία φιλοδωρήματος» στην αναφορά σε 13ο.

 

Με βάση του ότι στο συγκεκριμένο παραπονούμενο δινόταν η παροχή ως «φιλοδώρημα» και όχι ως 13ος μισθός, δεν μπορώ να την θεωρήσω ως κάτι διαφορετικό από προαιρετική-χαριστική παροχή (ex-gratis) που με βάση το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Περί της Προστασίας των Μισθών Ν. 35(Ι)/2007, δεν εμπίπτει στην έννοια του μισθού και με βάση αυτό, να θεωρήσω επιτρεπτό το ότι δεν καταβλήθηκε για το έτος 2013. Οπότε οι Κατηγορίες 1 και 4 δεν στοιχειοθετούνται.»

 

 

 

 

Σύμφωνα με τον ενώπιό μας λόγο έφεσης, ο Εφεσείοντας θέτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και λανθασμένα κατέληξε ότι στον συγκεκριμένο εργοδοτούμενο - παραπονούμενο δινόταν η παροχή ως «φιλοδώρημα» και όχι ως 13ος μισθός. Αιτιολογώντας σχετικά, υποβάλλει ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία περί συμφωνίας για καταβολή 13ου μισθού, η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τις πρόνοιες του Νόμου ως προς τον προσδιορισμό της φύσης της εν λόγω παροχής ως μισθού και ότι στη βάση της ενώπιόν του μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει πως η εν λόγω παροχή αποτελούσε «κεκτημένο δικαίωμα» του παραπονούμενου, το οποίο μπορούσε να μεταβληθεί μόνο κατόπιν ρητής συμφωνίας και συγκατάθεσης του άμεσα επηρεαζομένου δικαιούχου του.

 

Η ουσία των θέσεων του ευπαίδευτου συνήγορου για τους εφεσίβλητους, επικεντρώνεται στην εισήγηση ότι η σχετική πρόνοια του Νόμου ρητά εξαιρεί τις «κατά χάριν πληρωμές». Υπό το φως αυτής της νομοθετικής προσέγγισης, υποστηρίζει ως ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη παροχή συνιστούσε φιλοδώρημα. Συνεπώς, ήταν η καταληκτική του θέση, το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, είναι λανθασμένο και δεν στηρίζεται στα γεγονότα και στην προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

Τα γεγονότα της ενώπιόν μας υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της πρόσφατης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αδελφοί Λιοτατή Λτδ ν. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 151/2016, ημερ. 1.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B457, όπου ο παραπονούμενος εργαζόταν για σειρά ετών στην υπηρεσία της Εφεσείουσας και κατά την πρόσληψή του συμφωνήθηκε ότι πέραν του μηνιαίου μισθού θα λάμβανε και ένα φιλοδώρημα (bonus), το οποίο θα δινόταν κάθε Χριστούγεννα. Το ύψος του φιλοδωρήματος αυτού αντιστοιχούσε περίπου σε ένα μηνιαίο μισθό. ΄Ολοι οι υπάλληλοι της Εφεσείουσας λάμβαναν δώρο Χριστουγέννων ίσο περίπου με τον μηνιαίο μισθό τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση, σημείωσε τα ακόλουθα:

«Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε αμφιβολία, όπως ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι μεταξύ Εφεσείουσας και παραπονούμενου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπήρχε σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου.   Αυτό έγινε εν μέρει παραδεκτό και εν μέρει αποδεικνύετο από τα ευρήματα του δικαστηρίου.    Επίσης, από τα ευρήματα του δικαστηρίου, προέκυπτε ότι η Εφεσείουσα συμφώνησε, προφορικά, με τον παραπονούμενο τους όρους εργοδότησης του.  Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε ότι θα του καταβάλλετο και φιλοδώρημα-δώρο Χριστουγέννων, κάθε Χριστούγεννα.  Το δώρο αυτό καταβαλλόταν, ανελλιπώς, από το 2004 μέχρι το 2010, δηλαδή για επτά συνεχή έτη.   Αυτό το γεγονός, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δημιούργησε κεκτημένο δικαίωμα του εργοδοτούμενου και εύλογα αυτός είχε την πεποίθηση ότι θα λαμβάνει το δώρο κάθε Χριστούγεννα.   Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, συμπέρανε ότι το δώρο Χριστουγέννων δινόταν, από την Εφεσείουσα στους εργοδοτουμένους της, ως χρηματική αντιπαροχή για εκτελεσθείσα εργασία.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε συναφώς στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο Τερματισμού της Απασχόλησης στην Κύπρο» του Μιχάλη Αντωνίου και στην υπόθεση Άννα Σάντου ν. Ανδρέας Μελετίου Λτδ, Υπόθεση αρ. 33/93 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.   Επίσης αναφέρθηκε στα συγγράμματα Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Βλαστός Γ. Στυλιανός, Ιανουάριος 2005, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ιωάννης Δ. Κουκκιάδης, Β΄ έκδοση, στην υπόθεση Κ. Κ. ν. Ο.Τ.Ε., Αρ. 274/2015, του Β.1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και στην Αγγλική υπόθεση Philip Hydev Lehman Brothers Limited (2004) UKEAT 0121 04 0408.         

