ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B270
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 233/2017
28 Ιουλίου, 2020
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------
Χρ. Τριανταφυλλίδης μαζί με Ευρ. Μάρκουλο και Γ. Διογένους (κα), για τον Εφεσείοντα
Χρ. Θεμιστοκλέους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα σε τρεις κατηγορίες που αφορούσαν τροχαίες παραβάσεις. Ό,τι όμως ενδιαφέρει την παρούσα είναι η καταδίκη του στις κατηγορίες 4 και 5 που αφορούσαν υπέρβαση του ορίου ταχύτητας κατά παράβαση του άρθρου 6(2) και (3)[1] του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) για τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε (συνολικά) πρόστιμο €2.800,00, 8 βαθμούς ποινής και αποστέρηση της ικανότητας του να κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο έξι μηνών από 20.10.2017.
Ο εφεσείων θεωρεί νομικά εσφαλμένη την καταδίκη του στις προαναφερθείσες κατηγορίες, την οποία και προσβάλλει με ένα (1) Λόγο Έφεσης. Πρώτα όμως η παράθεση της μαρτυρίας επί της οποίας στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για καταδίκη, η οποία είναι εξαιρετικά απλή και δεν αμφισβητείται. Έχει ως ακολούθως:-
Στις 12.2.2015 και 31.10.2014, στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Λευκωσίας και συγκεκριμένα παρά την έξοδο Καλαβασού και παρά το Ζύγι, ο εφεσείων, ο οποίος τότε ήταν Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, οδηγούσε το αυτοκίνητο του xxx xxx με ταχύτητα 170 και 190 ΧΑΩ (αντίστοιχα) αντί 100 ΧΑΩ που σύμφωνα με το κατηγορητήριο και τη μαρτυρία των αστυνομικών ΜΚ 4, 5 και 6 ήταν το ανώτατο όριο ταχύτητας. Όπως δε γίνεται αντιληπτό ο εφεσείων ανεκόπη από τους αστυνομικούς που διενεργούσαν έλεγχο ταχύτητας και όταν (α) στις 12.2.2015 (κατηγορία 4) τον πληροφόρησαν ότι θα καταγγελθεί, η απάντηση του ήταν πως είναι Βουλευτής και δεν μπορούσαν να τον καταγγείλουν και (β) στις 31.10.2014 (κατηγορία 5) τον πληροφόρησαν ότι η ταχύτητα του ήταν πολύ μεγάλη και θέτει σε κίνδυνο τόσο τον εαυτό του όσο και τους άλλους, η απάντηση του ήταν πως αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν πιο σημαντικό από την ασφάλεια του και αμέσως εγκατέλειψε τη σκηνή, πριν ο αστυνομικός προλάβει να του επιστήσει την προσοχή του στο Νόμο και να προχωρήσει σε καταγγελία.
Στη βάση της πιο πάνω (αδιαμφισβήτητης) μαρτυρίας, προβλήθηκε πρωτοδίκως από την Υπεράσπιση ότι δεν αποδείχθηκαν συστατικά στοιχεία του αδικήματος εφόσον δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων οδηγούσε επί αυτοκινητόδρομου, ότι υφίσταστατο όριο ταχύτητας και ότι αυτό είχε καθοριστεί με τον ενδεδειγμένο από το Νόμο και Κανονισμούς τρόπο και ότι, το υπό αναφορά όριο ταχύτητας επιδεικνύετο στους οδηγούς με ευκρινώς διακρινόμενες πινακίδες. Χωρίς όμως η προβληθείσα θέση της Υπεράσπισης να γίνει αποδεκτή καθότι, όπως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε με αντεξέταση αφενός η μαρτυρία των ΜΚ ότι ο εφεσείων οδηγούσε επί αυτοκινητόδρομου και ότι υπερέβη το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας και, αφετέρου, ότι οι απαντήσεις που έδωσε κατά το χρόνο της καταγγελίας, αποκάλυπταν ότι γνώριζε ποιο ήταν το όριο ταχύτητας και ότι το παρέβη.
Είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πιο πάνω εισήγηση της Υπεράσπισης είναι λανθασμένη. Και αυτό γιατί η μη αντεξέταση επί των πιο πάνω σημείων των ΜΚ δεν ισοδυναμούσε και με αποδοχή μαρτυρίας που δεν προσκομίστηκε. Καμιά θετική μαρτυρία, εισηγήθηκε, προσκομίστηκε από την κατηγορούσα Αρχή που να αποδείκνυε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών 4 και 5, οι οποίες είχαν ως νομική βάση το άρθρο 6(2) και (3) του Νόμου. Περιορίζοντας επί τούτου τα παράπονα του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι συμφωνά με το υπό αναφορά άρθρο του Νόμου μόνο στην περίπτωση που η Κατηγορούσα Αρχή προσκόμιζε μαρτυρία για ύπαρξη πινακίδων στον αυτοκινητόδρομο «κατά τοιούτον τρόπο ώστε ευχερώς να διακρίνουσι ταύτας οι χρησιμοποιούντες τας τοιαύτας οδούς οδηγοί» θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει στην καταδίκη του εφεσείοντα, πλην όμως τέτοια μαρτυρία δεν προσκομίστηκε εφόσον οι ΜΚ καμιά αναφορά για ύπαρξη πινακίδων στον αυτοκινητόδρομο έκαναν.
Η πρωτόδικη απόφαση, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, είναι καθόλα ορθή εφόσον η μαρτυρία των ΜΚ δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση. Περαιτέρω, υπέδειξε ότι το ανώτατο όριο ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, πέραν του ότι καθορίζεται από τον Καν. 66Γ της ΚΔΠ 189/2008, αποτελεί και δικαστική γνώση και ο εφεσείων ως Βουλευτής όφειλε να το γνωρίζει και εν πάση περιπτώσει η άγνοια του Νόμου δεν αποτελεί υπεράσπιση.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων. Να επαναλάβουμε καταρχάς - συμφωνούντες προς τούτο με τον κ. Τριανταφυλλίδη - ότι αποτελεί νομική αρχή ότι η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα Αρχή και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι (βλ. Λοϊζου ν. Αστυνομίας 91989) 2 Α.Α.Δ. 363, Ηλία ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 48, Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510 κ.α.). Επισημαίνουμε επίσης ότι οι ΜΚ 4, 5 και 6 δεν έκαναν οποιαδήποτε αναφορά ότι στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Λευκωσίας υπάρχουν πινακίδες, ευχερώς διακρινόμενες, σ΄ ό,τι αφορά το επιτρεπτό όριο ταχύτητας, καθώς επίσης και ότι η ΚΔΠ 189/2008 δεν συμπεριλήφθηκε στη νομική βάση των δύο κατηγοριών στις οποίες ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος. Είναι όμως παραδεκτό από τον εφεσείοντα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε στον υπό αναφορά αυτοκινητόδρομο, ζήτημα για το οποίο κατέθεσαν και οι αστυφύλακες που τον κατήγγειλαν χωρίς να αμφισβητηθεί η επί τούτου μαρτυρία τους. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο οι δύο αυτές «παραλείψεις» έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αθώωση και απαλλαγή του εφεσείοντα, ως είναι η θέση του κ. Τριανταφυλλίδη. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική για τρεις, ανεξάρτητους μεταξύ τους, λόγους. Ο πρώτος, το αδίκημα της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας προβλέπεται από το εδάφιο (3) του άρθρου 6 του Νόμου και στοιχειοθετείται με την οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος «με ταχύτητα μεγαλυτέραν του ανωτάτου ή μικροτέραν του κατωτάτου ορίου ταχύτητας όπερ έχει ορισθεί υπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2)». Επομένως δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος η ύπαρξη πινακίδων που αναγράφουν το όριο αλλά συστατικό στοιχείο του υπό αναφορά αδικήματος είναι η ύπαρξη απόφασης της αρμοδίας αρχής που το καθορίζει. Τέτοιο όριο, (100 ΧΑΩ) σ΄ό,τι αφορά τους αυτοκινητοδρόμους, αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο - που είναι η αρμοδία αρχή - με τον Καν. 66Γ των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 2008 (ΚΔΠ 189/2008)[2] και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του ορίου. Επισημαίνεται επί του προκειμένου ότι όπως προβλήθηκε πρωτοδίκως, η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής συνίστατο στο ότι δεν προσκόμισε μαρτυρία αναφορικά «με τον ενδεδειγμένο τρόπο» καθορισμού της μέγιστης ταχύτητας, ισχυρισμός που κρίνεται αβάσιμος εφόσον δεν είναι «ο τρόπος» καθορισμού που έχει σημασία, αλλά το ότι καθορίστηκε τέτοιο όριο από την αρμοδία αρχή, ως έγινε με την ΚΔΠ 189/2008. Ο δεύτερος, οι απαντήσεις που έδωσε ο εφεσείοντας στους αστυνομικούς που τον κατήγγειλαν συνιστούσαν σαφή παραδοχή υπέρβασης του ορίου ταχύτητας και, ο τρίτος, η ενδεχόμενη ανυπαρξία πινακίδων που αναγράφει το όριο ταχύτητας σε ένα δρόμο, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει υπεράσπιση, ζήτημα όμως που δεν τέθηκε από την υπεράσπιση πρωτοδίκως στους ΜΚ προκειμένου να τοποθετηθούν. Εν πάση περιπτώσει η ύπαρξη πινακίδων στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού - Λευκωσίας συνιστά πασίγνωστο γεγονός, σε βαθμό που αποτελεί κοινή γνώση - και ως εκ τούτου και δικαστική - με αποτέλεσμα η υπό αναφορά εισήγηση του εφεσείοντα να στερείται οποιασδήποτε πραγματικής ή νομικής βάσης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ κβπ
[1] (2) Τη συναίνεση του Αρχηγού της Αστυνομίας, η αρμοδία αρχή δύναται να ορίση, αναφορικώς προς οιανδήποτε οδόν, ανώτατον ή κατώτατον όριον ταχύτητος, όπερ, καθ' όσον αφορά εις οδόν κειμένην εν τη κατωκημένη περιοχή οιασδήποτε πόλεως ή χωρίου, δεν δύναται να υπερβαίνη τα τεσσαράκοντα μίλια την ώραν το ούτω καθοριζόμενον όριον ταχύτητος θέλει αναγραφή επί πινακίδων τοποθετουμένων επί των οδών κατά τοιούτον τρόπον ώστε ευχερώς να διακρίνωσι ταύτας οι χρησιμοποιούντες τας τοιαύτας οδούς οδηγοί η αρμοδία αρχή δύναται, ωσαύτως τη συναινέσει του Αρχηγού της Αστυνομίας, να μεταβάλη παν ούτω ορισθέν όριον ταχύτητος:
Νοείται ότι μέχρις ου η αρμοδία αρχή προβή εις τον ορισμόν τοιούτον ορίου ταχύτητος, τούτο δεν δύναται να υπερβαίνη, εντός των κατωκημένων περιοχών οιασδήποτε πόλεως ή χωρίου, το όριον των τριάκοντα μιλίων την ώραν.
(3) Πας όστις οδηγεί μηχανοκίνητον όχημα επί τίνος οδού με ταχύτητα μεγαλυτέραν τον ανωτάτου ή μικροτέραν τον κατωτάτον ορών ταχύτητος όπερ έχει ορισθή νπό της αρμοδίας αρχής δυνάμει των διατάξεων τον εδαφίου (2) ή της επιφυλάξεως αυτού είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1000 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
[2] 66Γ.(1) Για τους σκοπούς του Μέρους αυτού-
(α) «αυτοκινητόδρομος» σημαίνει δρόμο ειδικά σχεδιασμένο και κατασκευασμένο για την κυκλοφορία μηχανοκίνητων οχημάτων, ο οποίος δεν εξυπηρετεί τις περιουσίες που συνοδρεύουν με αυτόν και -
.........................
.........................
(v) έχει ανώτατο και κατώτατο όριο ταχύτητας 100 και 65 χιλιόμετρα ανά ώρα, αντίστοιχα.