ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B233
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ.117/2019
9 Ιουλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείουσας
ΚΑΙ
Γ.Α.
Εφεσίβλητου
.....
Ζ. Συμεού για τον Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα
Σ. Αδάμου (κα), για τον εφεσίβλητο
.......
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 24.6.2018 κατέληξε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας η 73χρονη Ν. Α. (στο εξής το θύμα) λόγω των κακώσεων που της επέφερε ο 43χρονος υιός της Γ.Α. (εφεσίβλητος) πέντε (5) μήνες προηγουμένως, στις 21.1.2018.
Η κατάληξη του θύματος, μετά από πολύμηνη αγωνιώδη μάχη με το θάνατο, οδήγησε την Κατηγορούσα Αρχή να προσθέσει στο ήδη καταχωριθέν εναντίον του εφεσίβλητου κατηγορητήριο και την κατηγορία της ανθρωποκτονίας του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, την οποία ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε. Και αυτό αφού κατέθεσαν δεκαπέντε (15) μάρτυρες κατηγορίας (ΜΚ) και αφού διακόπηκαν οι έξι (6) κατηγορίες που του είχαν προσαφθεί για απόπειρα φόνου της μητέρας του, επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξεως, άσκηση βίας στην οικογένεια και άλλες. Με τελική κατάληξη, το Κακουργιοδικείο Λεμεσού να του επιβάλει οκτώ (8) χρόνια φυλάκιση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί πως η προαναφερθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, ζήτημα που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης το οποίο θα αποφασισθεί αφού πρώτα παραθέσουμε σε συντομία τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση και αφού αναφερθούμε στους μετριαστικούς παράγοντες που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο να επιβάλει στον εφεσίβλητο την προσβαλλόμενη ποινή.
Τα γεγονότα της υπόθεσης διαδραματίστηκαν το βράδυ της 21.1.2018 στην οικία του θύματος, στα xxx, στην οποία διέμενε τόσο ο εφεσίβλητος όσο και ο ηλικιωμένος αδελφός του θύματος Μ. Χ. (ΜΚ7).
Σε κάποια στιγμή, η μητέρα και ο θείος του εφεσίβλητου αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους για ύπνο. Όμως γύρω στις 11:30 μ.μ. ο εφεσίβλητος, αφού κατανάλωσε μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος, μπήκε στο δωμάτιο της μητέρας του και άρχισε να λογομαχεί μαζί της και όταν αυτή του ζήτησε να αλλάξει τρόπο ζωής, της επιτέθηκε κτυπώντας την επανειλημμένως στο κεφάλι και σε άλλα μέρη του σώματος της. Με αποτέλεσμα το θύμα να χάσει τις αισθήσεις του και να βγάζει αφρούς από το στόμα, κατάσταση που ανησύχησε τον εφεσίβλητο ο οποίος αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να τη συνεφέρει - στην παρουσία και του θείου του που είχε στο μεταξύ ξυπνήσει - τηλεφώνησε να αποσταλεί ασθενοφόρο.
To ασθενοφόρο μετέφερε το θύμα σε κωματώδη κατάσταση στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου xxx και ακολούθως, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του, διακομίστηκε διασωληνωμένο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου και υποβλήθηκε σε επείγουσα κρανιεκτομή για αφαίρεση αιματώματος. Στη συνέχεια εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και την επομένη εξετάστηκε από ιατροδικαστή, τα ευρήματα του οποίου αποκάλυπταν και την αγριότητα της επίθεσης που δέχθηκε. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκαν εκχυμώσεις και εκδορές σε πολλά μέρη του σώματος του, κατάγματα στην πρόσθια δεξιά πλευρά και, το πλέον σοβαρό, εκτεταμένο υποσκληρίδιο αιμάτωμα στο δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Με τον εφεσίβλητο να ισχυρίζεται ότι οι κακώσεις της μητέρας του προκλήθηκαν λόγω πτώσης της από το κρεβάτι, ισχυρισμό που οι γιατροί απέρριψαν λόγω της φύσης και της έκτασης των κακώσεων γι΄ αυτό και ανέλαβε η αστυνομία.
Όπως γίνεται αντιληπτό, οι ανακριτές θεώρησαν ύποπτο τον εφεσίβλητο τον οποίο και ανέκριναν αλλά αυτός αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.
Επανερχόμενοι στο θύμα, η κατάσταση του δεν παρουσίασε οποιαδήποτε βελτίωση και μέχρι τις 20.3.2018 συνέχισε να βρίσκεται υπό μηχανική υποστήριξη σε κωματώδη κατάσταση στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας οπότε και μεταφέρθηκε σε Στέγη Ηλικιωμένων όπου παρέμεινε μέχρι τις 23.6.2018 και στη συνέχεια, λόγω υψηλού πυρετού και ψηλών παλμών, διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου και απεβίωσε την επομένη 24.6.2018. Όπως δε αποφάνθηκε ιατροδικαστής, μετά από νεκροψία, η αιτία κατάληξης του ήταν ο σταδιακός εγκεφαλικός θάνατος συνεπεία παλαιότερης κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης που επέφερε και την ανακοπή της καρδιάς του. Κρανιοεγκεφαλική κάκωση, που όπως είναι παραδεκτό, επέφερε στο θύμα ο εφεσίβλητος γιος της, στις 21.1.2018, όταν την κτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα και στο κεφάλι προκαλώντας στο δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου της εκτεταμένο υποσκληρίδιο αιμάτωμα.
Στη βάση του πιο πάνω (αδιαμφισβήτητου) πραγματικού πλαισίου, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσίβλητο την προσβαλλόμενη ποινή αφού έλαβε υπόψιν τη σοβαρότητα του αδικήματος παραπέμποντας προς τούτο και σε νομολογία (Souilmi v. Aστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Ονησίλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551, Σάββα ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231) όπου τονίστηκε πως η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή - εδώ ισόβια φυλάκιση - λαμβάνεται υπόψιν στην επιμέτρηση της ποινής, πως η ανθρώπινη ζωή αποτελεί ύψιστο αγαθό και η αφαίρεση της μέγιστο έγκλημα και πως για τον καθορισμό της εγκληματικότητας του δράστη λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν ο σχεδιασμός και ο βαθμός αδιαφορίας για την ανθρώπινη ύπαρξη, χωρίς όμως τα στοιχεία αυτά να ατονίζουν την υποχρέωση εξατομίκευσης της ποινής ώστε η εν τέλει τιμωρία του δράστη να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη νοουμένου ότι δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267 και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 352). Εξατομικεύοντας λοιπόν την ποινή, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι αρμόζουσα ποινή για το έγκλημα που διέπραξε ο εφεσίβλητος ήταν τα 8 χρόνια φυλάκιση. Προς τούτο προσμέτρησε προς όφελος του την παραδοχή του με αναφορά στη Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, τονίζοντας όμως ότι η παραδοχή του έγινε σε καθυστερημένο στάδιο και αφού αρχικά έδωσε ψεύτικη δικαιολογία στην αστυνομία. Επιπρόσθετα, προσμέτρησε προς όφελος του το λευκό ποινικό του μητρώο και θεώρησε ως ιδιαίτερο ελαφρυντικό παράγοντα τη μεταμέλεια του και το γεγονός ότι αναγνώρισε τη σοβαρότητα των πράξεων του και το ότι οι δύο (2) θείοι του - αδελφοί του θύματος - τον συγχώρεσαν «και είναι πρόθυμοι να τον στηρίξουν και να τον βοηθήσουν και αυτό καταδεικνύει ότι αναγνωρίζουν την μεταμέλεια του». Σ΄ ό,τι δε αφορά τις προσωπικές του συνθήκες, τις οποίες το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν για σκοπούς εξατομίκευσης της ποινής, είναι αρκετό να σημειωθεί πως ο εφεσίβλητος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και ακολούθησε τους γονείς του στην Κύπρο σε ηλικία 19 ετών. Πέντε (5) χρόνια μετά παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο με τον οποίο δεν έχει καμία επαφή αφού ο γάμος του δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Ακολούθως συνήψε σχέση με άλλη γυναίκα, με την οποία επίσης χώρισαν και το ηλικίας 7 ετών παιδί τους το είχε υπό τη φύλαξη και φροντίδα η μητέρα του (το θύμα) αφού ο ίδιος άρχισε να καταναλώνει αλκοόλ και άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες.
Είναι θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι παρόλο που το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε σωστά σε σχέση με τους παράγοντες που έπρεπε να λάβει υπόψιν στην επιμέτρηση της ποινής, εντούτοις η εν τέλει επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής καθότι δεν ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης. Πιο συγκεκριμένα, υπέδειξε ότι το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος επιτέθηκε με αγριότητα στη μητέρα του απλώς και μόνο γιατί του ζήτησε να αλλάξει τρόπο ζωής, ότι οι κακώσεις που της προκάλεσε είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατό της και, τέλος, ότι προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα τόσο τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου όσο και στην παραδοχή του που έγινε σε καθυστερημένο στάδιο και αφού κατέθεσαν 15 ΜΚ, στοιχείο που δεν τεκμηρίωνε γνήσια μεταμέλεια.
Διαφορετικές βεβαίως είναι οι θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου, η οποία υποστήριξε πως η επιβληθείσα ποινή ήταν προϊόν ορθής εξισορρόπησης όλων των παραμέτρων της υπόθεσης.
Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση έχοντας υπόψιν ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Κατά πάγια επί του προκειμένου νομολογία «Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις» (βλ. Δημοκρατία ν. Ομήρου, Ποιν. Εφ. 351/2018 ημερ. 20.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:B23, όπου γίνεται αναφορά και στην προηγούμενη νομολογία).
Έχοντας υπόψιν την πάγια επί του θέματος νομολογία, καταλήξαμε ότι όντως ο Γενικός Εισαγγελέας έχει τεκμηριώσει με τον πλέον ισχυρό τρόπο έκδηλη αναντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο - μητροκτόνο. Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε τα ακόλουθα:-
Ο εφεσίβλητος αναίτια επιτέθηκε στην ίδια του τη μητέρα με πρωτοφανή αγριότητα, επιφέροντας της τέτοια κτυπήματα που για πέντε (5) ολόκληρους μήνες βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και υπό μηχανική υποστήριξη, σε ένα άνισο αγώνα να κρατηθεί στη ζωή. Αυτό ήταν το τίμημα που εισέπραξε η μητέρα του για την αγάπη και φροντίδα που για τόσα χρόνια πρόσφερε αφειδώς τόσο στον ίδιο όσο και στο 7χρονο παιδί του. Και αυτό γιατί απλώς του ζήτησε να αλλάξει τρόπο ζωής και επιτέλους, στην ηλικία των 43 ετών, να σταθεί στα πόδια του. Οι επιγραμματικές αυτές επισημάνσεις είναι κατά την άποψή μας τέτοιες που καθιστούν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το έγκλημα ιδιαίτερα επιβαρυντικές. Λαμβανομένου δε υπόψιν ότι το έγκλημα της ανθρωποκτονίας τιμωρείται από το Νόμο κατ΄ ανώτατο όριο με φυλάκιση δια βίου, που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για επιμέτρηση της ποινής (βλ. μεταξύ άλλων Ομήρου, ανωτέρω), η επιβολή τόσο χαμηλής ποινής θα δικαιολογείτο μόνο στην περίπτωση που συνέτρεχαν ιδιαίτερα ελαφρυντικοί παράγοντες, ή στην περίπτωση που το θύμα ανάρρωνε από τις σοβαρές κακώσεις που του επέφερε ο εφεσίβλητος. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου/μητροκτόνου, η παραδοχή του, η συγχώρεση που έτυχε από τους αδελφούς της μητέρας του και οι εν γένει προσωπικές του συνθήκες δικαιολογούσαν τέτοια χαμηλή ποινή. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Ο μόνος μετριαστικός παράγοντας που θα μπορούσε το Κακουργιοδικείο να προσμετρήσει προς όφελος του εφεσίβλητου ήταν το λευκό ποινικό του μητρώο σε συνδυασμό με τις προσωπικές του συνθήκες και τίποτα άλλο. Και αυτό γιατί στην παραδοχή του μόνο περιθωριακή σημασία μπορούσε να δοθεί καθότι έγινε σε πολύ προχωρημένο στάδιο της δίκης και αφού έγινε αντιληπτό πως η εναντίον του μαρτυρία ήταν τόσο συντριπτική που δεν του άφηνε άλλη επιλογή παρά την παραδοχή. Επισημαίνεται επί του προκειμένου ότι αρχικά πρόβαλε τον ψευδή και παιδαριώδη ισχυρισμό ότι τα τραύματα προκλήθηκαν στη μητέρα του από πτώση της από το κρεββάτι, ενώ ήταν ηλίου φαεινότερο ότι αυτά προήλθαν από ανθρώπινο χέρι που δεν ήταν άλλο από το δικό του. Κατά συνέπεια η παραδοχή του, αφού κατέθεσαν 15 ΜΚ, αντιστρατευόταν τη γνήσια μεταμέλεια που του πίστωσε το Κακουργιοδικείο το οποίο εσφαλμένα, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, επικαλέστηκε προς τούτο τη σημασία της παραδοχής που τονίστηκε στη Χαρτούμπαλος (ανωτέρω).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, διαπιστώνουμε πασιφανή αναντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος που διέπραξε ο εφεσίβλητος και της ποινής που του επιβλήθηκε, την οποία (πολύ επιεικώς) αυξάνουμε στα 12 χρόνια φυλάκιση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η ποινή των 8 χρόνων φυλάκισης αυξάνεται στα 12 χρόνια φυλάκιση από 30.1.2018.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