 

Από την υπόθεση Κ. Κ. ν. Ο.Τ.Ε. (ανωτέρω) προκύπτει ότι, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, στην έννοια του μισθού συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα.   Η παροχή που καταβάλλεται από τον εργοδότη από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση να αποτελεί αντάλλαγμα για την παρεχομένη εργασία, εφόσον καταβάλλεται τακτικά, συνυπολογίζεται στην έννοια του μισθού.

 

Εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες αρχές ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ότι στην παρούσα υπόθεση το δώρο Χριστουγέννων που η Εφεσείουσα παραχωρούσε σταθερά, τακτικά και προσδιορισμένα, δηλαδή κάθε Χριστούγεννα, και ήταν επαρκώς προσδιορισμένο εφόσον ήταν ίσο περίπου με το μηνιαίο του μισθό, είχε τα χαρακτηριστικά του μισθού όπως ερμηνεύεται στον σχετικό Κυπριακό Νόμο.    Αυτό προκύπτει αβίαστα, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον το δώρο-μισθός δινόταν σε όλους τους υπαλλήλους της Εφεσείουσας.   Η νομική βάση για την προαναφερόμενη ερμηνεία ήταν το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου όπου αναφέρεται ότι «μισθός» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία, δηλαδή μισθός είναι κάθε παροχή  οποιασδήποτε μορφής  ή ονομασίας, που δίδεται ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσα εργασία.   Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πώς αποκαλείται η παροχή αυτή.  Στο μισθό δεν περιλαμβάνονται οι οποιεσδήποτε  έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμές.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το δώρο Χριστουγέννων δεν εδίδετο ως έκτακτη προμήθεια ή κατά χάριν πληρωμή άλλα διδόταν κάθε χρόνο, την ίδια περίοδο, σε όλους τους υπαλλήλους και χωρίς οποιαδήποτε αίρεση ή όρο.   Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο 13ος μισθός δεν δινόταν ούτε έκτακτα, ούτε χαριστικά στον παραπονούμενο, ώστε να εξαιρείται από την ερμηνεία που ο ίδιος ο Νόμος δίδει σε σχέση με το μισθό.   Ο 13ος μισθός είχε συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου και αποτελούσε μέρος της συμφωνίας εργοδότησης του.  Το δώρο Χριστουγέννων ήταν μια χρηματική αντιμισθία ή αντάλλαγμα που προέκυπτε από την απασχόληση του εργοδοτούμενου, στην προκείμενη περίπτωση του παραπονούμενου.  Πέραν των προαναφερομένων η αποκοπή του 13ου μισθού, για τα προαναφερόμενα έτη, έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του εργοδοτουμένου.  

 

Συμφωνούμε με την ερμηνεία του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την έννοια του μισθού σύμφωνα με το Νόμο και ειδικά το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου.  Συμφωνούμε επίσης με την πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα πρωτόδικα ευρήματα.   Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε χώρος επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία κρίνεται ως καθόλα ορθή, δίκαιη και δεόντως αιτιολογημένη.»

 

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογιακής προσέγγισης, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι ο παραπονούμενος υπέγραφε ότι λάμβανε το υπό συζήτηση ποσό ως «φιλοδώρημα». Η εν λόγω παροχή δινόταν σταθερά στον παραπονούμενο από τον πρώτο χρόνο εργοδότησής του, χωρίς καμία αίρεση ή οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις και ισοδυναμούσε με ένα περίπου μισθό. Όπως και ο ίδιος ο παραπονούμενος κατέθεσε - και έκανε «καλή εντύπωση» στο Δικαστήριο - σε σχέση με τα δικαιώματα, ωφελήματα και μισθοδοσία του, υπήρξε προφορική συμφωνία μεταξύ του και των Εφεσιβλήτων «.. ό,τι δικαιούται το άλλο προσωπικό να δικαιούμαι και εγώ.». Η συμφωνία αυτή προέβλεπε για «.. μισθό, οδοιπορικά, 13ος μισθός ..».

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταδείξει ότι η υπό κρίση παροχή ενέπιπτε στα πλαίσια του όρου «μισθός», όπως αυτός καθορίζεται από το Νόμο και έχει νομολογιακά αντικρισθεί.

 

Ως αποτέλεσμα οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση ανατρέπεται. Συνακόλουθα, οι Εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στις αντίστοιχες κατηγορίες.

 

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                               Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο